Π.Κ. ΜΑΚΡΗ

Έχομε, ήδη, σημειώσει ότι ο προς κάθε κατεύθυνση αναθεωρητισμός της Συνθήκης της Λωζάνης αναδεικνύεται ως ένα των συστατικών στοιχείων του εις προσωπική αυταρχία μεταλλαγέντος Τουρκικού πολιτεύματος. Δεν πρέπει να αναμένεται ότι θα μετριασθεί, διότι η φύσις και η διατήρησις της δυναμικής της επιβιώσεως παρομοίων πολιτευμάτων ενέχουν την ανάγκη διαρκών εξωτερικών περισπασμών και επιδείξεως, προς την κοινή γνώμη των χωρών τους, συνεχούς ενισχύσεως εθνικού γοήτρου, περιφερειακής επιρροής ή και εδαφικών ―ει δυνατόν―, προσαυξήσεων.

Την στιγμή αυτή, η Άγκυρα συνεχίζει να επιδίδεται εις γεωπολιτικά παίγνια αρκετά υψηλού κινδύνου και πολυπραγμονεί, εκμεταλλευομένη την δημιουργία του κενού Αμερικανικής αξιοπιστίας την οποία προκαλεί η Προεδρία Trump και την κάμψη της Σαουδικής επιρροής μετά την δολοφονία Khashoggi. Παραμένουσα εντεταγμένη, παραπλεύρως του Κρεμλίνου και της Τεχεράνης, εις ετερόκλητη ―αλλά όχι και κατ’ανάγκην εύθραυστη― και σαφώς αντι-Δυτική, στρατηγική συμμαχία, η οποία απεργάζεται την ανακατανομή των σφαιρών επιρροής στην Μ. Ανατολή, δεν φαίνεται να χαμηλώνει την σκόπευσή της.

Αυτή η Τουρκία, οι κανόνες παιγνίου της οποίας σκληρύνονται και η οποία αποδέχεται, πλέον, υψηλούς κινδύνους κατά την προσπάθειά της ανακτήσεως μέρους της απωλεσθείσης κληρονομίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θα διαφέρει, ριζικώς, από την παλαιά γείτονα ―ίσως ακόμη και από εκείνη των χειροτέρων στιγμών του μεταπολεμικού παρελθόντος των Ελληνο-Τουρκικών σχέσεων. Τα γεωπολιτικά παίγνιά της, προσδιοριζόμενα από την υφή του πολιτεύματός της, θα είναι, εις το εξής, παρακινδυνευμένα και καιροσκοπικά, αμέσως προσαρμοζόμενα εις πρόσφορες περιφερειακές συγκυρίες ―ή και εις εσωτερικές σκοπιμότητες― της στιγμής και δυσκολώτερα προβλεπτά.

Υπό παρομοίους οιωνούς, η δυσχέρεια της επιλύσεως των ήδη υπαρκτών και χρονιζουσών διαφορών μεταξύ της Ελλάδος και της Τουρκίας επιτείνεται και η πρόγνωσις της εξελίξεώς τους δεν βελτιώνεται. Ούτε συμπτώματα οικονομικής υφέσεως, ούτε η κλιμάκωσις εσωτερικών αντιδράσεων κατευνάζουν την γεωπολιτική πολυπραγμωσύνη αυταρχικών κυβερνήσεων· μάλλον την εξάπτουν.

Εις επίμετρον, οποιοσδήποτε βαθμός αποδυναμώσεως, παροδικής ή όχι, της συνοχής της Ε.Ε. μετά την διεξαγωγή των Ευρωεκλογών, δεν θα βελτιώσει την Τουρκική συμπεριφορά. Θα ενθαρρύνει την προσδοκία Ευρωπαϊκής ατολμίας και «κατευναστικής» αντιμετωπίσεως απειλητικών εκβιασμών.

Τούτων, όμως, λεχθέντων και οσονδήποτε πρόδηλη και αν είναι η Τουρκική επιλογή αναζητήσεως θέσεως κυριάρχου περιφερειακής δυνάμεως και ριζικής αναθεωρήσεως των περιφερειακών σχέσεων ισχύος, στερείται νοήματος να αντιπροτάσσεται αντίστοιχος μαξιμαλισμός θέσεων της Ελληνικής πλευράς.

