Γράφει ο

ΚΩΣΤΗΣ ΧΑΤΖΗΔΑΚΗΣ

Αντιπρόεδρος της ΝΔ,  πρώην υπουργός και ευρωβουλευτής

 

Μου φαίνεται ότι τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα είναι η πλέον «ευρωπαϊκή» χώρα! Ας θυμηθούμε την παρουσία των ευρωπαϊκών θεσμών στη χώρα μας μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης το 2010. Τόσοι ευρωυπάλληλοι αποκλείεται να πέρασαν από κάποιο άλλο κράτος-μέλος της Ε.Ε. Και τόσο μεγάλη συζήτηση για το Eurogroup, το Euroworking group, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις απόψεις διαφόρων στελεχών της Τρόικα αποκλείεται να έχει γίνει σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Έχουμε γνωρίσει, λοιπόν, τα τελευταία χρόνια την Ευρωπαϊκή Ένωση από την ανάποδη. Τη γνωρίσαμε όμως και από την κανονική της πλευρά. Οι αγρότες με τις επιδοτήσεις τους που έρχονται σχεδόν αποκλειστικά από την Ε.Ε.  Οι περιφέρειες, δήμοι, φορείς, ιδιώτες με τα προγράμματα των ΚΠΣ και των ΕΣΠΑ που από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 ενισχύουν τις υποδομές και στηρίζουν γενικότερα την αναπτυξιακή προσπάθεια. Επιπλέον,  όλοι οι Έλληνες  είδαν την Κύπρο, χωρίς μάλιστα επίλυση του Κυπριακού, να καταφεύγει στο λιμάνι ασφαλείας των Βρυξελλών με την ένταξή της  στην Ε.Ε. τη δεκαετία του 2000.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μέρος της καθημερινότητάς μας. Δεν μπορούμε να την αγνοούμε στη χάραξη πολιτικής. Αλλά και οι διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας έναντι των πιστωτών μας, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι είναι αδύνατον να την αγνοήσουμε λόγω των συμφωνιών που έχουν ήδη υπογραφεί για το υπερταμείο, τα υπερπλεονάσματα, την αποπληρωμή των χρεών κ.ο.κ.

Η Ευρώπη όμως της καθημερινότητας και του μέλλοντός μας αντιμετωπίζει η ίδια ολοένα και περισσότερα προβλήματα. Τα τελευταία χρόνια με την κρίση της Ευρωζώνης, με το Brexit, με τη μετανάστευση ο ευρωσκεπτικισμός φουντώνει κάθε μέρα.

Βεβαίως, ο ευρωσκεπτικισμός είναι τελείως διαφορετικής υφής στον Βορρά σε σχέση με τον Νότο. Συμβαίνει δε το εξής ενδιαφέρον όσο και ανησυχητικό: Η παγκοσμιοποίηση και η μετανάστευση με το ξεβόλεμα που προκαλούν  φουντώνουν ακόμα περισσότερο τον ευρωσκεπτικισμό. Αλλά και ο ευρωσκεπτικισμός τρομάζει με τη σειρά του ως ένα σημείο τις ηγεσίες, με αποτέλεσμα η καθυστέρηση στην αντιμετώπιση των βασικών ζητημάτων να οξύνει τα προβλήματα, πράγμα που έχει ως συνέπεια το ακόμα μεγαλύτερο φούντωμα του ευρωσκεπτικισμού.

Η Ευρώπη φαίνεται να βρίσκεται σε έναν φαύλο κύκλο από τον οποίον θα μπορούσε να ξεφύγει αν με θάρρος οι πολιτικές ηγεσίες –ιδίως της Γερμανίας και της Γαλλίας– εκμεταλλευθούν το παράθυρο που ανοίγει μέχρι το 2022 (τότε, δηλαδή, που θα ξαναγίνουν εκλογές σε αυτές τις χώρες), προκειμένου να χτίσουν μια Ευρωπαϊκή Ένωση πιο δυνατή, πιο αποτελεσματική και πιο κοντά στους Ευρωπαίους πολίτες.

Εμείς οι Έλληνες έχουμε κάθε συμφέρον να συμβεί κάτι τέτοιο γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο φυσικός μας χώρος. Παρά τα προβλήματα της Ε.Ε. απομόνωση χωρών σαν την Ελλάδα μέσα σε ένα τέτοιο διεθνές περιβάλλον θα αποτελεί σίγουρα εθνική καταδίκη.

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με μια σειρά. ..

 

___________________________________________________-

*Το παρόν κείμενο αποτελεί προδημοσίευση  από   το βιβλίο του Κ. Χατζηδάκη που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Παπαζήση.

 

Ευρωπαϊκή Ενοποίηση: Μια συναρπαστική πορεία που ξεκίνησε να γεννά ερωτηματικά

Η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης διέγραψε από τα πρώτα βήματά της μία συναρπαστική πορεία. Είναι γεμάτη από ημερομηνίες-σταθμούς, γεγονότα ιστορικά και αποφάσεις, που άλλαξαν εν πολλοίς τη μοίρα της ηπείρου μας. Πάνω από όλα όμως, είναι η ιστορία ανθρώπων που μπόρεσαν μέσα από τα απομεινάρια ενός καταστροφικού πολέμου να υπερβούν τις διαφορές τους, να κοιτάξουν μπροστά και να οραματιστούν ένα ασφαλέστερο και καλύτερο μέλλον για τις επόμενες γενεές.

Ως γνωστόν, το 1994 εξελέγην ευρωβουλευτής και μέσα από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μου δόθηκε η δυνατότητα να παρακολουθήσω από πολύ κοντά τα δρώμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Αυτό συνέβη σε μια περίοδο που ήδη η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της εφαρμογής των προβλέψεων της Συνθήκης του Μάαστριχτ για την οικοδόμηση της ΟΝΕ και αργότερα την προετοιμασία της μεγάλης διεύρυνσης προς ανατολάς, αλλά και την υιοθέτηση ενός ευρωπαϊκού συντάγματος που κατέληξε στη σημερινή Συνθήκη της Λισαβόνας. Όλα αυτά, φυσικά, σε ένα ολοένα και περισσότερο εντεινόμενο περιβάλλον ευρωσκεπτικισμού, που προκαλούσε σειρά πολιτικών αναταράξεων.

Σε ένα άρθρο μου τον Ιανουάριο του 1999 σημείωνα σχετικά.

«Δώδεκα μήνες πριν το 2000, συντελούνται ήδη οι μεγάλες αλλαγές που θα σημαδέψουν το νέο αιώνα. Εξελίξεις, όπως είναι η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, οι νέες τεχνολογίες και η κοινωνία των πληροφοριών, κ.ά. Ωστόσο, το βασικό ίσως γνώρισμα του 21ου αιώνα θα είναι η λειτουργία νέων και ευρύτερων συσσωματώσεων, η ισχύς των οποίων θα ξεπερνά κατά πολύ την παρεμβατική δύναμη των εθνικών κρατών. Το θέμα δεν είναι αν οι σχηματισμοί αυτοί είναι απαραίτητοι – η αναγκαιότητά τους έχει  προ πολλού αποδειχθεί – αλλά το ποιες ακριβώς θα είναι οι αρμοδιότητές τους και μήπως πρέπει να ενισχυθούν κι άλλο. Πολλοί σήμερα τονίζουν πλέον την ανεπάρκεια του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου ή την αναποτελεσματικότητα του ΟΗΕ σε κρίσιμα θέματα για τον πλανήτη.

