Π.Κ. ΜΑΚΡΗ
Θα εστερείτο πρακτικής χρησιμότητος η ανασκόπησις του ζητήματος της ονομασίας της γειτονικής χώρας, η οποία έχει ως πρωτεύουσα την πόλη των Σκοπίων και ως ομόσπονδος Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας εκαλείτο, επί 4 και πλέον δεκαετίες, απλώς, «Μακεδονία», χωρίς αυτό να έχει ποτέ διαταράξει ιδιαιτέρως τις άριστες σχέσεις μεταξύ του Βελιγραδίου και των πολλών και διαφόρων πολιτευμάτων, καθεστώτων και κυβερνήσεων, νομίμων τε και μη, των Αθηνών.
Η προσπάθεια θα ήταν μάλλον άχαρις. Η ανάλυσις της συμπεριφοράς των μερών θα προϋπέθετε, ως προς μεν την Ελληνική πλευρά, γνώσεις ψυχιατρικής επί φοβικών συνδρόμων, κρίσεων καταθλίψεως, πανικού, ανασφαλείας, και μανίας καταδιώξεως· γενικώς, επί τεταραγμένου ψυχισμού· ως προς δε την κατανόηση της άλλης πλευράς, θα ήταν χρήσιμη η μελέτη της ροπής προς μεγαλομανή και μυθοπλαστική αναζήτηση ευπατριδικής καταγωγής, η οποία συχνά εκδηλώνεται εις περιπτώσεις τέκνων αγνώστων ή ταπεινών γονέων.
Αρκούν, άρα, να συγκρατηθούν τα πραγματικά περιστατικά της στιγμής αυτής: ότι 4 των 5 μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών –ΗΠΑ, ΗΒ, Ρωσία και Κίνα– και η πλειοψηφία των μελών της Γενικής Συνελεύσεως, περιλαμβανομένων 16 χωρών-μελών του ΝΑΤΟ και 15 κρατών-μελών της ΕΕ, έχουν ήδη αναγνωρίσει την γείτονα υπό την «συνταγματική» της ονομασία, δηλαδή, ως «Μακεδονία». Ομοίως, τα μέσα ενημερώσεως της οικουμένης ολοκλήρου, το όνομα «Μακεδονία», μόνον, χρησιμοποιούν. Επίσης, και οι επίσημοι εκπρόσωποι όσων χωρών-μελών της ΕΕ (13 εκ των 28), εμμένουν να επιδεικνύουν αλληλεγγύη προς την Ελλάδα και να αναγνωρίζουν, επισήμως, την «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας», στην πραγματικότητα, «Μακεδονία» την αναφέρουν, σχεδόν πάντοτε, όταν ομιλούν, ενώ δεν είναι πλέον σπάνια και τα Μακεδονικά ολισθήματα της γλώσσης Ελλήνων πολιτικών, οι οποίοι, αμέσως μετά, αμήχανοι και αξιολύπητοι απολογούνται.