Ειδικώς επί της δέσμης των απτομένων του Δικαίου της Θαλάσσης Ελληνο-Τουρκικών διαφορών ―εστίας πολύ αμεσωτέρων κινδύνων αναξελέγκτου κλιμακώσεως εντάσεων, απ’ότι η Κύπρος και η Θράκη―, δεν νοείται η κατά κόρον μεν επίκλησις των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου, αποφευγομένης, όμως, μετά φόβου και πίστεως, κάθε μνείας της ανάγκης προσφυγής στην Διεθνή Δικαιοσύνη.

Επ’αυτού, πρέπει να αποτυπωθεί στην μνήμη και να συγκρατείται πάντοτε, ότι προ 15ετίας, η Ελλάς απεποιήθη την διαιτησία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης επί των Ελληνο-Τουρκικών διαφορών, την οποία ―πρώτη και μοναδική φορά―, είχε αναγκασθεί να αποδεχθεί η Τουρκία κατά την συνάντηση Ευρωπαϊκής κορυφής του Helsinki (10-11/12/1999) ως όρον της ενάρξεως ενταξιακών διαπραγματεύσεων, όταν η κοσμικής-Κεμαλικής ιδεολογίας άρχουσα, τότε, τάξις της είχε ακόμη την ειλικρινή βούληση και την αληθοφανή ελπίδα εντάξεως της χώρας στην Ε.Ε.

Η εξήγησις την οποία είχε δώσει, τότε, η Κυβέρνησις Κ. Καραμανλή, προς δικαιολόγηση της ευγενούς ―σχεδόν αθορύβου―, αποποιήσεως εκείνου του κρισίμου κεκτημένου, ήταν ότι είχε εμπιστοσύνη ότι η νέα Ευρωπαϊκή δυναμική υπό την οποία θα ετίθετο η αλληλουχία των Ελληνο-Τουρκικών διαφορών, καθιστά περιττή την προσφυγή στην διαιτησία του Διεθνούς Δικαστηρίου…

Ο πραγματικός, όμως, λόγος, της αποφάσεως εκείνης του τότε Πρωθυπουργού, όπως παραδέχθη κορυφαίος χειριστής της εποχής εκείνης ―δημοσίευμα «Καθημερινής» της 23ης/4ου/2018―, ήταν ο φόβος ότι η Διεθνής Δικαιοσύνη, προ της ιδιομορφίας του Αιγαίου, δεν θα απεδέχετο, πλήρως, τις Ελληνικές θέσεις, ως προς την εφαρμογή της Συμβάσεως του Δικαίου της Θαλάσσης και θα παρείχε, μικρή έστω, ικανοποίηση των Τουρκικών απόψεων (βλ. ΣΗΜ.).

Όταν, όμως, κάθε Ελληνική Κυβέρνησις, στερεοτύπως και απαραλλάκτως, κατά την διάρκεια δεκαετιών, επανελάμβανε, έως τότε, ότι δεν επιθυμεί παρά την εφαρμογή των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου και την επι­βολή τους, από την διεθνή κοινότητα, επί της Τουρκίας, η φυγή, μόλις ανέκυψε η πραγ­ματική δυνατότητα να αποφανθεί, επί τέ­λους, η Διεθνής Δικαιοσύνη, υπήρξε μειωτι­κή της Ελληνικής αξιοπιστίας.

Ουδείς, φίλος ή πολέμιος, παρεπλανήθη από την κουτοπονηρία του προσχήματος και δεν αντελήφθη την έμφοβη εφεκτικότητα της Ελληνικής πλευράς να διακινδυνεύσει, εμφανιζομένη προ του Διεθνούς Δικαστηρίου.

Η συνάντησις ―κατά την διάρκεια της θητείας της πρώτης Κυβερνήσεως Κ. Σημίτη―, Ευρωπαϊκής κορυφής του Helsinki του 1999, ήταν μία των ευτυχεστέρων στιγμών της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και έθεσε τους Εταίρους προ των ευθυνών τους έναντι της Τουρκίας.

