Μια απόπειρα αναδρομικής και μελλοντικής προσέγγισης

 

ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΑΒΒΑΪΔΗ

Πρέσβυ ε.τ. — Πρ. Γ.Γ. ΥΠ.ΕΞ.

 

Ο αναγνώστης των γραμμών που ακολουθούν θα πρέπει όχι μόνον να έχει ουσιαστικό ενδιαφέρον για το θέμα που πραγματεύονται, αλλά κυρίως να είναι άτομο προικισμένο με υπομονή και επιείκεια. Άλλως, και δικαιολογημένα, θα αναζητήσει λιγώτερο περιπεπλεγμένα, περισσότερο αισιόδοξα, λιγώτερο ιστορικά και πολιτικά βεβαρυμένα και σε τελευταία ανάλυση περισσότερο ευκολοχώνευτα αντικείμενα.

O αναγνώστης μας θα πρέπει επίσης να εμβαθύνει σε προσεγγίσεις μακράς διαρκείας, ιστορικών αντιπαραβολών και αντιπαραθέσεων και βεβαίως συνδυαστικής ερμηνείας των δράσεων και των αντιδράσεων των δύο πρωταγωνιστών, οι οποίοι εκλήθησαν να καταστρώσουν, να εκφράσουν, και να εφαρμόσουν εξωτερική πολιτική με βάση, άλλοτε την διπλωματία, άλλοτε τις συμμαχίες τους, άλλοτε το εσωτερικό τους ακροατήριο και άλλοτε (και σε αρκετές περιπτώσεις) την ωμή ισχύ τους.

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις αρχίζουν (κατά την συμβατική τους προσέγγιση) από το 1830 και εξελίσσονται αδιάκοπα εφεξής. Εκκινούν από την αποκοπή ενός ελαχίστου τμήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατ’ακολουθίαν μιας εθνικής επαναστάσεως, και επεμβάσεως υπέρ αυτού των Μ. Δυνάμεων της εποχής. Ο χαρακτηρισμός του όρου ως ελαχίστου τμήματος αφορά στην γεωγραφική του έκταση και μόνον. Κατά τα λοιπά το εν λόγω τμήμα (κρατίδιο πλέον), διέπεται από δυναμική εισόδου στην διεθνή σκηνή, από συνεχείς τάσεις εθνικής ολοκλήρωσης, σε συνδυασμό πάντοτε με την επιβεβαίωση μιας αδιάρρηκτης εθνικής ταυτότητος και αδιάλειπτης συνέχειας του ενδόξου ιστορικού παρελθόντος του.

Οι αντιλήψεις αυτές και κυρίως η έκφρασή τους στο εξωτερικό πεδίο γεννούν άμεσα τις πρώτες αντιπαραθέσεις στο ελληνοτουρκικό τμήμα του. Για την Οθωμανική Αυτοκρατορία η ελληνική απόσπαση και η δημιουργία κράτους στο υπογάστριό της, υπήρξαν εξ αρχής όχι μόνον η πρακτική εξαίρεση από το δόγμα της ακεραιότητός της, αλλά η πηγή όσων δεινών επηκολούθησαν αναφορικά με την κυρίαρχη γεωπολιτική της θέση και την επιβολή του σουλτανικού imperium στην πανσπερμία των λαών και των εθνοτήτων της επιβολής του. Έπρεπε λοιπόν το ελληνικό αυτό κρατίδιο να αντιμετωπίζεται με όρους περιφρόνησης, ανισοτιμίας, αποκλεισμού επαναλήψεως και μιμήσεώς του από άλλους λαούς της Οθωμανικής επιβολής. Και βεβαίως η καταθλιπτική διαφορά στρατιωτικής ισχύος να παίζει τον κυρίαρχο ρόλο και να αποτελεί το κύριο εργαλείο επιβολής πολιτικής, τόσο στο εξωτερικό, όσο και στο εσωτερικό θέατρο ελληνοτουρκικών αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων.