»Οι επικρίσεις αυτές δεν αφήνουν στο απυρόβλητο την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία έχει να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στον επόμενο αιώνα. Ρόλο, στον οποίο μπορεί να ανταποκριθεί μόνο αν εξισορροπήσει την πολιτική της έκφραση με την αναμφισβήτητη οικονομική της δύναμη.

»Αντί, όμως, για ταχύτερη ολοκλήρωση και ενιαία έκφραση, από το Μάαστριχτ είμαστε μάρτυρες ενός αυξανόμενου ευρωσκεπτικισμού στην ΕΕ. Κι ενώ μέχρι πρόσφατα μιλούσαμε για ευρωσκεπτικιστές πολίτες, όλο και περισσότερο σήμερα πρέπει να μας προβληματίσει η «ευρωδειλία» των ίδιων των ηγετών. Φοβάμαι πως ο Μιτεράν και ο Κολ αποδεικνύονται οι τελευταίοι μεγάλοι ηγέτες που είχαν το πολιτικό θάρρος να ορθώνουν το ανάστημά τους μπροστά στα προβλήματα.[..]

» Όσο αποσιωπούμε τις σοβαρές προκλήσεις της εποχής μας, ας μην μας εκπλήσσει ο συνεχώς αυξανόμενος ευρωσκεπτικισμός. Απαιτούνται, λοιπόν, Ευρωπαίοι ηγέτες, οι οποίοι, πρώτον, να εμπνεύσουν και, δεύτερον, να πείσουν ότι διαθέτουν τη βούληση και το θάρρος να υλοποιήσουν τα αναγκαία μέτρα. Ηγέτες που να προηγούνται – κι όχι να έπονται – των εξελίξεων».[1]

Παρά τις δυσκολίες η ευρωπαϊκή ενοποίηση προχωρούσε και η Ελλάδα δεν έπρεπε να απουσιάζει από τις εξελίξεις.

«Κατά την προσωπική μου άποψη, παρά την όποια ατολμία που αντιπροσωπεύουν οι διάφορες – ελλιπείς – συνθήκες τα τελευταία χρόνια, η Ευρώπη προχωρά συνεχώς προς την ολοκλήρωσή της, διότι δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Η ΕΕ δεν έχει την πολυτέλεια να μείνει ένα “γιαπί”, ένα ημιτελές οικοδόμημα, αντιμέτωπη με τον σημερινό και αναποτελεσματικό θεσμικό εαυτό της. Απλούστατα, πρέπει να αλλάξει εαυτό και αυτή ακριβώς την ανάγκη εκφράζουν οι αλλεπάλληλες τροποποιήσεις της Συνθήκης, έστω κι αν ορισμένα θεσμικά θέματα εισάγονται στη συζήτηση με “ανορθόδοξο” τρόπο.

»Από αυτή τη συζήτηση η Ελλάδα δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να απουσιάσει. Αντίθετα, οφείλει να παρεμβαίνει ενεργά σε όλα τα επίπεδα με ουσιαστικές προτάσεις και να προβεί στη μέγιστη δυνατή προετοιμασία για το κρίσιμο έτος 2003. Διότι θα προεδρεύσει της ΕΕ σε μια χρονική στιγμή που, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα εξελιχθεί σε σταθμό στην πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης».[2]

Ασφαλώς η πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν ήταν ποτέ εύκολη ή δεδομένη. Ούτε ανέφελη και χωρίς κόστος. Σε αυτά τα 60 χρόνια δημιουργήθηκαν ρήξεις, συγκρούσεις και πολιτικές κρίσεις. Και τελικά η Ευρώπη προχώρησε, όπως έχει λεχθεί, εν μέσω κρίσεων ή ακόμα και μέσω κρίσεων.

«Πίσω από αυτή την επιμονή στην πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης», επεσήμανα σε άρθρο μου τον Μάρτιο του 2007, «κρύβονται μια σειρά από οφέλη τα οποία φαίνεται ότι σήμερα πολλοί είναι διατεθειμένοι να ξεχάσουν. Τα οφέλη είναι πρώτα από όλα πολιτικά. Η ΕΕ, μια ένωση ευρωπαϊκών κρατών, απάντησε στο αίτημά τους για ειρήνη και για συνεργασία. Μάλιστα, η απάντηση ήταν τόσο καλή που πλέον έχουμε την τάση να ξεχνάμε την αρχική ερώτηση -γιατί δημιουργήθηκε η ΕΕ- ειδικά μετά την ένταξη των ανατολικών κρατών στην ευρωπαϊκή οικογένεια.

Τα οφέλη είναι όμως και οικονομικά. Η ΕΕ όχι μόνο αποτελεί μοντέλο συνεργασίας, αλλά και μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης.

Ανταγωνίζεται τις Ηνωμένες Πολιτείες, διαθέτει ισχυρό νόμισμα και με την ενιαία αγορά έχει βελτιώσει σημαντικά την ποιότητα ζωής των ευρωπαίων πολιτών. Αποτελεί μια “ήπια” υπερδύναμη και ένα πόλο έλξης όλων των ευρωπαϊκών κρατών που δεν ανήκουν σε αυτήν». [3]

Τελικά, το συστατικό της επιτυχίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν ότι, με δεδομένο το δημοκρατικό πολίτευμα, απάντησε στο αίτημα για ειρήνη και συνεργασία στην Ευρώπη.   Και το μυστικό της είναι, έγραφα τον Σεπτέμβριο του 2006, πως «η ΕΕ είναι μια σχετικά προγραμματισμένη μορφή παγκοσμιοποίησης σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Μυστικό της είναι επίσης η ικανότητά της να αλλάζει, να βελτιώνεται, να επαναπροσδιορίζει βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα τις προτεραιότητές της για ένα μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα». [4]

Σήμερα θα έλεγα ότι αυτό δεν ισχύει πάντα. Όσες φορές ίσχυσε, όμως, αυτή η προσαρμοστικότητα, η Ε.Ε. έκανε βήματα προς τα εμπρός.

Στην πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης μπορεί κανείς να διακρίνει ορισμένα σημεία –σταθμούς:

-Η ίδρυση της Οικονομικής Κοινότητας επιτεύχθηκε λόγω της βούλησης των λαών της Ευρώπης, να υπερβούν τις προαιώνιες αντιπαλότητες, αλλά και τις συνέπειες των δύο Παγκοσμίων Πολέμων.

-Η δημιουργία της Ενιαίας Αγοράς, στόχευε στην ενίσχυση των οικονομιών όλων των κρατών-μελών, με την κατάργηση των οικονομικών συνόρων και την απελευθέρωση ενός κρυμμένου δυναμικού ανάπτυξης.

-Και πιο πρόσφατα, η Ευρωζώνη εγκαθιδρύθηκε, για να σταματήσει στην ενιαία αγορά ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των νομισμάτων.

