ΜΙΧΑΛΗΣ  ΑΤΤΑΛΙΔΗΣ

Πρώην Πρύτανης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας

 

Από τις 11 Ιουλίου 1979, που οι πολίτες εξέλεξαν για πρώτη φορά άμεσα τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,  οι εκλογές της 26ης Μάϊου 2019 θα είναι οι πιο σημαντικές στην ιστορία της Ένωσης. Αυτό επειδή, ποτέ προηγουμένως δεν είχε αμφισβητηθεί τόσο πολύ η ΕΕ και ότι αντιπροσωπεύει.  Όχι μόνο αυτό. Ποτέ δεν υπήρξε σε Ευρωπαϊκό και εν μέρει σε παγκόσμιο επίπεδο, τόσο οργανωμένη αντίθεση και συνειδητή προσπάθεια ανατροπής αυτού που αντιπροσωπεύει η Ένωση.

Να ανατραπεί για να αντικατασταθεί από αυτό που συμβολίζεται από το «America First” και την  άνοδο του άλογου εθνικισμού στην Ευρώπη και στον κόσμο. Σαν παραδείγματα  μπορούν να αναφερθούν ο Στιβ Μπάνον, πρώην στρατηγικός σύμβουλος στον Λευκό οίκο, και η προσπάθεια του να συντονίσει τα ακροδεξιά αντιευρωπαϊκά κόμματα στην Ευρώπη[1],  και  η ρωσική στήριξη για ακραία πολιτικά κινήματα και κόμματα,  όπως το γαλλικό Εθνικό Μέτωπο[2].

Υπάρχουν ενδείξεις και εκφράζονται φόβοι ότι κινδυνεύει  το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να κινηθεί, από το αποτέλεσμα των εκλογών, προς ακροδεξιές και αντιευρωπαϊκές κατευθύνσεις[3].  Οι κίνδυνοι φαίνονται από την εμπειρία της Γαλλίας. Ο Μακρόν κατατρόπωσε τον ακροδεξιό λαϊκισμό της Λεπέν στις  προεδρικές εκλογές, για να αντιμετωπίσει τώρα την εκδίκηση της αριστεροδεξιάς εξέγερσης των «κίτρινων γιλέκων», μεγάλο ποσοστό των οποίων είναι υποστηρικτές του Εθνικού Μετώπου της Λεπέν[4]. Στην Κύπρο οι  δημοσκοπήσεις δείχνουν ενδεχόμενο  μιας από τις έξη έδρες της στην Ευρωβουλή να καταληφθεί από το ακροδεξιό  συγγενικό της Χρυσής Αυγής, ΕΛΑΜ.

Οι παγκόσμιες πολιτικές εξελίξεις απειλούν την σχετικά φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη, αλλά και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κυρίως λόγω  οικονομικών συνθηκών που σχετίζονται με την παγκοσμιοποίηση, τη ραγδαία αυξανόμενη ανισότητα,  αλλά και λόγω αδυναμιών στους  θεσμούς της δημοκρατίας, ακόμη και στις χώρες που συνήθως θεωρούμε ως ώριμες δημοκρατίες, ενώ παρατηρείται έξαρση εθνικιστικών κινημάτων και τάσεων στην πολιτική ζωή παγκοσμίως.  Στην Ευρώπη η τάση αυτή εκφράζεται με επιδίωξη επανεθνικοποίησης των θεσμών και λειτουργιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκδηλώσεις ξενοφοβίας και αντιευρωπαϊσμού με πιο απτό αποτέλεσμα το Brexit, αλλά και την κατάληψη της εξουσίας από εθνολαϊκιστικές  κυβερνήσεις.

