Π.Κ. ΜΑΚΡΗ

Ατυχώς, παραμένει πρωταρχικός και υπαρξιακός ο φόβος ότι η Ελληνική οικονομία διολισθαίνει πάλι προς τα χείλη αβύσσου. Της ιδίας αβύσσου εντός της οποίας είχε ριφθεί προ 4ετίας και μερικώς, ανασυρθεί από «τοκογλύφους» Εταίρους, χωρίς, έκτοτε, να φθάσει, καν, ακριβώς, μέχρι του σημείου σχετικής ασφαλείας όπου είχε, ήδη, επιτευχθεί να επανέλθει κατά την διε­τία της αποτόμως, διακοπείσης αναρρώσεως, 2012-2014. Δηλαδή, προ 5 ολοκλήρων ετών και συνθλιβόμενη, εις βάθος χρόνου, υπό τους ογκολίθους του προσθέτου χρέους και των ανευ λόγου ζημιών της εποχής της αθωό­τητος ―όταν, κατά την πρωθυπουργική ρήση, «είχαμε αυταπάτες»…

Εν τω μεταξύ, έχει απωλεσθεί παρατεταμένη περίοδος ιδιαιτέρως ευνοϊκών όρων λειτουργίας του Ευρωπαϊκού και του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος και κάθε μέτρησις κρισίμων μεγεθών παραμένει μακροπροθέσμως, εξ ίσου δυσοίωνη όπως κατά τα πρώτα έτη της κρίσεως (Σημ. 1). 

Παρέλκει να επαναληφθούν, διεξοδικώς, εδώ, όσα αρμοδιότεροι σχολιασταί, Έλληνες και ξένοι, έχουν ήδη επισημάνει επί της αμεσότητος, πάντοτε, του κινδύνου χρεω­κοπίας. Χρεωκοπίας, προειδοποιούν, τυπικής πλέον,
διότι διασώσται «τοκογλύφοι», πιθανώτατα, δεν θα υπάρξουν την φορά αυτή.

Ταυτοχρόνως, η Ελληνική κοινωνία ―κατά τις μετρήσεις και εκτιμήσεις αξιοπίστων μελετητικών φο­ρέων—, αποδοκιμάζει μεν δημοσκοπικώς την παρούσα κυβέρνηση, αλλά ασπάζεται την συνθηματολογία της περί «αναλγήτου νεο-φιλελευθερισμού» και όχι μόνον δεν επιθυμεί μεταρρυθμίσεις —ούτε καν του συστήματος εκπαιδεύσεως—, αλλά χειροκροτεί και διεκδικεί την ανασκευή των λίγων ήδη γενομένων. Ακόμη και προς την ένοπλη πολιτική τρομοκρατία επιδεικνύε­ι η ελληνική κοινή γνώμη απάθεια, αδιαφορία ή και συμπάθεια, εις ποσοστά συγκριτικώς αρκετά υψηλότερα απ’ ότι οπουδήποτε αλλού εντός του Δυτικού κόσμου.

Αυτός ο παραλογισμός είναι, ίσως και η πλέον ανησυχητική, ως προς το μέλλον, όψις της κοινωνικής και πολιτιστικής πραγματικότητος της χώρας διότι, η συλλογική ευφυΐα και το ήθος των πολιτών και όχι ο,τιδήποτε άλλο, προσδιορίζουν και την ποιότητα των κατ’ εικόνα και ομοίωση κυβερνήσεών τους. 

Όλα αυτά είναι ήδη ορατά. Κώδωνες κινδύνου, ήδη κρούονται όποια και αν είναι η απήχησίς τους εις τα ώτα της κοινής γνώμης. Ατυχώς δεν ακούεται στην ένταση την οποία έπρεπε, ήδη, να φθάνει η φωνή των «Θεσμών». Πρέπει ―θα το επαναλάβομε εις το τέλος του κειμένου―, να ελπίσωμε ότι η ανοχή τους είναι περιστασιακή και παροδική.