Ωστόσο η  πορεία προς την εμβάθυνση των ευρωπαϊκών θεσμών κατά τη δεκαετία του ’90 επιβραδύνθηκε.

«Το ενθουσιασμό του Μάαστριχτ,  αντικατέστησε ο Ευρωσκεπτικισμός και η Ευρωδειλία των σημερινών ηγετών», σημείωνα τον  10 Ιουλίου του 2000 στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ».

Αποτέλεσμα ήταν οι μάλλον επιδερμικές αλλαγές που έγιναν στη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τα Ευρωπαϊκά Συμβούλια του Άμστερνταμ και της Νίκαιας. Ενώ στη συνέχεια η προσπάθεια για θέσπιση Ευρωσυντάγματος προσέκρουσε στους σκοπέλους αντιδράσεων σε ορισμένα εθνικά δημοψηφίσματα και κατέληξε ευσχήμως στη σημερινή Συνθήκη της Λισαβόνας.

«Στην ΕΕ προχωρήσαμε με ταχείς ρυθμούς και κάναμε αποφασιστικά βήματα, για να περάσουμε από μία απλή οικονομική κοινότητα σε μία ισχυρή πολιτική ένωση», έγραφα τον Ιούνιο του 2005.

«Οι Ευρωπαίοι πολίτες όμως δε μας ακολούθησαν σε αυτή. Το αποτέλεσμα των δημοψηφισμάτων καταδεικνύει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι απέχουμε πολύ από τη δημιουργία μιας πραγματικής ευρωπαϊκής συνείδησης, που είναι κοινή για όλους τους πολίτες της ΕΕ. Δυστυχώς, ακόμη και σήμερα στα μάτια των Ευρωπαίων η Ένωση δεν αποτελεί μία σοβαρή ή ενδιαφέρουσα υπόθεση. Το ότι χρησιμοποιούν το Ευρωσύνταγμα, για να εκφράσουν δυσαρέσκεια για τις κυβερνήσεις τους, αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Όποια λοιπόν κι αν είναι η μελλοντική πορεία της ΕΕ, το σίγουρο είναι ότι μεγαλύτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στους ίδιους τους πολίτες και την καλύτερη ενημέρωση για τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Πρέπει επίσης να γίνουν πιο θαρραλέα ανοίγματα ως προς τη δημοκρατική οργάνωση της ΕΕ, έτσι ώστε οι πολίτες να αισθανθούν την Ένωση όχι μια τεχνοκρατική υπόθεση, αλλά δική τους προτεραιότητα. Η γεφύρωση του σημερινού χάσματος πρέπει να αποτελέσει το βασικό μας στόχο τα επόμενα χρόνια». [5]

Η απόρριψη της ιδέας για Συνταγματική Συνθήκη ενίσχυσε το κλίμα ευρω-απαισιοδοξίας  και τους ευρωσκεπτικιστές κάθε είδους. Ωστόσο δεν σταμάτησε την πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

«Πολλοί πριν από μένα έχουν χαρακτηρίσει την πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης όμοια με αυτή ενός ποδηλάτου με 27 αναβάτες», σημείωνα σ’ ένα άρθρο μου τον Μάρτιο του 2007.

«Όσο κι αν οι αναβάτες διαφωνούν για το αν το ποδήλατο πρέπει να πάει δεξιά ή αριστερά, όλοι συμφωνούν ότι δε θέλουν το ποδήλατο να πέσει κάτω. Για τον απλούστατο λόγο ότι όλοι κάθονται πάνω στο ίδιο ποδήλατο. Έχουμε πια πολλά από κοινού και όλοι μαζί θα πληρώσουμε τις συνέπειες μιας οπισθοδρόμησης. Όσο λοιπόν κι αν υπάρχουν διαφωνίες για την πορεία της ΕΕ μέσα σε αυτά τα χρόνια, κανείς δεν είναι πρόθυμος να αφήσει τις διαφωνίες αυτές να κυριαρχήσουν».[6]

Επόμενο βήμα ήταν η Συνθήκη της Λισαβόνας  η οποία ενσωμάτωσε πολλές θεσμικές καινοτομίες του σχεδίου για Ευρωπαϊκό Σύνταγμα.  Όμως η έναρξη της ισχύος της (1 Δεκεμβρίου 2009) συνέπεσε με την οικονομική κρίση.

Η Ευρώπη ανέτοιμη μπροστά στην κρίση    

Η συνθήκη της Λισαβόνας δεν κατάφερε να θωρακίσει την Ευρώπη μπροστά στη διεθνή οικονομική κρίση του 2008. Η Ε.Ε βρέθηκε παντελώς ανέτοιμη.

Έτσι σε μεγάλο βαθμό ο καθένας έδειχνε με το δάχτυλό του τον απέναντι για τις ευθύνες. Οι πλούσιοι επισήμαναν τις ευθύνες των ασθενών. Και οι αδύνατοι την έλλειψη αλληλεγγύης από τους ισχυρότερους, ιδιαίτερα τους Γερμανούς.

«Η αλήθεια είναι ότι κάναμε κοινή νομισματική πολιτική, χωρίς κοινή δημοσιονομική πολιτική και χωρίς κοινές φορολογικές αρχές», επεσήμανα σε μια ομιλία μου τον Ιανουάριο του 2011.

«Το ευρώ σχεδιάστηκε ως επιστέγασμα της ενιαίας αγοράς προκειμένου να σταματήσει ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ νομισμάτων μιας ομάδας κρατών με κοινές αξίες και στόχους. Ο σχεδιασμός του ευρώ δεν συνδυάστηκε με κοινούς δημοσιονομικούς κανόνες, παρά μόνο με την εκ των υστέρων υιοθέτηση του Συμφώνου Σταθερότητας, το οποίο με τρόπο εξίσου κατανοητό, αλλά και αυθαίρετο, επέβαλε το όριο του 3% για τα έλλειμμα και του 60% επί του ΑΕΠ για το χρέος. Η δημοσιονομική πειθαρχία  δεν είναι, φυσικά, κάτι απευκταίο. Ωστόσο, το όριο του 3% δεν τηρήθηκε ενίοτε ακόμα κι από τη Γερμανία και από τη Γαλλία, ενώ το όριο του 60%- στο οποίο υπήρχε η εξαίρεση της καθοδικής τάσης- παραβιάστηκε ακόμα περισσότερο, ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα της κρίσης του 2008».[7]

Αρχικά η κρίση θεωρήθηκε πρόβλημα του «αγγλοσαξονικού» χρηματοπιστωτικού συστήματος με έδρα τις ΗΠΑ, δημιουργώντας την εντύπωση ότι οι αλυσιδωτές αρνητικές επιδράσεις στην ηπειρωτική Ευρώπη θα ήταν περιορισμένες. Ωστόσο, ο τρόπος που είχε δομηθεί το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, σε συνδυασμό με τις αδυναμίες της Ευρωζώνης, αποδείχθηκαν μια ωρολογιακή βόμβα έτοιμη να εκραγεί. Η ενιαία χρηματοπιστωτική αγορά στην Ευρώπη είχε ξεκινήσει να παίρνει σάρκα και οστά, χωρίς όμως παράλληλα να αναπτύσσεται επαρκώς σε επίπεδο ΕΕ η αποτελεσματικότητα των ρυθμιστικών κανόνων και της εποπτείας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Όταν, σε πολλές περιπτώσεις, το πρόβλημα έφτασε να αφορά τη φερεγγυότητα των τραπεζών, η απουσία ευρωπαϊκής δημοσιονομικής αρχής για χορήγηση εγγυήσεων οδήγησε τα κράτη μέλη στο να αναλάβουν αναγκαστικά το βάρος να στηρίξουν την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών τους.

