Π.Κ. ΜΑΚΡΗ

 

H πρόσφατη απώλεια μαχητικού αεροσκάφους και του χειριστού του κρούει, μια ακόμη φορά, τον κώδωνα κινδύνου καταπονήσεως του υλικού και προσωπικού της Πολεμικής Αεροπορίας, και καθιστά πρόδηλη την ανάγκη αναθεωρήσεως, εις επάλληλα επίπεδα, του τρόπου αντιμετωπίσεως των Τουρκικών παραβιάσεων του εθνικού εναερίου χώρου.

Είναι, κατ’ αρχάς, προφανές ότι επί του επιχειρησιακού/τακτικού επιπέδου, η αναχαίτισις επιφέρει, πάντοτε, ελαφροτέρα καταπόνηση του υλικού και του προσωπικού της αεροπορίας η οποία, βάσει σχεδίου, παραβιάζει, απ’ ό,τι εκείνης η οποία αναχαιτίζει. H παραβιάζουσα δύναμις επιλέγει, εκείνη, τους τόπους και τους χρόνους των παραβιάσεων, προγραμματίζει τις πτήσεις, οι χειρισταί της καταρτίζουν ηρέμως τα σχέδια πτήσεώς τους, απογειώνονται εν ανέσει, επιλέγεουν εκείνοι τους χρόνους διαρκείας της εμπλοκής και αποχωρούν μετά λίγα λεπτά, συνήθως επανερχόμενοι στις βάσεις τους –ενώ, ενδεχομένως, άλλα αεροσκάφη εκτελούν, εκ περιτροπής, παραβιάσεις εις άλλα σημεία. Αντιθέτως, οι χειρισταί της αεροπορίας η οποία αναχαιτίζει ευρίσκονται εις διαρκή εγρήγορση, απογειώνονται υπό όρους συναγερμού και παραμένουν εις περιπολία εις τους τόπους των παραβιάσεων −και άλλοι εις άμεση ετοιμότητα επί του εδάφους− και μετά την λήξη της εμπλοκής, διότι είναι πάντοτε πιθανή η επάνοδος των απομακρυνθέντων αντιπάλων και η ανάγκη συνεχείας της αναχαιτίσεως.

Εν ολίγοις, η Ελληνική πλευρά τίθεται προ του γενικού κανόνος −υπό τους ειδικωτέρους όρους του επιχειρησιακού παιγνίου αεροπορικών παραβιάσεων και αναχαιτίσεων−, ότι ο έχων την πρωτοβουλία πλεονεκτεί έναντι εκείνου ο οποίος προκαλείται να αντιδράσει. Ανακύπτει, όμως, και σειρά άλλων παραμέτρων επιδεινωτικών της καταπονήσεως του υλικού και του προσωπικού της Ελληνικής Αεροπορίας, συγκριτικώς προς εκείνη της Τουρκικής.

Προ παντός άλλου, τα αεροσκάφη της Τουρκικής αεροπορίας είναι περισσότερα, νεώτερα (εξελιγμένων παραλλαγών του βασικού τύπου F16) και κατά λογική υπόθεση, καλύτερα συντηρούμενα, διότι η άλλη πλευρά δεν αντιμετωπίζει την ιδία οικονομική δυσχέρεια προμηθείας ανταλλακτικών. Επίσης, η απόστασις μεταξύ των Μικρασιατικών βάσεων εξορμήσεως των Τουρκικών αεροσκαφών και των σημείων των παραβιάσεων υπεράνω του Ανατολικού Αιγαίου είναι, συνήθως, πλησιεστέρα απ’ ό,τι των Ελληνικών τα οποία απογειώνονται προς αναχαίτιση από βάσεις του ηπειρωτικού εδάφους, της Σκύ­ρου ή της Κρήτης.

