Η Κυβέρνησις και όσοι των χορευτών της Πλατείας Συντάγματος, των νυκτών των εκλογών και του δημοψηφίσματος, της μένουν πιστοί, επανηγύρισαν και πάλι. Την φορά αυτή, επανηγύρισαν και εχόρευσαν το τέλος «της εποχής των μνημονίων και της ταπείνωσης». Άλλοι, όμως, συμπολίται τους προτίμησαν να ανασκοπήσουν την δεκαετία της κρίσεως και να αναλογισθούν τις ευκαιρίες αναμορφώσεως, γενικής ανατάξεως, εθνικού σωφρονισμού και νέας αρχής, τις οποίες, εν δυνάμει, προσέφερε και πόσες, εξ αυτών, αφέθησαν χωρίς να αξιοποιηθούν.
Η πρώτη ιστορικώς ενδιαφέρουσα διαπίστωσις, η οποία πρέπει χάριν ευθυδικίας αν μη τι άλλο, να συγκρατηθεί, είναι ότι η απώλεια πολλών των ευκαιριών αυτών ανάγεται στην διαπραγμάτευση των δύο πρώτων μνημονίων. Άρα, πολύ περισσότερο στην ευθύνη των Κυβερνήσεων των ετών 2010-2013 –και την αρχική ευπιστία και άγνοια εκ μέρους των Εταίρων των πτυχών της Ελληνικής πραγματικότητος–, παρά στην μετά διετία ενσκύψασα σημερινή Κυβέρνηση.
Ως αντιπολίτευσις, βεβαίως, οι νυν κυβερνώντες, δεν παρέλειπαν να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια τρομοκρατήσεως των διαπραγματευομένων. Ήσαν, όμως, οι ίδιοι οι διαπραγματευόμενοι, οι εκπρόσωποι, υποτίθεται, της Ελληνικής Σοσιαλδημοκρατίας και του Ελληνικού Φιλελευθέρου χώρου, οι οποίοι έχοντες την τυπική και ουσιαστική ευθύνη των διαπραγματευτικών χειρισμών, επάσχιζαν –όχι, ατυχώς, χωρίς αποτελεσματικότητα–, να εξαιρούν των μνημονίων όσους κατά το δυνατόν περισσοτέρους και κρισιμωτέρους τομείς της Διοικήσεως και να κρατούν έμμεση και απομακρυσμένη την εποπτεία της εφαρμογής των μνημονιακών υποχρεώσεων.
Εγνώριζαν τις παθογένειες που εμάστιζαν και την Δικαιοσύνη και την Παιδεία, διότι επί των δικών τους ημερών είχαν επιβαρυνθεί μέχρι σημείου διαρραγής. Εγνώριζαν ότι η καλή και ταχεία λειτουργία της δικαιοσύνης είναι θεμελιώδες πρόκριμα κάθε τύπου οικονομικής αναπτύξεως. Εγνώριζαν ότι και του εκπαιδευτικού συστήματος η ανταγωνιστικότητα και η αυστηρότητα των εξεταστικών διαδικασιών και της αξιολογήσεως των σπουδαστών τελεί εις ευθεία συνάρτηση προς κάθε επίδοση εθνικής παραγωγικότητος –ιδίως όταν η πανεπιστημιακή παιδεία παρέχεται δωρεάν και ανακύπτει η ανάγκη προλήψεως ή έστω, αμέσου καταστολής φαινομένων φοιτητικού παρασιτισμού και ενδοπανεπιστημιακής τρομοκρατίας εξόδοις των φορολογουμένων.
Όφειλαν, κυρίως, να έχουν πλήρη επίγνωση ότι χωρίς το πρόσχημα της έξωθεν τελεσιγραφικής επιβολής –όταν ακόμη ο πρώτος τραυματικός κλονισμός και ο φόβος της χρεωκοπίας παρέλυαν τις αντιδράσεις–, οι ίδιοι δεν θα κατέληγαν ποτέ να συμφωνήσουν και να αποτολμήσουν, οικεία βουλήσει, την ανάληψη του κόστους των αναγκαίων τομών. Ότι ακόμη και αν θα τολμούσαν να νομοθετήσουν τα δέοντα εκτός του πλαισίου εξωτερικών καταναγκασμών και εκτός της ακτίνος δράσεως της ράβδου ξένων εποπτών, αυτά θα ανετρέποντο εις πρώτη ευκαιρία. Άλλωστε, ακόμη και ρητώς προβλεπόμενες από τα μνημόνια δομικές μεταρρυθμίσεις εξακολουθούν να παραμένουν ουσιαστικώς ανεφάρμοστες.
Ως παράδειγμα της αναξιοπιστίας και του ευθραύστου, υπό τους όρους της πραγματικότητος της χώρας, κάθε, έστω και μετρίως αντιδημοφιλούς, εξορθολογιστικής μεταρρυθμιστικής πρωτοβουλίας εντός αμιγώς εθνικών πλαισίων, παραμένει ο υποδειγματικός Νόμος μεταρρυθμίσεως της λειτουργίας των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Κυβερνήσεως Γεωργίου Παπανδρέου (2011, επί Υπουργίας της Κας Άννας Διαμαντοπούλου).
