Δρ. ΔΗΜΗΤΡΗ Α. ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΥ
Πρέσβυ ε.τ.
Aποτελεί ευρέως διαδεδομένη αντίληψη μεταξύ των συμπατριωτών μας ότι η χώρα μας, αλλά και η ευρύτερη γειτονιά μας, τα Βαλκάνια, υποφέρουν από τις επεμβάσεις των μεγάλων ξένων δυνάμεων. Σύμφωνα μάλιστα με την αντίληψη αυτή, η δική μας χώρα περισσότερο από κάθε άλλη είναι ο κυριότερος στόχος στον οποίο επικεντρώνεται το αρπαχτικό ενδιαφέρον των «μεγάλων», για τον απλούστατο λόγο ότι αυτή είναι αφ’ ενός «το καλλίτερο οικόπεδο στον κόσμο» και αφ’ ετέρου ο κληρονόμος-κάτοχος της σπουδαιότερης πολιτιστικής κληρονομιάς στον κόσμο.
Η αντίληψη αυτή έχει εμπεδωθεί τόσο βαθειά που αποτελεί πλέον τον σκληρό πυρήνα της εθνικής μας ιδεολογίας, και θεωρείται από την πλειονότητα του πληθυσμού βασική παραδοχή και δεδομένο, αφετηρία κάθε προσπάθειας ερμηνείας των κυριότερων γεγονότων, θετικών ή αρνητικών, που συμβαίνουν στην χώρα μας ή την επηρεάζουν. Κυρίως βέβαια στις περιπτώσεις αρνητικών εξελίξεων και κρίσεων, όπως είναι η τρέχουσα γενική, και όχι μόνο οικονομική, κρίση που βιώνει η χώρα μας εδώ και δέκα σχεδόν χρόνια.
Η ίδια αντίληψη έχει επικρατήσει και στις λοιπές Βαλκανικές χώρες, έτσι ώστε κάθε Βαλκανική χώρα να έχει τα ίδια παράπονα, ότι δηλαδή έχει αδικηθεί και έχει γίνει θύμα τόσο των αρπακτικών διαθέσεων των γειτόνων της όσο και της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων, οι οποίες δεν διστάζουν να παρεμβαίνουν στην περιοχή και να επιβάλλουν τα δικά τους συμφέροντα· και όταν δεν παρεμβαίνουν άμεσα θεωρούν τα Βαλκάνια ως πρόσφορο πεδίο επίλυσης των δικών τους διαφορών με την μέθοδο του «πολέμου διά αντιπροσώπων», δηλαδή υποδαυλίζοντας τις όποιες διαφορές έχουν μεταξύ τους οι Βαλκανικοί λαοί. Πράγμα που εξηγεί γιατί η περιοχή μας έχει τόσο υποφέρει από πολεμικές βαρβαρότητες και αιματοχυσίες, γιατί δηλαδή, σύμφωνα με την εύστοχη ρήση που αποδίδεται στον Τσώρτσιλ, «τα Βαλκάνια παράγουν περισσότερη ιστορία απ’ όση μπορούν να καταναλώσουν»: δεν φταίνε οι αγνοί λαοί των Βαλκανίων, αλλά οι πανίσχυροι και πανούργοι ξένοι που τους βάζουν να σκοτώνονται μεταξύ τους. Αν οι Βαλκάνιοι αφήνονταν να επιλύσουν μόνοι τους τις διαφορές τους, τα πράγματα θα εξελίσσονταν καλλίτερα. Διευκρίνηση: αν κάποιος ανατριχιάζει αναλογιζόμενος πώς έχουν προσπαθήσει να «επιλύσουν» τις διαφορές τους οι Βαλκάνιοι όχι μόνο στο απώτερο, αλλά και στο πρόσφατο παρελθόν (βλ. Σρεμπρένιτσα, Κράινα, κλπ), έχει την πλήρη κατανόησή μου.
Θεωρώ λοιπόν ότι μια αποτίμηση της διαδεδομένης αντίληψης για τον ρόλο των Δυτικών δυνάμεων στην Ελλάδα θα είναι πιο χρήσιμη αν συμπεριλάβει και μια κάποια θεώρηση της αντίστοιχης αντίληψης στα γειτονικά μας Βαλκάνια. Από την πλευρά μου είχα την ευκαιρία να βιώσω στην πράξη μια τέτοια συγκριτική εξέταση κατά την μακρόχρονη ενασχόλησή μου με την περιοχή, κυρίως όταν υπηρετούσα ως διπλωματικός εκπρόσωπος της χώρας μας στο Κόσοβο. Η μνεία του Κοσόβου εδώ νομίζω ότι ταιριάζει ιδιαίτερα, καθώς πρόκειται για μια χώρα την οποία η Ελλάδα δεν έχει μεν αναγνωρίσει, αλλά με την οποία έχει δύο κοινά χαρακτηριστικά, που είναι και σημαντικά αφ’ εαυτών, αλλά και ιδιαίτερα σχετικά με το θέμα μας: και οι δύο χώρες οφείλουν την ανεξαρτησία τους, πέρα από τους αναμφισβήτητους αγώνες των λαών τους, σε άμεση στρατιωτική επέμβαση, αμφισβητούμενης νομιμότητας, ορισμένων μεγάλων δυνάμεων ξένων προς την περιοχή· και στην συνέχεια και οι δύο χώρες τέθηκαν σε καθεστώς επιτήρησης εκ μέρους μεγάλων δυνάμεων (και οι δύο παραμένουν σε κάποιο τέτοιο καθεστώς, αν και ηπιότερο του αρχικού, το μεν Κόσοβο 11 χρόνια, η δε Ελλάδα σχεδόν 200 χρόνια, μετά την αντίστοιχη ανεξαρτητοποίησή τους).
