Π.Κ. ΜΑΚΡΗ
Στην προκειμένη περίπτωση, μάλιστα, τα συμπαρομαρτούντα καλά είναι πλείονα του ενός: η κυβέρνησις απομένει ουσιαστικώς, ως κυβέρνησις μειοψηφίας, η αντιπολίτευσις αποφεύγει μελλοντικά διλήμματα, ανακύπτει ελπίς συντομεύσεως του χρόνου προεκλογικής ασωτίας και η αποσύνθεσις των μικροτέρων κομμάτων ενισχύει την πιθανότητα αυτοδυναμίας του πρώτου κόμματος και αποτροπής ακυβερνησίας.
Ίσως το μείζον ενδιαφέρον του πράγματος να έγκειται πλέον εις αυτούς, ακριβώς, τους συνειρμούς των εσωτερικών πολιτικών εξελίξεων τους οποίους εκκίνησε η κυρωτική διαδικασία στην Βουλή.
Κατά τα λοιπά, στερείται, μάλλον, πρακτικής σημασίας το πώς ορίζεται ότι θα αποκαλείται, επισήμως, η έχουσα ως πρωτεύουσα τα Σκόπια γειτονική χώρα, μετά την κύρωση και εφαρμογή της λεγόμενης Συμφωνίας των Πρεσπών.
Ομοίως, στερείται σημασίας και οποιοσδήποτε συμβατικός προσδιορισμός της εθνικότητος των κατοίκων της και της υφής του γλωσσικού ιδιώματός τους.
Τα πάντα είχαν, ήδη προ πολλού, κριθεί. Η Ελληνική πλευρά είχε ήδη ηττηθεί κατά κράτος κατά την προσπάθειά της επιβολής των ευαισθησιών της. Ευκαιρία καλυτέρας —αλλά εις πλαίσια λογικής―, περιποιήσεώς τους προσεφέρθη μόνον κατά τις πρώτες ημέρες του βίου της γείτονος, ως ευπαθούς καρπού προώρου τοκετού, όταν προετείνετο η αμετάφραστη και ενιαία ονομασία της ως Novamakedonija. Εκείνη η εποχή, όμως, διαλλακτικότητος της άλλης πλευράς, υπό την προεδρία Gligorov, κατά την διάρκεια του χειμώνος 1991-92, ήταν και εποχή Ελληνικού, σκληρού και πλήρως διακομματικού ―πλην του Κ.Κ.Ε.—, ανενδοτισμού (Σημ.).
Έκτοτε, δεν ήταν, πλέον, νοητή οποιαδήποτε άλλη τροπή, διότι, όπως έχει, κατά κόρον, επιμείνει η στήλη αυτή, το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού ελαχίστους επιδέχεται περιορισμούς υπό τους όρους της συγχρόνου «πολιτικής ορθότητος» –υποκριτικής, έστω, αλλά παντοδυνάμου.
Υπό το πρίσμα αυτής της πραγματικότητος, δεν «τους δώσαμε» ούτε γλώσσα ούτε εθνικότητα, διότι δεν «μας» ανήκαν. Την μεν γλώσσα την προσεδιώρισαν, ως γραπτή γλώσσα, τα ΗΕ, προ πολλών δεκαετιών (1977). Ως προς δε την εθνικότητα, ουδείς, υπό τους όρους της κοινώς επικρατούσης διεθνούς ηθικής, είναι εις θέση να επιβάλει εις οποιαδήποτε κυρίαρχη πολιτεία πώς θα αποκαλεί τους πολίτες της.
Στην πραγματικότητα –ας το επαναλάβωμε–, προς την κατά κράτος και από ετών, ηττημένη Ελληνική πλευρά, προσεφέρθη, απλώς, δόσις αναλγητικού –ούτε καν, ίσως, παρατεταμένης ενεργείας, αλλά μόνον μετεγχειριτικής· ευπρόσδεκτης, όμως, λαμβανομένης υπ’ όψιν της καταστάσεως του ασθενούς.
