ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑΪΔΗΣ,
Πρέσβυς ε.τ.- Πρώην Γ.Γ. ΥΠΕΞ
Αθήνα, 24 Φεβρουαρίου 2017, ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗ ΣΧΟΛΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΗΣ
Επιτρέψτε μου καταρχάς να ευχαριστήσω την Σχολή Εθνικής Αμύνης και τον Διοικητή της, Υποστράτηγο Κ. Στ. Παναγιωτάκη, για την σημερινή πρόσκληση τους να απευθυνθώ στους σπουδαστές της, πρόσκληση που δέχθηκα με μεγάλη χαρά, πέντε χρόνια ακριβώς μετά, αφότου μου είχε δοθεί η τελευταία παρόμοια ευκαιρία.
Για την καλύτερη προσέγγιση του σημερινού μας θέματος που αφορά το ΝΑΤΟ, καλόν είναι να λάβουμε υπόψη μας εξ’αρχής ωρισμένες παραδοχές.
Πρώτον ότι η Βορειοατλαντική Συμμαχία, όπως το λέει το ίδιο το όνομα της και η ιδρυτική της Συνθήκη του 1949, είναι Συμμαχία και όχι απλώς ένας ακόμη υπερεθνικός Διεθνής Οργανισμός. Συγκεκριμένα αποτελεί συλλογική πολιτικοστρατιωτική συμμαχία κλειστού τύπου, δηλαδή οργάνωση όπου ισχύουν συγκεκριμένοι κανόνες λειτουργίας, λήψεως των αποφάσεων, ενοποιημένων διοικήσεων, εισδοχής νέων μελών και βεβαίως δικαιωμάτων και υποχρεώσεων όλων των μελών, τόσο μεταξύ αυτών και αλλήλων, όσο και έναντι της Συμμαχίας καθεαυτής.
Δεύτερον ότι η Βορειοατλαντική Συμμαχία αποτέλεσε την πρώτη, ιστορικά σύμπηξη στρατιωτικής συμμαχίας πολυμελούς συνθέσεως (12 κράτη το 1949), όχι ευκαιριακού χαρακτήρος, δηλαδή για την επιδίωξη ενός ειδικού σκοπού αλλά μονίμου χαρακτήρος, που συνιστά έκτοτε τον θεμελιώδη σκοπό της, δηλαδή της εξασφάλιση της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητος των κρατών-μελών της έναντι ένοπλης επίθεσης, μέσω της συλλογικής άμυνας.
Τρίτον ότι η Βορειοατλαντική Συμμαχία σχεδιάσθηκε εξ αρχής ώστε να παράσχει ένα μόνιμο διατλαντικό forum διαβούλευσης και αμοιβαίας εγγύησης μεταξύ Ευρώπης και Βορείου Αμερικής σε ζητήματα άμυνας και ασφάλειας.
Τέταρτον ότι ο πρωταρχικός σκοπός της συμπήξεως της νατοϊκής συμμαχίας, με την έναρξη του ψυχρού πολέμου, η ανάσχεση δηλαδή του σοβιετικού επεκτατισμού, επιτεύχθηκε με την πολιτική της στρατιωτικής αποτροπής και της ισορροπίας δυνάμεων συμβατικών και πυρηνικών στον ευρωπαϊκό κυρίως χώρο.
Πέμπτον ότι μετά την πάροδο τεσσάρων περίπου δεκαετιών και το τέλος του ψυχρού πολέμου, την διάλυση της ΕΣΣΔ και του Σ.Β., τέθηκε μετ’ επιτάσεως το ζήτημα της διεύρυνσης της έννοιας της ασφάλειας και της διακρίσεως μεταξύ του παραδοσιακού και του ευρύτερου ορισμού της. Το ζήτημα αυτό τέθηκε στο πλαίσιο της συζητήσεως για την νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας στην Ευρώπη που περιελάμβανε και την διεύρυνση του ΝΑΤΟ με την ένταξη και των πρώην αντιπάλων στις ευρωπαϊκές δομές. –
Έκτον ότι η διεύρυνση του όρου της ασφάλειας επέβαλε στην Βορειοατλαντική Συμμαχία εσωτερικές και εξωτερικές προσαρμογές. Χωρίς να παραμερισθούν καθ’ οιονδήποτε τρόπο οι παραδοσιακές προτεραιότητες, ρόλοι και επιδιώξεις της Συμμαχίας, η τελευταία επεζήτησε επιτυχώς την διεύρυνσή τους στους τομείς της διαχείρισης κρίσεων, της αντιμετώπισης ασύμμετρων απειλών, της υποστήριξης αποστολών ειρήνης και σταθερότητας κλπ.