O Νόμος εκείνος, αν και ψηφισμένος από πρωτοφανή διακομματική πλειοψηφία 255(!) βουλευτών, ανετράπη, μερικώς μεν αλλά επί κρισίμων σημείων, ήδη από την Κυβέρνηση Παπαδήμου (επί Υπουργίας του Καθηγητού Γεωργίου Μπαμπινιώτη) και κατόπιν, επί Κυβερνήσεως Σαμαρά και Υπουργίας του Κου Κωνσταντίνου Αρβανιτοπούλου. Δηλαδή, από τους ίδιους οι οποίοι τον είχαν ψηφίσει, μια ολόκληρη διετία πριν την χαριστική βολή την οποία του κατέφερε η σημερινή Κυβέρνησις.
Αλλά και εφ’ όσον ίσχυε ουδείς είχε τολμήσει, αρχής γενομένης από τις Πρυτανικές Αρχές, να επιβάλει τους περιορισμούς του Πανεπιστημιακού Ασύλου τους οποίους προέβλεπε και να απαλλάξει τους χώρους των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων των εγκληματικών στοιχείων τα οποία εξηκολούθησαν να ελλοχεύουν εκεί ανενόχλητα.
Από την πλευρά τους, οι Εταίροι, όπως προανεφέρθη, δεν είχαν ακόμη εξοικειωθεί προς την πραγματικότητα της χώρας, ούτε είχαν πλήρως αντιληφθεί την εμβέλεια της νέο-Ελλαδικής κουτοπονηρίας και ασυνεπείας, ούτε το μέγεθος του ταλάντου υπεκφυγής και ανατρεπτικής κωλυσιεργίας, ούτε, κατά λογική ακολουθία, την επιτακτική ανάγκη συνεχούς, επί τόπου, επιτροπείας.
Αντί, λοιπόν, οι όροι τους να περιλάβουν ευρεία παρέμβαση στην πολιτική οργάνωση και διοίκηση της χώρας και άμεση κατά τομείς εποπτεία –και ίσως και την απαίτηση συνταγματικής κατοχυρώσεως (βλ. Υ.Γ. 1)–, κατέληξαν να περιορισθούν εις γενικούς οικονομικούς στόχους και μέτρα εκσυγχρονισμού των οικονομικών θεσμών και δομών. Μέτρα απαραίτητα μεν, η ακριβής εφαρμογή των οποίων, όμως, εναπέκειτο, ιδίως ως προς τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, στην καλή πίστη, την αποφασιστικότητα, την βούληση και την ερμηνευτική διακριτική ευχέρεια της Ελληνικής πλευράς.
Αναμενομένη συνέπεια της μετατροπής των μνημονίων εις κανόνες εσωτερικού δικαίου από απλούς νόμους, στερουμένους ενισχυμένης τυπικής ισχύος, ήταν ότι τυχοδιώκται, υποσχόμενοι ότι θα τα ανατρέψουν όλα «με ένα νόμο, με ένα άρθρο», επέτυχαν να γίνουν πειστικοί, να φέρουν την χώρα μία ακόμη φορά στα χείλη του βαράθρου, από τα οποία μόλις είχε κάπως απομακρυνθεί και όπως κατέληξε, να της επιβάλλουν, άνευ λόγου, εντός ενός χαώδους 6μήνου, συντριπτική πρόσθετη επιβάρυνση την οποία πρέπει να βαστάζει επί δεκαετίες.
Ο ψόγος, εν τούτοις, του κειμένου αυτού, όπως ήδη το εσημειώσαμε, δεν στρέφεται προς οποιουσδήποτε καιροσκοπήσαντες του λαϊκιστικού χώρου, όση ζημία και αν προεκάλεσαν. Η δική τους συμπεριφορά δεν ήταν παρά απόρροια της δεδηλωμένης πολιτικής ιδιοσυστασίας τους και έπρεπε να αναμένεται. Των άλλων η μειωμένη αίσθησις ευθύνης προ του αμέσου κινδύνου εκπλήσσει και η δική τους εργώδης προσπάθεια συρρικνώσεως, αντί σαρωτικής διευρύνσεως, των τομέων της Ευρωπαϊκής παρεμβάσεως (βλ. Υ.Γ. 2).
Θα ήταν εύλογος ο αντίλογος ότι επί κανενός μέλους της ΕΕ ευρεθέντος υπό μνημόνια διασώσεως δεν επεβλήθησαν όροι αμέσου επεμβάσεως στην διοίκησή τους· ούτε ειδικές ρυθμίσεις κατοχυρώσεως των συμφωνουμένων, ούτε καν δομικές μεταρρυθμίσεις, ούτε οποιεσδήποτε ειδικές ρυθμίσεις κατοχυρώσεως των μεταρρυθμίσεων.