Ακόμη και η Βορειο-Ατλαντική συνάντησις κορυφής του Βουκουρεστίου του έτους 2008, μακράν του να είναι η υποδειγματική Ελληνική επιτυχία και νίκη του υποτιθεμένου υπερηφάνου veto της τότε Ελληνικής Κυβερνήσεως –όπως αυταρέσκως, έκτοτε, επικαλούνται στελέχη της–, απετέλεσε, αντιθέτως, εμβληματική εκδήλωση των ολεθρίων συνεπειών περιττών παλληκαρισμών κατά την άσκηση εξωτερικής πολιτικής, χάριν εσωτερικών μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων. Ίσως χρειάζεται η υπενθύμισις: η Ελληνική Κυβέρνησις εκαυχήθη, τότε, ότι έκαμε χρήση του δικαιώματός της αρνησικυρίας. Όμως, ούτε είχε ασκήσει το δικαίωμα αυτό –διότι ευγενώς, χάρις στην Αμερικανική πλευρά, είχε αποσυρθεί εγκαίρως η υποψηφιότητα της πΓΔΜ–, αλλά, ούτε και δικαίωμα είχε να το ασκήσει –διότι, καλώς τηρηθέντων των όρων της «Ενδιαμέσου Συμφωνίας», η υποψηφιότητα είχε υποβληθεί υπό την «διεθνή» ονομασία της υποψηφίας χώρας. Ο ανόητος κομπασμός, κατέληξε να προκαλέσει την καταδίκη της Ελλάδος εκ μέρους του Δικαστηρίου Διεθνούς Δικαιοσύνης της Χάγης. Οι διεθνείς δικασταί δεν επίστευσαν τους ταλαιπώρους συνηγόρους των Αθηνών, οι οποίοι, προ του κινδύνου της καταδίκης, προσεπάθησαν να πείσουν ότι δεν είχε γίνει, τυπικώς, χρήσις Ελληνικού veto. Προτίμησαν να πιστεύσουν οπτικοακουστικά τεκμήρια, εις τα οποία ύπατοι εκπρόσωποι εκείνης της Ελληνικής Κυβερνήσεως –αν και όχι η Υπουργός Εξωτερικών της–, ενεφανίζοντο να διαβεβαιώνουν, αρειμανίως, διάφορα ακροατήριά τους, περί του αντιθέτου.
Η απόφασις εκείνη του δικαιοδοτικού οργάνου των ΗΕ, η οποία, σεμνοπρεπώς, πάντοτε αποσιωπάται, παραμένει πλέον ως δυσμενές πρόκριμα, καθοριστικής βαρύτητος και περιορίζει εις το έπακρον τα όρια των μελλοντικών Ελληνικών επιλογών.
Η παρατεταμένη περίοδος χάρητος η οποία εμεσολάβησε, οφείλεται εις το γεγονός ότι οι μείζονες Σύμμαχοι είχαν τις δικές τους επιφυλάξεις έναντι του καθεστώτος Γκρουέφσκυ και ανέμεναν την μεταβολή της εσωτερικής πολιτικής σκηνής των Σκοπίων πριν επαναθέσουν την υποψηφιότητα της πΓΔΜ επί τάπητος.
Είναι, κατά συνέπεια, προφανές ότι ο χρόνος λειτουργεί προς όφελος των Σκοπίων και ότι η πάροδός του βυθίζει, συνεχώς, βαθύτερα την Ελληνική πλευρά εις το τέλμα της «μη λύσεως», –προσφιλές πάντοτε, παρά την ανθυγιεινότητά του, περιβάλλον Ελληνικής καταφυγής προ αδιεξόδων εξωτερικής πολιτικής.
Θα έπρεπε, λοιπόν –λογικώς–, να αποτελέσει ευχάριστη και από όλους ευπρόσδεκτη, έκπληξη η πρωτοβουλία της νέας Κυβερνήσεως των Σκοπίων προς την έναρξη ενός ακόμη κύκλου διαπραγματεύσεων, εντοπισμένων επί της εξευρέσεως, μονίμου ονομασίας της πΓΔ της Μακεδονίας, κοινής αποδοχής και erga omnes, η οποία θα συνδυάζει την αναφορά του ονόματος «Μακεδονία» και γεωγραφικού προσδιορισμού.
Πολλά βεβαίως θα απέμεναν να διευκρινισθούν και να προσδιορισθούν ως προς τις επιμέρους ρυθμίσεις, την συνταγματική κατοχύρωση της νέας ονομασίας, την τήρηση της συνολικής συμφωνίας εις βάθος χρόνου και βεβαίως, την διαδικασία της εφαρμογής.