«Ορισμένοι απορούν πώς είναι δυνατόν χώρες του ευρώ, το οποίο είναι ένα πολύ ισχυρό νόμισμα, να υφίστανται τέτοιους κλυδωνισμούς» σημείωνα στην ίδια ομιλία μου τον Ιανουάριο του 2011.

«Κάποιοι απαντούν με το επιχείρημα της κερδοσκοπίας. Άλλοι θεωρούν ότι το ευρώ φτιάχτηκε με έναν ιδιότυπο τρόπο και οι αγορές δεν το καταλαβαίνουν. Κάποιοι άλλοι επικεντρώνονται στα δομικά προβλήματα των εθνικών οικονομιών (Ελλάδα) ή των τραπεζών (Ιρλανδία). Πιθανότατα ισχύουν όλα τα παραπάνω. Ωστόσο, ένα είναι βέβαιο: Το ευρώ είναι το κοινό νόμισμα της ευρωζώνης, το πρόβλημα είναι, επομένως, κοινό και η λύση οφείλει να είναι ευρωπαϊκή». [8]

Τελικά, αν και με κάποια καθυστέρηση, η ΕΕ -έστω και με την συνεργασία του ΔΝΤ που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί- μπήκε περισσότερο στην καρδιά του προβλήματος και, ομολογουμένως με πολλές δυσκολίες, έδειξε ότι είναι παρούσα. Η ΕΕ, σε συνεργασία με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, δημιούργησε ένα ανάχωμα για τα κράτη μέλη που είχαν ανάγκη. Και σε  αυτόν το ιδιότυπο μηχανισμό βρήκαν καταφύγιο αρχικά η Ελλάδα, και κατόπιν η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Κύπρος.

Επίσης, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου του 2010, οι αρχηγοί κρατών της ΕΕ συμφώνησαν σε μια περιορισμένη τροποποίηση της Συνθήκης για τη σύσταση ενός μελλοντικού μόνιμου μηχανισμού – του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας από τον Ιανουάριο του 2013-  για τη διασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας του συνόλου της ευρωζώνης.

«Αντλώντας, λοιπόν, διδάγματα από την κρίση», κατέληγα στην ίδια ομιλία μου, «ορθώς συζητούνται κοινοί ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί κανόνες. ΟΝΕ, δηλαδή, από την πόρτα και όχι από το παράθυρο. Η Γερμανία, μέρος της κοινής γνώμης της οποίας θεωρεί ότι θυσιάστηκε για το ευρώ- πράγμα που εξηγεί και τη χαρακτηριστική βραδύτητα στην αντιμετώπιση του δικού μας προβλήματος – προτείνει νέους αυστηρούς, προσαρμοσμένους στα γερμανικά δεδομένα κανόνες. Άλλες χώρες με διαφορετικές παραδόσεις και ανησυχίες προτείνουν δικές τους λύσεις. Αυτό που έχει σημασία είναι να αντιληφθούμε πως όλοι είμαστε στο ίδιο πλοίο. Και πως αν το πλοίο αυτό βουλιάξει θα συμπαρασύρει όλους μας. Όπως μέχρι τώρα, όλες οι χώρες της Ευρωζώνης, για διαφορετικούς λόγους καθεμιά, κάτι κέρδισαν από το ευρώ, έτσι κι από εδώ και πέρα όλοι κάτι πρέπει να κερδίσουμε από τις νέες ρυθμίσεις. Και κυρίως να δώσουμε επιτέλους μια ισχυρή θεσμική απάντηση στις αγορές, για να βγουν οι ασθενέστερες οικονομίες της ευρωζώνης, αλλά και η Ε.Ε. στο σύνολο της, από το μάτι του κυκλώνα».[9]

Η Ευρώπη ασθενής κρίκος της παγκόσμιας οικονομίας.

4 ακόμα μεγάλες προκλήσεις

Η οικονομική κρίση αποκάλυψε τα δομικά προβλήματα της ευρωζώνης και οδήγησε στην ανάγκη να δημιουργηθούν εξ αρχής νέες δομές αντιμετώπισης εκτάκτων καταστάσεων. Και αυτό σε μεγάλο βαθμό επετεύχθη μέσω της δημιουργίας εκτάκτων μηχανισμών στήριξης και παροχής ρευστότητας που μέχρι πρότινος δεν υπήρχαν.

Η οικονομική κρίση κινητοποίησε την Ευρώπη ώστε να ολοκληρώσει ταχύτερα την νομισματική και οικονομική της ενοποίηση. Πέρα όμως από την κρίση της  ευρωζώνης, η Ε.Ε καλείται να αντιμετωπίσει 4 ακόμα μεγάλες προκλήσεις.

Παγκοσμιοποίηση: Το κομμάτι του κόσμου από το οποίο ξεπήδησαν μια σειρά από επαναστάσεις στα γράμματα και τον πολιτισμό, από το οποίο ξεκίνησε η βιομηχανική επανάσταση, στο οποίο διαμορφώθηκε ένα κοινωνικό μοντέλο που γέμισε περηφάνια πολίτες και κυβερνήσεις, μπορεί σήμερα να αποδειχθεί ο ασθενής κρίκος της παγκόσμιας οικονομίας.

Οι επενδύσεις στρέφονται προς την Αμερική και την Ασία, ενώ στην Ευρώπη περιορίζονται. Οι δε ευρωπαϊκές βιομηχανίες μετακινούνται προς τρίτες χώρες. Έτσι πολλοί Ευρωπαίοι οδηγούνται στην ανεργία. Δεν ήταν τυχαίο ότι το Brexit πήρε μεγάλα ποσοστά στις περιοχές που επλήγησαν από την αποβιομηχανοποίηση και είδαν θέσεις εργασίας να μετακινούνται μαζικά σε χώρες όπως η Κίνα.

Η παγκοσμιοποίηση θέτει επιτακτικά το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας στην Ευρώπη.

«Η παγκοσμιοποίηση» σημείωνα σε άρθρο μου τον Ιούνιο του 2015 «καθιστά ακόμη πιο επιτακτική την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και η Ευρώπη δεν έχει πάντα τις καλύτερες επιδόσεις στον συγκεκριμένο τομέα. Οι απαντήσεις δεν βρίσκονται μονοσήμαντα στο επίπεδο των μισθών. Η ανταγωνιστικότητα σχετίζεται με περισσότερες μεταβλητές. Η ακινησία, όμως, δεν αποτελεί λύση». [10]

Η γήρανση του πληθυσμού: Η Ευρώπη είναι μια ήπειρος που γηράσκει. Η υπογεννητικότητα επιτείνει το πρόβλημα της γήρανσης του πληθυσμού και δημιουργεί ακόμα μεγαλύτερες πιέσεις στο ασφαλιστικό σύστημα.  Πολλές ευρωπαϊκές κοινωνίες, όπως και η Ελλάδα, οφείλουν να αντιμετωπίσουν αυτή τη βραδυφλεγή βόμβα με γενναίες μεταρρυθμίσεις.