Αντιθέτως, η μετά μια, ακριβώς, 5ετία, από­φασις ―προσωπική, μάλλον, του Πρωθυπουργού, προς την οποία διεφώνησε η μετέπειτα Υπουργός Εξωτερικών της Κυβερνήσεως του―, ακυρώσεως κρισίμου μέρους του οφέλους δια της χαριστικής διαγραφής της Τουρκικής δεσμεύσεως αποδοχής της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου της Χάγης, απέβη μία των ατυχεστέρων. Υπήρξε εμβληματική του τρόπου διαχρονικής θεωρήσεως των μεγάλων εκκρεμοτήτων της εξωτερικής πολιτικής της χώρας και της κυριάρχου, επί πολλές δεκαετίες, σχολής σκέψεως της «μη λύσεως». Της διαιωνίσεως, δηλαδή, όσων ζητημάτων δεν κρίνεται εφικτή η διευθέτησις, πλήρως, κατά τους Ελληνικούς πόθους. Δηλαδή, όλων.. Θα είχε, ίσως, νόημα η επιλογή παρατάσεως των αδιεξόδων, αν η ισορροπία δυνάμεων έβαινε, συνεχώς, βελτιουμένη υπέρ της Ελλάδος, η οποία, τότε, θα ήταν εις θέση να προσβλέψει, «εν καιρώ», την επίλυσή τους από θέσεως ισχύος. Η φορά των πραγμάτων, φεύ, είναι ―όπως ήταν και τότε―, καταφανώς αντίστροφος.

Ακόμη και σήμερα, ουδείς από Ελληνικής πλευράς, ζητεί την άσκηση της δικαιοδοσίας του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Ομιλούμε περί της ανάγκης επιβολής των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου, αορίστως, ως αν κάποια άγνωστη, φιλελληνική, δύναμις θα τους επέβαλε. Η συνεπής, εν τούτοις, Ελληνική θέσις αρχής, προβαλομένη και υποστηριζομένη εις κάθε ευκαιρία, θα έπρεπε να συνίσταται εις το αίτημα κοινής προσφυγής εις το Δ.Δ. ―παραχωρουμένης, από τους διαδίκους εις τα μέλη του Δικαστηρίου, ευρυτάτης διακριτικής ευχερείας επιλογής των εφαρμοστέων κανόνων. Δεν θα το εδέχετο ποτέ η Τουρκία. Η ευκαιρία του Helsinki, μάλλον, παρήλθε ανεπιστρεπτί. Αλλά, τουλάχιστον, θα ήταν μια ευπρεπής και συνεπής Ελληνική τοποθέτησις αρχής, ώστε να αρθεί η εντύπωσις ―η πεποίθησις μάλλον―, όλων των ξένων επαϊόντων ότι ούτε η Ελλάς επιθυμεί την ανάληψη του κινδύνου δυσμενούς δικαστικής ετυμηγορίας.

Ορθώς η Ελλάς απορρίπτει την διμερή διαπραγμάτευση των διαφορών επί θεμάτων Δικαίου Θαλάσσης την οποία μηρυκάζει η Άγκυρα. Όποιος, όμως, λέγει ότι επιθυμεί την εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου, δεν αποφεύγει την Διεθνή Δικαιοσύνη. Αν μη τι άλλο, «παραχωρήσεις» κατόπιν διεθνών δικαστικών αποφάσεών, επιτρέπουν και την δραστική μείωση του «πολιτικού κόστους»…

Την στιγμή αυτή, η εικών αδιεξόδου είναι πλήρης. Η Ελληνική πλευρά, από μιας αρχής πτοηθείσα υπό την Τουρκική απειλή του casus belli, απεδέχθη στην συνέχεια, μετά την κρίση των Ιμίων και την επιβολή της «φαιάς ζώνης». Στερείται, δηλαδή, της εκμεταλλεύσεως κάθε πλούτου του Αιγαίου, ευρίσκεται, συνεχώς, προ νέων διεκδικήσεων και προκλήσεων, αλλά και εξακολουθεί να θεωρεί «επικίνδυνη» ―ακόμη και την ανέξοδη μνεία της―, την ανάθεση της επιλύσεως των διαφορών στην Διεθνή Δικαιοσύνη.

Σημειωτέον ότι η απόφασις του Διεθνούς Δικαστηρίου (5ης/12ου/2011) υπέρ της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας ―κατά την τότε διεθνή ονομασία της―, κάθε άλλο παρά εβελτίωσε τις Ελληνικές διαθέσεις προς αυτό.