Πράγματι. Αλλά η περίπτωσις της Ελλάδος ήταν εντελώς διαφορετική.
Ήταν, ριζικώς, διαφορετικά τα δεδομένα της Ελληνικής κρίσεως, συνεπαγόμενα ειδικούς όρους σωστικής παρεμβάσεως και όχι μόνον λόγω των προαναφερθέντων περί των νέο-Ελληνικών επιδόσεων κουτοπονηρίας, υπεκφυγής, «δημιουργικής αοριστίας», παραποιήσεως στοιχείων και κωλυσιεργίας.
Οι άλλοι Εταίροι οι οποίοι ευρέθησαν εις δυσχέρεια –η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, Η Κύπρος, η Ισπανία–, υπήρξαν, σχεδόν αποκλειστικώς, θύματα της κρίσεως του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος των ετών 2008-2010.
Αντιθέτως, η Ελλάς υπήρξε θύμα, αμιγώς σχεδόν, Ελληνικών συστημικών επιλογών εξ’ ίσου της Κεντρο-Αριστεράς και της Λαϊκής Δεξιάς. Ηθελημένων –και εν γνώσει των κινδύνων–, επιλογών δημοσιονομικής ασωτίας, ακρίτου τεχνητής ενισχύσεως της ζητήσεως και της υπερκαταναλώσεως, χαοτικής πολυνομίας και βραδυτάτης λειτουργίας της Δικαιοσύνης, ακράτου κρατισμού, διοικητικού υδροκεφαλισμού, διαχρονικώς χαμηλών επενδύσεων τεχνολογίας και οργανωτικού/τεχνικού εκσυγχρονισμού, ενός τύπου δημοσίας εκπαιδεύσεως προσανατολισμένου, εις όλες τις βαθμίδες, να υποβαθμίζει τις ακαδημαϊκές επιδόσεις –και να επιβραβεύει την «κοινωνική αγωνιστικότητα» διδασκόντων και διδασκομένων–, συνδικαλιστικής και εργατικής ασυδοσίας, σπατάλου –αλλά και αναποτελεσματικής–, κοινωνικής προνοίας, διανομής παντοειδών επιδομάτων κοινωνικού παρασιτισμού και –κατ’ ανάγκην–, ακατασχέτου εξωτερικού υπερδανεισμού τριών δεκαετιών.
Κυρία πηγή εμπνεύσεως και δύναμις επιβολής των συνταγών της καταστροφής υπήρξαν οι ίδιοι οι εκλογείς οι οποίοι, ανελλιπώς, κατεψήφισαν όσους εύρισκαν την πολιτική τόλμη να κρούουν κώδωνες κινδύνου και επεβράβευαν τους ανευθύνους.
Αναντιρρήτως, πολλές των παθογενειών αυτών υπήρξαν, πράγματι, χρόνιες και γενετικές του Ελληνικού κράτους. Αρκετές, όμως, είχαν αρχίσει να καταστέλλονται κατά την διάρκεια των δεκαετιών 1950-1960. Ατυχώς, η ανταρσία και η δικτατορία, των Συνταγματαρχών –ο πρώτος λαϊκιστικός κυκλών, ο οποίος έπληξε την χώρα–, πέραν της ανατροπής θεσμών, της διακοπής της συνεχείας της νομιμότητος, της διεθνούς καταισχύνης και απωλείας κύρους, έφερε στην επιφάνεια του δημοσίου βίου το ίζημα της Ελληνικής κοινωνίας, κατέστρεψε την Ευρωπαϊκή προθήκη της Ελληνικής Πολιτείας –όχι αυθεντική μεν αλλά αρκετά, τότε, πειστική–, εξεχυδάισε το ύφος του κράτους και τα δημόσια ήθη και ανέκοψε την πολιτιστική και οικονομική ανάρρωση της χώρας.
Αλλά και πέραν αυτών, η Δικτατορία προσέφερε ευκαιρία στρεβλώσεως της ιστορίας, εδυσφήμισε την νίκη του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος επί της ενόπλου αποπείρας του ΚΚΕ (1946-49), να καταλάβει την εξουσία και εντός μιάς νυκτός, μετέτρεψε τους ηττημένους του Γράμμου εις «ηθικούς και πολιτιστικούς νικητές», το «αφήγημα» των οποίων αφήνεται, συνήθως, να αιωρείται χωρίς να αποτολμάται αντίλογος. Γενικώς, επέφερε νέα επιπλοκή και επιδείνωση των χρονίων νόσων και επώαση νέων.