Τέλος και ο αριθμός των χειριστών της Τουρκικής αεροπορίας παραμένει μεγαλύτερος του αντιστοίχου της Ελληνικής. Είναι, στην καλύτερη περίπτωση, οριακή, πλέον, η αξία του παρηγόρου κοινού τόπου, ο οποίος έχει κατά κόρον αναμασηθεί, ότι η εκκαθάρισις προσωπικού της Τουρκικής Αεροπορίας όλων των βαθμίδων, μετά το πραξικόπημα του Ιουλίου του προπαρελθόντος έτους, έχει αποδώσει το πλεονέκτημα του αριθμού των ιπταμένων στελεχών στην Ελληνική πλευρά. Πρέπει, σχετικώς, να συγκρατηθεί ότι έχει, έκτοτε, παρέλθει διετία, κατά την διάρκεια της οποίας, δια συνδυασμού επισπεύσεως της εκπαιδεύσεως νέων στελεχών και επανόδου, εις τα χειριστήρια, αξιωματικών των οποίων η σταδιοδρομία ως ιπταμένων είχε λήξει –συνήθως αντισμηνάρχων και σμηνάρχων οι οποίοι είχαν προσφάτως αποστρατευθεί−, τα κενά έχουν, κατά μέγα μέρος, καλυφθεί. Έχει, αναμφιβόλως, επέλθει μείωσις της δυναμικότητος των ανθρωπίνων πόρων της Τουρκικής Αεροπορίας, η οποία δεν έχει ακόμη πλήρως αντισταθμισθεί. Αυτή, όμως, δεν είναι πλέον εκείνη των πρώτων ημερών μετά το πραξικόπημα. Πάντως, ως προς το εν προκειμένω ουσιώδες, φαίνεται να έχει αποκατασταθεί η αριθμητική υπεροχή του ιπταμένου προσωπικού των σμηνών τα οποία εκτελούν τις παραβιάσεις, εφ’ όσον και το πλεονέκτημα της πρωτοβουλίας λειτουργεί, όπως προανεφέρθη, ως πολλαπλασιαστής.

Είναι, συνεπώς, αναγκαίος ο εξορθολογισμός των όρων αντιμετωπίσεως των Τουρκικών παραβιάσεων του εθνικού εναερίου χώρου και επί του επιχειρησιακού και επί του πολιτικού/στρατηγικού επιπέδου, διότι, προς το παρόν, η Ελληνική πλευρά υφίσταται φθορά δυσανάλογη προς εκείνη του αντιπάλου. Πρέπει, κυρίως, να παύσει να επιχειρείται αναχαίτισις κάθε παραβιάσεως. Είναι επιβεβλημένη πλέον η εισαγωγή όρων και κριτηρίων επιλεκτικότητος των αναχαιτίσεων –όταν π.χ., η κατατομή των Τουρκικών σχηματισμών εμφανίζεται ασυνήθως απειλητική, αν η παραβίασις εκτελείται εις βάθος εντός του εθνικού εναερίου χώρου του Κεντρικού ή και του Δυτικού Αιγαίου, όταν η αναχαίτισις κρίνεται χρήσιμη χάριν εκπαιδευτικής σκοπιμότητος, αν ο χρόνος της παραβιάσεως παρατείνεται κ.ο.κ.

Οπωσδήποτε, δεν θα επέλθει μείωσις της Ελληνικής κυριαρχίας εις τα σημεία του εθνικού εναερίου χώρου όπου επιχειρείται παραβίασις, αν αυτή δεν αναχαιτισθεί. Να μην λησμονείται ότι, δεδομένων των αποστάσεων και των ταχυτήτων, συχνά τα Ελληνικά αεροσκάφη φθάνουν, ούτως ή άλλως, εις τους τόπους των παραβιάσεων μετά την λήξη τους, όταν τα Τουρκικά έχουν ήδη αποχωρήσει.

Πρέπει, συνεπώς, να μειωθούν τα όρια της πρωτοβουλίας της Τουρκικής αεροπορίας να κινητοποιεί και να φθείρει κατά βούληση τα μέσα και τους ανθρωπίνους πόρους της Ελληνικής. Τούτο, όμως, δεν αρκεί. Είναι, πέραν αυτού, αναγκαία και η εισαγωγή στοιχείων αβεβαιότητος ως προς την εκάστοτε επιχειρησιακή αντίδραση της Ελληνικής πλευράς και γενικώς, η αποκατάστασις ίσων όρων πρωτοβουλίας της και ικανότητός της να προκαλεί, όταν και εκείνη θα επιλέγει, κινητοποίηση των μέσων και του προσωπικού της γείτονος. Ο σκοπός αυτός, της εξισορροπήσεως της μέχρι στιγμής Τουρκικής επιχειρησιακής και τακτικής πρωτοβουλίας, θα υπηρετηθεί, επαρκώς, αν αντί της αναχαιτίσεως όλων των παραβιάσεων, αρχίσει να επιχειρείται η ανταπόδοσίς τους εις ποσόστωση η οποία θα προσδιορίζεται βάσει συνδυασμού γενικών κριτηρίων και ειδικωτέρων, εκάστοτε, συνθηκών.

