ΣΩΤΗΡΗ ΝΤΑΛΗ

Επικ. καθηγητή Διεθνών Σχέσεων και Ευρωπαϊκής Ενοποίησης στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου

 

Ως μέλος της ΕΟΚ/ΕΕ η Ελλάδα κατάφερε να ενισχύει τις σχέσεις της με όλους τους σημαντικούς παράγοντες της διεθνούς πολιτικής. Ειδικότερα τις διμερείς σχέσεις με συμμάχους και εταίρους. Πέραν των εταίρων και συμμάχων, η χώρα κατάφερε να διευρύνει τις σχέσεις με χώρες με τις οποίες υπάρχουν παραδοσιακοί δεσμοί και συμφέροντα. Δεν κατάφερε όμως να εισαγάγει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και προσαρμογές που απαιτούσε η συμμετοχή στην ΕΕ. Σε μεγάλο βαθμό η αποτυχία αυτή οδήγησε στην πολύπλευρη κρίση του 2010 και στα Μνημόνια.

Απαραίτητο εργαλείο μελέτης και αναστοχασμού πάνω σε αυτή την αποτυχία, είναι το πρόσφατο βιβλίο του καθηγητή Παναγιώτη Ιωακειμίδη (Ελλάδα-Ευρωπαϊκή Ένωση. Τρία λάθη και πέντε μύθοι. Μια νέα ερμηνεία για την κρίση της Ελλάδας στην ΕΕ. Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2018, σελ. 156).

Με εύστοχο τρόπο και εύληπτο λόγο, ο Π.Κ. Ιωακειμίδης εντοπίζει και αναλύει τρία βασικά, αφετηριακά λάθη και πέντε μύθους που κυριάρχησαν και λειτούργησαν ως βασικά εμπόδια στη διαδικασία προσαρμογής.

Η Ελλάδα εμφανίζεται «να θέλει» υψηλά ποσοστά στήριξης της συμμετοχής της στην Ένωση και ταυτόχρονα να στηρίζει την εξέλιξη του ενωσιακού συστήματος σε Πολιτική Ένωση, αλλά παράλληλα να αδυνατεί ή να αποφεύγει να κάνει τις απαιτούμενες προσαρμογές ώστε να λειτουργήσει ομαλά εντός της Ένωσης.

Γιατί συνέβη αυτό; Η απάντηση θα μπορούσε να συνοψιστεί στη διατύπωση ότι η Ελλάδα με την ένταξη και συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση στηρίχτηκε σε τρία θεμελιακά λάθη/εννοιολογήσεις σε ό,τι αφορά την πρόσληψη του εαυτού της και του συστήματος της Ένωσης και ταυτόχρονα ανέπτυξε πέντε παραπλανητικούς μύθους για την Ένωση, υπογραμμίζει ο Π.Κ. Ιωακειμίδης .

Τριάντα επτά χρόνια από την ένταξη στην ΕΟΚ (1981), λάθη και μύθοι εξακολουθούν να επιβιώνουν και σ΄ορισμένες περιπτώσεις να έχουν οξυνθεί.

Η θεώρηση-πρόσληψη της Ελλάδας ως «εξ ορισμού» ευρωπαϊκής χώρας που δικαιωματικά θα πρέπει να συμμετέχει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι το πρώτο θεμελιακό λάθος. Συνδέεται με το ζήτημα της θέσης και σχέσης της Ελλάδας με την Ευρώπη και το ευρύτερο διεθνές σύστημα (ευρωπαϊκό, περιφερειακό) και εάν «ανήκει» στη Δύση ή στην Ανατολή ή εάν είναι «κάτι ξεχωριστό».

Το δεύτερο λάθος, συνδέεται με τη θεώρηση πρόσληψη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως θεσμού υποκατάστατου των παραδοσιακών προστάτιδων δυνάμεων που διαμόρφωσαν την ιστορική διαδρομή της χώρας.

Η θεώρηση-πρόσληψη της Ελλάδας ως χώρας-ειδικής περίπτωσης, η οποία θα πρέπει να τυγχάνει ειδικής μεταχείρισης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτελεί το τρίτο λάθος σύμφωνα με τον Π.Κ. Ιωακειμίδη.

