ΑΧΜΕΤ  ΙΝΣΕΛ

Η νέα Τουρκία του Ερντογάν

Από το δημοκρατικό όνειρο στην  αυταρχική εκτροπή

Εκδόσεις ΔΙΑΜΕΤΡΟΣ

Αθήνα 2017, σελ. 247

Κορυφαίος διανοούμενος, ο Ινσέλ διετέλεσε καθηγητής και διευθυντής του Οικονομικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Γαλατασαράι στην Κωνσταντινούπολη και Αντιπρόεδρος του Πανεπιστημίου Paris -1.

Σύμφωνα  με  τον Αχμέτ Ινσέλ. «Σήμερα, ο Ταγίπ Ερντογάν ενσαρκώνει ένα αληθινό παράδοξο. Είναι ο βασικός, και μάλιστα ο μοναδικός, παράγοντας της διεθνούς κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας του ΑΚΡ και συνεπώς της κυβερνητικής σταθερότητας, αλλά με τον τρόπο διακυβέρνησής του και με το κοινωνικό του σχέδιο αποτελεί επίσης έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής αστάθειας της Τουρκίας για τα επόμενα χρόνια». (στον πρόλογο του βιβλίου «Η νέα Τουρκία του Ερντογάν»)

Στις σελίδες του βιβλίου του Ινσέλ,  ο έλληνας αναγνώστης θα βρει την εικόνα της σύγχρονης πολιτικής πραγματικότητας της Τουρκίας.

Ο συγγραφέας  με εύληπτο λόγο  (σημαντική συμβολή της εξαιρετικής μετάφρασης της κας Κολαϊτη) εξηγεί με ποιον τρόπο κατάφερε ο Τούρκος ηγέτης να αποφύγει την τύχη παλαιότερων ισλαμιστών πολιτικών και να εδραιωθεί στην εξουσία.

Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Ινσέλ: «Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, προτού καν τελειώσει η πρώτη προεδρική θητεία του, θα έχει κυβερνήσει την Τουρκία περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, ακόμα και από τον Μουσταφά Κεμάλ, τον Πατέρα των Τούρκων».

Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) με ηγέτη τον Ταγίπ Ερντογάν κυβερνά την Τουρκία από το 2002 και ο Αχμέτ Ινσέλ εξηγεί τις αντιφάσεις της μακράς αυτής πορείας, τη συνεχιζόμενη εκλογική κυριαρχία του Ερντογάν, τη συνεργασία και τη σύγκρουση με την αδελφότητα του Φετουλάχ Γκιουλέν, καθώς και άλλα παράδοξα της σύγχρονης τουρκικής ιστορίας.

«Με έναν νεοεθνικιστικό λόγο που τροφοδοτείται από τις αναμνήσεις του οθωμανικού μεγαλείου και την εικόνα του καταπιεσμένου και περιφρονημένου από τη χριστιανική Δύση μουσουλμάνου, επιβάλλει μεθοδικά τα σύμβολα του Ισλάμ στον δημόσιο βίο και μετασχηματίζει τα πολιτισμικά ορόσημα που κληρονόμησε από τον κεμαλικό μοντερνισμό.

Με τον τρόπο αυτό ικανοποιεί τις βαθιές επιθυμίες της αποκλεισμένης από την κεμαλική τάξη κοινωνίας και κατοχυρώνει τη δημοτικότητα του», γράφει ο Ινσέλ.

Οι αποκλεισμένες κοινωνικές ομάδες με την ψυχολογία του υποτακτικού υποχρεώθηκαν να πανηγυρίσουν ένα νέο ξεκίνημα υπό  τον Ερντογάν. Οι άνθρωποι αυτοί είναι νικητές και ηττημένοι.

Αυτή  η παραλυτική αντίφαση τρώει τα σωθικά των λαϊκών στρωμάτων.(βλ. συνέντευξη της Ετζέ Τεμελκουράν στα Νέα 1-2/7/17)

Η πορεία του ΑΚΡ προς τη δημιουργία της νέας Τουρκίας ενισχύεται και από την απογοήτευση προς την Ε.Ε., της οποίας η απορριπτική στάση όπως άρχισε να εκδηλώνεται την περίοδο 2007-2008 κυρίως με πρωτοβουλίες του τότε προέδρου της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί θεωρήθηκε προσβλητική για τους Τούρκους.

Σήμερα, εκμεταλλευόμενος το «θείο δώρο» του πραξικοπήματος του Ιουλίου του 2016, ο Ερντογάν επιχειρεί να ολοκληρώσει τη πολιτική στρατηγική του, όπως εκφράζεται με την οικοδόμηση ενός κράτους- κόμματος που επιβάλλει στην κοινωνία τη βούληση ενός και μόνο ανθρώπου και ενός συντηρητικού και αυταρχικού εθνοτικοθρησκευτικού εθνικισμού.

(ας συγκρατήσουμε  αυτή την πολιτική στρατηγική)

Στον  πρόλογο της ελληνικής έκδοσης ο Αχμέτ Ινσέλ παρουσιάζει μια σύντομη σύγκριση Τουρκίας-Ελλάδας με στόχο να κατανοήσουν καλύτερα οι Έλληνες αναγνώστες την ιδιαιτερότητα του τουρκικού πολιτικού πλαισίου.