Εντάσεις εκφράζονται και με ενδοευρωπαϊκές διενέξεις. «Η Ιταλία των εθνολαϊκιστών Σαλβίνι-Ντι Μάϊο έχει αναδείξει τον πρόεδρο Μακρόν ως κύριο αντίπαλο  στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, ως τον φιλελεύθερο εκφραστή του υπερεθνικού ευρωπαϊκού οράματος…». «Για πρώτη φορά στη μεταπολεμική Ευρώπη η Γαλλία έφθασε στο σημείο να ανακαλέσει τον πρεσβευτή της από τη Ρώμη ως ένδειξη της οργής  για την συνάντηση του αντιπροέδρου της Ιταλικής κυβέρνησης… με εκπροσώπους των «κίτρινων γιλέκων»…»[5]

Εν τούτοις,  μόνο η ευρωπαϊκή  ολοκλήρωση μπορεί να προσφέρει τις λύσεις για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι λαοί που  απαρτίζουν την ΕΕ. Αντίθετα, η πορεία του εθνικισμού εφόσον συνεχισθεί και ενισχυθεί θα καταλήξει στα ίδια αποτελέσματα που οδήγησαν στο συγκρουσιακό και αιματηρό παρελθόν από το οποίο η Ευρώπη  εξήλθε με την αρχή της ευρωπαϊκής ενοποίησης στις 9 Μαΐου, 1958. Δυστυχώς, παρά το ότι τα προβλήματα της Ευρώπης μπορούν  να αντιμετωπισθούν μόνο με άλματα στην  κατεύθυνση της ολοκλήρωσης, οι λαοί της Ευρώπης  δείχνουν πολύ  περισσότερη εμπιστοσύνη στους θεσμούς των κρατών μελών παρά σε αυτούς της Ένωσης, ενώ τα κράτη μέλη πολλές φορές  περιφρουρούν επί μέρους,  εθνικά αντί ευρωπαϊκά συμφέροντα . Γι’ αυτή την αντίφαση ευθύνονται   οι κυβερνήσεις των κρατών μελών,  η έλλειψη αποτελεσματικής ευρωπαϊκής ηγεσίας, αλλά και η αποδυνάμωση ενός από τους σημαντικούς υπερεθνικούς θεσμούς της Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η Επιτροπή έχει απωλέσει τον ρόλο της ως ηγετικού θεσμού και κινητήριας δύναμης της ολοκλήρωσης, φύλακα των συνθηκών και προστάτη των μικρότερων μελών.  Τη  θέση της στην ηγεσία της Ένωσης έχει πάρει ένας διακρατικός θεσμός, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο συχνά προωθεί διακυβερνητικές προσωρινές λύσεις αντί για βήματα ολοκλήρωσης. Ο πρόεδρος Μακρόν αποπειράται να αναπληρώσει αυτά το κενά, με πρωτοβουλίες του, και πρόσφατα την επιστολή του προς τους ευρωπαίους πολίτες[6]. Εν τούτοις μόνο η Ευρωπαική Επιτροπή θα μπορούσε να αναλάβει πρωτοβουλία για το κεντρικό σημερινό  ζήτημα της ευρωπαικής ολοκλήρωσης, αυτό της οικονομικής σύγκλησης μεταξυ των μελών της Ένωσης[7].

Γι’ αυτό το λόγο το Κοινοβούλιο έχει πλέον αναντικατάστατη σημασία ως (μαζί με το δικαστήριο), υπερεθνική μηχανή  ώθησης της ολοκλήρωσης, και είναι εύλογο να έχει μεγάλη σημασία πιο πολιτικό προσωπικό θα το απαρτίζει μετά της επερχόμενες εκλογές. Εάν, όπως προβλέπεται, αυξηθεί η αντιευρωπαϊκή συμμετοχή στο εν τρίτο του Κοινοβουλίου, είναι πιθανό να ενισχυθούν συνεργασίες που να παρεμποδίζουν την λειτουργία του Κοινοβουλίου, ιδιαίτερα σε θέματα εμβάθυνσης της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης σε θέματα οικονομίας, μετανάστευσης, ασφάλειας και διεθνούς δράσης. Στην περίπτωση αυτή, πέραν των άμεσων προβλημάτων, είναι δυνατό να ωθηθούν τα κράτη  σε περαιτέρω ενίσχυση της υφιστάμενης τάσης να λειτουργούν με διακυβερνητικές συμφωνίες αντί θεσμικές λειτουργίες[8].