Ήταν προφανές ότι αμέσως μετά την πτώση της Κυβερνήσεως Gruevski –την οποία όλοι εις τους κόλπους της Συμμαχίας, απεστρέφοντο και ως εκ τούτου, επεδείκνυαν κάπως μεγαλυτέρα ανοχή των Ελληνικών απόψεων, όπως π.χ., εις το Βουκουρέστι το 2008–, ήταν, ούτως ή άλλως, ειλημμένη η κοινή απόφασις των σημαντικοτέρων Συμμάχων, περιλαμβανομένης της Γαλλίας, να προχωρήσουν στην ένταξη της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας – εν ανάγκη και υπό την «διεθνή» ονομασία της, όπως προβλέπεται από την ενδιάμεση Συμφωνία. Δυσκολότατα οποιαδήποτε Ελληνική Κυβέρνησις θα απετόλμα ή και θα επετύγχανε να την παρεμποδίσει μετά την καταδικαστική εις βάρος της Ελλάδος απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, δηλαδή, του δικαιοδοτικού οργάνου των Ηνωμένων Εθνών, η οποία και θα προσέφερε εις περίπτωση υποτροπής, ασφαλές έρεισμα καταδίκης της Ελλάδος από την Γενική Συνέλευση του Οργανισμού.
Ευτυχώς, αντί παρομοίας ταπεινώσεως της Ελλάδος, οι μείζονες Σύμμαχοι επέλεξαν, ευγενώς, την προσφορά κάποιων ικανοποιήσεων. Εξ ου και η συνέχεια.
Υπήρξε, οπωσδήποτε, αριστοτεχνικός ο χειρισμός από της πλευράς της Συμμαχίας και του Κου Nimetz. Εξεμεταλεύθησαν και την διαλλακτικότητα του Κου Zaev και την αίσθησή του της Ρωσικής απειλής και συγχρόνως, την πονηρία και την ιεράρχηση προτεραιοτήτων της Ελληνικής Κυβερνήσεως, η οποία υπελόγισε ότι θα επετύγχανε την διάσπαση της αντιπολιτεύσεως χωρίς εκείνη να υποστεί φθορά –όχι ανάλογη, τουλάχιστον, προς εκείνη την οποία υπελόγιζε ότι θα επέφερε εις τους αντιπάλους της. Του χαρτοπαικτικού εκείνου υπολογισμού της είδαμε, όμως, πολλαπλά αγαθά αποτελέσματα.
Προ παντός άλλου, η χώρα απαλλάσσεται, επί τέλους, του βάρους ενός ανοήτου και εξαντλητικού διπλωματικού αγώνος, ο οποίος συνεχώς έφθειρε τα λίγα εναπομείναντα αποθέματα Ελληνικού κύρους, σοβαρότητος και επιρροής.
Αλλά και η περιφερειακή ασφάλεια της χώρας ενισχύεται διότι η επέκτασις της Βορειο-Ατλαντικής Συμμαχίας εις τα Δυτικά Βαλκάνια, θα επιτρέψει καλυτέρους όρους ελέγχου της ασυδότου, μέχρι στιγμής, πολυπραγμωσύνης, στην περιοχή, του νεοπαγούς Ρωσο-Τουρκικού ζεύγους στρατηγικής συνεργασίας, σαφώς αντιπαραθετικής προς την Ελλάδα. Πρέπει να αντιληφθούν, επί τέλους, οι κάτοικοι αυτής της χώρας, οποιος και αν είναι ο νευροψυχικός προσδιορισμός τους, ότι Μόσχα και Άγκυρα είναι και δεν θα παύσουν, εις το εγγύς μέλλον τουλάχιστον, να είναι, στρατηγικοί σύμμαχοι και στην Μέση και στην Εγγύς Ανατολή –όπως, προσφυώς απεκαλείτο παλαιότερα ολόκληρη σχεδόν η περιοχή της Βαλκανικής. Πότε θα αντιληφθούν ότι προστάτης του VMRΟ και υποκινητής των αλυτρωτικών διεκδικήσεών το υπήρξε και παραμένει η Ρωσία;
Συγχρόνως, ανελπίστως σχεδόν, επήλθε και η αλληλουχία των παραπλεύρων θετικών εσωτερικών εξελίξεων, την οποία συνοψίζει η αρχή του κειμένου.