«Χωρίς υπερβολή, η ΕΕ καλείται να ενσκήψει σ’ αυτό το πρόβλημα πάραυτα, ειδάλλως θα συνεχίσει να χάνει έδαφος στην παγκόσμια οικονομία», υπογράμμιζα στο ίδιο άρθρο μου το 2015.

Μετανάστευση: Αποτελεί για μια σειρά από γεωγραφικούς και πολιτικούς λόγους πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα για τη ΕΕ από ότι  πχ για τις ΗΠΑ ή την Αυστραλία. Ακόμα και η ίδια η γεωγραφική θέση της Ευρώπης δουλεύει εις βάρος της στο συγκεκριμένο θέμα.

Η μεταναστευτική κρίση βρήκε την Ευρώπη απροετοίμαστη, με αποτέλεσμα να υπάρξει έντονη έλλειψη συντονισμού στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Αποτέλεσμα ήταν να προκύψουν ζητήματα τόσο ανθρωπιστικής φύσεως, όσο και στον τομέα της ασφάλειας.

BrexitΤο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν ανέκαθεν με το ένα πόδι εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης και υπό αυτή την έννοια το Brexit δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Ωστόσο είναι μια απόφαση από την οποία θα βγουν ζημιωμένες τόσο η ΕΕ όσο και η Βρετανία, η οποία άλλωστε είναι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης.

Τα δύο μέρη πλέον βρίσκονται σε διαπραγματεύσεις που στόχο έχουν να πετύχουν μια συμφωνία που θα διασφαλίζει την καλύτερη δυνατή προοπτική στη νέα αυτή πραγματικότητα.

«Ο δρόμος που έχουμε μπροστά μας δεν είναι εύκολος», σημείωνα σε μια ομιλία μου Απρίλιο του 2017.

«Οι δυο πλευρές καλούνται να βρουν σημεία ισορροπίας σε ζητήματα εξαιρετικά σύνθετα, των οποίων οι επιπτώσεις είναι πολυδιάστατες.

Γνωρίζουμε, επίσης, όλοι εκ των προτέρων, πως η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Μεγάλη Βρετανία έχουν διαφορετικά σημεία εκκίνησης σε πολλά εξ αυτών των ζητημάτων. Όλοι, όμως, συμφωνούμε σε μια θεμελιώδη αρχή: Ότι είναι προς το συμφέρον όλων να διαφυλαχθεί η στενή συνεργασία μεταξύ των δύο πλευρών».[11]

Μακάρι η ευχή να πιάσει τόπο.

Η Ευρώπη όμηρος  δύο λαϊκισμών

Οι αρνητικές αυτές εξελίξεις έχουν οδηγήσει στην άνοδο των ακραίων φωνών που παρουσιάζουν τον απομονωτισμό ως τη μαγική λύση για όλα τα προβλήματα.

«Έχουμε καταστεί όμηροι δύο λαϊκισμών», σημείωνα σε ομιλία μου τον Απρίλιο του 2013. «Στις χώρες του Νότου, οι λαϊκιστές δαιμονοποιούν τους βορείους. Τους παρουσιάζουν ως “ανάλγητους κατακτητές”, που επιθυμούν να επιβάλλουν με τη βία, την κυριαρχία τους. Στις χώρες του Βορρά, οι εκεί λαϊκιστές δαιμονοποιούν τους νότιους. Τους θεωρούν τεμπέληδες που ζουν εις βάρος των άλλων. Δηλαδή, διαπιστώνουμε πως επανέρχονται διχαστικά και καταστρεπτικά εθνικά στερεότυπα».[12]

Ο ευρωσκεπτικισμός που καλλιεργείται τα τελευταία χρόνια από τους λαϊκιστές σε όλη την Ευρώπη επιδεινώνει πολλές φορές περαιτέρω την κατάσταση καθώς λειτουργεί παραλυτικά ως προς την προσπάθεια επίλυσης των ζητημάτων. Και από την άλλη πλευρά, η καθυστέρηση στην επίλυση των προβλημάτων ενισχύει περαιτέρω τον ευρωσκεπτικισμό.

Οι λαϊκιστές στην Ευρώπη έχουν έναν κοινό παρονομαστή: Την καχυποψία και το μίσος απέναντι στην Ενωμένη Ευρώπη.

«Ο αντίπαλος στην προσπάθεια για περισσότερη ενοποίηση είναι ο λαϊκισμός με τη μορφή του ευρωσκεπτικισμού», επεσήμανα σε μια ομιλία μου τον Μάιο του 2015. «Είναι μάλιστα ένας ευρωσκεπτικισμός διφυής και δισυπόστατος. Στον Νότο της Ευρώπης πχ εκδηλώνεται τα τελευταία χρόνια με την ενοχοποίηση όλων των χωρών του Βορρά που επιδιώκουν εντονότερη δημοσιονομική προσαρμογή για τις ασθενέστερες χώρες. Και στον Βορρά με την ενοχοποίηση των πληθυσμών του Νότου που θεωρούνται συλλήβδην τεμπέληδες και απροσάρμοστοι στο ευρωπαϊκό μοντέλο».[13]

Έχουμε, λοιπόν, ένα σύνθετο οικονομικό και κοινωνικό σκηνικό που καθιστά το έργο της ευρωπαϊκής πολιτικής ηγεσίας εξαιρετικά δυσχερές. Διότι σε μια Ένωση 28 κρατών – μελών, οι Ευρωπαίοι πολιτικοί ηγέτες καλούνται να πάρουν γρήγορες αποφάσεις ενώ ο ευρωσκεπτικισμός έχει φουντώσει, και μάλιστα με διαφορετική αφετηρία και διαφορετικό στόχο και σε κάθε χώρα.

Από την άλλη πλευρά, όλα αυτά τα προβλήματα απαιτούν γρήγορες και ουσιαστικές αποφάσεις. Η μερική και καθυστερημένη αντιμετώπιση των ζητημάτων δεν αρκεί.

«Οι κρίσεις είναι που αναδεικνύουν τους ηγέτες», υπογράμμιζα στην ίδια ομιλία μου τον Μάιο του 2015.  «Και η ευρωπαϊκή διακυβέρνηση δεν μπορεί να γίνει μέσω δημοσκοπήσεων. Οι ηγεσίες είναι για να προηγούνται και να διαμορφώνουν τις εξελίξεις. Οι συνθήκες είναι εξαιρετικά αντίξοες, αλλά και οι αποφάσεις για θέματα όπως το μεταναστευτικό ή η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας  εξίσου επιτακτικές. Επιβεβλημένη επίσης είναι και η ολοκλήρωση της προσπάθειας για την οριστική αντιμετώπιση της κρίσης στην ευρωζώνη. Με δημοσιονομική πειθαρχία, με ολοκλήρωση της θεσμικής ενίσχυσης της νομισματικής και της τραπεζικής ένωσης, με σεβασμό των κανόνων από όλους και με πραγματική αλληλεγγύη στους ασθενέστερους».[14]

Η Ευρώπη, λοιπόν, βρίσκεται σ’ ένα μεγάλο σταυροδρόμι.