Η λύσις, δηλαδή, του συνθέτου προβλήματος της μειώσεως της καταπονήσεως της Ελληνικής αεροπορίας χωρίς πρόκληση εντυπώσεων ηυξημένης ανοχής των παραβιάσεων και, εν ταυτώ, αποκαταστάσεως όρων Ελληνικής επιχειρησιακής πρωτοβουλίας ίσης προς την Τουρκική, συνίσταται στην υιοθέτηση μίγματος, αφ’ ενός, μικροτέρου αριθμού αναχαιτίσεων και αφ’ ετέρου, ποσοστώσεως αντι-παραβιάσεων.

Οι κίνδυνοι προκλήσεως «ατυχήματος» ή «θερμού επεισοδίου» δεν θα είναι αισθητώς μεγαλύτεροι εκείνων τους οποίους συνεπάγεται η παρούσα επιχειρησιακή μεθόδευσις της αδιαλείπτου αναχαιτίσεως των παραβιάσεων· ίσως, μάλιστα, και να μειωθούν, επί τακτικού επιπέδου τουλάχιστον, διότι, αν μη τι άλλο, μειουμένων των αναχαιτίσεων, θα είναι σημαντική και η μείωσις του συνολικού χρόνου των εικονικών –αλλά πάντοτε επικινδύνων– αερομαχιών. Οι χρόνοι παραμονής των Ελληνικών αεροσκαφών εντός του Τουρκικού εναερίου χώρου θα είναι, εκ των πραγμάτων, εξ’ ίσου σύντομοι όπως και των Τουρκικών εντός του Ελληνικού· η κατάρριψίς τους θα είναι εφικτή μόνον αν η Άγκυρα αναλάβει την πολιτική ευθύνη θερμής καταδιώξεως και πλήγματος εντός του Ελληνικού ή του διεθνούς εναερίου χώρου.

Δεν πρέπει, σχετικώς, να διαφύγει της προσοχής ότι η καταγραφή όλων των πτήσεων εκ μέρους των Συμμαχικών αρχών είναι αυτόματη, ανελλιπής, πλήρης και ακριβής. Κάθε Τουρκική παραβίασις του Ελληνικού εναε­ρίου χώρου παρατηρείται και καταγράφεται εις πραγματικούς χρόνους. Μετά επαναλαμβανόμενες καταγεγραμμένες, απρόκλητες, Τουρκικές παραβιάσεις του Ελληνικού εναερίου χώρου, η ανταποδοτική υφή μιας Ελληνικής παραβιάσεως, του Τουρκικού, θα δύναται να αποδειχθεί χωρίς να επιδέχεται αμφισβή­τηση.