Το  Brexit  αποτελεί οδυνηρό πλήγμα για την ΕΕ διότι η Βρετανία είναι μια χώρα με ηγετική θέση στην Ευρώπη και μεγάλο κύρος το οποίο εδράζεται και στο αποτέλεσμα του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, αλλά και στην  ισχυρή διπλωματική και στρατιωτική υπόσταση  της χώρας αυτής.  Το Brexit ωθείται από τις ίδιες εθνολαϊκιστικές τάσεις όπως την εκλογή του Τράμπ και των ακραίων κινημάτων.  Όμως η Βρετανία ήταν πάντοτε μια ευρωατλαντική χώρα με αμφίσημη θεώρηση της ΕΕ, και αντίθετη σε πολλές πτυχές της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Μεταξύ άλλων στον τομέα της ασφάλειας και άμυνας, της κοινωνικής πρόνοιας και της φορολογικής εναρμόνισης. Για τον λόγο αυτό η  απόπειρα αποχώρησης της Βρετανίας δεν έχει μόνο αρνητικές επιπτώσεις για την ολοκλήρωση. 

Ήδη διαφάνηκε η ισχύς και ενότητα της ΕΕ στις διαπραγματεύσεις και η αδυναμία του μέλους που φεύγει, αλλά και η αποφασιστικότητα του γαλλογερμανικού άξονα να προχωρήσει η ολοκλήρωση στους τομείς ασφάλειας και άμυνας. Η ισχύς του γαλλογερμανικού άξονα αναδεικνύεται και πάλι με την υπογραφή της συνθήκης στο Άαχεν στις 22 Ιανουαρίου με πρόθεση να προωθηθεί η ολοκλήρωση στους τομείς της ασφάλειας, της οικονομίας και του περιβάλλοντος.

Οι αποτυχίες και προβλήματα του εγχειρήματος του Brexit έχουν επίσης σε κάποιο βαθμό συνετίσει εθνολαϊκιστικά κινήματα, μερικά από τα οποία δεν υποστηρίζουν πλέον έξοδο της χώρας τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα επιδιώκουν την επανεθνικοποίηση θεσμών της Ένωσης ή την παρεμπόδιση της ολοκλήρωσης  στους κρίσιμους τομείς της ασφάλειας, της διακίνησης προσώπων και της οικονομίας.

Στην Κύπρο, μεγάλο μέρος της  κοινής γνώμης φαίνεται να έχει απογοητευτεί από την ΕΕ διότι ανέμενε  ισχυρή στήριξη στο εθνικό πρόβλημα. Η προσμονή ήταν ότι η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ θα οδηγούσε σε δίκαιη λύση του Κυπριακού προβλήματος. Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση έγινε  νομικά  με την υπογραφή της Συνθήκης Προσχώρησης στην Στοά του Αττάλου  την 16η Απριλίου,  2003, και ακολουθήθηκε από εντατικές διαπραγματεύσεις και  από την απόρριψη της προσφερόμενης  λύσης του κυπριακού προβλήματος από την πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων,  με το δημοψήφισμα της 24 Απριλίου, 2004.  Εν τούτοις,  επικρατεί γενικά στην κοινή γνώμη η αντίθετη άποψη ότι η ένταξη στην ΕΕ δεν εκπλήρωσε την προσμονή των Ελληνοκυπρίων για λύση.

Παρά ταύτα αναγνωρίζεται γενικά ότι η ΕΕ παραμένει το μόνο προσφερόμενο πλαίσιο για την λύση του Κυπριακού προβλήματος. Μας δυσκολεύει το ότι η Τουρκία έχει  τώρα θέσει τον εαυτό της εκτός της τροχιάς  της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.  Όμως η σχέση στους τομείς ασφάλειας, οικονομίας,  και διακίνησης προσώπων παραμένουν σημαντικές και για τις δύο πλευρές, ΕΕ και Τουρκία, και θα συνεχισθεί ουσιαστική διάδραση.  Η Κύπρος θα πρέπει να εμπλακεί ενεργά στην διάδραση αυτή διότι είναι δυνατό ανάλογα με την μορφή που θα πάρει να επηρεάσει ουσιαστικά τα συμφέροντα και το μέλλον της Κύπρου, και θα πρέπει να αξιοποιούνται οποιοιδήποτε μοχλοί προσφερθούν στην πορεία.