«Δύο είναι οι δρόμοι που έχουμε μπροστά μας», τόνιζα σε ομιλία μου τον Απρίλιο του 2013, «είτε η Ευρώπη να ενοποιηθεί πραγματικά είτε να αποδομηθεί. Η αποδόμηση, όμως, θα είναι εξαιρετικά επώδυνη.

Διότι, οι χώρες και λαοί της Ευρώπης, μοιραζόμαστε πλέον πάρα πολλά. Για να το πω απλά: δεν είμαστε ένα “νιόπαντρο ζευγάρι” – κάποιοι, δηλαδή, που μόλις συνδέθηκαν ο ένας με τον άλλο.
Όλες αυτές τις δεκαετίες δημιουργήσαμε ένα ισχυρό πλέγμα αλληλένδετων  υποχρεώσεων και συμφερόντων, που δεν μπορεί να καταργηθεί χωρίς να καταστρέψει τις προοπτικές μας και όσα ήδη πετύχαμε.

Επομένως, θέλω να πιστεύω πως τελικά, θα επικρατήσει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και η ενοποίηση θα προχωρήσει».[15]

Δεν διεκδικώ το αλάθητο, αλλά τα προβλήματα μπορούν να καταστούν υπερβολικά επικίνδυνα για να έχουμε το περιθώριο εντωμεταξύ να κολακεύουμε τους πολίτες και να επιτρέπουμε στις ηγεσίες να εφησυχάζουν. Είναι η ώρα ευθύνης για τους λαούς και θάρρους για τις ηγεσίες. Θάρρους και διορατικότητας σε μια Ευρώπη που αλλάζει, σε έναν κόσμο που αλλάζει ακόμη περισσότερο.

 Η Ευρώπη των 2 ή περισσότερων ταχυτήτων

Τι πρέπει να κάνουν, λοιπόν, οι ηγεσίες της ΕΕ για να αντιμετωπίσουν την υπαρξιακή κρίση που βιώνει η Ένωση σήμερα;

«Όσο λάθος θα ήταν να υιοθετήσουν μια λαϊκίστικη προσέγγιση, υιοθετώντας άκριτα απλοϊκές προσεγγίσει», τόνιζα σε ομιλία μου τον Μάρτιο του 2017, «τόσο λάθος θα ήταν να αντιμετωπίσουν με υπεροψία τις εξελίξεις αυτές, ισχυριζόμενοι πως οι πολίτες δεν μπορούν να αναγνωρίσουν τι είναι καλό για αυτούς. Μια τέτοια ελιτίστικη στάση είναι που έκανε τόσους Ευρωπαίους να βλέπουν την ΕΕ σαν ένα τεχνοκρατικό πρότζεκτ το οποίο δεν ενδιαφέρεται για τις πραγματικές τους ανάγκες». [16]

Στον δημόσιο διάλογο που έχει ανοίξει, ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ παρουσίασε την 1η Μαρτίου 2017 τη Λευκή Βίβλο για το μέλλον της  Ευρώπης η οποία περιλαμβάνει 5 σενάρια:

  1. Συνεχίζουμε κανονικά
  2. Τίποτα περισσότερο από την ενιαία αγορά
  3. Όσοι θέλουν περισσότερα κάνουν περισσότερα
  4. Κάνουμε λιγότερα με πιο αποδοτικό τρόπο
  5. Κάνουμε μαζί πολύ περισσότερα

Ήδη οι ηγέτες των 4 ισχυρότερων κρατών-μελών έσπευσαν  να δώσουν τη δική τους απάντηση. Και η απάντηση ήταν η Ευρώπη δύο ή περισσοτέρων ταχυτήτων.

Η δική μου προτίμηση –και δεν την έχω κρύψει ποτέ- είναι μια Ευρώπη στην οποία όλες οι χώρες θα προχωρούν μαζί. Χωρίς διαφορετικές ταχύτητες. Μια Ευρώπη αποτελεσματική, δηλαδή με μια ανταγωνιστική οικονομία που παράγει πλούτο και δημιουργεί θέσεις εργασίας. Και από την άλλη πλευρά αλληλέγγυα, στηρίζοντας όλα τα μέλη της, χωρίς να υποβιβάζει καμία χώρα σε ρόλο β’ κατηγορίας.

Ωστόσο είναι μια ευχή που έχει ξεπεραστεί από την ίδια την πραγματικότητα:

«Παρατηρούμε», σημείωνα τον Μάρτιο του 2017, «ότι οι στενές ζώνες συνεργασίας –όπως η Ευρωζώνη και το Σένγκεν- είναι ήδη μια πραγματικότητα. Πέρα, όμως, από αυτό, βλέπουμε ότι αυτό είναι το πιο πιθανό σενάριο για την Ευρώπη. Μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων, που στην πρώτη ταχύτητα θα είναι οι πρόθυμοι και οι ικανοί. Πρακτικά βλέπουμε να δρομολογείται μια Ευρώπη προθύμων και ικανών».[17]

Επιπλέον, υπογράμμιζα σε άλλη ομιλία μου τον Μάρτιο του 2017, «υπάρχουν κάποια αντικειμενικά θέματα που εμποδίζουν τις χώρες της ΕΕ να προχωρούν με την ίδια ταχύτητα.

  • Πρώτα απ’ όλα, κάποιες χώρες δεν θέλουν! Οι Πολωνοί και οι Σουηδοί, για παράδειγμα, δεν θέλουν να μπουν στο ευρώ. Να τους βάλουμε με το ζόρι;
  • Έπειτα, υπάρχουν άλλες χώρες που δεν μπορούν. Οι Ιρλανδοί θέλουν να μπουν στο Σένγκεν, αλλά επειδή οι Βρετανοί είναι εκτός, είναι τεχνικά αδύνατο!

Άρα, βλέπουμε πως, ούτως ή άλλως, έχει προκύψει, με την Ευρωζώνη και τη Ζώνη Σένγκεν, μια Ευρώπη διαφορετικών ταχυτήτων εδώ και χρόνια». [18]

Αυτή η εξέλιξη αναμφίβολα έχει  επίδραση και στο κρίσιμο θέμα της  κοινής αμυντικής πολιτικής για το οποίο ως χώρα έχουμε ειδικό ενδιαφέρον.

