ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Πρώην Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου αναφέρομαι με λεπτομέρεια στον δύσκολο και επίπονο αγώνα για να απαλλαγούμε από την κατοχή και να επιτευχθεί η επίλυση του κυπριακού με την επανένωση της Κύπρου στα πλαίσια της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας. Είχα πλήρη επίγνωση ότι ο χρόνος, δυστυχώς, δεν λειτουργεί υπέρ μας, βοηθά τον ισχυρότερο, και ο ισχυρότερος –όπως όλοι καλά γνωρίζουμε– είναι η τουρκική πλευρά. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η όλη μου προσπάθεια επικεντρώθηκε στην επανέναρξη του διαλόγου, την αλλαγή του αρνητικού κλίματος που επικρατούσε στα διεθνή ΜΜΕ αλλά και μεταξύ των μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας. Πετύχαμε αυτούς τους στόχους και σε συνέχεια εξασφαλίσαμε την κινητοποίηση των μεγάλων δυνάμεων που οδήγησε στο Ψήφισμα 789, που έλεγε ξεκάθαρα ότι ο Ραούφ Ντενκτάς έπρεπε να αποδεχτεί τις Ιδέες Γκάλι, απέρριπτε το στάτους κβο και ζητούσε, μεταξύ άλλων, όπως δοθεί ο έλεγχος της κλειστής πόλης της Αμμοχώστου στα Ηνωμένα Έθνη, αλλά δυστυχώς δεν προλάβαμε να ολοκληρώσουμε το έργο μας για τους γνωστούς λόγους.
Η τραγωδία του ελληνισμού ήταν ότι πάντοτε το εφικτό ερχόταν σε σύγκρουση με το ευκταίο. Το δυστύχημα όμως είναι ότι ενώ το ευκταίο μπορεί να μένει πάντοτε το ίδιο, το εφικτό αλλάζει γιατί αυτό που ήταν εφικτό χθες δεν είναι σήμερα και αυτό που είναι εφικτό σήμερα δεν είναι σίγουρο ότι θα είναι και αύριο.
Η ζωή με δίδαξε ότι οι διαπραγματεύσεις επιτυγχάνουν μόνο όταν και οι δύο πλευρές αντιλαμβάνονται ότι δεν είναι δυνατό να υπάρξει βιώσιμη συμφωνία με το να επιβληθεί ο ένας στον άλλο. Δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να στηρίζεσαι στα όνειρα του ευκταίου, αντί στην πραγματικότητα του εφικτού. Χρειάζεται απλώς να θέτεις στον εαυτό σου το ερώτημα κατά πόσο η διατήρηση της αβεβαιότητας και της στασιμότητας εξυπηρετεί ή ζημιώνει την υπόθεση που υπερασπίζεσαι.
Γι’ αυτό είναι απαραίτητο πέραν από τα μεγάλα λόγια και τις ηρωικές δηλώσεις να είμαστε έτοιμοι να προβούμε στους αναγκαίους συμβιβασμούς την κατάλληλη στιγμή για να πετύχουμε με αυτό τον τρόπο το καλύτερο δυνατό και να μην φοβόμαστε να αναλαμβάνουμε την ευθύνη των αποφάσεων μας.
Όλοι μας έχουμε όνειρα και οράματα για το μέλλον, πράγματα που θα θέλαμε να πραγματοποιήσουμε, και εδώ δεν μιλώ για προεκλογικές υποσχέσεις αλλά για πραγματικούς στόχους του κάθε έντιμου πολιτικού. Για να πετύχεις οφείλεις να λειτουργείς ως Πρόεδρος της χώρας και όχι του κόμματος ή αυτών που σε στήριξαν. Να κάμνεις πάντα αυτό που θεωρείς σωστό ασχέτως επιπτώσεων. Αν σκέφτεσαι ποιους θα ικανοποιήσεις ή ποιους μπορεί να δυσαρεστήσεις, πόσους ψήφους θα κερδίσεις ή θα χάσεις τότε κατά πάσα πιθανότητα δεν θα κάνεις τίποτα. Όπως θα διαπιστώσετε, όταν θα έχετε τον χρόνο να διαβάσετε το βιβλίο, πολλές φορές βρέθηκα αντιμέτωπος με αυτό το δίλημμα. Σε αρκετές περιπτώσεις γνώριζα ότι η απόφαση μου να προχωρήσω και να κάνω αυτό που θεωρούσα σωστό θα με έφερνε σε αντιπαράθεση με πολλούς που θα δυσαρεστούσα. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο πειρασμός να αναβάλω την υλοποίηση μιας απόφασης ήταν μεγάλος. Δεν υπέκυψα όμως. Δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να με παρασύρει ο φόβος για την τυχόν δυσαρέσκεια και ίσως το χάσιμο ψήφων. Επέμενα και οι αποφάσεις που λήφθηκαν και υλοποιήθηκαν ήταν προς όφελος του τόπου.
Θα ήθελα να αναφέρω επίσης ότι ποτέ δεν δίστασα να εισαγάγω ριζοσπαστικά μέτρα. Ένα παράδειγμα: Συνήθως σε όλες τις χώρες όταν υπάρχει ανάγκη για λεφτά αυξάνονται οι φόροι. Εμείς πήραμε απόφαση να μειώσουμε τους φορολογικούς συντελεστές με αποτέλεσμα να ενισχυθεί η οικονομική δραστηριότητα, να μειωθεί η φοροδιαφυγή και να πετύχουμε αύξηση του ΑΕΠ με εντυπωσιακούς για την εποχή ρυθμούς που πλησίαζαν το 7%.
Κλείνοντας αυτή τη σύντομη παρέμβαση οφείλω να τονίσω ότι ήμουν φανατικός πολέμιος του ρουσφετιού και της ευνοιοκρατίας. Γιατί εάν επιτρέψεις στα φαινόμενα αυτά να γίνουν τρόπος ζωής, η προεδρία και τα πολιτικά κόμματα από φορείς παραγωγής πολιτικής μετατρέπονται σε γραφεία βολέματος ημετέρων με αδιαφανείς διαδικασίες οι οποίες πάντοτε πλήττουν τα δικαιώματα των πολλών που δεν έχουν πρόσβαση στα πολιτικά κέντρα εξουσίας. Το χειρότερο όμως είναι ότι αυτή η κατάσταση διαφθείρει την ίδια την κοινωνία με αποτέλεσμα οι πολίτες αντί να προβάλλουν αντίσταση και να καταγγέλλουν αυτές τις μεθοδεύσεις να προσαρμόζονται σε αυτές και να επιζητούν και εκείνοι την εύνοια. Τους πειρασμούς και κινδύνους αυτούς κατορθώσαμε να κατανικήσουμε και γι’ αυτό η Κύπρος στα χρόνια της πενταετίας μας γνώρισε μια άνευ προηγουμένου ανάπτυξη.
Δεν θα ήθελα να πω περισσότερα. Ως πολίτης της Κύπρου και του Κυπριακού Ελληνισμού έχω κι εγώ μέσα μου τις πληγές όσων γνωστών και λιγότερο γνωστών σφράγισαν την πορεία μας τόσες δεκαετίες. Δεν έχω χάσει όμως την ελπίδα ότι με τη βοήθεια όλων, τελικά θα καταφέρουμε να επανενώσουμε την Κύπρο μας.
* Το παρόν κείμενο αποτέλεσε την ομιλία του πρώην προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας στην παρουσίαση του Β΄ τόμου της Αυτοβιογραφίας του (εκδόσεις Παπαζήση), στο Μέγαρο Παλαιάς Βουλής στις 20 Νοεμβρίου 2017.