Εκ πρώτης όψεως, όμως, η Κυβέρνησις του Κου Zaev εμφανίζεται ότι στέργει να προσφέρει, εκ νέου, την erga omnes μικτή ονομασία του κράτους της. Παραιτείται, δηλαδή, από ουσιαστικά πλεονεκτήματα τα οποία έχει κερδίσει η χώρα του και προσφέρει ό,τι είχε, ήδη από τέλη του έτους 1991, προσφερθεί προς την Ελλάδα ως λύσις συμβιβασμού και απορριφθεί από το πλήρες σχεδόν φάσμα των Ελληνικών πολιτικών δυνάμεων και πρωτίστως, από αλαλάζοντα πλήθη. Αμέσως μετά, εν τούτοις, όταν η προσφορά εκείνη είχε πλέον αποσυρθεί, κάθε Κυβέρνησις των Αθηνών άρχισε να την νοσταλγεί και να την ζητεί (…) και αμφότερα τα «παλαιά» κομμάτων εξουσίας, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, την ανήγαγαν εις επίσημη θέση τους –πιθανόν, υπό κουτοπονήρους υπολογισμούς ότι η προσφορά μικτής ονομασίας erga omnes, δεν θα επαναλαμβάνετο ποτέ εις το μέλλον από τα Σκόπια και ότι το άλλοθι της αδιαλλαξίας της άλλης πλευράς δεν θα έθετε υπό δοκιμασία την δική τους συνέπεια.
Όμως, ο Κος Zaev και η Κυβέρνησίς του, συμπεριφερόμενοι, προς το παρόν, ως ειλικρινώς διατεθειμένοι να αναστρέψουν την πορεία την οποία είχαν χαράξει οι προκάτοχοί τους, ανέλαβαν την, αναμφιβόλως αξιέπαινη, πρωτοβουλία της νέας προσπαθείας εξευρέσεως ονομασίας του κράτους τους αποδεκτής και από τους γείτονές τους.
Η πρωτοβουλία προήλθε, αποκλειστικώς, από την πλευρά των Σκοπίων. Αυτό δεν πρέπει να διαφεύγει. Από την Ελληνική Κυβέρνηση δεν έλειψε, απλώς, ο κοινός νους –ή και η πονηρία– να κρίνει ότι η θετική ανταπόκρισίς της ήταν επιβεβλημένη. Ίσως κατενόησε ότι μετά την καταδικαστική απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου, του δικαιοδοτικού, δηλαδή, οργάνου των ΗΕ, η Ελληνική εκ προοιμίου αρνητικότητα προς μια πρωτοβουλία της άλλης πλευράς, η οποία φαίνεται να αντιστοιχεί προς τις ειλημμένες και δεδηλωμένες Ελληνικές θέσεις, θα είχε ολέθριες συνέπειες εις όλα τα διεθνή fora. Ίσως, επίσης, υπελόγισε ότι όποια εσωτερική τριβή και αν προεκαλείτο μεταξύ των συνιστωσών της, ο εν δυνάμει κλυδωνισμός της ΝΔ θα ήταν ακόμη ισχυρότερος. Όπως, όμως, και αν εσκέφθη, καλώς, άριστα, έπραξε δίδουσα θετική συνέχεια στην πρωτοβουλία των Σκοπίων.
Η παρούσα Ελληνική Κυβέρνησις δεν έχει ωφελήσει την χώρα. Το πλήγμα των πρώτων 10 μηνών της διακυβερνήσεώς της ήταν βαρύ και η αλληλουχία των συνεπειών θα είναι μακρά. Παρ’όλον ότι η ράβδος των Ευρωπαϊκών θεσμών και το δέλεαρ της εξουσίας επέτυχαν να την πειθαρχήσουν και να της επιβάλουν την νομοθέτηση λίγων, έστω, αναγκαίων μέτρων, δεν είναι βέβαιον αν και πότε θα επιτευχθεί η αποκατάστασις των ζημιών του μοιραίου εκείνου 10μήνου.
Είναι, παρά ταύτα, η Κυβέρνησις αυτή, εντελώς άμοιρος των ευθυνών της δημιουργίας του ζητήματος της ονομασίας του αναδυθέντος από την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας γειτονικού κράτους· άμοιροι ενοχών, τουλάχιστον, είναι η κυρία συνιστώσα της, η αριστερά, διότι οι ήσσονες κυβερνητικοί Εταίροι συγκατελέγοντο, τότε, όλοι, μεταξύ των ονοματομαχούντων της ΝΔ.