Παρά όμως τα προαναφερόμενα, τα δύο κράτη εγκατέστησαν αρκετά ενωρίς, μετά την δημιουργία του δευτέρου (ελληνικού), διπλωματικές σχέσεις και αντήλλαξαν Πρεσβευτές. Πρώτη η Ελλάς διαπίστευσε ως Πρεσβευτή της στην Κωνσταντινούπολη τον Κωνσταντίνο Ζωγράφο το 1833, τον οποίον όμως ο Σουλτάνος ανεγνώρισε τέσσερα χρόνια μετά (1837) και στην συνέχεια η Τουρκία διαπίστευσε Πρεσβευτή της στην Αθήνα τον ομογενή Κωνσταντίνο Μουσούρο (1840). Εγκαρδιότητα όμως και εμπιστοσύνη ήσαν έννοιες μονίμως απούσες από το διμερές λεξιλόγιό τους. Για τους λόγους που προαναφέραμε, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις στα πρώτα εκατό χρόνια της σύγχρονης ηλικίας τους (1830-1930) υπήρξαν χαρακτηριστικά τυπικές, συνήθως αντιπαραθετικές, συχνά συγκρουσιακές και βεβαίως σε καμμία περίπτωση υπερβατικές.

Μετά την περίοδο της πρώτης εκατονταετίας αρχίζει μια βραχύβια περίοδος σχετικής δημιουργικότητας μιας περίπου δεκαετίας, τόσο στο διμερές όσο και στο σχετικά ευρύτερο βαλκανικό πεδίο, στην διάρκεια της οποίας οι δύο πρωταγωνιστές αναζητούν αντικείμενα και πεδία συνεργασίας και ισορροπίας στις σχέσεις και στα συμφέροντά τους. Αλλά και αυτή η βραχύβια έστω προσπάθεια τερματίζεται με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στον οποίο, σημειωτέον, οι δύο πλευρές δεν βρέθηκαν σε αντίπαλα στρατόπεδα. Η τριπλή κατοχή όμως αρχικά της Ελλάδος, και η εν συνεχεία αποδυνάμωσή της με τον εμφύλιο, που ξέσπασε εντός της επικρατείας της, σε συνδυασμό με το Κυπριακό που δρομολογήθηκε συγκρουσιακά αμέσως μετά, εγκαινίασαν μεταπολεμικά μια μακρά περίοδο αντιπαραθέσεων, αμφισβητήσεων, ανισορροπιών και αστάθειας, οι οποίες διαρκούν, κατά φάσεις, μέχρι σήμερα.

Ο κατάλογος των πεδίων αντιπαραθέσεων καθίσταται στην περίοδο αυτή μακρύς σε αριθμούς και εμπλουτισμένος στην σύσταση και στην δομή του. Στα κλασικά αντικείμενα των συνόρων, των μειονοτήτων και των υπηκόων προστίθενται αμφισβητήσεις κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων, απειλές για casus belli, γεωστρατηγικοί και γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί στον αέρα και στην θάλασσα, οικονομικοί ανταγωνισμοί στην αναζήτηση και εκμετάλλευση φυσικών πόρων, αμφισβήτηση των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου και των συγκεκριμένων ρυθμίσεων Διεθνών Συνθηκών στις διμερείς σχέσεις, όροι, προϋποθέσεις και εμπόδια στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας και τέλος, πρόσφατα, το όπλο και εργαλείο του προσφυγικού/μεταναστευτικού.

Οι δύο χώρες όμως έχουν καταστεί, από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, σύμμαχες εντός του ΝΑΤΟ, είναι μέλη των κύριων ευρωπαϊκών διεθνών οργανισμών (Συμβούλιο Ευρώπης – ΟΑΣΕ), που προάγουν την ευρωπαϊκή συνεργασία στους τομείς της ασφάλειας και της προστασίας των ανθρωπίνων και μειονοτικών δικαιωμάτων, καθώς και άλλων οργανισμών που προάγουν την περιφερειακή διακρατική συνεργασία σε άλλα πεδία όπως π.χ. τον οικονομικό τομέα με κύριο εκφραστή τον Οργανισμό Συνεργασίας χωρών Ευξείνου Πόντου (ΟΣΕΠ). Επί πλέον έχουν ενισχύσει την διμερή τους συνεργασία σε σειρά τομέων που μπορούν να επηρεάσουν θετικά τις σχέσεις τους, όπως π.χ. πολιτισμός, τουρισμός, μεταφορές, πολιτική προστασία από θεομηνίες και σεισμούς κτλ. Κεντρικός στόχος όλων αυτών των εξελίξεων, που μετρούν ήδη δεκαετίες ζωής, τίθεται και παραμένει η εγκαθίδρυση ενός πλαισίου αμοιβαίας επωφελούς συνεργασίας σε μεγάλο αριθμό ζητημάτων, που χαρακτηρίζονται μεν ως χαμηλής πολιτικής αλλά μπορούν, μεσοπρόθεσμα, να αποδώσουν ευεργετικούς καρπούς και στα λεγόμενα σοβαρά ανοικτά ζητήματα διευκολύνοντας την αντιμετώπισή τους, μέσω της προωθήσεως ενός κλίματος εμπιστοσύνης και αλληλοκατανόησης.