«Γνωρίζουμε εκ των προτέρων πως πολλά κράτη-μέλη είναι καθέτως αντίθετα σε μια τέτοια προοπτική. Από την άλλη, υπάρχουν κράτη μέλη που θέλουν κοινή αμυντική πολιτική, και σε αυτά εντάσσεται η Ελλάδα, η οποία θα έβγαινε κερδισμένη από μια τέτοια εξέλιξη. Τι θα πούμε, λοιπόν; Ότι επειδή κάποιες χώρες δεν θέλουν, εμείς οι υπόλοιποι δεν θα προχωρήσουμε;»[19]

Όλα αυτά, λοιπόν, δείχνουν ότι το σκηνικό μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πολύ πιο σύνθετο από ότι νομίζουν μερικοί. Το να κλείσουμε τα μάτια μπροστά στις εξελίξεις θα καταδικάσει τη χώρα να μας να βρίσκεται στο περιθώριο και να κοιτάει με τα κιάλια αυτούς που προχωρούν μπροστά. Αυτό που οφείλουμε να κάνουμε είναι να βάλουμε τα δυνατά μας ώστε στην Ευρώπη πολλών ταχυτήτων που διαμορφώνεται, η Ελλάδα να είναι στην πρώτη. 

Η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει στον πυρήνα  της Ευρώπης

Η ελληνική κοινωνία στα χρόνια της κρίσης εμφάνισε έντονα σημάδια όχι απλά ευρωσκεπτικισμού, αλλά έντονα αντιευρωπαϊκής στάσης.

«Η στάση αυτή», σημειώνω σε άρθρο μου τον Ιούνιο του 2015, «διαμορφώθηκε λόγω των συνεπειών της οικονομικής κρίσης και της -έως ένα βαθμό- τιμωρητικής στάσης της Ευρώπης, με αποτέλεσμα να παραβλέπονται ενίοτε τα σημαντικά γεωστρατηγικά και οικονομικά οφέλη από τη συμμετοχή μας στην ΕΕ». [20]

Ωστόσο, οι μεγάλες δυσκολίες αυτών των χρόνων σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να παραγράψουν τα τεράστια οφέλη της χώρας μας από την ένταξή της στην ευρωπαϊκή οικογένεια.  Οφέλη που συχνά ξεχνάμε σήμερα.

«Μαθητής Λυκείου στην Κρήτη το 1981» έγραφα σε ένα άρθρο τον Ιούλιο του 2006,  «θυμάμαι πολλούς συμμαθητές μου να φοβούνται ότι με την ένταξη της χώρας μας στην τότε ΕΟΚ θα ξεριζωθούν οι ελιές μας. Είκοσι πέντε χρόνια μετά οι ελιές έγιναν ακόμα περισσότερες και η καλλιέργειά τους έγινε –λόγω των επιδοτήσεων- σχεδόν μονοκαλλιέργεια. Ωστόσο, εάν τότε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν επέμενε, κόντρα στο ρεύμα και την λογική του πολιτικού κόστους και γινόταν δημοψήφισμα, η Ελλάδα ίσως και να μην είχε ενταχθεί στην ΕΟΚ. Ο Καραμανλής συνέχιζε με θάρρος να στηρίζει την ευρωπαϊκή επιλογή επικαλούμενος τα οφέλη που θα προέκυπταν από την ένταξή μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια: σταθεροποίηση της δημοκρατίας και οικονομική ανάπτυξη, ιδιαίτερα του αγροτικού τομέα.

Σήμερα, με ψυχραιμία μπορούμε να αποτιμήσουμε τα οφέλη αυτής της επιλογής: Τρία δις ευρώ κάθε χρόνο στους αγρότες και τρία δις ευρώ μέσω του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης. Κοινό νόμισμα με τους Γερμανούς και τους Γάλλους. Η Κύπρος στην ευρωπαϊκή οικογένεια, αλλά και κινητικότητα στο Κυπριακό για τον ίδιο λόγο. Όλοι οι γείτονες μας, αλλά και η Τουρκία γνωρίζουν πλέον ότι ο δικός τους δρόμος προς τις Βρυξέλλες περνάει αναγκαστικά και από την Αθήνα». [21]

Βεβαίως, η οικονομική κρίση μετέβαλε τα δεδομένα. Μετά από πολλά χρόνια οικονομικής μεγέθυνσης, νομισματικής ενοποίησης και σύσφιξης των πολιτικών σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών, το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης το 2008 αποκάλυψε τα δομικά προβλήματα της ευρωζώνης, όπως και την ανεπαρκή ακόμη θεσμική συγκρότηση της ΕΕ. Ωστόσο, σημείωνα σε άρθρο μου τον Ιούνιο του 2015:

«Έστω και καθυστερημένα, έστω και εν μέσω εντάσεων, η ΕΕ προχώρησε στη δημιουργία νέων δομών διαχείρισης κρίσεων, συμπεριλαμβανομένων των εκτάκτων μηχανισμών στήριξης και παροχής ρευστότητας που μέχρι πρότινος δεν υπήρχαν.

Η ύπαρξη αυτών των μηχανισμών αφορά άμεσα την πατρίδα μας και επιβάλλεται τώρα – περισσότερο από ποτέ – η Ελλάδα να αναδείξει την ευρωπαϊκή της ταυτότητα και να συμπορευθεί με τους Ευρωπαίους εταίρους μας. Να επισημάνουμε επιτροχάδην το ταμείο EFSF, το οποίο προσφέρει δημοσιονομική ασπίδα κατά των αναταράξεων που ακολούθησαν τα γεγονότα του 2008. Το πακέτο Γιούνκερ προβλέπει την κινητροδότηση επενδύσεων και συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Το λεγόμενο πακέτο Ντράγκι για την ποσοτική χαλάρωση είναι επίσης προς θετική κατεύθυνση, παρότι προς το παρόν η Ελλάδα δεν έχει πρόσβαση σ’αυτούς τους πόρους. Και, βεβαίως, υπάρχουν πάντα οι πόροι του ΕΣΠΑ, τους οποίους οφείλουμε να απορροφήσουμε χωρίς καμία καθυστέρηση και να τούς επενδύσουμε με το μέγιστο δυνατό αναπτυξιακό αποτέλεσμα.

Αλλά πέρα από τις δημοσιονομικές και οικονομικές πτυχές της συμμετοχής μας στην ΕΕ, η ενωμένη Ευρώπη αποτελεί πηγή συνολικής ασφάλειας για την πατρίδα μας, κάτι που έγινε ιδιαίτερα αισθητό μετά τις πρόσφατες εξελίξεις στον άμεσο περίγυρό μας. Η Αραβική Άνοιξη και οι πόλεμοι που την ακολούθησαν, η επαναχάραξη συνόρων στη Μέση Ανατολή και την Ουκρανία, η εκρηκτική άνοδος των μεταναστευτικών ροών το τελευταίο διάστημα – όλα αυτά υπογραμμίζουν τους αυξανόμενους γεωπολιτικούς κινδύνους που αντιμετωπίζει όλη η Ευρώπη και ιδιαίτερα η χώρα μας. Αλλά και στην ίδια τη γειτονιά μας οφείλουμε να παρακολουθήσουμε πολύ προσεκτικά τις εξελίξεις στην Τουρκία, την αστάθεια στην ΠΓΔΜ ή την διαφαινόμενη επιδείνωση των ελληνοαλβανικών σχέσεων. Αποδεικνύεται, λοιπόν, η στρατηγική σημασία της συμμετοχής μας στην ΕΕ, αλλά και στο ΝΑΤΟ, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε αυτές τις απειλές από κοινού με συμμάχους κι όχι μόνοι μας. Η δε παραδοχή ότι η γεωπολιτική θέση της Ελλάδας προσφέρεται για πειραματισμούς και ως μοχλός πίεσης προς τους Ευρωπαίους εταίρους μας για άλλους σκοπούς αποτελεί πολύ παρακινδυνευμένη πολιτική – ας τονιστεί ότι κανείς άλλος παρά μόνο οι σύμμαχοί μας δεν θα μάς βοηθήσει σε περίπτωση επικίνδυνης κλιμάκωσης στης έντασης στην περιοχή μας. Αν η γεωπολιτική θέση από μόνη της αρκούσε, τότε χώρες όπως η Συρία, η Αίγυπτος ή η Υεμένη θα ήταν ήδη υπερδυνάμεις…»[22]

Πέραν όμως αυτών, η ανάγκη η Ελλάδα να παραμείνει πάση θυσία σε ένα σταθερό ευρωπαϊκό περιβάλλον αναδεικνύεται πολύ περισσότερο όταν στρέψουμε το βλέμμα μας προς το παγκόσμιο επίπεδο.