Όταν, λοιπόν, κατά τα τέλη της 10ετίας 1970, μετά την πτώση της Δικτατορίας, ερρίπτετο ο κύβος της εντάξεως της Ελλάδος στην τότε «Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα» (ΕΟΚ), η υστέρησις της χώρας συγκριτικώς προς τα ιδρυτικά μέλη, ιδίως εις όρους πραγματικής κοινωνικής πολιτικής και πολιτισμικής αναπτύξεως, ήταν μεγαλύτερη απ’ ό,τι όταν είχε συναφθεί (1961) η πρώτη συμφωνία συνδέσεως. Παρά ταύτα, το χάσμα των οικονομικών μεγεθών δεν ήταν ευρύ· όχι, τουλάχιστον, πέραν ρεαλιστικών προσδοκιών περιορισμού του εντός ευλόγου χρόνου. Προ παντός άλλου, η βελτίωσις των μετρήσεων είχε αρχίσει μια ακόμη φορά να είναι συνεπής και συνεχής. Εκρίθη, ως εκ τούτου, από την Ευρωπαϊκή πλευρά, συμφέρουσα η παραχώρησις γενναιοδώρων εκπτώσεων προδιαγραφών και εφικτή η ανταποδοτική αξιοποίησίς τους.
Ατυχώς, κατά την 10ετία 1980, αμέσως από τα πρώτα έτη της, άρχισε νέα, συνεχώς επιταχυνομένη, επιβάρυνσις όχι μόνον των οικονομικών μετρήσεων, αλλά και των γενετικών νόσων του κράτους και η σώρρευσις νέων διαστροφών και κρατιστικής νοσηρότητος.
Συνεπώς, όταν έφθασε προ της αμέσως επικειμένης χρεωκοπίας, η Ελληνική Πολιτεία είχε καταλήξει να υστερεί δομικώς και δημοσιονομικώς ακόμη και νεοπαγών μελών της ΕΕ, τα οποία μόλις προ 20ετίας είχαν ανακτήσει την ελευθερία τους, μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και του «Υπαρκτού Σοσιαλισμού» στην Ευρώπη.
Ήταν, πλέον, πασιφανές ότι η Ελλάς δεν είχε, μόνον, ανάγκη στηρίξεως, αναλόγου εκείνης την οποία εδέχθησαν η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, αλλά και ανακτήσεως των πραγματικών θεσμικών, κοινωνικών και πολιτικοοικονομικών χαρακτηριστικών Δυτικής χώρας, τελούσης υπό τους πολιτικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς θεσμούς μιας Δημοκρατίας Ελευθέρας Αγοράς. Ανακτήσεως, ούτως ειπείν, των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων χώρας-μέλους της ΕΕ, και απαλλαγής της από μύριες, συνεχώς επιδεινούμενες, χρόνιες και νέες νοσηρές ιδιορρυθμίες.
Αυτός έπρεπε να είναι ο σκοπός τον οποίον να αποβλέψουν οι Έλληνες διαπραγματευταί των πρώτων 2 μνημονίων: η μεγιστοποίησις των μνημονιακών υποχρεώσεων επί δομικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και της παρεμβατικότητος των Ευρωπαϊκών θεσμών στην διοίκηση και την πολιτική οργάνωση της χώρας.
Αναντιρρήτως, όσα επετεύχθησαν κατά την 4ετία 2010-2014 δεν είναι αμελητέα. Ο Αλλάριχος, όμως, ήταν ήδη, προ πολλού, ορατός προ των πυλών και η μέριμνα των συμβατικών και υπευθύνων πολιτικών δυνάμεων θα έπρεπε να είναι η έγκαιρη επιβολή όσον το δυνατόν περισσοτέρων θεσμικώς τετελεσμένων γεγονότων, μη επιδεκτικών νομίμου ανατροπής, ό,τι και αν επρόκειτο να επακολουθήσει.
Ο γέγονε, γέγονε. Τα γενόμενα ουκ απογίγνεται. Η Ελλάς μετά την υπερήφανη «καθαρή έξοδο», ελεύθερη «αλυσίδων» –δηλαδή χωρίς την στήριξη πιστοληπτικής γραμμής και πάντοτε ανεπούλωτα τα βαρέα τραύματα των χαριστικών βολών του εφιαλτικού πρώτου 6μήνου του έτους 2015–, θα πρέπει να δανείζεται υπό επιτόκια 4πλάσια και πλέον εκείνων τα οποία της είχαν προσφέρει οι «τοκογλύφοι» Εταίροι της. Η Διοίκησίς της παραμένει υδροκεφαλική και αναποτελεσματική, ενώ εξαγγέλλεται η προετοιμασία δεκάδων χιλιάδων νέων προσλήψεων του Δημοσίου και η διανομή αυξήσεων και επιδομάτων. Το ύψος της συνολικής δαπάνης των εξαγγελλομένων αμέσων παροχών δεν αφίσταται του κόστους ενός πλήρους, νέου στόλου πυροσβεστικών αεροσκαφών, ελικοπτέρων και οχημάτων.