Αν, όμως, παρέλκει η επανάληψις όσων έχουν ήδη λεχθεί επί της δεινής οικονομικής πραγματικότητος της χώρας, δεν στερείται χρησιμότητος η αναφορά των πιθανών μεταβολών του Ευρωπαϊκού πολιτικού τοπίου δυναμένων να την επιδεινώσουν ακόμη περισσότερο.

Κορυφαία θέση μεταξύ των φροντίδων, των νουνεχεστέρων, τουλάχιστον και λιγώτερο ενδοστρεφών, τμημάτων των πολιτικών δυνάμεων και της κοινής γνώμης της χώρας, πρέπει να αρχίσει να καταλαμβάνει η έκβασις των εκλογών, του προσεχούς Μαΐου, προς ανάδειξη του νέου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Όχι υπό εσωτερική και κομματική οπτική —υπό αυτήν το θέμα, ήδη, υπεραπασχολεί όλους—, αλλά ως προς τα αποτελέσματά τους, την διαμόρφωση του νέου συσχετισμού δυνάμεων εις τους κόλπους του Κοινοβουλίου και τις επιπτώσεις τους επί της Ε.Ε. γενικώς και της Ελλάδος ειδικώς.

Τα αποτελέσματα, εννοείται, της εκλογικής και μετεκλογικής διαβουλεύσεως μεταξύ των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, των Θεσμών της, του νέου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των επί μέρους κυβερνήσεων, ουδείς παράγων της Ελληνικής πλευράς θα ήταν εις θέση να διαγνώσει ή να επηρεάσει.

Όλοι, παρά ταύτα, —ιδίως όσοι, έστω και κακοφήμου παρελθόντος, θέλουν να καταστούν, έστω και οψίμως, ανεκτοί επί του φιλο-Ευρωπαϊκού ιδεολογικού φάσματος—, πρέπει να αποφύγουν σαλταδορισμούς, σαλτιμπαγκισμούς και επικινδύνους τυχοδιωκτισμούς. Όλοι. Ακόμη και όσοι από εκεί εξεκίνησαν πριν αρχίσουν την μετεωρική, πράγματι, ανέλιξή τους και την ταχεία εκμάθηση ξένων γλωσσών. Όλοι πρέπει να υπολογίσουν το μέγεθος των υπαρξιακών κινδύνων υποτροπής και οικονομικής καταρρεύσεως υπό τους οποίους πάντοτε τελεί και να μην διανοηθούν να αποπειραθούν μετεκλογικούς εκβιασμούς προς την Ε.Ε., περιβαλλόμενοι «γιλέκα» —σημειω­τέον, ο Ελληνικός όρος είναι «μεσοδύτης», δηλ. μεταξύ υποκαμίσου και επενδύτου—, κίτρινα ή άλλου χρώματος. Είναι ιδιαιτέρως ανησυχητικά όσα ήδη ακούονται, από κυβερνητικά και φιλοκυβερνητικά χείλη, περί «παν-Ευρωπαϊκής συμμαχίας των αδυνάτων και των πληγωμένων από την πολιτική του Κου Schäuble», την συγκρότηση της οποίας υποτίθεται ότι θα επιτρέψουν τα αποτελέσματα των Ευρωπαϊκών εκλογών.

Θα είναι βαρύ το σφάλμα κρίσεως, όσων υπολογίζουν —όπως φαίνεται ότι ωρισμένοι υπολογίζουν—, ότι η εξασθένησις των δυνάμεων της Ευρωπαϊκής Κεντρο-Δεξιάς, των Φιλελευθέρων και της Σοσιαλδημοκρατίας, και η ενίσχυσις των αμιγώς αντι-Ευρωπαϊκών σχηματισμών, θα επιφέρει μεγαλύτερη ανεκτικότητα, ελαστικότητα, δοτικότητα εις εκβιασμούς και συνακόλουθη αποδοχή νέων εκπτώσεων προς την Ελλάδα, εκ μέρους των δυνάμεων του «μέσου χώρου» και των Θεσμών της Ε.Ε., λόγω της απειλής υπό την οποία θα ευρεθούν. 