Οι λίγοι μήνες κατά τους οποίους, ίσως, συντομευθεί η προεκλογική περίοδος είναι περιορισμένης σημασίας, ως χρόνος παραγωγής έργου μιας νέας κυβερνήσεως. Ίσως καταλήξουν σωτήριοι, όμως, ως χρόνος αποφευγομένης προεκλογικής, δημοσιονομικής ασωτίας, «αδιάκοπης συνέχειας μέτρων με αριστερό, κοινωνικό πρόσημο» και συνακολούθου περαιτέρω απωθήσεως των αγορών και υψώσεως των επιτοκίων τους.
Επίσης, καθοριστική του μέλλοντος θα είναι και η βελτίωσις των προϋποθέσεων μετεκλογικής αυτοδυναμίας του πρώτου κόμματος και αποτροπής της ακυβερνησίας.
Εξ’ άλλου, η κρινομένη, κατά αυστηρά λογική, ως δημαγωγική, ανορθολογική και ασυνεπής τοποθέτησις της αντιπολιτεύσεως, έναντι της Συμφωνίας των Πρεσπών, αποβαίνει, τελικώς, ορθή πολιτικώς, προ του νευρο-ψυχισμού του νεο-Ελλαδικού πληθυσμού και καλώς υπολογισμένη ως προς τα πρακτικά αποτελέσματα.
Εγνώριζε, εκ προοιμίου, η αντιπολίτευσις ότι η ψήφος της δεν θα είχε αρκέσει να αποτρέψει την κύρωση της Συμφωνίας, ενώ είχε, εγκαίρως, αποσαφηνισθεί, από την ηγεσία της, ότι θα στερείται κάθε δυνατότητος παρεμποδίσεως της εφαρμογής μιας ήδη κυρωμένης συμφωνίας. Ταυτοχρόνως, απέκρουσε την απόπειρα διασπάσεώς της και ανταπέδωσε, δια του ιδίου νομίσματος την αδίστακτη δημαγωγία της νυν κυβερνήσεως και τότε αντιπολιτεύσεως, κατά την κρίσιμη διετία 2012-2014 ―η οποία δεν είχε ασκηθεί, τότε, επί ζητήματος σχετικής πραγματικής σημασίας, αλλά επί της ιδίας της υπάρξεως της χώρας.
Η ιεράρχησις των προτεραιοτήτων της αντιπολιτεύσεως είναι ορθή. Προέχον μέλημά της πρέπει να είναι η ανόρθωσις της οικονομίας και η αλλαγή του εκλογικού νόμου, ο οποίος απειλεί να βυθίσει την χώρα στην ακυβερνησία.
Είναι, αναμφιβόλως, εξοργιστική η σειρά εκπλήξεων και «διευκρινίσεων» της τελευταίας στιγμής, όπως η διαλυτική αίρεσις προηγουμένης Ελληνικής κυρώσεως την οποία, αιφνιδίως και κατά παράβαση του γράμματος της συμφωνίας, εισήγαγε η Ρηματική Διακοίνωσις της κυβερνήσεως των Σκοπίων και η «κατά παγία συνταγματική πρακτική», αναγραφή των αναθεωρημένων άρθρων του Συντάγματος επί παραρτήματος και όχι επί του πρωτοτύπου κειμένου του. Εξοργιστική είναι, κυρίως, η σεμνότυφη προτέρα αποσιώπησίς τους από την Ελληνική Κυβέρνηση, διότι παριστά κακοπιστία και ασέβεια έναντι της Βουλής και παράλειψη του στοιχειώδους κυβερνητικού καθήκοντος ακριβούς και εγκαίρου ενημερώσεώς της. Η αντιπολίτευσις αποκτά, ως εκ τούτου, πρόσθετα επιχειρήματα και βέλη στην φαρέτρα της προς μεγιστοποίηση της κυβερνητικής φθοράς.
Αλλά η ουσία των πραγμάτων και πάλι, δεν μεταβάλλεται : παρεχωρήθη από τους Συμμάχους στην Ελλάδα, παρ’ όλη την από δεκαετιών τετελεσμένη διπλωματική συντριβή της, πρόσχημα αξιοπρεπούς καταθέσεως των όπλων, εγκαταλείψεως εξαντλητικού αγώνος ο οποίος αλλεπάλληλες ήττες μόνον είχε σωρεύσει και διεξόδου από την παγίδα εντός της οποίας είχε, εκουσίως, ριφθεί.