Συγχρόνως, η τρομοκρατία εντός των πανεπιστημιακών χώρων κατά διδασκόντων και όσων διδασκομένων θέλουν απλώς να διδαχθούν, παραμένει ασύδοτη, όπως και η φιλοξενία κάθε κακοποιού στοιχείου, ημεδαπού και αλλοδαπού, υπό την σκέπη του και τυπικώς επαναφερθέντος Πανεπιστημιακού ασύλου –ενώ, από την αρχή του τρέχοντος ήδη ακαδημαϊκού έτους, τα περισσότερα ΤΕΙ έχουν αναβαθμισθεί εις «Πανεπιστήμια», διαστρεφομένης της σημειολογίας και της ετυμολογικής βάσεως του όρου.
Η Δικαιοσύνη εξακολουθεί να λειτουργεί εις ρυθμούς αδιανοήτου καρκινοβασίας, χωρίς η υποδομή της, η τεχνική αν μη τι άλλο, να επιτρέπει την προσδοκία ταχείας βελτιώσεως. Οι Δικασταί, εξακολουθούν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, να ευρίσκονται προ νομοθετικών τραγελάφων· προ διατάξεων και νομοθετικών ρυθμίσεων κατακερματισμένων και κατεσπαρμένων, «εκτός θέματος», εις πανσπερμία τροπολογιών επί ασχέτων προς αυτές νόμων, ενώ ο επιεικής τρόπος εφαρμογής, εξ υπαρχής πολυτελών, δικονομικών κανόνων –τα κακά εκκινούν, σχεδόν πάντοτε, από την αρχική νομοθετική βούληση–, επιτρέπει την επ’ άπειρον διακοπή και αναβολή δικών.
Αλλά και εις υπερκείμενα επίπεδα, εις τα ύπατα επίπεδα πολιτειακής οργανώσεως και λειτουργίας του Κοινοβουλευτικού συστήματος, η διαφοροποίησις της Ελλάδος από άλλες χώρες της ΕΕ, παραμένει προκλητική. Ο αριθμός των μελών της Βουλής των Ελλήνων είναι, αναλογικώς, πολλαπλάσιος εκείνου οποιασδήποτε άλλης χώρας-μέλους της ΕΕ πλην της Κύπρου. Ομοίως και ο αριθμός των μελών του Ελληνικού Υπουργικού Συμβουλίου και των μετακλητών υπαλλήλων τους.
Κατά ποια λογική ο αριθμός των Ελλήνων βουλευτών και των Υπουργών και Υφυπουργών δικαιολογείται να είναι διπλάσιος της Ολλανδίας, χώρας, δηλαδή, ασυγκρίτως πλουσιωτέρας και πληθυσμού 16 εκμ. κατοίκων; Τα περί Ελληνικής «γεωγραφικής ιδιομορφίας», η οποία, δήθεν, επιβάλλει και αυτήν την «ιδιορρυθμία», ακούονται γελοιωδέστατα, όταν πολύ πλέον του ημίσεως του πληθυσμού της χώρας κατακλύζει τα αστικά κέντρα.
Η χειρίστη των διαπιστώσεων είναι ότι η συλλογική εθνική πολιτική νοοτροπία –ίσως όλων, άλλα μετά βεβαιότητος των κυβερνόντων την στιγμή αυτή–, δεν φαίνεται να έχει μεταβληθεί. Αρκεί ο τρόπος κυβερνητικής αναφοράς εις το «υπερπλεόνασμα», το «μαξιλάρι», να βυθίσει κάθε παρατηρητή εις απαισιοδοξία και να τρέψει εις φυγή κάθε εν δυνάμει αγοραστή Ελληνικών ομολόγων· κάθε καλής πίστεως αγοραστή, διότι τα κυμαινόμενα περί το 5% επιτόκια δηλούν ότι προς το παρόν δεν ελκύεται το ενδιαφέρον παρά μόνον κερδοσκόπων υψηλού κινδύνου και παικτών αντισταθμιστικών κεφαλαίων (hedge funds).
Αναφέρεται, κατά κόρον, το απόθεμα αυτό όχι ως προσκέφαλον –αβεβαίου, ούτως ή άλλως, πάχους–, συντόμου αναπαύσεως, αλλά, μάλλον, ως αστείρευτη δεξαμενή –«για μια τριετία δεν έχουμε ανάγκη κανέναν»– καλύψεως παντοειδών δαπανών «κοινωνικών μερισμάτων» –αυτός είναι ο χειρότερος φόβος–, και άλλων μη παραγωγικών παροχών προεκλογικής προτεραιότητος. Ως μέσον, μάλλον, υπερβάσεως των Αγορών· όχι ως εγγύησις φερεγγυότητος, ασφαλείας και αξιοπιστίας, έναντι αυτών, η οποία πρέπει να μένει, κατά το δυνατόν, άθικτη. Του αποδίδονται μαγικές ιδιότητες. Οι Αραβικοί και οι Περσικοί μύθοι γνωρίζουν την ύπαρξη μαγικών ιπταμένων ταπήτων. Μαγικά όμως «μαξιλάρια» ιπτάμενα προς ταυτόχρονη στήριξη και ανάπαυση πολλών κεφαλών, ούτε η Χαλιμά αναφέρει.