Για λόγους ιστορικούς και γεωγραφικούς, η μήνις των συμπατριωτών μας κατά των ξένων εστιάζεται κυρίως στις Δυτικές χώρες, ήτοι στις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στις ΗΠΑ. Πρόκειται ουσιαστικά για τις χώρες που έχουν παίξει τον πιο αποφασιστικό ρόλο στην διαμόρφωση της χώρας μας όπως είναι σήμερα. Μη ξεχνάμε την ιστορική και παρεξηγημένη ρήση, ανήκουμε στην Δύση, παρεξηγημένη στον βαθμό που το ρήμα «ανήκω» ερμηνεύεται ως «είμαι ιδιοκτησία» και όχι «είμαι μέλος». Τώρα, το να υιοθετεί κανείς την πρώτη σημασία ως εκφράζουσα την σχέση της χώρας μας με μια ομάδα χωρών που έχει ως κύριο συνεκτικό της στοιχείο μια θεώρηση του κόσμου στηριζόμενη στις αρχές που αναγνωρίζονται ρητά και καθολικά ως δημιούργημα του Ελληνικού πολιτισμού αποτελεί κατά την γνώμη μου νοητικό ολίσθημα που αγγίζει τα όρια της νοσηρότητας. Πολλώ μάλλον που η ομάδα αυτή είναι, με την μία ή την άλλη μορφή (είτε ως ΕΕ είτε ως ΝΑΤΟ), η ισχυρότερη, πλουσιότερη, δημοκρατικότερη οικογένεια κρατών στον κόσμο.
Οι πολιτικές της Δύσης, δηλ. της ΕΕ και του ΝΑΤΟ ως οργανισμών, αλλά και των χωρών μελών τους ξεχωριστά, στα Βαλκάνια και στην χώρα μας δεν μπορούν παρά να αποτιμηθούν θετικά. Μερικά παραδείγματα: Την αποσύνθεση της Γιουγκοσλαβίας η Δύση την διαχειρίσθηκε με γνώμονα τις αρχές της, το δίκαιο και το συμφέρον των χωρών μελών της, επιστρατεύοντας ως μέσα προώθησης της πολιτικής της την επιρροή της, τον πλούτο της και την ισχύ της. Χτυπητό παράδειγμα ικανοποίησης του συμφέροντος χώρας μέλους αποτελεί το ότι επί 27 χρόνια η Δύση επέμενε ότι, για να ενταχθεί στους σχηματισμούς της ο βόρειος γείτονάς μας, απαραίτητη προϋπόθεση ήταν να υιοθετήσει όνομα της αρεσκείας μας· για τον απλούστατο λόγο ότι εμείς είμαστε μέλος της λέσχης (και εδώ ισχύει το γνωστό “membership has its privileges”). Ταυτόχρονα όμως με την στάση αυτή εξυπηρέτησε και τα δικά της συμφέροντα, καθ’ όσον απέτρεψε την εισαγωγή άλυτων διαφορών, δηλ. αστάθειας, στους κόλπους της. Επί πλέον έδωσε και κίνητρο για την επίλυση ενός χρονίζοντος προβλήματος μεταξύ δύο γειτόνων και, το σημαντικότερο για εμάς, προσέφερε την ευκαιρία στην χώρα μας να απαλλάξει την εξωτερική πολιτική της από ένα, τουλάχιστον ενοχλητικό, βαρίδι.
Ο βομβαρδισμός της Γιουγκοσλαβίας (Σερβίας) από την Δύση (ΝΑΤΟ), τυπικά παράνομη ενέργεια, ήταν στα μάτια της Δύσης υπέρτατο ηθικό καθήκον για να αποτραπεί η ολοκλήρωση του τεράστιου εγκλήματος της εθνοκάθαρσης που διέπρατταν τότε οι Σέρβοι στο Κόσοβο.
Όταν όμως 10 χρόνια αργότερα ολοκληρώθηκε η ανεξαρτησία του Κοσόβου, οι πρώην αντίπαλοι των Σέρβων έγιναν οι ισχυρότεροι προασπιστές των δικαιωμάτων των Σέρβων στο καινούργιο Κοσοβαρικό, Αλβανικής πλειοψηφίας, κράτος. Κατά την υπηρεσία μου στο Κόσοβο συνέπραξα προσωπικά προς τούτο ως εντεταλμένος της ΕΕ για την προστασία της Σερβικής θρησκευτικής και πολιτιστικής κληρονομιάς στο Κόσοβο, παράλληλα προς τα καθήκοντά μου ως πρέσβεως της Ελλάδας. Κύριοι συνεργάτες μου στο έργο αυτό ήσαν οι πρεσβείες των ΗΠΑ και των κυριότερων χωρών μελών της ΕΕ, μαζί με τους οποίους υποδεικνύαμε, και ενίοτε επιβάλλαμε, στην κυβέρνηση του Κοσόβου μέτρα, περιλαμβανομένων και νομοθετικών, προστασίας της Σερβικής παρουσίας στο Κόσοβο.
Και τώρα η Δύση θέτει ως προϋπόθεση για την ένταξη της Σερβίας και του Κοσόβου στην ΕΕ την εξομάλυνση των σχέσεών τους, δηλ. απώτερα την συμφιλίωσή τους. Αν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι βλέπουν σ’ αυτό αθέμιτη επέμβαση ξένων στις μεταξύ τους διαφορές, στην κρίση νηφάλιων και αμερόληπτων τρίτων η Δύση, χωρίς να είναι αλάθητη, εδραιώνεται πάντως σήμερα ως η δύναμη του καλού και της προόδου στα Βαλκάνια, περιλαμβανομένης και της χώρας μας.
Το παρόν κείμενο αναδημοσιεύεται από την εφ. Τα Νέα
**