Επίσης η ΕΕ  έχει στηρίξει τα νόμιμα δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΑΟΖ της  και τις πρόσφατες προσπάθειες για την λύση του Κυπριακού προβλήματος, σε βαθμό μάλιστα που προκαλεί την αντίδραση της τουρκικής πλευράς[9].  Η Ευρωπαϊκή  Ένωση δυστυχώς δεν διαθέτει ούτε τους θεσμούς για μια ισχυρή και συντονισμένη εξωτερική πολιτική, ούτε και την δυνατότητα  πλήρους διασφάλισης  της ασφάλειας και άμυνας των μελών της και των συνόρων  της ΑΟΖ των μελών της. Γι’ αυτό ευθύνονται τα μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Κύπρου. Σημαντικοί πολιτικοί στην Κύπρο μάλιστα, εκφράζουν τώρα όπως και στο παρελθόν,  έντονα,  την αντίθεση τους στη προώθηση της  κοινής πολιτικής για την ασφάλεια και την άμυνα της ΕΕ[10].

H  Κύπρος, με την  ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πέρασε από τον κόσμο της αστάθειας στον κόσμο – δυνητικά τουλάχιστο – της σταθερότητας και μόνο μέσα σε αυτό τον κόσμο μπορεί να διασφαλίσει το μέλλον της. Δυστυχώς, αλλά κατανοητά, η Κύπρος με το μεγάλο εθνικό της ζήτημα δεν κατάφερε να ξεπεράσει την ιδιότητα του μονοθεματικού μέλους με την έντονη επικέντρωση της στο Κυπριακό πρόβλημα, πράγμα που παρεμποδίζει την δημιουργική εμπλοκή της στο Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι που θα ενίσχυε και την υπόσταση της Κύπρου και θα μπορούσε να συνεισφέρει στην επίλυση ευρωπαϊκών προβλημάτων[11].

Πρόσθετα μετά τη  φούσκα των ακινήτων, την  κρίση χρέους και τη χρεωκοπία των τραπεζών το 2013, η μόνη διέξοδος, παρά το ότι δοκιμάστηκαν και άλλες, ήταν η ΕΕ, η οποία έδωσε την αναγκαία οικονομική στήριξη, αλλά με σκληρούς όρους, δίδοντας έναυσμα για αντιευρωπαικές ερμηνείες. Αυτό που πρέπει να στοχαστούμε ως Κύπριοι πολίτες είναι ποιοι έχουν την ευθύνη για τη φούσκα των ακινήτων, των μη εξυπηρετούμενων δανείων και την τραπεζική κρίση, και ποια άλλη λύση προσφερόταν τότε, έστω και οδυνηρή, εκτός της ΕΕ. Κανένας άλλος, φίλος ή αντίπαλος,  δεν ήταν έτοιμος να προσφέρει την αναγκαία οικονομική στήριξη.

Συντείνει στο  αντιευρωπαϊκό κλίμα και η αδυναμία των θεσμών της Κυπριακής Δημοκρατίας να εντοπίσουν τις ευθύνες για την κρίση, η οποία λανθασμένα αποδίδεται από πολλούς στην ΕΕ, αλλά και η ιδιοτελής στάση κάποιων πολιτικών (και αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Κύπρο), να αποδίδουν τις αστοχίες και αποτυχίες τους στην ΕΕ, ενώ ιδιοποιούνται τις επιτυχίες των πολιτικών της ΕΕ.

Παρόλα αυτά, η ένταξη έχει προωθήσει τον εξευρωπαϊσμό σε  διάφορους τομείς, όπως  την ελευθερία οικονομικών δραστηριοτήτων, την ασφάλεια τροφίμων, την ελεύθερη διακίνηση, την πιο ίση συμπεριφορά στις γυναίκες και στην διαφορετικότητα,  και τον μεγαλύτερο σεβασμό προς τον πολίτη από το κράτος.  Δυστυχώς  σε πολλούς τομείς, όπως την διακυβέρνηση, την παιδεία και την πολεοδομία η ΕΕ δεν έχει σημαντικές αρμοδιότητες.