Η χρήσιμη ανάλυση για την κρίση και την αποτυχία της Ελλάδας ως κράτους –μέλους της ΕΕ, που καταθέτει ο Π.Κ. Ιωακειμίδης, συμπληρώνεται από τους πέντε μύθους που λειτούργησαν ως βασικά εμπόδια στη διαδικασία προσαρμογής.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι νεοφιλελεύθερη, δεν είναι αλληλέγγυα προς την Ελλάδα, η Ευρώπη-ΕΕ επωφελήθηκε περισσότερο από την ένταξη της Ελλάδας, η ΕΕ κυριαρχείται από τη Γερμανία και δεν είναι αυτή που θέλουμε, είναι οι πέντε μύθοι που υπογραμμίζει ο Π.Κ. Ιωακειμίδης και οι οποίοι εξακολουθούν να επιβιώνουν και να εμποδίζουν την ομαλή συμμετοχή της χώρας μας στην ΕΕ ως «κανονική χώρα».

Η συζήτηση για τους πέντε μύθους, είναι χρήσιμη για την κατανόηση της κρίσης που βίωσε η ΕΕ και για την προσέγγιση των νέων δεδομένων που δημιουργούν τα σχέδια για αλλαγές στην Ευρωζώνη.

Τα τελευταία χρόνια η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται βυθισμένη σε μια μεγάλη κρίση. Μια κρίση πολυεπίπεδη, που είναι ταυτόχρονα οικονομική, δημογραφική, οικολογική, πολιτική και κρίση θεσμών. Ειδικότερα το ευρωπαϊκό σχέδιο έχει μπλοκάρει λόγω της κρίσης της ευρωζώνης. Είναι πλέον προφανές πως μια νομισματική ένωση δεν μπορεί να λειτουργήσει αν οι οικονομικές πολιτικές των χωρών-μελών διαφέρουν πολύ μεταξύ τους.

Σήμερα, δεν είναι εύκολο να κάνει κανείς προβλέψεις για τις μελλοντικές πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στην ΕΕ. Οι περισσότεροι ειδικοί αναλυτές περιγράφουν δυο διαφορετικά σενάρια αντιμετώπισης της κρίσης, ένα συντηρητικό-διαρθρωτικό και ένα ευρω-ομοσπονδιακό. Σύμφωνα με τη συντηρητική ανάλυση, πρέπει κανείς να ακολουθήσει σφιχτή νομισματική και δημοσιονομική πολιτική και να υποταχτεί σε αυστηρούς κανόνες για να σταθεροποιήσει τις αγορές. Από την άλλη πλευρά, η ευρω-ομοσπονδιακή ανάλυση υποστηρίζει πρώτα απ’ όλα ότι όλες οι νομισματικές ενώσεις του παρελθόντος κατέρρευσαν όταν δεν μετεξελίχθηκαν σε πολιτική ένωση. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές αυτής της ανάλυσης, η αντιμετώπιση της κρίσης απαιτεί τη δημιουργία μιας ομοσπονδιακής «κρατικής» οντότητας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η οποία να διαθέτει μια μίνιμουμ οικονομικοπολιτική κυριαρχία.

Με γνώμονα την αναζήτηση εκείνου του μοντέλου λειτουργίας της ΕΕ που θα προωθήσει το ευρωπαϊκό συμφέρον πέρα από τις εθνικές διαιρέσεις, η ομοσπονδιακή μέθοδος δεν θα μας οδηγήσει άμεσα στη δημιουργία των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, θα μας επιτρέψει όμως να ξαναδουλέψουμε με το τρίγωνο των ευρωπαϊκών θεσμών, την Επιτροπή ως έκφραση του κοινοτικού συμφέροντος, το Συμβούλιο Υπουργών ως εκφραστή των εθνικών συμφερόντων και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ως έκφραση των λαών. Μόνο μια πολιτική ενοποίηση της ΕΕ θα ακυρώσει την ανάγκη για μια ηγεμονική δύναμη στην Ευρώπη, ένα ρόλο που διαδραματίζει σήμερα η Γερμανία.

H ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία ήταν πάντα μια δύσκολη υπόθεση. Ο Ζακ Ντελόρ έλεγε πως πρέπει να πειστούν γι’ αυτό εκείνοι που, μη έχοντας ζήσει στα μεταπολεμικά χρόνια, έχουν την τάση να θεωρούν την ανάδυση της Ευρωπαϊκής ενοποίησης σαν μια παλιά ιστορία, μια ιδέα που ξεπεράστηκε από τις μεταβολές που μεσολάβησαν έκτοτε.