Κάνουν λάθος όσοι τρέφουν παρόμοιες ελπίδες. Πλανώνται όσοι υπολογίζουν, π.χ., ότι λόγω του μεγέθους του Ιταλικού διακυ­βεύματος, νέοι εκβιασμοί της Ρώμης, επαναλαμβανόμενοι με επιμονή και αποφασι­στι­κότητα, θα επιτύχουν, τελικώς, εκεί όπου είχε οικτρώς, αποτύχει η προ 4ετίας αντίστοιχη απόπειρα του Έλληνος Πρωθυπουργού.

Aς προσέξουν, όσοι ελπίζουν ότι μετά τις εκλογές του προσεχούς Μαΐου —κατά την επιγραμματική, σχεδόν έμμετρη, διατύπωση φιλοκυβερνητικού τηλεοπτικού σχολια­στού, εις Νέο-Ελληνοπρεπώς βαρύθυμη και νωχελική εκφορά λόγου—, «ολόκληρος ο Νότος θα ξελασπώσει και η Ευρώπη της λιτότητας θα μας τελειώσει». Να προσέξουν, διότι, είτε η Ευρώπη «μας τελειώσει», είτε όχι, οι δυσλειτουργικοί του Νότου, μόνον υπό όρους αναπτυξιακής λιτότητος θα επιβιώσουν. Ούτως ή άλλως, Ελλάς και Ευρωπαϊκός Νότος δεν πρέπει να συγχέονται υπό οποιαδήποτε έννοια αναλογίας των παθογενειών τους. Η Ελληνική μειονεκτικότητα είναι, ασυγκρίτως, βαρυτέρα του υπολοίπου «Νότου» του οποίου, αυταρέσκως, θέλομε να εμφανιζόμεθα ως συμπαρατασσόμενα και ομοιοπαθή θύματα του κακού προτεσταντικού Βορρά ―αν και οι Εταίροι του Νότου, πρώτοι αυτοί, μας βδελύσσονται ως αυτοκλήτους και δυσφημιστικούς συνοδοιπόρους.

Ας μην αιωρούνται παρόμοιες αυταπάτες. Εφ’ όσον θα εντείνεται η απειλή των αντι-Ευρωπαϊκών δυνάμεων, θα ενισχύεται και η συσπείρωσις ενός μικρού πυρήνος λειτουργικών Εταίρων υψηλής ταχύτητος, μεταξύ των οποίων δεν θα έχουν θέση οι δυσλειτουργικοί και αρνούμενοι να αναμορφωθούν, όπως παραμένει η Ελλάς. 

Άλλωστε, όποια και αν θα είναι τα αποτελέσματα των Ευρωπαϊκών εκλογών, όποια και αν θα είναι η τελική Ευρωπαϊκή μεταχείρησις του Ιταλικού κυβερνητικού συνασπισμού της Ακροδεξιάς του Κου Σαλβίνι και της Λαϊκιστικής Αριστεράς του Κινήματος των 5 Αστέρων —περιέργως και η νέα Ελλάς προβάλλει, όπως και η Κλασσική, τα πολιτικά πρότυπά της προς την Ρώμη—, ο απρόσωπος και αδυσώπητος χώρος των Οίκων Αξιολογήσεων και των Αγορών δεν θα εντυπωσιασθεί και θα παρέμβει. Αλλά, όπως κατά κόρον έχει επαναλάβει η στήλη αυτή, η δράσις των Αγορών δεν είναι προληπτική. Είναι πρωτίστως κατασταλτική. Δευτερευόντως μόνον και δυνητικώς, είναι διορθωτική. Δια των ποινών τις οποίες επιβάλλουν προλαμβάνουν, συνήθως, την συνέχιση της κακής συμπεριφοράς και την επέλευση του χειροτέρου. Μέρος, όμως, του κακού έχει ήδη συμβεί.