Αντιθέτως, τα δύο κόμματα της αντιπολιτεύσεως, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, υπήρξαν αποκλειστικώς υπαίτιοι των στρεβλώσεων του ζητήματος αυτού. Δεν επεχείρησαν, όπως ήθελε ο Κος Σαμαράς, την χρήση πυγμής και αποφασιστικών μέσων και μέτρων όταν αυτή, επί διάστημα 2-3 μηνών, κατά την εμβρυακή φάση της νέας κρατικής οντότητος, παρέμενε εν δυνάμει αποδοτική. Η τότε Ελληνική Κυβέρνησις προτίμησε ακόμη και να απόσχει από την επιτροπή Badinter (των Προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων των χωρών-μελών της ΕΕ, το πόρισμα της οποίας θα ήταν η conditio sine qua non της ετυμηγορίας των Ευρωπαϊκών Οργάνων επί των προϋποθέσεων της ορθώσεως ενός ακόμη ανεξαρτήτου κράτους από τα ερείπια της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας), διότι ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας (Β. Μποτόπουλος) δεν της ήταν αρεστός. Αλλά ούτε και έσπευσαν να αποδεχθούν συμφέροντες συμβιβασμούς, εγκαίρως, πριν η πλειοψηφία των μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Γενικής Συνελεύσεως των ΗΕ αναγνωρίσουν, όπως προανεφέρθη, την «συνταγματική» ονομασία του κράτους. Επροτίμησαν την παραμονή εις λιμνάζοντα ύδατα, η οποία προκαλεί μεν εθνική ελονοσία, αλλά αποτρέπει την άμεση καταβολή πολιτικού κόστους… Τώρα, οφείλουν να συμβάλουν στην επίλυση του ζητήματος, διότι η ύπαρξίς του γελοιοποιεί την χώρα και συνιστά ένα ακόμη παράδειγμα Ελληνικής εριστικότητος, δυσλειτουργικότητος και όλων των αναφερομένων στην αρχή του κειμένου ψυχονευρωτικών καταστάσεων.
Οποιαδήποτε διάστασις εις τους κόλπους του Κυβερνητικού Συνασπισμού δεν θα συνιστά επαρκές πρόσχημα αποφυγής από την ΝΔ και το νεοπαγές «Κίνημα Αλλαγής», να λάβουν θέση επί της ουσίας οποιασδήποτε προτάσεως συμφωνίας θα κατετείθετο στην Βουλή. Παντού εις τα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα, Κυβερνήσεις, ακόμη και μονοκομματικές, φέρουν, επανειλημμένως, προς ψήφιση νομοσχέδια επί των οποίων στελέχη τους ή βουλευταί τους, διαφοροποιούνται, χωρίς η αντιπολίτευσις, εξ αυτού και μόνον του λόγου, να καταψηφίζει ή να απέχει και να μη λαμβάνει θέση επί της ουσίας του νομοσχεδίου.
Μόνον επί ενός σημείου η αντιπολίτευσις δικαιούται και πρέπει να επιμείνει: παντού όπου επικρατεί ορθή κοινοβουλευτική δεοντολογία ή και απλώς, κόσμια κοινοβουλευτικά ήθη –ακόμη απλούστερα, κοινή ευπρέπεια–, μια Κυβέρνησις η οποία κατά την ψηφοφορία επί κρισίμου νομοσχεδίου της χάνει την αυτοδυναμία της, θεωρεί –ιδίως αν η νομοθετική πρότασίς της έχει, τελικώς, υπερψηφισθεί χάρις στις ψήφους της αντιπολιτεύσεως–, ότι έχει de facto, ατύπως, απωλέσει την «δεδηλωμένη» της πλειοψηφία και παραιτείται. Επ’αυτού, η συμπεριφορά της σημερινής Κυβερνήσεως, υπήρξε έως τώρα κυνική. Τα κόμματα της αντιπολιτεύσεως οφείλουν να συνεχίσουν να εγείρουν την ένστασή τους αυτή, και να την θέσουν ακόμη και ως απαίτηση έναντι κάθε κοινοβουλευτικής συνεχείας η οποία θα εδίδετο επί κειμένων συμφωνίας μεταξύ Αθηνών και Σκοπίων.