Έβδομον ότι οι εξελίξεις αυτές επέβαλαν την σταδιακή διεύρυνση του παραδοσιακού χώρου αρμοδιότητος και δράσεως του ΝΑΤΟ, δηλαδή την περιοχή της Ευρώπης και του Βορ. Ατλαντικού για σκοπούς συλλογικής άμυνας, δεδομένου ότι προστέθηκαν, όπως προαναφέρθηκε, νέοι τομείς δράσεως σε παγκόσμιο επίπεδο, με επιπλέον καθιέρωση συμπράξεως τρίτων χωρών διαφοροποιημένου ειδικού βάρους, των λεγόμενων νατοϊκών εταίρων με τους οποίους η Συμμαχία καθιέρωσε θεσμοποιημένη επαφή, διαβούλευση, σύμπραξη και συνεργασία πολιτική και στρατιωτική, στον χώρο της διεθνούς ασφάλειας.
Οι εξελίξεις της τελευταίας εικοσαετίας προσέφεραν στην Συμμαχία το εφαλτήριο για την μετεξέλιξή της από στενό οργανισμό συλλογικής άμυνας σε παγκόσμιο παράγοντα διεθνούς ασφάλειας, προς όφελος τόσο των μελών της όσο και της διεθνούς ειρήνης και σταθερότητος. Το απλουστευτικό και μηχανιστικό ερώτημα των αρχών της δεκαετίας του 90, «γιατί το ΝΑΤΟ εξακολουθεί να υπάρχει μετά την διάλυση της ΕΣΣΔ και του Σ.Β.,» απαντήθηκε στην πράξη με την προσαρμογή του ΝΑΤΟ στις νέες συνθήκες και την εκ μέρους του κάλυψη των ευρύτερων απαιτήσεων ασφαλείας για τα κράτη – μέλη του, που προέκυψαν από την διαφοροποίηση των απειλών, των κινδύνων, των αβεβαιοτήτων, της αστάθειας και των νέων – προκλήσεων σε τομείς όπως η διεθνής τρομοκρατία, η διασπορά των ΟΜΚ, η ενεργειακή ασφάλεια κ.τ.λ.
Όλα τα προαναφερθέντα, τόσο ως κεκτημένο της τελευταίας εικοσαετίας, όσο και ως επιδιώξεις σε μεσοπρόθεσμη βάση, περιελήφθησαν στην νέα στρατηγική αντίληψη (Strategic Concept) που υιοθετήθηκε στη Σύνοδο Κορυφής του Βορειοατλαντικού Συμβουλίου στην Λισσαβώνα τον Νοέμβριο του 2010.
Η νέα στρατηγική αντίληψη της Λισσαβώνας αντικατέστησε εκείνη της Washington του 1999. Πρόκειται περί του βασικού κειμένου της Συμμαχίας, το οποίο αναθεωρείται ανά δεκαετία περίπου, στο οποίο περιέχονται η στρατηγική, οι βασικές προτεραιότητες, οι στόχοι, οι ρόλοι, οι αποστολές, η μεθοδολογία και τα μέσα εκπληρώσεως των σκοπών της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας.
Το υιοθετηθέν κείμενο, προϊόν μακράς διαδικασίας στην κατάρτιση του οποίου ενεπλάκη στην πρώτη φάση και για πρώτη φορά όχι μόνο το ίδιο το Συμβούλιο του ΝΑΤΟ αλλά και ομάδα εμπειρογνωμόνων με εμπειρία των σχετικών ζητημάτων, υπό την πρώην Αμερικανίδα ΥΠΕΞ κ. Albright, καλύπτει ένα ευρύ φάσμα θεμάτων.
Ορίζονται κατά αρχάς τρία θεμελιώδη καθήκοντα της Συμμαχίας, ήτοι η παραδοσιακή συλλογική άμυνα, σύμφωνα με το άρθρο 5 της ιδρυτικής Συνθήκης της Washington, η διαχείριση κρίσεων, που είναι δυνατόν να επηρεάσουν στην ασφάλεια της Συμμαχίας, κρίσεων πριν την εκδήλωσή τους, κατά την διάρκειά τους και μετά την εξέλιξή τους σε συγκρούσεις και τέλος το πλέγμα συνεργασιακής ασφάλειας του ΝΑΤΟ με τρίτα κράτη, εταίρους ή διεθνείς οργανισμούς.
Καθόσον αφορά το περιβάλλον ασφαλείας αναγνωρίζεται μεν ότι η ευρωατλαντική περιοχή διέρχεται σήμερα περίοδο ειρήνης και ότι η πιθανότητα συμβατικής επιθέσεως κατά του ΝΑΤΟ είναι χαμηλή, αλλά ότι παράλληλα, η απειλή συμβατικού πολέμου σε πολλές περιοχές του κόσμου είναι υπαρκτή, ιδίως μάλιστα με την απόκτηση σύγχρονων στρατιωτικών δυνατοτήτων, οι οποίες είναι δύσκολο να προβλεφθούν στο μέτρο που μπορεί να έχουν συνέπειες για την διεθνή σταθερότητα και ασφάλεια της ευρωατλαντικής περιοχής. Οι εξελίξεις αυτές, καθώς επίσης και η διασπορά βαλλιστικών βλημάτων, πυρηνικών όπλων και άλλων όπλων μαζικής καταστροφής, η διεθνής τρομοκρατία και ο κίνδυνος εξοπλισμού των φορέων της με OMK, δημιουργούν επίσης απειλές και κινδύνους για την ευρωατλαντική ασφάλεια. Το ίδιο ισχύει με την παράνομη διακίνηση όπλων, ναρκωτικών αλλά και ανθρώπων.