Θεαματική πρόοδο επίσης έχουν σημειώσει κατά τα 10-15 τελευταία χρόνια και οι διμερείς οικονομικές σχέσεις όχι μόνον μέσω των εμπορικών ανταλλαγών, αλλά και μέσω της προωθήσεως των επενδύσεων σε πολλούς τομείς. Οι περαιτέρω δυνατότητες στους χώρους αυτούς είναι ουσιαστικές. Κυριώτερη αιτία της θεαματικής αυτής προόδου υπήρξε το γεγονός ότι οι οικονομικές σχέσεις απηλλάγησαν σχεδόν από τον καταθλιπτικό εναγκαλισμό των πολιτικών εκκρεμοτήτων και η επιχειρηματική πρωτοβουλία κινήθηκε σε ένα χαλαρώτερο περιβάλλον.

Εάν τα προαναφερόμενα θεωρηθούν ακριβή, είτε ως ανάλυση είτε ως διαπιστώσεις, αγόμεθα μοιραία σε μια πιο επικεντρωμένη προσέγγιση των ελληνοτουρκικών διακρατικών σχέσεων. Αφήνουμε κατά μέρος τον φλοιό τους και αποπειρώμεθα να αγγίξουμε τον πυρήνα τους. Η ακτινογραφία του πυρήνα οδηγεί σε απογοητευτικά συμπεράσματα. Ανοικτά μέτωπα παντού, αποκλίνουσες ή διαμετρικά αντίθετες αντιλήψεις και προσεγγίσεις αναφορικά με τις αιτίες και την μεθοδολογία αντιμετωπίσεως των μεγάλων ζητημάτων, επιλεκτική αποδοχή ή απόρριψη διεθνών κανόνων ή συγκεκριμένων διεθνών πράξεων εν όλω ή εν μέρει, εθνική ρητορική στην βάση εθνικιστικών προτύπων από ηγεσίες αλλά και πνευματικές elites κτλ. Εν συνόψει ένα καθολικό συναίσθημα ότι τα ζητήματα των Ε/Τ σχέσεων είναι πλέον ανεπίλυτα, έχουν δηλ. εμβολιασθεί από τον ιό της σωρεύσεως και της μονιμότητας και στο μόνον που είναι δεκτικά είναι η συντηρητική και βραχυπρόθεσμη διαχείρισή τους.

Οι διαπιστώσεις είναι χρήσιμες είτε κανείς συμφωνεί είτε διαφωνεί μαζί τους. Όμως δεν είναι αρκετές. Η διαδικασία διαπιστώσεων οφείλει να στρέψει το ενδιαφέρον της και στους δύο πρωταγωνιστές, δηλ. στην κατάσταση πραγμάτων που άμεσα τους αφορά. Ποια είναι αυτή;

Για εντελώς διαφορετικούς λόγους τόσο η Ελλάς όσο και η Τουρκία βρίσκονται σήμερα σε σταυροδρόμι της ιστορίας τους και ειδικά της διεθνούς πορείας τους μετά το τέλος του διπολισμού στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Οι βασικές τους επιλογές στην διεθνή σκακιέρα δεν έχουν ακόμη (τουλάχιστον) αλλάξει, αλλά η μακρά και συνεχιζόμενη οικονομική κρίση στην Ελλάδα αφενός και η βαθειά μετάλλαξη του εσωτερικού καθεστώτος στην Τουρκία προς αυταρχικά πρότυπα, σε συνδυασμό με την απομάκρυνση της ευρωπαϊκής της προοπτικής αφετέρου, φέρουν στην επιφάνεια ερωτηματικά και αμφιβολίες για το πρακτέον και τις ακολουθητέες πολιτικές εφαρμογής του.

Τα ανοικτά σήμερα μεγάλα ελληνοτουρκικά ζητήματα είναι κυρίως γεωπολιτικής, γεωστρατηγικής και γεοοικονομικής φύσεως.