Να μην λησμονείται, παρά ταύτα, ότι η θετική, επί του προκειμένου, ανταπόκρισις της Κυβερνήσεως δεν θα αντιστοιχεί εις τυπική, θεσμική, υποχρέωσή της, αλλά εις διακριτική ευχέρειά της. Εξαρτάται, όπως εσημειώσαμε, από την αίσθηση κοινοβουλευτικής δεοντολογίας. Κατά τα τεκμήρια της μέχρι στιγμής συμπεριφοράς της, αυτή η Κυβέρνησις μάλλον δεν θα εντυπωσιασθεί και δεν θα υποκύψει εις επιταγές καλών, αστικών, κοινοβουλευτικών τρόπων. Η εξουσιαστική συγκατοίκησις των δύο συνιστωσών της μάλλον θα συνεχισθεί, όπως και αν εκάστη ψηφίσει επί του προκειμένου.
Αν, όμως, η Κυβέρνησις θέλει να εκκολάπτει νέα κοινοβουλευτικά ήθη, τα κόμματα της αντιπολιτεύσεως, οφείλουν να επιδείξουν και εκείνα το ήθος τους και κυρίως, την συνέπειά τους και την αίσθηση ευθύνης τους επί των πράξεων και παραλείψεων των ημερών της δικής τους διακυβερνήσεως. Οφείλουν, χωρίς να στραφούν εις υπεκφυγές, να υπερψηφίσουν μια συμφωνία η οποία θα βασίζεται επί των ειλημμένων και δεδηλωμένων θέσεών τους επί της ονομασίας της γείτονος –δηλαδή, μικτή ονομασία erga omnes, όπου θα περιέχεται το όνομα «Μακεδονία» και επιθετικός του προσδιορισμός, καθώς και επαρκείς όροι διακοπής των κρατικής εκπορεύσεως δράσεων αλυτρωτικής προπαγάνδας. Διακυβεύεται η αξιοπρέπεια και η σοβαρότητά τους εντός και εκτός της επικρατείας.
Προκαλεί παροξυσμούς γέλωτος πολλών, εδώ, διπλωματικών παρατηρητών η διοχέτευσις δηλώσεων –διαψευδομένων ή μη–, ενίων πολιτικών, σημαντικού –και στην κυριολεξία βάρους–, ότι όταν έλεγαν «μικτή ονομασία» δεν εννοούσαν ότι θα περιελάμβανε το όνομα «Μακεδονία»…
Αν η Ελληνική πλευρά, μετά την καταδικαστική απόφαση του Διαρκούς Δικαστηρίου Διεθνούς Δικαιοσύνης της Χάγης, προβληθεί ως υπαίτιος απορρίψεως εντίμου συμβιβασμού, θα είναι πλέον ανοικτή η οδός της καταδίκης της από τη Γενική Συνέλευση των ΗΕ. Η πλειοψηφία των μελών της έχει –ας επαναληφθεί αυτό, έστω και κατά κόρον–, ήδη διμερώς αναγνωρίσει την πΓΔΜ υπό την «συνταγματική», αμιγή ονομασία της. Θα είναι θέμα λίγου χρόνου πριν η γείτων γίνει δεκτή υπό την ιδία ονομασία εις τους κόλπους του κυρίου οργανισμού της διεθνούς κοινότητος. Το veto της Γαλλίας, του μόνου συμπαθώς προς την Ελλάδα φερθέντος μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας, χάρις εις το οποίο είχε αποφευχθεί προ ετών παρομοία καταληκτική δυσμενής εξέλιξις, δεν θα παραμείνει επ’άπειρον επί της τραπέζης.