Ως προς την ουσία των Ελληνικών φόβων ελλειπούς δικαιώσεως από τους Διεθνείς Δικαστάς, ας κατανοηθεί, επιτέλους, ότι ουδείς, είτε Δυτικός, είτε παρ-Ευξείνιος, επιθυμεί την μετατροπή ολοκλήρου του Αιγαίου εις «Ελληνική λίμνη» δια της επεκτάσεως των Ελληνικών χωρικών υδάτων, παντού εντός αυτού, εις 12 ναυτικά μίλια. Ούτε την Ελλάδα συμφέρει η ανάληψις παρομοίας συνολικής ευθύνης ―αστυνομεύσεως, διασώσεως, περιβαλλοντικής κλπ. Η Ελλάς είναι ναυτική χώρα, μείζων ναυτική εμπορική δύναμις. Την ελευθερία των θαλασσών και της ναυσιπλοΐας πρέπει, άρα, να προσβλέπει. Όχι την δημιουργία κλειστών θαλασσίων περιοχών. Τα ζητήματα χωρικών υδάτων, υφαλοκρηπίδος και ΑΟΖ, αν και διατέμνονται, είναι και πρέπει να παραμένουν, διακριτά μεταξύ τους.

Αναμφιβόλως, παρίσταται ο «κίνδυνος» να μην δοθεί πλήρης δικαστική ικανοποίησις των Ελληνικών προσδοκιών, εν όψει της γεωγραφικής ιδιομορφίας του Αιγαίου. Αλλά όσα και αν είναι εκείνα, εξ όσων θεωρεί η Ελληνική πλευρά ότι της παρέχει η Σύμβασις των ΗΕ του Δικαίου της Θαλάσσης και τα οποία φοβείται ότι δεν θα της ανεγνώριζαν οι διεθνείς δικασταί, «υποκείμενοι εις πιέσεις», πάλι, όσα θα της ανεγνωρίζοντο θα είναι πολύ περισσότερα. Πολύ περισσότερα, πάντως, εκείνων επί των οποίων, τώρα, της επιτρέπεται, υπό την απειλή του casus belli, να ασκεί πραγματικά δικαιώματα κυριαρχίας ―και εις κάθε περίπτωση, πολύ ολιγώτερα όσων εποφθαλμιά και διεκδικεί η Τουρκία.

Η γεωγραφική ιδιομορφία του χώρου του Αιγαίου είναι δεδομένη. Η αποδοχή του ενδεχομένου της ανάγκης ορισμένων ειδικών ρυθμίσεων πέραν των ωριζομένων από την «Σύμβαση των ΗΕ επί του Δικαίου της Θαλάσσης» (UNCLOS), κατόπιν αποφάσεως του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, δικαιοδοτικού οργάνου του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ―ας το επαναλάβομε, όχι κατόπιν διμερούς ή πολυμερούς διαπραγματεύσεως―, δεν θα συνιστά παραχώρηση προς την Άγκυρα. Αντιθέτως, θα επιτύχει την ενίσχυση της Ελληνικής αξιοπιστίας και την αποδυνάμωση των οποιωνδήποτε ευλογοφανών επιχειρημάτων της άλλης πλευράς προς μεγιστοποίηση των διεκδικήσεών της. Επίσης και των προσχημάτων αποπείρας της ―στην χειροτέρα των περιπτώσεων―, επιβολής τετελεσμένων.

Προ παντός άλλου, ανόητες και ανεύθυνες, επιδείξεις εσωτερικής καταναλώσεως, όπως η προ μηνών προαναγγελία της «βαθμιαίας» επεκτάσεως των Ελληνικών χωρικών υδάτων, είναι άκρως επικίνδυνες. Η επέκτασις μεν των χωρικών υδάτων του Ιονίου είναι, όντως, ευκταία. Αλλά η συμπερίληψις της Κρήτης και του Αιγαίου, στην περί ης ο λόγος εξαγγελία «αύξησης του εθνικού εδάφους κατά δύο Θεσσαλίες», προέβαλε εγκληματική ελαφρότητα και άγνοια των κινδύνων.

Η επέκτασις των χωρικών υδάτων της χώρας, οπουδήποτε, ακόμη και εκεί όπου, υποτιθεμένως, δεν ανακύπτουν μείζονα ζητήματα και δυσχέρειες, δεν είναι επιδεκτική κουτοπονήρων προαναγγελιών, μεταξύ χαριεντισμών, κατά την διάρκεια τελετών παραδόσεως Υπουργικών καθηκόντων και διαδικασιών πολιτικών διαζυγίων. Στοιχειώδης σοβαρότητα μεθοδεύσεως επιβάλλει να ανακοινώνονται κατά την κατάθεση των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων.