Τι μέλλει γενέσθαι; Δικαιολογείται η απαισιόδοξη σκέψις ότι η χρεωκοπία της χώρας –διότι στην πραγματικότητα εχρεωκόπησε– ούτε επέφερε ούτε και θα επιφέρει την εκ βάθρων αναμόρφωση του κράτους; Ότι η ευκαιρία η οποία δια καταναγκασμού, αλλά και δια διδακτικού παιδαγωγικού κολασμού, προσφέρεται, συνήθως, προ εθνικών καταστροφών, να εγκαταλειφθούν τα γενεσιουργά τους κακά ήθη, έχει οριστικώς παρέλθει;
Πράγματι, πολλές αναγκαίες τομές, των αποστημάτων, άλλοτε επικίνδυνες εις όρους πολιτικού κόστους και άλλοτε επώδυνες επί των νεύρων των κοινών «κλαδικών» συμφερόντων της πολιτικής τάξεως, ίσως δεν επιχειρηθούν ποτέ.
Η μείωσις του αριθμού των βουλευτών ώστε να αντιστοιχεί, όπως ήδη εσημειώσαμε, στην αναλογία κοινοβουλευτικών εδρών και πληθυσμού η οποία τηρείται σχεδόν οπουδήποτε αλλού, εντός της ΕΕ, θα έθιγε την προσδοκία συνεχίσεως της σταδιοδρομίας του ημίσεως των μελών της Βουλής.
Η εισαγωγή ενός παγίου εκλογικού συστήματος λογικώς ενισχυμένης αναλογικής θα στερήσει τους εκάστοτε κυβερνώντες και συγκυβερνώντες –άρα όλους– της δυνατότητος καιροσκοπικής προσαρμογής του.
Η ανάνηψις του τολμήματος ανασκευής της παν-πανεπιστημιοποιήσεως της μεταλυκειακής εκπαιδεύσεως και του γεωγραφικού κατακερματισμού και της διασποράς της –«κάθε Περιφέρεια και Πανεπιστήμιο, κάθε πόλη και Σχολή, κάθε γειτονιά και Τμήμα»–, η ποινική δίωξις ως ιδιωνύμου αδικήματος της ενδο-Πανεπιστημιακής πολιτικής βίας και της διαταράξεως των παραδόσεων και των εξετάσεων, όπως και η σύνδεσις της συνεχίσεως, κατ’ έτος, της παροχής δωρεάν ανωτέρας και ανωτάτης παιδείας προς την ακαδημαϊκή επίδοση και την τακτική παρακολούθηση των μαθημάτων, θα είχαν βαρύ κόστος δημοφιλίας. Θα προϋπέθεταν, ως επίμετρον, αποφασιστικότητα επιβολής της δημοσίας τάξεως εις τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και χρήσεως όλων των διατιθεμένων νομίμων μέσων προς αντιμετώπιση επικινδύνων στοιχείων, ωρισμένα των οποίων παραμένουν, ίσως, αθέατα την στιγμή αυτή, εις εφεδρία.
Αυτά και άλλα, πιθανώτατα, δεν θα γίνουν.
Ανακύπτει, όμως, παρήγορη η σκέψις ότι την «εκμετάλλευση» και «κερδοσκοπία εις βάρος των Ελλήνων» –έχουν λεχθεί και αυτά– των «τοκογλύφων» Εταίρων μας, τις αντικαθιστά πλέον η γνωστή αφιλοκέρδεια των Αγορών… Ο Κος Schäuble, ο Κος Dijsselbloem, οι παρακαθήμενοί τους του Eurogroup, η Κα Lagarde, συνεβούλευαν, επέπλητταν, απηύθυναν προειδοποιήσεις, ενίοτε και απειλές. Εδέχοντο ή απέρριπταν αιτήματα. Υπήρχαν ως συνομιληταί, ανοικτοί εις διαβούλευση. Όχι πλέον. «Οι Αγορές» δεν συζητούν, δεν διαπραγματεύονται· δεν υπάρχουν εκπρόσωποί τους. Επιβραβεύουν ή τιμωρούν. Η παρέμβασή τους είναι μεν δραστική· αλλά δεν προλαμβάνει· καταστέλλει· τιμωρεί. Επίσης, η συμπεριφορά τους είναι ριζικώς διαφορετική απ’ ότι πριν την διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση των ετών 2008-2009. Δεν πείθονται, δεν εξαπατώνται από παραποιημένες μετρήσεις. Η συμπεριφορά τους προς την Ελλάδα του τέλους του 2018 θα είναι τελείως διαφορετική εκείνης των αρχών του 2008, δεν διακινδυνεύουν. Εξ’ ού και η ελπίς.