Συγχρόνως, έχει ήδη αρχίσει η Βουλγαρική Προεδρία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, η οποία έχει θέσει ως προτεραιότητά της την επανεκκίνηση της διαδικασίας εντάξεως των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων και πρέπει, όλως ιδιαιτέρως, να σημειωθεί ότι μετά την πτώση της Κυβερνήσεως Γκρουέφσκυ, επήλθε ραγδαία βελτίωσις σχέσεων μεταξύ Σόφιας και Σκοπίων. Αδιαλλαξία, άρα, προς τα Σκόπια θα ψυχράνει περαιτέρω και τις ούτως ή άλλως, όχι ιδιαιτέρως θερμές Ελληνο-Βουλγαρικές σχέσεις. Αντιστοίχως, η έντασις των σχέσεων μεταξύ Αθηνών και Τιράνων αυξάνει· προς την Πρίστινα, η Ελλάς, όπως και η Ισπανία, εξακολουθεί να αρνείται την αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Κοσσόβου και προς την Άγκυρα, η διαρκής επισφάλεια των σχέσεων είναι, προς το παρόν, δεδομένη και η διατάραξις της ισορροπίας δυνάμεων ανεπανόρθωτη.
Είναι επιθυμητή η διατήρησις κακών σχέσεων μεταξύ της χώρας μας και όλων των όμορων χωρών; Δεν έχει έλθει ο χρόνος ιεραρχήσεως των κινδύνων, επιλογής του μη χείρονος και περιορισμού των εστιών διασυνοριακών εντάσεων;
Μας διακατέχει τόση αυτοπεποίθησις προ των αχαρτογραφήτων υδάτων της οικονομίας μετά την λήξη των μνημονίων –και ίσως και των όσων, λίγων εκλογικεύσεων, επέτυχαν να επιβάλουν;
Οι σημερινοί κυβερνώντες των Σκοπίων είναι ασυγκρίτως ελκυστικώτεροι όλων των προκατόχων τους. Η ιδεολογική τους ιδιοσυστασία, η πολιτική τους φρασεολογία και η γενεά στην οποία ανήκουν εμπνέουν εμπιστοσύνη· δεν είναι καρπός του φυτωρίου του Τιτοϊκού καθεστώτος. Ο Ευρωπαϊσμός τους ακούγεται αυθεντικός. Αντιμετωπίζουν ισχυρά εσωτερική αντίσταση από τις δυνάμεις της προηγουμένης τάξεως πραγμάτων των οποίων ηγείται ο αρχηγός του κράτους, ο Πρόεδρος Ιβάνωφ. Κατ’ αυτών κινητοποιείται και το καθεστώς του Κρεμλίνου, διώκτης και υπονομευτής, όλων των Ευρωφίλων, Φιλελευθέρων ή Σοσιαλδημοκρατών, πολιτικών σχηματισμών επί της Ευρωπαϊκής ηπείρου. Εξ’ού, άλλωστε, και η παρότρυνσις –χαρακτηριστική της τυχοδιωκτικής ανηθικότητος του καθεστώτος του–, την οποία απηύθυνε προς την Ελληνική πλευρά, να μην δεχθεί την σύνθετη ονομασία, ο Ρώσος Υπουργός Εξωτερικών Κος Lavrov, παρ’όλον ότι η χώρα του έχει, μεταξύ των πρώτων, αναγνωρίσει την αμιγή, «συνταγματική» ονομασία, «Δημοκρατία της Μακεδονίας»!…
Εν τούτοις, η Κυβέρνησις του Κου Zaev εμφανίζεται να τολμά. Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία της είναι ισχνή· στερείται της δυνατότητος να προβεί στην ευρεία Συνταγματική αναθεώρηση την οποία επιτακτικώς προϋποθέτει ή συνεπάγεται οποιαδήποτε ολοκληρωμένη συμφωνία μεταξύ των Αθηνών και των Σκοπίων επί της ονομασίας της χώρας, αλλά και της αλυτρωτικής προπαγάνδας, η οποία αρχίζει από άρθρα του ιδίου του Συντάγματος. Πιθανότατα, όποια συμφωνία και αν επετυγχάνετο, θα παρέμενε εκκρεμής λόγω του συσχετισμού δυνάμεων εις τα Σκόπια – επί των οποίων, τότε, θα έπιπτε, κυρίως, ο ψόγος επί ενός νέου, τελικού, αδιεξόδου.
Αλλά ατυχώς, τίθενται και πάλι, στις πλατείες και τις λεωφόρους των Ελληνικών πόλεων, όλα τα ερείσματα επιχειρηματολογίας, η οποία θα ρίπτει την ευθύνη ενός ναυαγίου των διαπραγματεύσεων επί της Ελληνικής πλευράς.
