ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Καιρίδη

Καθηγητή Διεθνών Σχέσεων,
Πάντειο Πανεπιστήμιο

 

Για την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) το 2017 σημαδεύτηκε από την αλλαγή κυβέρνησης. Μετά από έντεκα χρόνια, ο ολοένα και πιο αυταρχικός Νίκολα Γκρουέφσκι αντικαταστάθηκε από τον μετριοπαθή Ζόραν Ζάεφ. Η αλλαγή κυβέρνησης στα Δυτικά Βαλκάνια δεν είναι ούτε συχνή ούτε εύκολη υπόθεση. Άλλωστε, στο γειτονικό Μαυροβούνιο κυβερνά το ίδιο κόμμα, μετεξέλιξη του κομουνιστικού, και ο ίδιος λίγο-πολύ ηγέτης, ο Μίλο Τζουκάνοβιτς, από το 1989 μέχρι σήμερα.

Αυτό δεν εμπόδισε το ΝΑΤΟ να δεχτεί στους κόλπους του το «δημοκρατικό» Μαυροβούνιο. Είναι προφανές ότι η Δύση δεν επιθυμεί την παρουσία της Ρωσίας στην περιοχή αλλά και πως η Ρωσία βλέπει ανταγωνιστικά και προσπαθεί να εμποδίσει τον «εξευρωπαϊσμό» των χωρών της περιοχής, την οποία η ένταξη στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) σηματοδοτεί. Μέσα σε αυτή τη γεωστρατηγική αντιπαλότητα, η Δύση άλλοτε κάνει τα στραβά μάτια στις καταχρήσεις των τοπικών ηγεμόνων και άλλοτε συμβάλει στην αντικατάστασή τους.

Στην περίπτωση των Σκοπίων λέγεται πως δυτικές μυστικές υπηρεσίες υπέκλεψαν και στη συνέχεια διοχέτευσαν στον Τύπο τις χιλιάδες των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων μεταξύ παραγόντων του καθεστώτος Γκρουέφσκι, οι οποίες αποκάλυψαν την εκτεταμένη διαφθορά και τις αυταρχικές πρακτικές του. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς συνωμοσιολόγος για να αναγνωρίσει τη δυτική πίεση για την αντικατάσταση του Γκρουέφσκι. Η Ε.Ε. του επέβαλε τη λειτουργία ενός ειδικού ανεξάρτητου εισαγγελέα για τη διαφθορά. Ο δυτικός παράγοντας πίεσε για πρόωρες εκλογές και εγγυήθηκε το αδιάβλητό τους με την αποστολή παρατηρητών, ακόμα κι αν αυτές χρειάστηκε να αναβληθούν αρκετές φορές. Στη συνέχεια, και με παρέμβαση του φιλοδυτικού πρωθυπουργού της Αλβανίας, Έντι Ράμα, τα αλβανικά κόμματα των Σκοπίων αρνήθηκαν να συνεργαστούν με τον πρώτο σε ψήφους Γκρουέφσκι και στήριξαν τον δεύτερο Ζάεφ.

Ο Γκρουέφσκι αντέδρασε με τον τρόπο που γνωρίζει καλύτερα: επιχείρησε να προκαλέσει ταραχές και να διεγείρει τον σλαβομακεδονικό εθνικισμό, κατηγορώντας τον Ζάεφ ότι ξεπουλάει την πατρίδα στους Αλβανούς και στους ξένους. Με τη παρέμβαση της αμερικανικής διπλωματίας, ο Πρόεδρος Γκεόργκι Ιβανόφ, φίλος και σύμμαχος άλλοτε του Γκρουέφσκι, συμμορφώθηκε με τη συνταγματική τάξη και ανέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Ζάεφ, μιας και αυτός είχε εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας της βουλής. Στις τοπικές εκλογές του περασμένου Οκτωβρίου, ο Γκρουέφσκι υπέστη πανωλεθρία και ο Ζάεφ επιβραβεύθηκε και ενισχύθηκε από τους ψηφοφόρους.

Είναι προφανές ότι ο λαός των Σκοπίων έχει αποφασίσει να γυρίσει σελίδα και επιχειρεί να κάνει μια νέα αρχή. Στην ΠΓΔΜ πιστώνεται ότι πέτυχε να αποσχιστεί από την πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβία χωρίς τους ποταμούς αίματος της Κροατίας και, κυρίως, της Βοσνίας και ότι απέφυγε έναν εθνοτικό εμφύλιο μεταξύ Σλαβομακεδόνων και Αλβανόφωνων. Όμως, αν κανείς επιχειρήσει έναν απολογισμό της πορείας του νέου κράτους από την ίδρυσή του το 1991 μέχρι σήμερα, δύσκολα δεν θα νιώσει απόγνωση.

Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι και περιγράφουν μια τραγωδία στα όρια της εθνικής καταστροφής: το 2017, το βιοτικό επίπεδο παρέμεινε στα επίπεδα του 1990. Η σύγκριση με άλλες χώρες της περιοχής είναι απογοητευτική: με κατά κεφαλή εισόδημα μόλις 5.000 σε σημερινά δολάρια, το βιοτικό επίπεδο της ΠΓΔΜ βρίσκεται στο μισό της Ρουμανίας (του άλλοτε διαβόητου Τσαουσέσκου) και σε λίγο καιρό θα υπολείπεται και αυτής ακόμα της Αλβανίας. Η ανεργία πλήττει το ένα τρίτο του εργατικού δυναμικού. Ένας στους πέντε κατοίκους έχει μεταναστεύσει στο εξωτερικό, κυρίως το πιο δυναμικό και μορφωμένο κομμάτι του πληθυσμού. Τέλος, στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, η πλειοψηφία των μαθητών είναι ήδη αλβανόφωνοι και όχι σλαβόφωνοι, καθώς το αλβανικό στοιχείο έχει υψηλότερη γονιμότητα και σε τριάντα χρόνια θα πλειοψηφεί αν επιμείνει η σημερινή δυναμική.

Με άλλα λόγια, ο μέσος Σλαβομακεδόνας είδε τις ελπίδες, που η ανεξαρτησία της ΠΓΔΜ γέννησε το 1991 για μια γρήγορη σύγκλιση με την αναπτυγμένη Ευρώπη, να διαψεύδονται πανηγυρικά. Από πολίτης της πιο προηγμένης χώρας της Aνατολικής Ευρώπης, της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο, υποβιβάστηκε σε πολίτη μιας από τις πιο φτωχές χώρες της Ευρώπης, με την ευρωπαϊκή της προοπτική σε αδιέξοδο, εξαιτίας της γνωστής διαμάχης με την Ελλάδα για το όνομα, και την εσωτερική της σταθερότητα αβέβαιη, καθώς δίπλα στην εθνοτική διαμάχη Σλαβόφωνων και Αλβανόφωνων υποβόσκει και η διαμάχη στο εσωτερικό της Σλαβομακεδονικής εθνότητας, μεταξύ των δεξιών εθνικιστών του VMRO και των σοσιαλιστών-πρώην κομουνιστών. Οι ξένες επενδύσεις, που εκτόξευσαν τον ρυθμό ανάπτυξης της Κεντρικής Ευρώπης και των Βαλτικών χωρών μετά το 1990, βρίσκονται καθηλωμένες, καθώς το πολιτικό ρίσκο παραμένει υψηλό, η χώρα μαστίζεται από τη διαφθορά και τη γραφειοκρατία ενώ οι φυσικοί της πόροι είναι περιορισμένοι.

Τα πιο δυναμικά στρώματα της Σλαβομακεδονικής εθνότητας συνειδητοποιούν ότι η χώρα χρειάζεται μια ριζική αλλαγή πορείας αν είναι τα επόμενα τριάντα χρόνια να μην πάνε κι αυτά χαμένα. Στις πρόσφατες τοπικές εκλογές, απελευθερωμένοι από την πίεση του καθεστώτος Γκρουέφσκι, ψήφισαν μαζικά υπέρ της αλλαγής. Στα στρώματα αυτά είναι κοινή η πεποίθηση ότι αυτή η αλλαγή περνάει από την Αθήνα και μέσα από έναν έντιμο συμβιβασμό με την Ελλάδα. Ο συμβιβασμός αυτός οφείλει να αναγνωρίζει και να σέβεται τις ελληνικές ευαισθησίες χωρίς να υπονομεύει την εύθραυστη εθνοτική συγκρότηση της ΠΓΔΜ.

Ο Ζάεφ εμφανίζει ως πρώτη προτεραιότητα όχι μόνον της εξωτερικής του πολιτικής αλλά συνολικά του κυβερνητικού του σχεδιασμού την επίλυση της διαφοράς με την Ελλάδα, ώστε να προχωρήσει η ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ και να επιταχυνθεί η ένταξη στην Ε.Ε. Ως ένα πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, μπορεί να θεωρηθεί η συμφωνία που υπέγραψε με τη Βουλγαρία το περασμένο καλοκαίρι και η επιταχυνόμενη προσέγγιση των Σκοπίων με τη Σόφια.