Η πρώτη μας εκτίμηση είναι ότι η Ελλάς και η Τουρκία δεν γειτνιάζουν απλώς σε ένα ουδέτερο, ίσως και αδιάφορο γεωγραφικά χώρο, αλλά σε ένα χώρο μεγίστης στρατηγικής αξίας, που ιστορικά παράγει διενέξεις, εντάσεις, συγκρούσεις, αστάθεια και εξαγωγή προβλημάτων στο περιφερειακό αλλά και στο ευρύτερο επίπεδο.

Οι δύο χώρες ατομικά αλλά και ως μέλη των διεθνών σχηματισμών στους οποίους μετέχουν ή φιλοδοξούν να μετάσχουν, δεν είναι απλώς παίκτες για την προώθηση των εθνικών τους συμφερόντων (μονίμων ή εφήμερων αδιάφορο), αλλά ουσιαστικοί συνδιαμορφωτές και παράγοντες που έχουν λόγο, ρόλο και ευθύνη στην εξέλιξη των καταστάσεων που προαναφέρθηκαν.

Εάν οι πρώτες αυτές εκτιμήσεις έχουν ένα βαθμό παραδοχής, το δεύτερο ζήτημα που ανακύπτει είναι εάν ο τρόπος συμπεριφοράς και εμπλοκής τους στη βαθμιαία αντιμετώπιση των καταστάσεων που προαναφέρθηκαν είναι επιβοηθητικός ή όχι και, στην τελευταία περίπτωση, ποίοι οι παράγοντες που τις επηρεάζουν.

Ο κύριος λόγος που η πολιτική και οι συμπεριφορές των δύο χωρών στον υπόψη γεωπολιτικό χώρο είναι συνήθως αντιθετικές, αντίρροπες ή και ασύμβατες, είναι οι ελλείψεις κοινού οράματος, στρατηγικής, συναντίληψης και ακολουθητέας μεθοδολογίας στην αντιμετώπιση των μεγάλων ζητημάτων/προκλήσεων, που και οι δύο αντιμετωπίζουν στο χώρο του γεωστρατηγικού και γεωπολιτικού τους ενδιαφέροντος.

Οι δεδομένες αυτές εξελίξεις είναι βεβαίως αυτοτελείς και αυτοπαραγόμενες από τα ίδια τα μεγάλα ζητήματα αλλά, και το κυριώτερο, αυτοτροφοδοτούμενες από τα μεγάλα εκκρεμή διμερή προβλήματα των δύο χωρών μας. Με αυτά, δυστυχώς, μάθαμε να ζούμε τα τελευταία 40-50 χρόνια, ασκούμενοι και αρκούμενοι στην επαγγελματική θα έλεγε κανείς (δεν εννοείται και αποτελεσματική) διαχείρισή τους, στον συνεχή έλεγχο της θερμοκρασίας τους και βεβαίως στον βαθμό του πολιτικού κόστους που αυτό συνεπάγεται για τις ηγεσίες και των δύο χωρών, σε μια ενδεχόμενη προσπάθεια μεθοδικής επιλύσεώς τους.

Τα χρόνια της ουσιαστικής στασιμότητος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι χρόνια μεγάλων κινδύνων αλλά και απωλειών και για τις δύο χώρες. Αντί λύσεων στα ελληνοτουρκικά προβλήματα οι δύο χώρες αναλίσκονται σε πολιτικές αναλύσεις εσωτερικών παραγόντων ισχύος η μία και σε παγίωση μονομερών στοχεύσεων η άλλη. Οι πρακτικές αυτές, βολικές για δεκαετίες, δοκιμάζονται σήμερα από την παρατεταμένη οικονομική κρίση στην Ελλάδα και την βαθειά εθνική, πολιτική και κοινωνική κρίση στην Τουρκία.

Ειδικά η Τουρκία, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016, σε αναφορά με τον τρόπο, ακόμη και την αισθητική της καταστολής του και σε συνδυασμό με τη αντιευρωπαϊκή ρητορική υστερία που προηγήθηκε του αμφίρροπου δημοψηφίσματος του Απριλίου 2017, έχει ανάγκη περισυλλογής και συσπείρωσης για το πού θα βαδίσει, ποιες προτεραιότητες θα θέσει και τι είδους μεθοδολογίες θα επιδιώξει στην αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων, εσωτερικών και εξωτερικών, που την περιβάλλουν. Η ευρωπαϊκή της προοπτική, ασταθούς βήματος ούτως ή άλλως, δοκιμάζεται σήμερα από τις πολιτικές της τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό πεδίο.