Ατυχώς, την νέα θεώρηση του όλου φαύλου κύκλου παραβιάσεων και αναχαιτίσεων, αλλά και γενικώς της διαφυλάξεως της κυριαρχίας του εθνικού εναερίου χώρου του Αν. Αι­γαίου δυσχεραίνει –διότι καθιστά ασαφή τα όρια του χώρου, εντός του οποίου η Ελληνική Αεροπορία πρέπει να αναχαιτίζει πτήσεις μαχητικών αεροσκαφών–, η διαιώνισις της Ελληνικής εμμονής επί της ισχύος παλαιάς (Π.Δ. 6ης/9ου/1931, συνδ. προς Ν. 5017/1931 και μεταγενέστερα νομοθετικά κείμενα) εσωτερικής νομοθετικής ρυθμίσεως ότι το εύρος αστυνομεύσεως της αεροπλοΐας από τις Ελληνικές Αρχές, ορίζεται εις 10 ναυτικά μίλια, δηλαδή, υπερβαίνει κατά 4 ναυτικά μίλια το εύρος των εθνικών χωρικών υδάτων. Είναι πρόδηλη η «ανεδαφικότητα» –στην κυριολεξία του όρου– της εσωτερικής εκείνης ρυθμίσεως, διότι κάθε στήλη εναερίου χώρου στηρίζεται αμέσως επί επιφανείας του χερσαίου ή θαλασσίου εδάφους, η οποία και αποτελεί πάντοτε την βάση υψώσεως της στήλης αυτής. Άλλως, ποια θα ήταν η βάσις από την οποία θα αρχίζει η διάστασις του «αέρος» ; Ο παραλογισμός είναι, προ παντός άλλου, στερεομετρικός. Κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου όταν η αεροπλοΐα διήνυε εμβρυακή, ακόμη τότε, φάση της εξελίξεώς της και η κατανόησις ωρισμένων εννοιών ήταν ασαφής, ανάλογη ρύθμιση είχαν υιοθετήσει και 2-3 άλλες χώρες. Ουδεμία, όμως, πλέον. Εις κάθε περίπτωση, ουδείς, φιλικώς ή εχθρικώς διακείμενος, ανεγνώρισε ποτέ –η παράλειψις ρητής αμφισβητήσεως δεν σημαίνει αποδοχή–, παρομοία επέκταση της ζώνης Ελληνικής αστυνομεύσεως του εναερίου χώρου πέραν οποιασδήποτε χερσαίας ή θαλασσίας εδαφικής βάσεως. Επί δεκαετίες τα ιπτάμενα μέσα και των Ρωσικών Ναυτικών Μοιρών της Μεσογείου και του Αμερικανικού 6ου Στόλου και Βρετανικών μονάδων στην περιοχή, αγνοούν το εν λόγω προσάρτημα 4 επιπλέον μιλίων, υποτιθεμένης, Ελληνικής εναερίου αστυνομεύσεως και δεν υποβάλλουν σχέδια πτήσεως εντός αυτού. Η είσοδος, μάλιστα, εντός της ζώνης αυτής ελικοπτέρων του Σοβιετικού Στόλου ήταν ιδιαιτέρως συστηματική κατά την διάρκεια της 10ετίας 1980. Ουδέποτε, εξ’ άλλου, έχει επιχειρηθεί η ανάσχεσις μεταξύ 6 και 10 ναυτικών μιλίων οποιωνδήποτε άλλων στρατιωτικών πτήσεων πλην των Τουρκικών, τις οποίες, βεβαίως, η Ελληνική Αεροπορία αναχαιτίζει ανελλιπώς.

Όποτε η Αχίλλειος αυτή πτέρνα έχει τεθεί υπ’ όψιν των πολιτικών προϊσταμένων της Διπλωματικής Υπηρεσίας από τους κορυφαίους νομικούς εμπειρογνώμονές της, αλλά και από υπηρεσιακούς λειτουργούς της –τους πλέον θαρραλέους τουλάχιστον–, έχει δοθεί η απάντησις ότι η εγκατάλειψις αυτής της θέσεως θα συνεπήγετο «βαρύ κόστος» εις εντυπώσεις – και πάλι η μάστιγα του «πολιτικού κόστους»– και δεν θα ήταν νοητή χωρίς σοβαρά ανταλλάγματα της Τουρκικής πλευράς.

Ευπειθώς, νομικοί εμπειρογνώμονες και διπλωματικοί υπάλληλοι, διεμόρφωσαν την θεωρία ότι εν όψει του διαδραμόντος από την εισαγωγή τους χρόνου, η σειρά των προαναφερθέντων νομοθετικών κειμένων έχει, πλέον, αναχθεί εις θέση κανόνων εθιμικού δικαίου.

Ατυχώς, όσος χρόνος και αν παρέλθει από την πρώτη εισαγωγή μιας ιδιορρυθμίας εσωτερικού Δικαίου, ουδέποτε, τυχούσης διεθνούς αναγνωρίσεως, δεν την καθιστά κανόνα Εθιμικού Διεθνούς Δικαίου. Ούτε θα προσέφερε ποτέ, κανείς, ανταλλάγματα έναντι της παραχωρήσεως μιας θέσεως την οποία ουδεμία ναυτική δύναμις ανεγνώρισε ποτέ ή συνεμορφώθη προς αυτήν.

Παρόμοια γραφική εκκεντρικότητα της εσωτερικής Ελληνικής νομοθεσίας δεν θα είχε τόση σημασία –δεν θα ήταν και η μόνη–, αν προ παντός άλλου, δεν απεδυνάμωνε την ενότητα των κατά τα λοιπά άριστα τεκμηριωμένων και ισχυρών Ελληνικών θέσεων επί των θεμάτων Δικαίου της Θαλάσσης και των αντιστοίχων Ελληνο-Τουρκικών διαφορών. Εφ’ όσον η Ελλάς δεν αναλαμβάνει, προ του Τουρκικού casus belli τους κινδύνους επεκτάσεως χωρικών υδάτων, ούτε την αστυνόμευση τεσσάρων επί πλέον ναυτικών μιλίων εναερίου χώρου πρέπει να διεκδικεί.

