ΤΑΚΗ ΑΝΑΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Διευθυντή ε.τ. της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

 

Η παρέμβαση του Προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας στη διαδικασία ορισμού της νέας κυβέρνησης έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς σχολιαστές να εκφράσουν τη γνώμη τους σχετικά με το εάν και κατά πόσον η απόφαση του Προέδρου Ματαρέλα να αρνηθεί τον διορισμό ενός γνωστού πολέμιου του ευρώ στη θέση του Υπουργού Οικονομίας συνιστούσε παραβίαση της εκπεφρασμένης βούλησης των Ιταλών ψηφοφόρων. Οι περισσότερες απόψεις περιεστράφησαν κυρίως γύρω από το ερώτημα εάν στην Ελλάδα θα μπορούσε ο Πρόεδρος να υιοθετήσει παρόμοια στάση. Αυτό όμως που δεν φωτίστηκε καθόλου κατά τη συζήτηση ήταν η ευρωπαϊκή διάσταση του θέματος. Σε ποιό βαθμό δηλαδή είναι δυνατή η παρέμβαση των θεσμών της ΕΕ προκειμένου να απαιτήσουν τη συμμόρφωση ενός κράτους μέλους προς το ευρωπαϊκό πλαίσιο. Κατά την άποψή μου κάτι τέτοιο είναι όχι μόνο θεμιτό, αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις επιβεβλημένο.

 

Eίναι θεμιτό διότι απορρέει από την ίδια τη συμμετοχή στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η οποία συνεπάγεται κατ’ αρχήν απώλεια μέρους της εθνικής κυριαρχίας υπέρ του ευρωπαϊκού εποικοδομήματος. Mπορεί να ακούγεται αιρετικό, αλλά τί άλλο ήταν η μεταστροφή του Όχι στο δημοψήφισμα του 2015 σε Ναι; Και όσο προχωρά η ευρωπαϊκή ενοποίηση, η εμβάθυνση της ΟΝΕ και η σύσφιξη δεσμών ομοσπονδιακού τύπου, τόσο θα υποχωρεί η κλασική έννοια της εθνικής κυριαρχίας και θα αναπτύσσεται στη θέση της η ευρωπαϊκή κυριαρχία. Αυτή ήταν και η κεντρική ιδέα της «ιδρυτικής» ομιλίας του Προέδρου Μακρόν στην στη Σορβόνη τον Σεπτέμβριο του 2017 και πρόσφατα στην ολομέλεια του ευρωκοινοβουλίου στο Στρασβούργο.

Εξάλλου, η προσπάθεια θωράκισης της ΕΕ απέναντι στην οικονομική κρίση οδήγησε στην υιοθέτηση μηχανισμών προστασίας και εγγύησης της ενωσιακής πορείας, όπως είναι το Eυρωπαϊκό Eξάμηνο. Πρόκειται για τη διαδικασία που ισχύει από το 2010, σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη καλούνται να ακολουθήσουν το πλαίσιο που τίθεται μετά από πρόταση της Επιτροπής πριν το τέλος κάθε χρόνου και εγκρίνεται από το Ευρωπαϊ­κό Συμβούλιο. Οι κατευθύνσεις αυτές που περιλαμβάνονται στους Προσανατολισμούς Δημοσιονομικής και Οικονομικής Πολιτικής αποτελούν τη βάση των διαβουλεύσεων μεταξύ των αρμοδίων εθνικών Υπουργείων και των υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που πραγματοποιούνται καθόλο το πρώτο εξάμηνο κάθε χρόνου και συνοδεύονται μεταξύ άλλων από έκθεση του Μηχανισμού Επαγρύπνησης (alert mechanism) και ειδικές συστάσεις ανά χώρα (specific country recommendation). Σκοπός είναι οι οικονομίες των κρατών μελών να συγκλίνουν προς την ίδια κατεύθυνση και για αυτό οι συστάσεις του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου θα πρέπει να αποτυπώνονται στους εθνικούς προϋπολογισμούς των επί μέρους κρατών μελών. Όσον αφορά στην Ελλάδα το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο δεν ισχύει όσο η χώρα βρίσκεται σε καθεστώς πρόγραμματος δημοσιονομικής προσαρμογής (Μνημόνιο). Αυτό σημαίνει ότι η κυρίαρχη απόφαση ενός κοινοβουλίου που ψηφίζει κάθε Δεκέμβριο τον εθνικό προϋπολογισμό δεν είναι και τόσο κυρίαρχη αφού στην πραγματικότητα πρόκειται για τον καρπό διαβουλεύσεων και συντονισμού των αποφάσεων με τις Βρυξέλλες.