Μπορούμε να φανταστούμε μια Κύπρο εκτός ΕΕ να προσπαθεί να διασφαλίσει το μέλλον της; O ρεαλιστικός φόβος και πρόταση που εξέφρασε ο Μακρόν προς την Μέρκελ ήταν « Η Ευρώπη, και στο κέντρο της, η Γαλλογερμανική συνεργασία έχουν καθήκον και υποχρέωση να μην επιτρέψουν την διολίσθηση του κόσμου στο χάος». Πράγματι αυτό διακυβεύεται.

Μόνο μέσα από την ΕΕ μπορεί η Κύπρος να ελπίζει σε ασφαλή λύση του Κυπριακού, εξασφαλισμένη εκμετάλλευση των φυσικών της πόρων, διατήρηση της ευημερίας  και πρόοδο στους τομείς της διακυβέρνησης και της παιδείας.  Γι’ αυτό η Κύπρος οφείλει να εμπλακεί ενεργά στη συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης και να εργάζεται γι’ αυτό διότι μόνο έτσι θα διασφαλίσει και ένα καλύτερο και πιο ασφαλές μέλλον για τους πολίτες της.

[1] m.tvxs.gr  “Ευρωπαϊκή Ακαδημία Ακροδεξιάς ιδρύει σε μοναστήρι της Ιταλίας πρώην συνεργάτης του Τραμπ», 11 Μαρ. 2019. 12.50

[2] Weslau, Frederik, “Putin’s Friends in Europe”, European Council on Foreign Relations, 19.10.2016. Επίσης, Amy Richards, “Italy-Russia links highlight threat to EU democracy”, eurobserver, London, 25 February 2019. Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 12.03.19 αναφέρεται στην  « στήριξη που παρέχει η Ρωσία σε αντιευρωπαϊκά κόμματα και ακροδεξιά κινήματα, καθώς και τη συνεχή παρεμβολή της στις εκλογικές διαδικασίες.”

[3] Εκτιμήσεις διαφέρουν. Moisi, Dominique, “ A United Europe, The stakes couldn’t be higher”, Les Echos, English Edition, 19.02.2019 εκτιμά ανώτατο αριθμό 160 εθνολαϊκιστές στο νέο κοινοβούλιο (751 μέλη, ή 705 χωρίς την Βρετανία),  ενώ  η Eline Schaarf, “Study: Anti-EU parties set to win third of seats in May elections”, Politico, 2.11.2019 , εκτιμά ότι το ποσοστό των αντι-Ευρωπαίων στο Κοινοβούλιο θα αυξηθεί απο 23% στο 33%.

[4] Kuper , Simon, “The ‘gilets jaunes’ and the populism myth,” Financial Times, 13 Dec., 2018

[5]  Ιωακειμίδη, Π.Κ. «Πηγαίνει η Ευρώπη 500 χρόνια πίσω;”, To Βήμα, 3 Μαρτίου, 2019, σελ. 4 26

[6] «Για μια Ευρωπαϊκή Αναγέννηση»,  Γραφείο Βρυξελλών euronews, 05.03.2019.

[7] Αποτελεί το κεντρικό σημερινό ζήτημα σύμφωνα με τον Jurgen Habermas, “New Perspectives for Europe”, Social Europe, 22 October, 2018.

[8] Lehre, Stephan, Grabbe, Heather, “2019 European Parliament elections will change the EU political dynamics”, Carnegie Europe, 11.12.2018

[9] «Ε.Ε. :Ισχυρή προειδοποίηση προς Τουρκία για την ΑΟΖ» philnews, 14 Μαρτίου 2019, 10.55, «Τουρκία προς ΕΕ: Mην ανακατεύεσαι στην ΑΟΖ», philnews, 14 Μαρτίου, 2019 , 10.57.

[10] Εν τούτοις η ενεργή συμμετοχή της Κύπρου στην Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία στα πλαίσια της Ευρωπαικής Ένωσης ήδη επιφέρει απτά αποτελέσματα σε αμυντικές συνεργασίες με χώρες όπως η Γαλλία.

[11] Υπάρχουν ενδείξεις κατανόησης του προβλήματος και πρόθεση να δοθεί μεγαλύτερη σημασία στην ενεργή συμμετοχή στην ΕΕ από τον σημερινό Υπουργό Εξωτερικών.