Πρέπει να κατανοηθεί ότι κατά την διάρκεια της τελευταίας 20ετίας έχει επέλθει καθοριστική ανατροπή της ισορροπίας δυνάμεων εκατέρωθεν του Αιγαίου εις βάρος της Ελλάδος, η οποία, σαφώς, προοιωνίζεται να διαρκέσει εις βάθος χρόνου, αν όχι και να επιδεινωθεί, εν όψει των δημογραφικών δεδομένων. Το παρόν καθεστώς της γείτονος ―αλλά και οποιαδήποτε άλλου τύπου κυβέρνησίς της―, επιδιώκει και θα επιδιώκει την ανατροπή της καθεστηκυίας περιφερειακής τάξεως πραγμάτων, κατ’ αναλογία προς την επελθούσα ανατροπή. Όλα τα προσφερόμενα προσχήματα αντιπαραθέσεως είναι ευπρόσδεκτα από την άλλη πλευρά. Όσοι σπεύδουν να της τα προσφέρουν συμβάλλουν εις τα παίγνιά της.

Σφάλουν όσοι εκτιμούν ότι η Τουρκική προσοχή είναι, εστραμμένη, κατά προτεραιότητα, προς την Συρία και την Μ. Ανατολή και ότι περισπασμοί προς την Ελλάδα δεν είναι, προς το παρόν, επιθυμητοί ή ότι δεν θα αποτολμηθεί η πρόκλησις Αμερικανικών και Ευρωπαϊκών αντιδράσεων ―ούτως ή άλλως, αμφιβόλων ή αλυσιτελών. Ο αναθεωρητισμός του σημερινού Τουρκικού καθεστώτος έναντι της Συνθήκης της Λωζάννης στρέφεται, ταυτοχρόνως και προς την Μ. Ανατολή και προς τα Δυτικά σύνορα. Ο χώρος του Αιγαίου και της Αν. Μεσογείου είναι εξ ίσου κρίσιμος. Ίσως, μάλιστα, οι κίνδυνοι «τολμημάτων», εκεί, να είναι μικρότεροι και ευκολώτερα διαχειρίσιμοι, απ’ότι εντός των τελμάτων της Συρίας και του Ιράκ. Η Τουρκία ουδέποτε απώλεσε τα αυτοκρατορικά ένστικτά της.

Ορθώς, επί της ουσίας, ομίλησε ο Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδος όταν εδήλωσε, προ ημερών, ότι η Τουρκία έχει και αυτή δικαιώματα επί του Αιγαίου, εφ’όσον έχει και αυτή, ακτές επ’αυτού. Ο θυμός και ο εκνευρισμός των πεπεισμένων μαξιμαλιστών θιασωτών της διαιωνίσεως των αδιεξόδων ήταν αναμενόμενος. Πλήρως, εν τούτοις, δικαιολογημένη ήταν και η ανησυχία η οποία προεκλήθη ακόμη και μεταξύ των νουνεχών, εκείνων, συμπολιτών, οι οποίοι δεν διαφωνούν επί όσων είπε ο Υπουργός. Αυτοί ετρομοκρατήθησαν ―και ευλόγως―, ότι η εν προκειμένω δήλωσις του αρμοδίου Υπουργού υπεδήλωσε την Κυβερνητική πρόθεση αναλήψεως κάποιας νέας διαπραγματευτικής πρωτοβουλίας· ίσως και προεκλογικής. Η σκέψις, αυτή και μόνη, αρκεί, πράγματι, να προκαλέσει ρίγη όταν αναλογισθεί κανείς την σπασμωδικότητα, την επιπολαιότητα, την αντιφατικότητα, την αμετροέπεια και την άγνοια την οποία έχει επιδείξει, μέχρι στιγμής, η παρούσα Κυβέρνησις κατά την διαχείριση των Ελληνο-Τουρκικών σχέσεων ―από την ιστορική Πρωθυπουργική ρήση «σύνορα η θάλασσα δεν έχει ή μήπως έχει και εν το ξέραμε;», έως την προαναγγελία περί της προσαρτήσεως πολλαπλών, υδατίνων, Θεσσαλιών…

Η χώρα επλήρωσε προ τριετίας ακριβά την προσφυγή του Πρωθυπουργού και του Υπουργού του επί των Οικονομικών, εις διάφορες θεωρίες οικονομικών παιγνίων. Ας αφεθούν η εξωτερική πολιτική και η διεθνής ασφάλεια της χώρας εκτός των προεκλογικών θεαμάτων και ακροαμάτων. Ήδη, χάριν αυτών, διασπαθίζονται πολύτιμοι πόροι και η χώρα πίπτει βαθύτερα εντός των φαύλων κύκλων οι οποίοι έχουν, ατυχώς, αφεθεί ανεπίλυτοι υπό τρία αλλεπάλληλα μνημόνια, τα οποία η νέο-Ελληνική ιδιοφυΐα κωλυσιεργίας και παρελκύσεως διαδικασιών επέτυχε, εν μέρει, να ακυρώσει.