Η παρακολούθησις της Ελληνικής οικονομίας και της δημοσιονομικής πολιτικής των Ελληνικών κυβερνήσεων από τις Αγορές, από τις οποίες πλέον θα εξαρτάται πλήρως η πέραν των φορολογικών εσόδων χρηματοδότησις της χώρας, θα είναι ασφυκτική. Το έλλειμμα εμπιστοσύνης δεν θα εκλείψει. Κάθε Ελληνική κυβέρνησις, κάθε αποχρώσεως, θα παρακολουθείται ως σεσημασμένος ύποπτος ακραίας παραβατικής συμπεριφοράς. Κάθε επικίνδυνη προσέγγισις –ούτε καν υπέρβασις– των ανεκτών ορίων θα τιμωρείται. Η τιμωρία των Αγορών θα είναι αυτόματη, μηχανική, χωρίς να αφήνονται περιθώρια.
Σαφές δείγμα γραφής, επ’αυτού, έδωσε ήδη ο Οίκος Αξιολογήσεως Moody’s ο οποίος προ εβδομάδος εκράτησε στάσιμη την Ελλάδα στην βαθμίδα Β3 και επεσήμανε την ανάγκη ακριβούς τηρήσεως των συμπεφωνημένων επί της μειώσεως των συντάξεων και όλου του φάσματος του αναδυομένου αναθεωρητισμού της Ελληνικής πλευράς.
Κατά την επάρατη εποχή των μνημονίων, διάφοροι αρειμάνιοι Υπουργοί έδιδαν, συνήθως εις τόνους Ελληνοπρεπώς βαρυθύμους και υπαινικτικώς απειλητικούς, διάφορες διαβεβαιώσεις εθνικής υπερηφάνειας· π.χ., «δεν θα καθίσουμε να συζητήσουμε αριθμούς και λεπτομέρειες με τους υπαλλήλους που έρχονται εδώ. Για όλα θα κάνουμε καθαρά πολιτική κουβέντα με τα αφεντικά τους». «Αφεντικά», προϊστάμενοι, των Αγορών, ευτυχώς, δεν υπάρχουν. Ούτε είναι ανεκτή από αυτές οποιαδήποτε «καθαρά πολιτική κουβέντα» και οποιαδήποτε άλλη λογική πλην εκείνης των αριθμών και των λεπτομερειών.
Το γεγονός ότι η φύσις και η λειτουργία των Αγορών είναι απρόσωπη και μηχανική είναι και υπό άλλη, ειδικωτάτη έννοια, ευτυχές ως προς την Ελλάδα. Διότι, αν ήταν ανθρωποπαθής, θα ήταν και μνησίκακη. Δεν θα παρέλειπαν σήμερα, να τιμωρήσουν τους προ τριετίας πρωθυπουργικούς κομπασμούς ότι θα άρχιζαν να χορεύουν υπό τους ήχους κρουστών και πνευστών οργάνων Ελληνικής δημοτικής μουσικής –ο συντάκτης δεν είναι ούτε γνώστης, ούτε λάτρης του είδους και έχει λησμονήσει ποια, ακριβώς, όργανα είχε αναφέρει ο Πρωθυπουργός.
Αυτή, λοιπόν, είναι η προσδοκία. Ότι τις όποιες υποσχέσεις πολιτικών, είτε προεκλογικές, είτε… κατά τα εγκαίνια των Εκθέσεων Θεσσαλονίκης, θα ακολουθεί αμέσως η αντίδρασις των Αγορών και των Οίκων Αξιολογήσεως και ότι αυτή, υπό το φως του κακού παρελθόντος, θα είναι δρακόντεια.
Είπαμε, βεβαίως, ότι η δράσις των Αγορών δεν είναι προληπτική αλλά απογραφική των ήδη τετελεσμένων· αξιολογική των εν δυνάμει συνεπειών τους και αναλόγως της καλής ή κακής διαγωγής, τιμωρός ή επιβραβευτική. Ευτυχώς, και η ποινή και η επιβράβευσις δεν στερούνται παιδαγωγικής αξίας έναντι της μελλοντικής συμπεριφοράς των σωφρονιζομένων.