Η συλλογική υστερία καθοριστικών όγκων του πληθυσμού της χώρας είχε, αυθορμήτως και πρωτογενώς, προσδιορίσει κατά την διετία 1990-92 την στάση των πολιτικών. Ο μεγάλος όγκος, η κρίσιμη μάζα των πολιτών έφερε και τότε, την κύρια ευθύνη όπως και επί όλων των δεινών της χώρας, διότι στις δημοκρατίες της εξισωτικής, διαδικτυακής εποχής, οι πολιτικοί –καλώς ή κακώς–, δεν παριστούν παρά την συνισταμένη του ήθους και της νοημοσύνης των εκλογέων τους, τελούντων υπό την ψευδαίσθηση παντογνωσίας.
Όπως και προ 25ετίας, διασταυρούμενες, δημοσκοπικές μετρήσεις προβάλλουν κλιμάκωση του παραλογισμού. Ανεξέλεγκτα, τυχοδιωκτικά, στοιχεία αποσπούν και πάλι την πρωτοβουλία. Πράοι ιερείς και καλόγηροι κραδαίνουν, πάλι, Ποιμαντορικές Ράβδους και Εξαπτέρυγα ως δόρατα και ρόπαλα. Ακόμη και εγνωσμένου ορθολογισμού πολιτικοί καταλήγουν να σύρονται από γραφικούς τύπους, ρασοφόρους και αποστράτους ενστόλους και να δηλώνουν ότι ο όγκος ενός πλήθους επιβάλλει να τυγχάνει σεβασμού η θέλησίς του…
Η ιαχή του πλήθους «η Μακεδονία είναι μόνο Ελληνική», απόηχος είτε αβυσσαλέας αγνοίας και ηλιθιότητος, είτε αγρίου, βαναύσου εθνικισμού, τρομάζει και τους γείτονες και τους Εταίρους της Ελλάδος. Η πολιτική τάξις της χώρας έχει καθήκον –αλλά μάλλον όχι και την βούληση ή το θάρρος–, να ελέγξει την υστερία. Δεν μονοπωλείται το όνομα μιας γεωγραφικής περιοχής, η οποία κατά το ήμισυ σχεδόν του εδάφους της εκτείνεται πέραν των Ελληνικών συνόρων. Ο όγκος ενός πλήθους δεν καθιστά σεβαστή ή καν ανεκτή την παράνοιά του.
Οι βάλτοι της Μακεδονίας υπήρξαν τόποι διεξαγωγής του Μακεδονικού αγώνος κατά τα πρώτα έτη του 20ού αιώνος. Εξ’ού και ο τίτλος του ηρωικού διηγήματος της Πηνελόπης Δέλτα ο οποίος επελέγη και ως τίτλος του κειμένου αυτού. Μετά έναν και πλέον αιώνα, φαίνεται μυστικιστική, αποκρυφιστική σχεδόν, η εμμονική παρόρμησις του μεγάλου όγκου του πληθυσμού και της πολιτικής τάξεως της χώρας να ρίπτονται εις βαλτοτόπους, τέλματα και κάθε είδους νοσηρά λιμνάζοντα ύδατα και να ανθίστανται σθεναρώς κατά πάσης διασώσεως.
Π.Κ.Μ.
ΤΡΙΑ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ
Υ.Γ.1: Η αποστροφή του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως «δεν θα διχάσουμε τους Έλληνες για να ενώσουμε τους Σκοπιανούς» προκαλεί αλγεινή εντύπωση· ιδίως, μεταξύ των φιλελευθέρων ομοϊδεατών του. Κατανοούν την δεινή θέση ενός φιλελευθέρου πολιτικού αγωνιζομένου να συγκρατήσει πρωτογόνους «Λαϊκούς δεξιούς» και ιδιοτελείς ενδοκομματικούς αντιπάλους. Αλλά, κάθε επιλογή διχάζει. Είναι νοητή η επιλογή της παραλύσεως, της ακινησίας, της ομφαλοσκοπίας χάριν «ενότητος», στην οποία θα συμμετέχουν ακραίοι και γραφικοί; Θα επικρατεί τότε, διαρκώς, ο εκβιασμός και ο καταναγκασμός των σκεπτομένων από τους ολιγόνοες οι οποίοι και θα κυριαρχούν.