Καταλήγει, εν τούτοις, να ακούεται ως κοινός τόπος, πλέον, ότι η Συμφωνία των Πρεσπών και η «παραχώρησις» από αυτήν «γλώσσας και εθνικότητος» συνεπάγεται «αμέσους κινδύνους» ανακινήσεως προς την Ελλάδα, «Σλαβομακεδονικού μειονοτικού ζητήματος». Είναι τόσα τα νέο-Ελλαδικά πλέγματα και συμπλέγματα και μανικά σύνδρομα φοβιών, ανασφαλείας, κατωτερότητος και καταδιώξεως, ώστε, πράγματι, να πιστεύομε ότι μια χώρα, ο πληθυσμός της οποίας μετά βίας φθάνει τα 2εκατομμύρια κατοίκων ανομοιογενούς εθνοτικής προελεύσεως, θα είναι ικανή να προκαλέσει προς χώρα πενταπλασίας εκτάσεως και πληθυσμού και 10πλασίου ΑΕΠ, όπως η Ελλάς, οποιαδήποτε σοβαρά και επίφοβα μειονοτικά ζητήματα; Ακριβέστερα, ενός «μειονοτικού» ζητήματος εντοπιζομένου επί μιας κοινότητος, η οποία και στην καλυτέρα περίπτωση, δεν θα έφθανε ποτέ ποσοστά υψηλότερα του 4 τοις χιλίοις του συνολικού Ελλαδικού πληθυσμού; Αν πράγματι το πιστεύομε, τότε, τότε είμεθα άξιοι κάθε κακοδαιμονίας και κάθε κακομοιρίας…
Στην πραγματικότητα, δια της επικλήσεως παρομοίων υποθετικών κινδύνων τους δημιουργούμε εκ του μη όντος.
Η αρχική, διπλωματική νίκη επί της Ελλάδος του νεοτεύκτου τότε μικρού κράτους, το οποίο είχε επιτύχει από τα πρώτα σχεδόν έτη του ανεξαρτήτου πολιτειακού βίου του να αναγνωρισθεί από την συντριπτική πλειοψηφία των μελών της διεθνούς κοινότητος ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας» ήταν πράγματι εντυπωσιακή και ολοκληρωτική. Αλλά δεν ήταν αποτέλεσμα οποιασδήποτε διεθνούς ανθελληνικής συνωμοσίας –η οποία, κατά τους φόβους καχυπόπτων συμπολιτών, «συνεχίζεται, και θα την βρούμε μπροστά μας». Οφείλετο, απλώς, εις το ότι ο παραλογισμός της Ελληνικής αδιαλλαξίας και αποκρούσεως ευκαιριών όταν το ζήτημα μόλις ανέκυπτε, ήταν απόλυτος και αυτοκαταστροφικός, μέχρι σημείου να μην κατανοούνται ακόμη και νόμιμοι Ελληνικοί φόβοι.
Όλα καλά λοιπόν; Σχεδόν. Υπό δύο όρους.
Ο πρώτος είναι ότι δεν θα συνεχισθεί επ’ άπειρον η ανοχή των μεταμνημονιακών εκτροπών της Κυβερνήσεως από συμπεφωνημένα και νομοθετημένα μέτρα, εκ μέρους «Θεσμών» και Εταίρων οι οποίοι επείγονται να περιποιηθούν την Ελληνική κυβέρνηση ώστε να μην κινδυνεύσει η κύρωσις της συμφωνίας. Αν η απάθεια αυτή των Εταίρων συνεχισθεί –ή και επιδεινωθεί προ των άλλων, αγωνιωδών, προτεραιοτήτων τους εν όψει των Ευροεκλογών, θα έχει μοιραίες συνέπειες επί της Ελληνικής οικονομίας.