Η Ελληνική οικονομία, μετά την δημαγωγική και ανεύθυνη επιλογή του συνθήματος «καθαρή έξοδος από τα μνημόνια» και την άρνηση πιστοληπτικής γραμμής μεταμνημονιακής στηρίξεως, θα διανύει επί πολλά έτη φάση κατά την οποία και η ελαχίστη επιδείνωσις των δεδομένων των Αγορών θα δύναται να αποβεί μοιραία ―πέραν του φόβου ότι νέα σχέδια στηρίξεως θα καταστούν αναπόφευκτα, ακόμη και αν τα πράγματα παραμείνουν ως έχουν. Αν δε επαληθευθούν, όχι τα χειρότερα, αλλά τα μετρίως απαισιόδοξα —και πλέον πιθανά—, προγνωστικά των Ευρωπαϊκών εκλογών, η επιδείνωσις των όρων δανεισμού όλων από τις Αγορές, θα είναι μείζων και πάντως, μεγαλυτέρα από εκείνη η οποία θα αρκούσε να καταφέρει την χαριστική βολή επί των Ελληνικών ελπίδων ενάρξεως δανεισμού εις προσιτά επιτόκια. 

Όπως και άλλοτε εσημειώσαμε, η επιβίω­σις των λαθροβίων και των δυσλειτουργικών, και η ανοχή προς αυτούς, είναι εφικτή μόνον εκτός εντός περιβάλλοντος Ευρωπαϊκής σταθερότητος ασφαλείας και αυτοπεποιθήσεως, υπό το κράτος της καθεστηκυίας Ευρωπαϊκής τάξεως πραγμάτων. Υπό οποιουσδήποτε άλλους όρους οι πρώτοι οι οποίοι θα υποστούν τις συνέπειες είναι οι ασθενέστεροι και ουδείς, την στιγμή αυτή, είναι ασθενέστερος της Ελλάδος. 

Ας μην εύχονται, λοιπόν, οποιοιδήποτε στην Ελλάδα την επικράτηση κατά τις Ευρωεκλογές, ακρο-Δεξιών και ακρο-Αριστερών λαϊκιστών προς τους οποίους εξακολουθούν, κατά βάθος, να αισθάνονται ιδεολογική συνάφεια και να τους βλέπουν ως εν δυνάμει στρατηγικούς συμμάχους ενός νέου «γύρου», αντι-Ευρωπαϊκής συστρατεύσεως και επιβολής εκβιασμών (Σημ. 2). 

Προς το παρόν, η προσέγγισις της ημερομηνίας της εκλογής του νέου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εξακολουθεί να αλλοιώνει την συμπεριφορά των κυρίων ομάδων του. Η μεν του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος συνεχίζει να επιδεικνύει περίεργη κατά καιρούς, ανεκτικότητα, έως και φιλική συμπεριφορά, προς τους κ.κ. Orban, Kaczyński και τους ομοίους τους. Η δε των Ευρωπαίων Σοσιαλδημοκρατών απροκαλύπτως ερωτοτροπεί προς διαφόρους σχηματισμούς της Αριστεράς. Όχι μάλιστα, προς τους ιδεολογικώς συνεπεστέρους και συγκροτημένους, όπως οι Insoumis του Κου Mélenchon. Άλλοι, οι οποίοι αν και προσεπάθησαν ανοήτως και επωδύνως, να εκβιάσουν την Ε.Ε., αλλά επέδειξαν, στην συνέχεια, επαρκή ακροβατική ικανότητα και ιδεολογική ασυνέπεια, φαίνονται καταλληλότεροι προσεταιρισμού, διότι θεωρείται βεβαία η επιθυμία τους καλλωπισμού και συγκαλύψεως του ανυπολήπτου παρελθόντος τους και αποκτήσεως νέας, Ευρωπαϊκής, ταυτότητος. 

Παρομοία συμπεριφορά των δύο κυ­ρίων πολιτικών ομάδων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ενέχει, γενικώς, κινδύνους αλλοιώσεως της ιδεολογικής ιδιοσυστα­σίας και συνεπείας τους. Ειδικώς, όμως, ως προς την Ελλάδα οι κίνδυνοι αυτοί αποβαίνουν άμεσοι. Η Κυβέρνησίς της έχει ήδη ενθαρρυνθεί, από τις πρόδηλες, περίεργες διαθέσεις κατευνασμού και ανοχής της Ευρωπαϊκής πλευράς, να προχωρήσει, χάριν δικών της απροκαλύπτων προεκλογικών σκοπιμοτήτων, εις νέα ασωτία παροχών, και σπατάλη επωδύνως συγκροτηθέντων αποθεμάτων.