Ούτως ή άλλως, πιθανότητα «να ενώσουμε τους Σκοπιανούς», δεν παρίσταται. Η φθορά και η τριβή δημοφιλίας της Κυβερνήσεως Zaev εξ αιτίας της προσφοράς της, δυασαναλόγου των δυνάμεών της, είναι χειροτέρα εκείνης την οποία φοβείται οποιοσδήποτε από Ελληνικής πλευράς διότι, ο ιδεοληπτικός φανατισμός και η ιστορική μυθομανία μεταξύ και των δικών της οπαδών και αντιπάλων περισσεύουν. Εξ άλλου, είναι εκείνη η οποία εγκαταλείπει παγία, ειλημμένη εθνική θέση, αποδεκτή από την πλειονότητα των μελών της διεθνούς κοινότητος και κερδισμένα ήδη, τακτικά και στρατηγικά πλεονεκτήματα· αντιθέτως, η περιλαμβάνουσα το όνομα Μακεδονία σύνθετη ονομασία υπήρξε η θέσις όλων των Ελληνικών κομμάτων και επίσημη προγραμματική της Νέας Δημοκρατίας (2007), από δεκαετίας και πλέον.
Αν η Ελληνική Κυβέρνησις απεπειράτο να φέρει προς ψήφιση συμφωνία η οποία δεν θα περιελάμβανε και την Συνταγματική αναθεώρηση στην Βουλή των Σκοπίων, μόνη λυσιτελή εγγύηση λήξεως της κρατικής αλυτρωτικής προπαγάνδας, τότε η Αντιπολίτευσις ας εξαπέλυε τους μύδρους της· αλλά, όχι εκ προοιμίου, επί του ονόματος, αυτοαναιρουμένη.
Υ.Γ.2: Όσον αφορά την Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία πέραν των απειλητικών ποιμαντορικών ράβδων ωρισμένων ιεραρχών εγείρει και το θέμα των σχέσεων της Εκκλησίας των Σκοπίων και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ας λάβει υπ’όψιν ότι όποια και αν είναι η υστέρησις των δημοκρατικών θεσμών της 25ετούς, κρατικής οντότητος, ο χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας είναι, εκεί, δεδομένος. Επίσης, ότι η σχισματική, έναντι του Πατριαρχείου, «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία-Αρχιεπισκοπή Οχρίδος» τελεί υπό απόλυτη Ρωσική επιρροή και είναι φανατική πολέμιος και του Κου Zaev και παντός συμβιβασμού επί της ονομασίας.
Υ.Γ.3: Θα είχε ελπίσει κανείς ότι από τα έτη της κρίσεως –η οποία ήταν, αμιγώς, ο καρπός καθολικών, σχεδόν, λαϊκών επιλογών και επιταγών κρατισμού και δημοσιονομικής ασωτείας κατά την διάρκεια μακρών δεκαετιών–, θα είχε επέλθει θεραπευτικός, μέχρις ενός βαθμού, κλονισμός της Ελληνικής κοινής γνώμης, αντιλαμβανομένης, πλέον, ότι η συλλογική ευθυκρισία της πάσχει.
Βάσει ιατρικών παρατηρήσεων, όσοι ανανήπτουν μετά σοβαρούς τραυματισμούς ή και λίγα λεπτά κλινικού θανάτου, βελτιώνουν τις συνήθειες του καθημερινού βίου τους, όπως και την πρόσληψη της πραγματικότητος η οποία τους περιβάλλει και τους τρόπους της αλληλεπιδράσεώς τους προς αυτήν. Φαίνεται ότι η τραυματική εμπειρία της κρίσεως δεν ήρκεσε να βελτιώσει την επικοινωνία μεταξύ του νέο-Ελλαδικού πληθυσμού, κατά την συλλογική έκφρασή του και της πραγματικότητος.