Άγγελου Μ. Συρίγου

Αναπληρωτου Καθηγητού Παντείου Πανεπιστημίου

 

Το 1999 η Ελλάδα απόφάσισε να στηρίξει την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ. Η συγκεκριμένη απόφαση έγινε αποδεκτή και από τις μετέπειτα κυβερνήσεις και κατέστη βασική παράμετρος της εξωτερικής μας πολιτικής. Η προσοχή επικεντρώθηκε στα προφανή πλεονεκτήματα που θα είχε για την Ελλάδα μία δημοκρατική-ευρωπαϊκή Τουρκία.

 

Η Τουρκία όμως δεν μπήκε στην ίδια λογική. Διεκδίκησε να ενταχθεί στην ΕΕ χωρίς να δεχθεί εκπτώσεις στις διεκδικήσεις που έχει έναντι Ελλάδος και Κύπρου. Το ανησυχητικό είναι ότι και η ΕΕ αποδέχθηκε την τουρκική ιδιαιτερότητα. Επί παραδείγματι, η εφαρμογή της τελωνειακής ενώσεως ΕΕ-Τουρκίας στο έδαφος της Κύπρου παραπέμφθηκε ουσιαστικά για το τέλος των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Άγκυρας. Η τελευταία εξακολουθεί να μην αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία και να απαγορεύει την προσέγγιση κυπριακών πλοίων στα λιμάνια της.

Το καλοκαίρι του 2016 οι Βρετανοί αποφάσισαν να αποχωρήσουν από την ΕΕ.

Η απόφαση τους σήμανε μεταξύ άλλων και το τέλος της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας στην Ευρώπη. Αν και δεν το παραδέχεται κανείς επισήμως, είναι σαφές ότι η Τουρκία πλέον προσδοκά μόνον μία ειδική σχέση με την ΕΕ. Το περιεχόμενο αυτής της σχέσεως θα καθορισθεί την αμέσως επόμενη περίοδο.

Η Τουρκία θα ήθελε να έχει το καθεστώς της περισσότερο συνδεδεμένης με την ΕΕ χώρας που δεν είναι μέλος. Αυτό το καθεστώς απο­λαύει ήδη η Νορβηγία (είναι π.χ. μέλος της συνθήκης ΣΕΓΚΕΝ) και ίσως στο μέλλον η Βρετανία. Δύσκολα η Τουρκία θα μπορέσει να φθάσει σε ένα τέτοιο επίπεδο. Περιλαμβάνει και ελεύθερη μετακίνηση τούρκων εργαζομένων, ενδεχόμενο που προκαλεί τρόμο σε πλείστα όσα ευρωπαϊκά κράτη.

Οι συγκεκριμένες εξελίξεις μακροπρόθεσμα είναι θετικές. Θεωρητικώς δια της διολισθήσεως ήταν πιθανόν η Τουρκία να ενταχθεί στην ΕΕ. Η ένταξη σε συνδυασμό με την ηγεμονική συμπεριφορά της, θα έθετε τις ελληνοτουρκικές διαφορές εκτός ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος. Κυρίως, θα εκμηδένιζε τα πλεονεκτήματα της συμμετοχής της Ελλάδος στην ΕΕ σε πολιτικό επίπεδο.

Καλούμαστε όμως πλέον να διαμορφώσουμε νέα στρατηγική έναντι της Τουρκίας. Η διαπραγμάτευση θα είναι μακροχρόνια. Πρέπει να θέσουμε συγκεκριμένους όρους για την ειδική σχέση σε πλειάδα τομέων. Τα προβλήματα που δημιουργεί η Τουρκία σε Αιγαίο και ανατολική Μεσόγειο προηγούνται. Μία άλλη πτυχή είναι ο εξευρωπαϊσμός της Τουρκίας. Δεν θέλουμε στην πόρτα μας ένα σουνιτικό Ιράν.

Υπάρχουν επίσης πιο πρακτικά και καθημερινά θέματα που πρέπει να δούμε. Σε αυτά δεσπόζει η τελωνειακή ένωση ΕΕ-Τουρκίας. Η συζήτηση έχει ήδη αρχίσει. Η τελωνειακή ένωση ετέθη εν ισχύι το 1996. Προέβλεπε κατάργηση τελωνειακών δασμών και ελεύθερη κυκλοφορία μόνον για τα βιομηχανικά και κατεργασμένα αγοροτικά προϊόντα. Εξαιρέθηκε το εμπόριο αγροτικών προϊόντων. Πρόκειται για έναν ιδιαίτερα ισχυρό κλάδο της ελληνικής οικονομίας, που αντιπροσωπεύει γενικώς το 20% των ελληνικών εξαγωγών. Στην περίπτωση της Τουρκίας, το ποσοστό εξαγωγών των συγκεκριμένων προϊόντων είναι αμελητέο.

Η Τουρκία θέτει συστηματικά τεχνικά εμπόδια στα εισαγόμενα ευρωπαϊκά  αγροτικά προϊόντα που είναι ομοειδή με εγχώρια προϊόντα της. Επιβάλλει υψηλότατες δασμολογικές επιβαρύνσεις στις ποσότητες που ξεπερνούν τη συμφωνημένη ποσόστωση (π.χ. το 2012 ποσότητες τυριού φέτας έως 2.000 τόνους δεν επιβαρύνθηκαν δασμολογικά, ενώ πέραν αυτού του ορίου ο δασμός εισαγωγής ήταν 180%!). Επίσης, στην τελική τιμή ενσωματώνονται και διάφορες εισφορές υπέρ του στρατού ή των σεισμοπαθών κ.λπ. Αν και οι συγκεκριμένες τουρκικές πρακτικές επηρεάζουν θεωρητικώς όλες τις χώρες της ΕΕ, στην πραγματικότητα θίγουν κυρίως το ελληνικό εμπόριο. Δεδομένου του κλίματος, τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα είναι ομοειδή με τα τουρκικά. Τέλος, η Τουρκία ακολουθεί πολιτική επιδοτήσεων και ενισχύσεων στη γεωργία και στην αλιεία που έρχεται σε αντίθεση με τις αντίστοιχες κοινές ευρωπαϊκές πολιτικές.

Όταν αποδεχθήκαμε το 1995 την τελωνειακή ένωση της ΕΕ με την Τουρκία, κλείσαμε τα μάτια στη διακριτική μεταχείριση εις βάρος των ελληνικών προϊόντων. Το αντάλλαγμα ήταν η έναρξη διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Κύπρου. Είκοσι χρόνια μετά πρέπει να δούμε τα πάντα εκ του μηδενός. Το βασικότερο όμως είναι να υιοθετήσουμε μια νέα στρατηγική για την Τουρκία. Η ρητορική εμμονή μας στην ένταξή της ακούγεται όλο και περισσότερο εκτός τόπου και χρόνου.