Η προσαρμογή, παρά ταύτα, των Ελληνικών θέσεων, στην πραγματικότητα και η εγκατάλειψις της ακινησίας επείγουν. Η επίκλησις της ανάγκης εμπλοκής της Διεθνούς Δικαιοσύνης και η συνεπής εμμονή επ’αυτής είναι η μόνη διέξοδος. Θα πρέπει να αποτελέσει υψηλή προτεραιότητα μιας μελλοντικής κυβερνήσεως η οποία δεν θα στερείται στελεχών και γνώσεως των πραγμάτων.

Η απομάκρυνσις της Τουρκίας από την Δύση, η ανταγωνιστική συμπεριφορά της εις τους κόλπους της Β.Α. Συμμαχίας, η όξυνσις των Αμερικανο-Τουρκικών σχέσεων και η προσέγγισις μεταξύ Αγκύρας και Κρεμλίνου είναι πιθανόν να συνεχισθούν. Η έντασις των Αμερικανικών και Βορειο-Ατλαντικών αντιδράσεων, κατόπιν της αγοράς από την Τουρκία Ρωσικών αντι-αεροπορικών πυραύλων, είναι πιθανόν να κλιμακωθεί. Δεν θα σημάνουν, όμως, και την «άμεσα επικείμενη αποφασιστική συμπαράταξη ολόκληρης της Δύσης στο πλευρό της Ελλάδας και τη ραγδαία αποκατάσταση συντριπτικής Ελληνικής στρατηγικής υπεροχής παντού», όπως σπεύδουν, απλοϊκότατα, να προαναγγείλουν ωρισμένοι θιασώται της ακινησίας ―αν και όχι, ακόμη, οι σοβαρώτεροι μεταξύ αυτών. Η Δυτική μέριμνα διατηρήσεως ίσων αποστάσεων επί των Ελληνο-Τουρκικών διαφορών δεν θα μετριασθεί.

Π.Κ.Μ.

 

ΣΗΜ.: Είναι, όντως, κατανοητοί οι φόβοι ότι εις περίπτωση αποφάσεως του Διεθνούς Δικαστηρίου η οποία θα ανεγνώριζε στην Τουρκία δικαιώματα εκμεταλλεύσεως της υφαλοκρηπίδος του Αιγαίου προς Δυσμάς Ελληνικών νήσων, η εγκατάστασις μονίμων ή ημιμονίμων Τουρκικών εξεδρών, περιβαλλομένων από περιμέτρους ασφαλείας, θα επέφερε την απομόνωσή τους. Η Τουρκική, κατ’ αρχήν, απόρριψις ―κατά διερευνητικές επαφές―, σκέψεων να αφεθούν εις τα νώτα των Ελληνικών νήσων, ευρείς διάδρομοι επικοινω­νίας –«γλώσσες»- ελευθέροι εγκαταστάσεων, επεβάρυνε τους φόβους αυτούς.

Η επιλογή, εν τούτοις, της ακινησίας και της αποδοχής του οικονομικού τιμήματός της, της απωλείας, δηλαδή, εν δυνάμει προσόδων θαλασσίου πλούτου, θα είχε νόημα μόνον αν ήταν δεδομένη η αποδοχή, εκ μέρους της Αγκύρας, της παρατάσεως του moratorium εκμεταλεύσεως των πόρων του Αιγαίου. Παρομοία βεβαιότητα, δεν παρίσταται πλέον. Αντιθέτως, είναι καταφανής η Τουρκική πρόθεσις και προετοιμασία κλιμακώσεως δραστηριοτήτων διερευνήσεως της υφαλοκρηπίδος του Αιγαίου και νοτίως του Καστελορίζου. Πώς θα αντιδράσει τότε η Ελλάς; Η εποχή του «βυθίσατε το Χόρα» ―εποχή ισοπλίας, σχεδόν, των ναυτικών και αεροπορικών δυνά­μεων των δύο πλευρών―, παρήλθε.

**