Παράλληλα, τα Σκόπια έχουν διαμηνύσει ότι είναι έτοιμα να προχωρήσουν, ακόμα και μονομερώς, σε μια σειρά κινήσεων καλής θέλησης προς την Αθήνα, δίχως ανταλλάγματα, για την οικοδόμηση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, εν αναμονή των ουσιαστικών διαπραγματεύσεων για το όνομα. Στο πλαίσιο αυτό, λέγεται πως ετοιμάζονται να μετονομάσουν το διεθνές αεροδρόμιο των Σκοπίων και τον αυτοκινητόδρομο που συνδέει τους Ευζώνους με τη Σερβία, που σήμερα φέρουν το όνομα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ήδη, η Aegean ανακοίνωσε την αεροπορική σύνδεση Αθήνας-Σκοπίων. Τέλος, τα Σκόπια αποδέχτηκαν τη σύσταση επιτροπής συναποτελούμενη από Έλληνες εμπειρογνώμονες, η οποία θα εξετάσει τα σχολικά εγχειρίδια της ΠΓΔΜ για τυχόν εθνικιστική προπαγάνδα. Απομένει, προφανώς, η υλοποίηση αυτών των κινήσεων.

Ο δυτικός παράγοντας, δηλαδή οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γερμανία, έχουν επενδύσει στην επιτυχία της ελληνο-σκοπιανής προσέγγισης. Γνωρίζουν, όπως γνωρίζει και ο Ζάεφ, ότι ο χρόνος είναι περιορισμένος και ότι η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να μπορεί να επιδείξει κάποια απτά αποτελέσματα για τις πρωτοβουλίες της. Οι εθνικιστές του Γκρουέφσκι καραδοκούν και εύκολα μπορεί να επανέλθουν, αν ο Ζάεφ αποδειχτεί ενδοτικός και ατελέσφορος. Γι’ αυτό, στο προσεχές διάστημα, η πίεση προς την Ελλάδα αναμένεται να αυξηθεί.

Το 2007, επί κυβερνήσεως Κώστα Καραμανλή, η ελληνική εξωτερική πολιτική πήρε μια τολμηρή πρωτοβουλία: να προτείνει έναν έντιμο συμβιβασμό στη βάση μιας σύνθετης ονομασίας έναντι όλων. Η κυβέρνηση του Γκρουέφσκι τον απέρριψε, αναγκάζοντας την Ελλάδα να προβάλει βέτο στην ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, επιβεβαιώνοντας ταυτόχρονα τη σημασία της συμμετοχής της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ. Ο Γκρουέφσκι υποτίμησε το ελληνικό σθένος και θεώρησε ότι ο Αμερικανός Πρόεδρος Τζωρτζ Μπους θα επέβαλε την άποψη του υπέρ της ένταξης της ΠΓΔΜ. Δέκα χρόνια αργότερα, η πολιτική Καραμανλή δικαιώθηκε: η Ελλάδα, αν και αποδυναμωμένη από την πολυετή οικονομική κρίση, έχει ίσως την ευκαιρία σήμερα να λύσει υπέρ της ένα εθνικό πρόβλημα που την ταλαιπωρεί εδώ και δεκαετίες.

Το μεγαλύτερο εμπόδιο βέβαια παραμένει ο λαϊκισμός και η εθνικιστική δημαγωγία. Οι υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις του τόπου συχνά εμφανίζονται φοβικές. Τα μέσα ενημέρωσης έχουν αφιερώσει ελάχιστο χρόνο στην κάλυψη των πολιτικών εξελίξεων στη γείτονα χώρα και έχουν αφήσει τον ελληνικό λαό, σε κάποιο βαθμό, στο σκοτάδι για τις ευκαιρίες που αυτές μπορεί να προσφέρουν. Επί μήνες προτίμησαν να καλύπτουν μια υποτιθέμενη κλιμάκωση της έντασης με την Τουρκία στο Αιγαίο, αδιαφορώντας πλήρως για ένα θέμα που τα ίδια στο παρελθόν είχαν αναγορεύσει σε εθνικό. Έτσι, το πεδίο παραμένει ελεύθερο για τους κάθε λογής τσαρλατάνους της πολιτικής και της δημοσιογραφίας για να πλειοδοτήσουν σε ένα ευαίσθητο θέμα που δικαιολογημένα συγκινεί τη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων.

