Η επίσκεψη του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στην Τουρκία ανέδειξε δύο ζητήματα που κατά τα φαινόμενα θα συνεχίσουν να απασχολούν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Το πρώτο ήταν ή υπόθεση των οκτώ φυγάδων αξιωματικών που κατηγορούνται για συμμετοχή στην απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016. Η συμπερίληψή τους σε κατάλογο επικηρυχθέντων καταζητουμένων λίγο πριν την άφιξη του κ. Τσίπρα είχε σαφώς την συμβολική της σημασία. Σκοπό είχε να υπογραμμίσει ότι η τουρκική πλευρά δεν μένει άπραγη εν όψει και της αναμενομένης ελληνικής αρνήσεως να εκδοθούν οι οκτώ στην Τουρκία.
Πέραν της ουσίας της υποθέσεως, του κατά πόσον δηλαδή έχουν όντως εμπλακεί στην απόπειρα πραξικοπήματος οι οκτώ, η υπόθεση διαθέτει επικοινωνιακή σημασία για την τουρκική κυβέρνηση εντός της Τουρκίας. Ήδη από την επαύριο της απόπειρας πραξικοπήματος συντηρείται τεχνηέντως η φημολογία ότι το εγχείρημα είχε υποκινηθεί από ξένα κέντρα στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η διαφυγή μεγάλου αριθμού αξιωματικών και η χορήγηση σε αυτούς πολιτικού ασύλου μπορεί στην Δύση να θεωρήθηκε αυτονόητη δεδομένης της καταστάσεως του κράτους δικαίου στην Τουρκία, τα τουρκικά όμως μέσα παρουσίασαν αυτήν την εξέλιξη ως απόδειξη του ξένου δακτύλου. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τουρκικές απειλές εναντίον φυγάδων έγιναν πράξη σε κάποιες περιπτώσεις απαγωγής κατηγορουμένων που είχαν διαφύγει σε χώρες όπως το Κοσσυφοπέδιο και το Αζερμπαϊτζάν. Ασφαλώς η έκδοση των οκτώ είναι αδύνατη λόγω των σχετικών αποφάσεων των ελληνικών δικαστηρίων και της καταστάσεως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία. Από την άλλη είναι δεδομένο ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν μπορούν να σηκώνουν το βάρος της παρατεταμένης παραμονής τους στην Ελλάδα.
Το δεύτερο ήταν η επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Σε τούτο συνέβαλαν προφανώς και η επίσκεψη του κ. Τσίπρα στην Σχολή και η εκεί συνάντηση με τον Οικουμενικό Πατριάρχη, αλλά και οι σχετικές δηλώσεις του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ο κ. Ερντογάν από την πλευρά του συνέδεσε το ζήτημα της επαναλειτουργίας της Σχολής με την διευθέτηση του ζητήματος των μουφτήδων στην Δυτική Θράκη. Η σύνδεση των δύο ζητημάτων προκάλεσε αντιδράσεις στην Αθήνα. Κάποιοι διαφώνησαν με την σύνδεση της επαναλειτουργίας της Σχολής με τα μειονοτικά ζητήματα της Δυτικής Θράκης, υποστηρίζοντας ότι η επαναλειτουργία της Σχολής της Χάλκης είναι διεθνές και όχι διμερές ζήτημα. Τίποτε βεβαίως δεν εμποδίζει να θεωρηθεί η επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης είναι ταυτοχρόνως διεθνές και διμερές ζήτημα. Η επαναλειτουργία της Σχολής θα αποτελούσε πολύτιμο εργαλείο για την εμπέδωση του οικουμενικού ρόλου του Πατριαρχείου και θα ενίσχυε ποικιλοτρόπως και την ελληνική μειονότητα. Εκτός αν κάποιος θεωρήσει ότι η προστασία των συμφερόντων τόσο του Ελληνισμού της Πόλης, της όσο και του Οικουμενικού Πατριαρχείου δεν αποτελούν προτεραιότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά αμιγώς διεθνή ζητήματα.
Αμφότερες οι μειονότητες έχουν υποφέρει στο παρελθόν από το καθεστώς αρνητικής αμοιβαιότητος, κατά το οποίο η παραβίαση των δικαιωμάτων της μιας έφερε ως αντίποινα την παραβίαση των δικαιωμάτων της άλλης. Σε συνθήκες εμπεδωμένης δημοκρατίας, η προστασία των μειονοτικών δικαιωμάτων θεμελιώνεται στο Σύνταγμα κάθε χώρας. Τούτο θα σήμαινε τόσο την ακώλυτη λειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, αλλά και την με πρόσφορο τρόπο συμμετοχή της μειονότητος της Δυτικής Θράκης στην επιλογή των θρησκευτικών της ηγετών. Αν η Ελλάς και η Τουρκία αρνούνται να αναγνωρίσουν πλήρη ανθρώπινα δικαιώματα στις μειονότητές τους βάσει των συνταγματικών τους κειμένων, η αναγνώριση θετικής αμοιβαιότητος είναι μάλλον προτιμότερη από το υπάρχον τέλμα
Ο Ιωάννης Γρηγοριάδης είναι Αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μπίλκεντ στην Τουρκία.
**