Απέναντι στην εθνική περιχαράκωση που προτείνoυν μερικές πολιτικές δυνάμεις και τα ξενοφοβικά μηνύματα που όλο και πιό συχνά ακούγονται, θεωρώ ότι η παρέμβαση των θεσμών είναι επιβεβλημένη και σύμφωνη με τη Συνθήκη ΕΕ. Με αυτήν την έννοια, όσο ήταν σωστή η επιλογή του Ιταλού Προέδρου να αρνηθεί τον διορισμό ενός υπουργού αντι-ευρώ στην θέση του Υπουργού Οικονομίας, άλλο τόσο ήταν λάθος η διατύπωση του Γκίντερ Έτινγκερ, Ευρωπαίου Επιτρόπου επί του προϋπολογισμού περί ανάγκης συμμόρφωσης των Ιταλών ψηφοφόρων στα κελεύσματα των αγορών. Και σωστά εξελήφθη ως απειλή και υποχρεώθηκε να ανασκευάσει πριν το κακό που προξένησε γίνει ακόμα πιό μεγάλο.

Ωστόσο, η βασική αντίρρηση που προβάλλεται είναι ότι παραβιάζεται έτσι η λαϊκή βούληση, δηλαδή η ουσία της δημοκρατίας. Είναι το επιχείρημα που χρησιμοποιούν οι κάθε είδους αντισυστημικοί, όπως οι εθνικολαϊκιστές, ευρωσκεπτικιστές ή ευρωαπορριπτικοί και λοιποί οπαδοί της «ανελεύθερης δημοκρατίας» (illiberal democracy σύμφωνα με ένα νεοεισαθέντα όρο στο πολιτικό λεξιλόγιο) για να κερδίζουν έδαφος και να βάλουν κατά της ευρωπαϊκής δημοκρατίας. Στο όνομα της Δημοκρατίας χτυπούν τη Δημοκρατία, το κράτος δικαίου, την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Ενάντια σε όλους αυτούς η Ευρώπη και οι απανταχού ευρωπαϊστές δεν έχουν άλλην απάντηση από την τήρηση των αξιών και των αρχών της Ένωσης με ορθολογισμό και πειθώ. Το άρθρο 7 της Συνθήκης ΕΕ προβλέπει ακόμα και τη διαδικασία εξόδου ενός κράτους μέλους που δεν σέβεται τις εν λόγω αρχές και ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη ανάλογη πρωτοβουλία κατά της Πολωνίας.

Επίσης, αυτό που υποστηρίζουν οι αρνητές της ευρωπαϊκής ενοποίησης, αν και οι ίδιοι είναι συχνά οπαδοί αυταρχικών ή ακόμα και αντιδημοκρατικών αντιλήψεων, ότι στην Ευρώπη υφίσταται δημοκρατικό έλλειμμα και ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται από σκοτεινούς γραφειοκράτες σε απόμακρα κέντρα που δεν υπόκεινται σε δημοκρατικό έλεγχο δεν είναι αληθές. Αντίθετα, οι μηχανισμοί ελέγχου της ΕΕ διαρκώς βελτιώνονται και προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες. Κάθε νέα εξέλιξη συνοδεύεται από διαφανείς διαδικασίες και έντονες συζητήσεις τόσο στο ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με την επίσης ενεργή παρέμβαση των εθνικών κοινοβουλίων, όσο και στο Συμβούλιο Υπουργών. Περιθώρια για βελτίωση της λειτουργίας των θεσμών πάντα υπάρχουν. Και όπως όλα δείχνουν, στη συζήτηση που έχει ήδη ανοίξει (μετά και την κατάθεση των προτάσεων του Προέδρου Μακρόν) η προβληματική του περαιτέρω εκδημοκρατισμού της λειτουργίας της ΕΕ και ειδικότερα της διακυβέρνησης της ευρωζώνης θα βρεθεί στο επίκεντρο της προεκλογικής εκστρατείας για τις ευρωεκλογές του Μαΐου 2019. Η εμβάθυνση της ευρωπαϊκής δημοκρατίας αποτελεί την αναγκαία συνθήκη επιβίωσης της ΕΕ.

Στον παιδαγωγικό ρόλο που θα πρέπει να έχουν τόσο οι εθνικοί ηγέτες όσο και οι ηγέτες των ευρωπαϊκών θεσμών είναι και η προσπάθεια εξήγησης των σύνθετων και συχνά πρωτόγνωρων φαινομένων που συνδέονται με την παγκοσμιοποίηση και τις επιθέσεις που δέχεται η Ευρώπη και τα κράτη μέλη της μέσα στον νέο παγκόσμιο ανταγωνισμό. Για αυτό στην παρούσα φάση έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία το πρώτο άρθρο της ιδρυτικής Συνθήκης ΕΕ σύμφωνα με το οποίο “η παρούσα Συνθήκη διανοίγει νέα φάση στη διαδικασία μιας διαρκώς στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης”. Αυτή η διαρκώς στενότερη ένωση απαιτεί ένα διαρκώς ανανεούμενο μίγμα κεντρικού σχεδιασμού και συντονισμού σε συνδυασμό με μηχανισμούς δημοκρατικού ελέγχου.