Πέραν, όμως, της νομικής διαστάσεώς της, η εμμονή αυτή, επιφέρει και δυσβάστακτη επιβάρυνση του έργου των αναχαιτίσεων της Ελληνικής Αεροπορίας, επιχειρουμένων εις υψηλά ποσοστά, εντός του επιμάχου διαζώματος μεταξύ 6 και 10 ναυτικών μιλίων από τις Ελληνικές ακτές –εντός του οποίου, μάλιστα, είχε, προ πολλών ετών, απωλεσθεί αεροσκάφος και ο χειριστής του.

Η ιδιορρυθμία πρέπει να εκλείψει. Το επιτάσσει και η αίσθησις νομικής σοβαρότητος –και στοιχειωδών τοπογραφικών εννοιών– αλλά και η μέριμνα να διευκολυνθεί η υπερβεβαρυμμένη αποστολή της Ελληνικής Αεροπορίας. Αν δεν εκλείψει δια τυπικής ρυθμίσεως –αυτή, φευ, προ του φοβήτρου του πολιτικού κόστους, φαίνεται μάλλον ανέφικτη–, τουλάχιστον ας αφεθεί de facto να ατονήσει, μη επιχειρουμένων πλέον αναχαιτίσεων πέρα των 6 ναυτικών μιλίων του εθνικού εναερίου χώρου. Δεν θα αποδυναμωθεί, τότε, η Ελληνική θέσις· θα ενισχυθεί, διότι θα προσαρμοσθεί, πλήρως και επί του σημείου αυτού, στους κανόνες Διεθνούς Δικαίου των οποίων η Ελλάς διεκδικεί την αυστηρά εφαρμογή. Ούτε, όπως προανεφέρθη, θα προβληθεί εικών κάμψεως και παθητικότητος, διότι την προβολή παρομοίας εικόνος θα αποτρέψει η έναρξις Ελληνικών αντι-παραβιάσεων του Τουρκικού εναερίου χώρου.

Η άμυνα του ασθενεστέρου –και η Ελλάς είναι ο ασθενέστερος των δύο αντιπάλων– πρέπει να είναι και αποφασιστική και ευρηματική τολμηρών εναλλακτικών προσεγγίσεων και αιφνιδιασμών, αλλά και να τίθεται, πάντοτε, εντός αυστηρών δικαιοκρατικών (βλ. Υ.Γ.) πλαισίων.

 

Π.Κ.Μ.

 

Υ.Γ.1 Είναι αξιοσημείωτη η παραδοχή εγκρίτων σχολιαστών, ότι η Ελληνική πλευρά απήλλαξε –το θέμα είχε θίξει ο «Διπλωματικός Ταχυδρόμος» εις το τεύχος του Απριλίου–, το έτος 2004, την Άγκυρα από την δέσμευσή της (Ελσίνκι 1999) να αποδεχθεί την διαιτησία του ΔΔΔ της Χάγης, διότι δεν ήταν βέβαιον ότι οι διεθνείς δικασταί θα εδέχοντο πλήρως τις Ελληνικές θέσεις… Επ’ αυτού, θα ακολουθήσει ειδικώτερος σχολιασμός.

Υ.Γ.2 Δεν θα έβλαπτε κάπως μεγαλυτέρα φειδωλότητα επικοινωνιακότητος επί των Τουρκικών παραβιάσεων εκ μέρους των αρμοδίων Αρχών και των μέσων ενημερώσεως. Η δημοσιότητα ευνοεί, πάντοτε, τον παραβιάζοντα, διότι εξυπηρετεί την κυρία σκοπιμότητά του, η οποία συνίσταται εις το να προβάλει εμπράκτως ότι αμφισβητεί το ισχύον status quo.

Υ.Γ.3 Υπ’ όψιν να παραμένει, όταν γίνονται συγκρίσεις, ότι κατά την Συριακή σύρραξη η Τουρκική αεροπορία και οι χειρισταί της έχουν αποκτήσει σημαντική πραγματική πολεμική εμπειρία επιθέσεως κατά στόχων εδάφους και χρήσεως πραγματικών πυρών.

*