Κάθε σπατάλη παροχών και καταστρατήγηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων εκ μέρους της σημερινής Κυβερνήσεως, την οποία θα ανέχεται χωρίς ουσιαστική αντίδραση η Ε.Ε., θα την συνεχίσει και κάθε μελλοντική Κυβέρνησις. Ο τόνος της φωνής των «Θεσμών» πρέπει και πάλι, να αρχίσει να υψώνεται και αν δεν ακουσθεί, να αρχίσει να πίπτει και πάλι η ράβδος τους. Οι λίγοι καρποί των θυσιών μιας 10ετίας δεν πρέπει να αφεθούν να καταφαγωθούν εντός ολίγων προεκλογικών μηνών.
Ο δεύτερος όρος είναι να μην αλλοιωθεί, μετεκλογικώς, υπό την πίεση πρωτογόνων στοιχείων, η αρχική θέσις της ηγεσίας της σημερινής αντιπολιτεύσεως, ότι μετά την κύρωση της Συμφωνίας, η Ελλάς είναι, πλέον, πλήρως και οριστικώς, δεσμευμένη να την τηρήσει.
Τουλάχιστον, να μην αλλοιωθεί εμπράκτως. Η πλήρης ακράτεια του προεκλογικού λόγου κυριαρχεί μεταξύ των συστατικών στοιχείων του Νέο-Ελλαδικού πολιτικού βίου. Ο περιορισμός της παραχωρεί, πάντοτε, πλεονεκτήματα εις τους αντιπάλους. Συστατική, εν τούτοις, των Νεοελλαδικών πολιτικών ηθών είναι και η λήθη του προεκλογικού λόγου.
Είναι καιρός σοβαρότητος. Η χώρα, πέραν των προσφάτων, μικρών κινήσεων εντυπωσιασμού, παραμένει εκτός αγορών διότι τα επιτόκιά τους έναντι αυτής παραμένουν απρόσιτα. Εξακολουθεί να ευρίσκεται επί του χείλους χρεωκοπίας. Χρεωκοπίας και τυπικής, την φορά αυτή, διότι, πιθανώτατα, δεν θα υπάρξουν, εις το μέλλον, «τοκογλύφοι» Εταίροι δανείζοντες την Ελλάδα φθηνότερα απ’ ότι εκείνοι εδανείζοντο. Ακόμη και αυτός ο Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως και αρμόδιος υπουργός, προειδοποιεί επί του κινδύνου ανάγκης νέας ανακεφαλαιοποιήσεως των τραπεζών. Πέραν των εσωτερικών αντιξοοτήτων, η διεθνής οικονομική συγκυρία φαίνεται να επαπειλεί χειρότερη κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος από εκείνη του 2008-9. Τα δε αποτελέσματα των Ευρωεκλογών του προσεχούς Μαΐου θα προκαλέσουν εντόνους κλυδωνισμούς της Ε.Ε. και οι ασθενέστεροι –ασθενέστερος όλων είναι η Ελλάς– θα υποστούν πρώτοι τις συνέπειες.
Ας μην σπαταληθεί άλλος χρόνος εντός Μακεδονικών Βάλτων και παραμεθορίων λιμνών.
Π.Κ.Μ.
Σημ. 1: Ο ανενδοτισμός, αμφοτέρων των κομμάτων εξουσίας εκείνης της εποχής, όπως και της κοινής γνώμης, ήταν μεν απόλυτος, αλλά ήταν και απολύτως αναποτελεσματικός. Η Ελληνική πλευρά είχε, αφ’ ενός, επιλέξει να απέχει από την Επιτροπή Badinter από τους κόλπους της οποίας θα ήταν πιθανώτατα εις θέση να επιβάλει καθοριστικά προκρίματα. Αφ’ ετέρου, ενώ ο αποκλεισμός των συνόρων ήταν το πλέον λυσιτελές μέσον πιέσεως των γειτόνων, μέρος του συνήθως πρωτοστατούντος εις Μακεδονομαχικές εκδηλώσεις, επιχειρηματικού κόσμου της Β. Ελλάδος επεδίδετο –κατά αξιόπιστα ξένα δημοσιεύματα της εποχής–, εις λαθρεμπορία πέραν της μεθορίου. Όπως πάντοτε, ο ήχος των υλακών των νεο-Ελλήνων δεν αντιστοιχεί στην δύναμη και την ετοιμότητα χρήσεως των σιαγόνων και των οδόντων τους. Ευτυχώς.