Αυτό είναι  πολύ χρήσιμο γιατί στην Ελλάδα η Τουρκία προσεγγίζεται πάντα μέσα από ειδικές οπτικές γωνίες με κυρίαρχη αυτή  του προαιώνιου εχθρού, όπως  σωστά  το υπογράμμιζε ο Άλκης Κούρκουλας  σε άρθρο του στα Νέα , συμπληρώνοντας  πολύ σωστά πως η οπτική του προαιώνιου εχθρού γεννήθηκε στην πορεία συγκρότησης  σύγχρονων εθνικών ταυτοτήτων στην οθωμανική επικράτεια.

Όσον αφορά  στις πρόσφατες σχέσεις Ελλάδας –Τουρκίας,  η  Ελλάδα πρωτοστάτησε το 1999 στο άνοιγμα της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας γιατί πίστευε  πραγματικά πως αυτό είναι  επωφελές για όλους, για την ΕΕ, για την Τουρκία, για την ευρύτερη περιοχή και  για τις διμερείς σχέσεις.

Η ΕΕ  μπορεί να είναι ο καταλύτης για  καθοριστικές  αλλαγές στην Τουρκία.

Όμως, όλες οι υποψήφιες χώρες πρέπει να αποδείξουν έμπρακτα ότι είναι έτοιμες  να ασπαστούν  τις αρχές και τις αξίες, στις οποίες  στηρίζεται το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και να υιοθετήσουν πλήρως το ευρωπαϊκό κεκτημένο.

Σήμερα, η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας  προχωράει  με αργά βήματα.

Αυτό οφείλεται σε τρεις κυρίως λόγους: στις εσωτερικές διεργασίες στην Τουρκία, στις διαφωνίες που εμφανίζουν ορισμένα  κράτη-μέλη της ΕΕ και στο Κυπριακό πρόβλημα.

Η μετάλλαξη του Ερντογάν σε αυταρχικό ηγέτη και η εγκατάλειψη εκ μέρους του της εικόνας ενός μετριοπαθούς  ηγέτη που είχε κερδίσει την υποστήριξη της Ευρώπης, συνοδεύεται το τελευταίο διάστημα από δηλώσεις που αμφισβητούν τη συνέχεια της κεμαλικής παράδοσης.

Αυτό φάνηκε  ξεκάθαρα με την αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάννης που στόχευε κυρίως στην εσωτερική αντιπολίτευση, όμως ήταν προφανές πως θα δημιουργούσε πρόβλημα και στην ελληνική κοινή γνώμη.

Η Συνθήκη της Λωζάννης δεν κινδυνεύει  από δηλώσεις όπως αυτές του Ερντογάν και του Τσαβούσογλου.

Αυτή που κινδυνεύει  είναι η πορεία των ευρωτουρκικών σχέσεων.

Μια «δύσκολη» Τουρκία, λόγω της κατάστασης στο εσωτερικό του στρατού της μετά το πραξικόπημα, με πολλά ανοικτά μέτωπα ( Συρία, Κουρδικό) σε μια περίπλοκη διεθνή συγκυρία, βλέπει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να ζητά από την Επιτροπή  των αναστολή των διαπραγματεύσεων Τουρκίας-ΕΕ , λόγω των υπερβολικών μέτρων καταστολής που λαμβάνει συνεχώς η Άγκυρα ύστερα από το πρόσφατο πραξικόπημα.

Βλέπει κυρίως τη Γερμανία να αντιτίθεται  στο άνοιγμα νέων κεφαλαίων, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων μεταξύ Τουρκίας και ΕΕ και να αποσύρει τις δυνάμεις της από το Ιντσιρλίκ τις οποίες  μεταφέρει  στην Ιορδανία.

Εδώ υπάρχει ο κίνδυνος να προσανατολιστούν οι διαπραγματεύσεις με την Τουρκία σε μια διευρυμένη  τελωνειακή ένωση με την ΕΕ. Ένα τέτοιο σενάριο έχει πολλά θετικά για την Τουρκία και τις μεγάλες οικονομίες της ΕΕ και κανένα για εμάς. Προσοχή λοιπόν!

Ας μην ξεχνάμε πως μια από τις σταθερές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι η αποφυγή των εντάσεων  με την Τουρκία παρότι η μεταπολίτευση έχει γεννηθεί μέσα από τη μήτρα της μείζονος έντασης με την Τουρκία και της απόλυτης στρατιωτικής κρίσης του 1974. (Δανείζομαι  τον εύστοχο χαρακτηρισμό από τον Ευάγγελο Βενιζέλο, ‘’Η Ελλάδα στον Κόσμο. Εκδ. Επίκεντρο, Αθήνα 2017, σ.50)

Με την Τουρκία έχουμε  κοινή παρουσία και μοιραζόμαστε κοινά συμφέροντα σε περιοχές όπως η Μέση Ανατολή, τα Βαλκάνια και η περιοχή της Μαύρης Θάλασσας και του Καυκάσου.

Το δυναμικό της ευρύτερης περιοχής  είναι τεράστιο. Όμως, ακόμα μεγαλύτερη είναι η δυναμική  που μαζί μπορούμε να δημιουργήσουμε, εάν καταφέρουμε να βάλουμε τις σχέσεις μας σε μια νέα και δημιουργική βάση, συνεργασίας και αλληλοσεβασμού.

Προς αυτήν την κατεύθυνση είναι απαραίτητη η κατανόηση των όσων συμβαίνουν στην Τουρκία με εργαλεία   όπως το εξαιρετικό βιβλίο του καθηγητή Αχμέτ Ινσέλ.

ΣΩΤΗΡΗΣ ΝΤΑΛΗΣ