Υπό μία έννοια θα στερείται, πλέον, σημασίας ποια Ελληνική απόπειρα εκτροπής από τα συμφωνηθέντα θα είναι διατεθειμένοι να αποδέχονται οι Ευρωπαϊκοί Θεσμοί, το ΔΝΤ και οι επί μέρους Εταίροι. Αυτοί, ούτως ή άλλως, έχουν ήδη την καθησυχαστική βεβαιότητα ότι η ράβδος των Αγορών θα είναι πολύ βαρύτερη και ταχύτερη της δικής τους. Οι Έλληνες –η κοινωνία, οι πολίται και ψηφοφόροι πρωτίστως και δευτερευόντως ή τριτευόντως, οι πολιτικοί διότι αυτοί δεν είναι παρά ο πιστός κατοπτρισμός της συλλογικής πολιτικής σοφίας και ηθικής των ψηφοφόρων τους–, είναι εκείνοι οι οποίοι πρέπει να αντιληφθούν ότι αν, αντί να βαθύνουν τις τομές, εμμείνουν και συνεχίσουν επί της οδού του αναθεωρητισμού των μνημονίων και της ασωτίας των δημοσίων δαπανών, καθησυχαζόμενοι και ενθαρρυνόμενοι από ενδεχομένη, απηυδησμένη, υποτονικότητα των Ευρωπαϊκών αντιδράσεων, θα ευρεθούν, ταχύτατα, προ του φάσματος του 2009. Την φορά αυτή όμως, «τοκογλύφοι», οι οποίοι θα σπεύσουν να δανείσουν υπό ελάχιστα επιτόκια και να διασώσουν, δεν θα υπάρχουν…
Π.Κ.Μ.
ΤΡΙΑ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ
Υ.Γ. 1. Η συνταγματική μεταρρύθμισις θα ήταν η ικανή και αναγκαία συνθήκη θωρακίσεως και διαρκείας των μεταρρυθμίσεων του πλαισίου της διοικήσεως και λειτουργίας του Κράτους και της εθνικής οικονομίας: από την επιβολή δραστικού περιορισμού των Βουλευτικών εδρών έως την δρακόντεια περιστολή του κρατισμού, την θέσπιση ακάμπτων δημοσιονομικών κανόνων, την ίδρυση Ανεξαρτήτων Αρχών, την εισαγωγή του θεσμού Νόμων ηυξημένης τυπικής βαρύτητος και μακράς διαρκείας, την θέση της μονιμότητος των πάσης κατηγορίας δημοσίων υπαλλήλων υπό όρους περιοδικών αυστηρών αξιολογήσεων, την εξάρτηση της παροχής δωρεάν ανωτέρας και ανωτάτης Παιδείας από την συνεχή καλή ακαδημαϊκή επίδοση των σπουδαστών, την ρητή, περιοριστική, διατύπωση της έννοιας του Ασύλου εις τρόπον ο οποίος να μην επιτρέψει την διατήρηση εις τα Πανεπιστήμια αβάτων κρησφυγετών τρομοκρατών, βιαίων αντιεξουσιαστών και κοινών εγκληματιών.
Τότε, βεβαίως, θα εγείρετο η ένστασις ότι δεν είναι νοητή ούτε ανεκτή η έξωθεν προερχομένη απαίτησις αλλαγής του Συντάγματος μιας χώρας. Όπως όμως η Ελληνική πλευρά, δικαίως υπό το φως ειδικών ιστορικών περιστάσεων και κακού παρελθόντος, απαιτεί, την αλλαγή του Συντάγματος της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, εξ’ ίσου δικαίως και οι Εταίροι μας θα εδικαιούντο να απαιτήσουν την αλλαγή του Συντάγματος της διασωζωμένης από αυτούς Ελλάδος, ώστε τα χρήματά τους –πολλοί εξ αυτών είναι πτωχότεροι ημών–, να μην καταλήξουν εις Πύθους Δαναΐδων.
Υ.Γ. 2. Κατά το τεκμήριον των απαραλλάκτων επιλογών των Ελλήνων εκλογέων, οι οποίοι επί δεκαετίες κατεβαράθρωναν όλους όσοι εξεστόμιζαν επώδυνες αλήθειες –υπήρχαν αυτοί υπό την στέγη και της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, όπως ο Κος Αλέξανδρος Μάνος και ο Καθηγητής Τάσσος Γιαννίτσης–, έπρεπε, εκ προοιμίου, να αποκλείεται οποιαδήποτε ευρεία εθνική συναίνεσις και αποδοχή οδυνηρών μεταρρυθμίσεων – Ελληνικής «ιδιοκτησίας», κατά τους τρέχοντες γλωσσικούς νεολογισμούς–, όταν ο άμεσος κίνδυνος, όπως και η ράβδος του Κου Schäuble, θα είχαν κάπως απομακρυνθεί. Είναι σκόπιμη η επιμονή του κειμένου στην πειστική επίδραση επί των νέο-Ελλήνων της θέας ξένης ράβδου έτοιμης να πέσει.
Υ.Γ. 3. Εις το ύφος και την σκληρότητα του Κου Schäuble,όποια και αν είναι τα αισθήματά του προς την Ελλάδα και τους κατοίκους της, οφείλονται, ίσως, τα περισσότερα απ’ όσα επετεύχθησαν. Την προσήνεια, την αβρότητα, την ευγένεια, την συγκαταβατικότητα και τα ειλικρινή φιλελληνικά αισθήματα του Κου Juncker, η νέο-Ελληνική ηθική προσελάμβανε, άλλοτε, ως έμφοβη αδυναμία επιδεικτική εκβιασμού και άλλοτε, ως βλακεία επιδεκτική εξαπατήσεως.