Εμείς δε ως χώρα διαθέτουμε γεωπολιτικά εργαλεία και οφείλουμε να τα εκμεταλλευθούμε όταν πρώτον η εν γένει συμπεριφορά μας (και στο εσωτερικό της χώρας) εμπνεύσει διεθνή εμπιστοσύνη, σοβαρότητα και δέσμευση στην αντιμετώπιση ενός προβλήματος (εσωτερικού ή διεθνούς), δεύτερον όταν μέσω πολιτικών επιδιώκουμε την σύμπηξη συμμαχιών, κοινότητα συμφερόντων και ανάληψης πρωτοβουλιών και ενεργειών, και όταν, τέλος και απαραιτήτως, εξηγούμε και πείθουμε τους τρίτους, φίλους και αντιπάλους, ότι έχουν πολλά να κερδίσουν εφόσον αντιμετωπίσουν την χώρα μας ως ενεργό πόλο εξαγωγής και διαχύσεως ασφάλειας, προβλέψεως και σταθερότητος στον άμεσο περίγυρό της αλλά και πέραν αυτού, δηλαδή στην προβληματική γεωπολιτική της περιφέρεια.

Η προσπάθειά μας απαιτεί χρόνο και συνέπεια. Οι γεωπο-λιτικές παράμετροι εμφανίζουν, εκ πρώτης όψεως μια σχετικά σταθερή μορφή, ιδίως εάν συσχετισθούν με την παραδοσιακή έννοια της γεωπολιτικής. Όμως τις τελευταίες δεκαετίες εμβολιάσθηκαν από τα στοιχεία της ανασυνθέσεως και της ρευστότητος οι οποίες απαιτούν, εκτός των άλλων, νηφάλια και επαγγελματική προσέγγιση, χειρισμό και αξιοποίηση.

Οψόμεθα εάν τα προσημειωθέντα αποτελούν αναλύσεις, εκτιμήσεις ή απλώς ελπίδες ή χίμαιρες. Ο χρόνος θα το δείξει. Πάντως το ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι στο επίκεντρο των στοχεύσεων των δύο χωρών στην γεωπολιτική τους περιφέρεια και αναμένει το εναρκτήριο λάκτισμα για ένα (δύσκολο αλλά αναγκαίο) αγώνα μεσομακροπρόθεσμου ορίζοντα. Δεν θα πρέπει να αναζητούμε νικητές και ηττημένους αλλά αμοιβαία επωφελούμενους. Και είναι βεβαίως αυτονόητο ότι τα οφέλη δεν θα υπάρξουν μόνο στο διεθνές (ανταγωνιστικό) πεδίο, αλλά και στο εσωτερικό με κύριους άξονες την πολιτική σταθερότητα, την οικονομία, την ανάπτυξη και τους θεσμούς.

Θα πρέπει να ατενίσουμε το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων, όχι ως πολιτικό και οικονομικό άχθος, αλλά ως πραγματική πρόκληση μέλλοντος για τη χώρα και τον λαό μας που το αξίζουν.

Η προοπτική επιτυχίας δεν θα έλθει από μόνη της, ούτε με την βοήθεια απλώς της Ευρώπης ή των ΗΠΑ. Αυτές θα κινηθούν προς την κατεύθυνση επιλύσεως των Ε/Τ προβλημάτων μόνον αν το επιβάλλουν τα συμφέροντά τους ή η συγκυρία. Η επιτυχία θα σημειωθεί εάν αποφύγουμε λάθη και συμπεριφορές του παρελθόντος και του παρόντος μας και εάν επιτύχουμε την συνολική προσέγγιση και κατανόηση των προβλημάτων που μας ταλανίζουν από πολιτικής και οικονομικής πλευράς, προστρέχοντας προς τούτο και στον μέγιστο δυνατό βαθμό, σε όλα τα διαθέσιμα όπλα, περιλαμβανομένων ασφαλώς και των γεωπολιτικών.

Και βεβαίως σε όλα αυτά ο ρόλος μιας εθνικής κοινής γνώμης, κατάλληλα και έγκαιρα ενημερωμένης, δεν είναι απλώς συμπληρωματικός αλλά πρωταρχικής σημασίας.