Σήμερα, μετά από μεγάλη καθυστέρηση φαίνεται πως επανέρχεται το φιλόδοξο σχέδιο της οικονομικής και πολιτικής ένωσης μέσω των σχεδίων για μετεξέλιξη της ευρωζώνης σε Ένωση του ευρώ. Αυτό σημαίνει βέβαια, λιγότερη εθνική κυριαρχία προκειμένου να επιτευχθεί ο μεγαλύτερος δυνατός βαθμός πολιτικής θεσμικής ενοποίησης. Όπως προκύπτει από τα υπό επεξεργασία σχέδια που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, οδηγούμαστε έστω και με καθυστέρηση σε μεγαλύτερο έλεγχο των εθνικών προϋπολογισμών, σε ευρωπαϊκή εποπτεία των τραπεζών, σε κοινή φορολογική πολιτική και σε μεταρρύθμιση των κοινωνικών συστημάτων.

Η νέα συζήτηση που άνοιξε στην Ευρώπη ίσως αποτελέσει το απαραίτητο πλαίσιο για την «πολιτικοποίηση» της πολιτικής ώστε να μπορούν να υπάρξουν εκ νέου δυνατότητες, εργαλεία, και κίνητρα για συμμετοχή των πολιτών. Η συζήτηση αυτή πρέπει να κινηθεί σε δυο κομβικά επίπεδα. Στο πρώτο να αναζητηθεί η ενοποίηση της Ευρώπης και η πολιτικοποίηση των οικονομικών, κοινωνικών και οικολογικών λειτουργιών της. Στο δεύτερο επίπεδο πρέπει να επιχειρηθεί η ανοικοδόμηση του κοινωνικού κράτους και η αποκατάσταση της φορολογίας ως εργαλείου ανακατανομής εισοδημάτων, παροχών και κοινωνικών παρεμβάσεων.

Είναι προφανής η ανάγκη για ένα πιο λειτουργικό σύστημα για την Ευρωζώνη, η οποία ούτως ή άλλως αποτελεί μέρος του προβλήματος γιατί είναι μια ατελής οικονομική και νομισματική ένωση χωρών-μελών με διαφορετικά χαρακτηριστικά.

Η συζήτηση για το μέλλον της ΕΕ οδηγεί εκ των πραγμάτων σε μια νέα αλληλεγγύη συμ­­­φερόντων σε ευρωπαϊκό επίπεδο που θα συμπλη­ρώνει και δεν θα ακυρώνει το εθνικό συμφέρον.

Η πρόκληση που αντιμετωπίζει σήμερα η ΕΕ των «28» είναι το αν θα μπορέσει να προσαρμοστεί στις νέες προκλήσεις του 21ου αιώνα και να συνδιαμορφώσει τελικά τη νέα ατζέντα της διεθνούς πολιτικής και των διατλαντικών σχέσεων.

Η Ελλάδα πρέπει να πιστέψει και πάλι στην ευρωπαϊκή προοπτική της, η οποία διέτρεξε σοβαρό κίνδυνο να αυτοακυρωθεί είτε από πολιτικό ερασιτεχνισμό είτε από αμφιλεγόμενες πολιτικές στρατηγικές, από τις κυβερνήσεις συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ.

Η Ελλάδα ακολουθώντας τη λογική της εξωστρέφειας κι έχοντας επίγνωση του μεγέθους και των ορίων της πρέπει να αρχίσει να αναλαμβάνει και πάλι πρωτοβουλίες προκειμένου να συμβάλλει στην επίλυση και διαχείριση περιφερειακών προβλημάτων.

Σε μια νέα εποχή «μεταλαϊκισμού», πρέπει να ενισχυθούν τα όποια συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας έχουν απομείνει και να διευρυνθεί ο διεθνής ρόλος της.

Προς αυτή την κατεύθυνση, έχουμε ανάγκη από έναν εξωστρεφή πατριωτισμό που δεν φοβάται την ενίσχυση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η οποία ενισχύει το εθνικό συμφέρον σε αντίθεση με τον εσωστρεφή, τοξικό και φοβικό πατριωτισμό που θέλει την Ελλάδα περιθωριοποιημένη από το ευρωπαϊκό σχέδιο.