Το διακύβευμα των προσεχών μηνών και όλης της παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου Ευρωπαϊκών και Εθνικών εκλογών, φθάνει, ουσιαστικώς, την πλήρη ακύρωση όσων έχει καταστεί, τελικώς, δυνατόν να επιτευχθούν.

Ας ελπίσωμε ότι η καινοφανής ανοχή της Ευρωπαϊ­κής πλευράς είναι εν μέρει περιστασιακή ―ώστε να μην διακινδυνεύσει η ολοκλήρωση της διαδικασίας της συμφωνίας μεταξύ Αθηνών και Σκοπίων― και εν μέρει προεκλογική, άρα εφήμερη και ότι αμέσως μετά την εκλογή του νέου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου η φωνή και η ράβδος τους θα υψωθούν.

Είτε, όμως, οι θεσμοί της Ενώσεως αρχίσουν, μετεκλογικώς, να υψώνουν τους τόνους και να απευθύνουν προειδοποιήσεις είτε όχι, τελικώς, θα «νίψουν τας χείρας». Η Ελλάς θα κινδυνεύσει να ευρεθεί μόνη εις το έλεος των αγορών, διότι η παραχώρησις νέων μέσων στηρίξεώς της θα είναι άκρως αμφίβολη εντός του νέου Ευρωπαϊκού πολιτικού τοπίου μετά την διεξαγωγή των Ευρωεκλογών.

Ας είναι λοιπόν σώφρων και όχι τυχοδιω­κτικός ο υπολογισμός των επιπτώσεων ενός, ενδεχομένως, ριζικώς νέου συσχετισμού ο οποίος θα ανέκυπτε από αυτές.

 

Π.Κ.Μ. 

 

Σημ. 1: Ενώ αρχίζει η εκτύπωσις του φύλλου αυτού, προαναγγέλλεται η έκδοσις 10ετούς ομολόγου. Εν όψει της προσφοράς επιτοκίου, υπερ-τριπλασίου εκείνων υπό τα οποία δανείζονται άλλες χώρες που είχαν ευρεθεί εις προγράμματα διασώσεως, θα είναι αναμενομένη και ευνόη­τη η θετική ανταπόκρισις των αγορών. Δεν είναι, όμως, αυτοί οι όροι υπό τους οποίους θα καταστεί εφικτή η μακροπρόθεσμη ή και η μεσοπρόθεσμη χρηματοδότησις της Ελληνικής οικονο­μίας από την ελεύθερη αγορά. 

Σημ. 2: Προς κατανόηση της πραγματικής —πέραν προμετωπίδων—, κοινότητος των Ευρωφόβων διαθέσεων, πνευμάτων και ψυχών, είναι χρήσιμη η υπενθύμισις της συναντήσεως του παρελθόντος Μαΐου
(11η/5ου/2018) μεταξύ της Ελληνικής Κυβερνήσεως και των Κυβερνήσεων των τεσσάρων χωρών της ομάδος Visegrad. Αφ’ ενός, ο Πρωθυπουργός της Ουγγα­ρίας Κος Orban και ο εν τοις πράγμασι ηγέτης της Πολωνίας Kaczyński, χαρακτηρίζονται από τους εκπροσώπους της Ελληνικής κυβερνήσεως, όταν αυτοί απευθύνονται προς εσωτερικά Ελληνικά ακροατήρια, ως επίφοβα παραδείγματα της άκρας Δεξιάς, τα οποία έχουν, κατ’ αυτούς, αναχθεί εις υποδείγματα της Ελληνικής αντιπολιτεύσεως και του Λαϊκού Ευρωπαϊκού Κόμματος. εφ’ όλου, εν τούτοις, του φάσματος της θεματικής επί της εξελίξεως των θεσμών και των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και της εμβελείας της παρεμβατικότητός τους, η θέσις της Ελληνικής Κυβερνήσεως είναι πολύ πλησιεστέρα προς την Ευρω-φοβία του Κου Orban, παρά προς τις προτάσεις του Γάλλου Προέδρου.

**