Όμως, η Ελλάδα έχει πληρώσει πολύ ακριβά τον μαξιμαλισμό που πηγάζει από μια εσωστρεφή και αυτοαναφορική ανάγνωση της διεθνούς πραγματικότητας γεμάτη αυταπάτες, οι οποίες γρήγορα διαψεύδονται, όπως η ιστορία του Κυπριακού απέδειξε πέρα από κάθε αμφιβολία. Άλλωστε, η πλειοψηφία της διεθνούς κοινότητας έχει αναγνωρίσει τα Σκόπια με το συνταγματικό τους όνομα κι αυτό είναι ένα δεδομένο που οι εθνικιστές της από δω πλευράς θα πρέπει να λάβουν υπόψη. Η διαιώνιση του προβλήματος επιτρέπει σε αυτή την απαράδεκτη κατάσταση να συνεχίζεται ενώ η λύση μπορεί να επιβάλει ένα νέο όνομα έναντι όλων που θα σέβεται τις ελληνικές ευαισθησίες. Τέλος, αν η επιλογή είναι μεταξύ μιας «μαύρης τρύπας» στα βόρεια σύνορά μας, η οποία θα αποτελεί μόνιμη πηγή αστάθειας στη νότια Βαλκανική, και της ευρωπαϊκής προοπτικής της γείτονος, από την οποία έχουμε κι εμείς πολλά να ωφεληθούμε, η Ελλάδα δεν μπορεί παρά να επιλέγει και να εργάζεται για τη δεύτερη.

Άλλωστε, παρά την πολιτική διαμάχη, ένα εκατομμύριο πολίτες της ΠΓΔΜ επισκέπτονται την Ελλάδα κάθε χρόνο. Η ΠΓΔΜ δίνει στην Ελλάδα κοντά στο ένα δισεκατομμύριο ευρώ ετησίως, μέσα από τον τουρισμό και το εμπορικό μας πλεόνασμα. Η Ελλάδα, παρά την πρόσφατη υποχώρησή της, παραμένει ένας από τους τρεις πρώτους ξένους επενδυτές στην ΠΓΔΜ. Αν οι σχέσεις εξομαλυνθούν, δεν θα είναι υπερβολή η πρόβλεψη της πλήρους οικονομικής δορυφοροποίησης της ΠΓΔΜ από την Ελλάδα. Παρά την κρίση, η ελληνική οικονομία παραμένει σχεδόν 20 φορές μεγαλύτερη από την οικονομία της ΠΓΔΜ.

Μπροστά σε αυτά τα κρίσιμα διλήμματα, η ελληνική κυβέρνηση εμφανίζεται σε κάποια σύγχυση. Ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Κοτζιάς, με τα εθνικά του εύσημα επιβεβαιωμένα, μετά από μια ακόμα αποτυχία στην προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού, γνωρίζει τις λεπτές και δύσκολες βαλκανικές ισορροπίες, χάρη και στην προηγούμενη θητεία του ως συμβούλου του Γιώργου Παπανδρέου. Ως ρεαλιστής κατανοεί ότι η Ελλάδα καλό θα ήταν να κλείσει τα μέτωπα που αποσπούν την προσοχή της από το μείζον, το οποίο δεν είναι άλλο από την αντιμετώπιση του τουρκικού κινδύνου. Όμως, απέναντι του έχει έναν άπειρο και με ελάχιστο ενδιαφέρον για το θέμα πρωθυπουργό και έναν κυβερνητικό εταίρο, τον Πάνο Καμμένο, που δεν αφήνει καμιά ευκαιρία πατριδοκαπηλίας να πάει χαμένη. Το δόγμα της ακινησίας και της αποφυγής του πολιτικού κόστους φαίνεται να κυριαρχεί και πάλι, με τη συνδρομή δημοσιογράφων και δημοσιολογούντων, την ώρα που η χώρα έχει ανάγκη από μια πολιτική ηγεσία με αίσθηση χρέους και ευθύνης, ιδίως απέναντι στις επόμενες γενιές, οι οποίες είναι εκείνες που θα κληθούν, ως επί το πλείστον, να πληρώσουν την όποια αδυναμία και δειλία μας να υπερβούμε τα σημερινά αδιέξοδα.