«Δεν είναι υπερβολή», γράφω στο ίδιο άρθρο τον Ιούνιο του 2015,   «να πει κανείς ότι σε διεθνή κλίμακα συντελούνται κοσμογονικές αλλαγές, στις οποίες –είτε μάς αρέσει είτε όχι- οφείλουμε να προσαρμοστούμε. Οι αναδυόμενες οικονομίες της Κίνας, της Ινδίας κι άλλων ασιατικών κρατών, αλλά και χωρών από άλλες ηπείρους, συμβάλλουν στην όξυνση του ανταγωνισμού και είναι προς το εθνικό μας συμφέρον η Ελλάδα να βρίσκεται πάντα υπό την συλλογική ομπρέλα προστασίας της ενωμένης Ευρώπης. Κάτι, το οποίο δεν μάς εμποδίζει σε καμία περίπτωση, να αναζητήσουμε ευκαιρίες που προσφέρει η παγκοσμιοποιημένη αγορά».

Η Ευρώπη, λοιπόν, κατά πάσα πιθανότητα θα προχωρήσει μπροστά με αυτούς που θέλουν και μπορούν. Δεν θα αφεθεί να καταστραφεί, καθώς διακυβεύονται πολλά, τόσο σε οικονομικό, όσο και σε πολιτικό επίπεδο.

«Επομένως, η Ελλάδα πρέπει να καταβάλλει κάθε προσπάθεια για να βρεθεί στον πυρήνα. […] Η Ελλάδα είναι συστατικό στοιχείο της Ευρώπης και είναι χρέος μας να κάνουμε ό, τι περνάει από το χέρι μας για να παραμείνει».[23]

Η Ελλάδα ανήκει στον πυρήνα της Ευρώπης. Για να εξασφαλίσουμε ότι θα βρίσκεται εκεί, καθώς και για να αφήσουμε οριστικά πίσω μας την κρίση και τα μνημόνια, ο μόνος τρόπος είναι να δουλέψουμε σκληρά και να προχωρήσουμε με αποφασιστικότητα στις αλλαγές που έχει ανάγκη ο τόπος.

«Η θέση της Ελλάδας είναι όχι μόνο γεωγραφικά, αλλά πολιτικά και οικονομικά μέσα στην Ευρώπη. Μια Ευρώπη που πέρασε και θα περάσει και άλλες δυσκολίες. Και άλλες φουρτούνες. Είναι, όμως, το μόνο πλοίο με το οποίο μπορούμε να περάσουμε τον ωκεανό. Δεν μπορούμε να αλλάξουμε την Ευρώπη από τη μία μέρα στην άλλη, μπορούμε, όμως, να την επηρεάσουμε. Ακόμα περισσότερο, όμως, μπορούμε να επηρεάσουμε τους εαυτούς μας. Να αφήσουμε στην άκρη το λαϊκισμό, τη λιγότερη προσπάθεια, τις μαγικές συνταγές. Να επιβραβεύσουμε την υπευθυνότητα, τη σοβαρότητα, την αξιοκρατία, την εξωστρέφεια, την κοινή λογική. Αυτή την Ελλάδα χρειαζόμαστε περισσότερο παρά ποτέ. Την Ελλάδα της Ευρώπης και της κοινής λογικής!» [24]

[1] Άρθρο στην εφημερίδα «Το Βήμα»,  24-1-1999

[2] Άρθρο στο περιοδικό «Οικονομικός Ταχυδρόμος», 26-1-2001.

[3] Άρθρο  στην εφημερίδα «Κέρδος» 24-3-2007.

[4] Άρθρο  στην επιθεώρηση  «Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική» 1-9-2006.

[5] Άρθρο  στην εφημερίδα «Αγγελιοφόρος», 4-6-2005.

[6] Άρθρο  στην εφημερίδα  «Κέρδος», 24 -3-2007.

[7] Ομιλία σε παρουσίαση βιβλίου στις 28 -11-2011.

[8] Ομιλία σε παρουσίαση βιβλίου στις 28 -11-2011.

[9] Ομιλία σε παρουσίαση βιβλίου στις 28 -11-2011.

[10] Άρθρο  στο περιοδικό «Foreign Affairs» Ιούνιος 2015.

[11] Ομιλία σε Ημερίδα για το Brexit του Ελληνοβρετανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου,  5-4-2017

[12] Ομιλία σε εκδήλωση του Φόρουμ για την Ελλάδα-Ευρωπαϊκή Έκφραση και του Ιδρύματος Friedrich Naumann  12-4-2013.

[13] Ομιλία σε εκδήλωση του ΙΔΚΚ, του ιδρύματος Hanns Seidel και του Ινστιτούτου Goethe,  12 Μαΐου 2015.

[14] Ομιλία σε εκδήλωση του ΙΔΚΚ, του ιδρύματος Hanns Seidel και του Ινστιτούτου Goethe,  12 Μαΐου 2015.

[15]  Ομιλία σε εκδήλωση του Φόρουμ για την Ελλάδα-Ευρωπαϊκή Έκφραση και του Ιδρύματος Friedrich Naumann  12-4-2013.

[16] Ομιλία στο συνέδριο «Η Ευρώπη μπροστά στο  Brexit», 9-3-2017.

[17] Ομιλία στο συνέδριο «Η Ευρώπη μπροστά στο  Brexit», 9 Μαρτίου 2017.

[18] Ομιλία σε εκδήλωση του ΕΚΠΑ για τα 60 χρόνια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 15-3-2017.

[19] Ομιλία σε εκδήλωση του ΕΚΠΑ για τα 60 χρόνια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 15-3- 2017.

[20] Άρθρο στο περιοδικό «Foreign Affairs»,  Ιούνιος 2015.

[21] Άρθρο στην εφημερίδα «Καθημερινή», 18 Ιουλίου 2006.

[22] Άρθρο στο περιοδικό «Foreign Affairs»,  Ιούνιος 2015.

[23] Ομιλία στο συνέδριο «Η Ευρώπη μπροστά στο  Brexit», 9-3-2017.

[24] Άρθρο στο περιοδικό «Foreign Affairs», Ιούνιος 2015.