Το περιβάλλον ασφαλείας επηρεάζεται επίσης από επιθέσεις στον κυβερνοχώρο και απειλές εναντίον γραμμών επικοινωνιών, μεταφορών, του διεθνούς εμπορίου και της ενέργειας. Ο κατάλογος των κινδύνων είναι εξαντλητικός και περιλαμβάνει ακόμη τις τάσεις της σύγχρονης τεχνολογίας π.χ. την ανάπτυξη όπλων που βασίζονται στην τεχνολογία laser, ηλεκτρονικού πολέμου, καθώς και τα παγκόσμια μεγάλα προβλήματα που συνοδεύουν σήμερα τις προόδους της εποχής μας, όπως π.χ. προβλήματα περιβάλλοντος, πόρων, υγείας, κλιματικής αλλαγής, κ.τ.λ.
Όλα τα προαναφερθέντα μπορούν να επηρεάσουν την διεθνή ασφάλεια, την νατοϊκή σχεδίαση και τις επιχειρήσεις της Συμμαχίας.
Στον τομέα της αποτροπής και της άμυνας επαναλαμβάνεται κατά τρόπο σαφή και κατηγορηματικό, ότι μολονότι η χρήση του πυρηνικού όπλου εκ μέρους του ΝΑΤΟ θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί μόνο σε εντελώς μεμονωμένες περιπτώσεις, η . Συμμαχία βασίζει την αποτροπή της στο κατάλληλο μείγμα πυρηνικών και συμβατικών όπλων που αποτελούν βασικό στοιχείο της γενικώτερης στρατηγικής της. Εν προκειμένω προστίθεται ότι για όσο χρόνο τα πυρηνικά όπλα θα συνεχίσουν να υφίστανται, το ΝΑΤΟ θα παραμείνει πυρηνική συμμαχία.
Καθ’ όσον αφορά στον τομέα της διαχείρισης κρίσεων, με χαρακτηριστικώτερα τταραδείγματα τα Δυτ. Βαλκάνια και το Αφγανιστάν, τονίζεται ότι η Συμμαχία θα συνεχίσει να εμπλέκεται πολιτικά και στρατιωτικά στις περιπτώσεις που οι διάφορες κρίσεις, στα επί μέρους στάδια εκδηλώσεώς τους, πιθανόν να αποτελέσουν ευθεία απειλή για την νατοϊκή περιοχή και τους πληθυσμούς της. Η προσπάθεια συνίσταται στην έγκαιρη εμπλοκή, ώστε να αποφευχθούν εξελίξεις που θα μεταβάλουν τις κρίσεις σε συγκρούσεις. Εφόσον όμως το ανεπιθύμητο επισυμβεί το ΝΑΤΟ είναι έτοιμο να συμβάλει στην αντιμετώπιση των συγκρούσεων, την σταθερoπoίηση ακόμη και την ανοικοδόμηση.
Στον τρίτο τέλος τομέα καθηκόντων, που αφορούν στην συνεργασιακή ασφάλεια, γίνεται λόγος για την ανάγκη, όπως η τελευταία κατοχυρωθεί στα χαμηλότερα δυνατά επίπεδα στρατιωτικών δυνάμεων. Διακηρύσσεται η ετοιμότητα της Συμμαχίας να συνεχίσει τις προσπάθειες αφοπλισμού, ελέγχου εξοπλισμών και μη διασποράς, οι οποίες συμβάλλουν στην διατήρηση της ειρήνης, ασφάλειας και σταθερότητος. Υποστηρίζονται επίσης οι προσπάθειες μειώσεων στο παγκόσμιο πυρηνικό οπλοστάσιο, οι οποίες και θα συνεχισθούν. Επισημαίνεται τέλος ότι εθνικές αποφάσεις που αφορούν τον έλεγχο εξοπλισμών και τον αφοπλισμό μπορούν να έχουν επιπτώσεις στα επίπεδα ασφαλείας όλων των κρατών – μελών της Συμμαχίας και για τον λόγο αυτό αναλαμβάνεται η δέσμευση των κατάλληλων ενδοσυμμαχικών διαβουλεύσεων επί των εν λόγω ζητημάτων.
Ειδικά κεφάλαια αφιερώνονται στην πολιτική ανοικτών θυρών του ΝΑΤΟ, η οποία επιβεβαιώνεται, υπό τα γνωστά κριτήρια και προύποθέσεις, στις εταιρικές σχέσεις με τρίτα κράτη και διεθνείς οργανισμούς, κυρίως τον ΟΗΕ και την Ε.Ε., και τέλος στις σχέσεις με την Ρωσία σε πολιτικό και πρακτικό επίπεδο που καλύπτει μεγάλο αριθμό τομέων και ζητημάτων. Αναφορές επίσης ετοιμότητος συνεργασίας γίνονται σε σχέση με τους Μεσογειακούς Εταίρους, τους Εταίρους του Κόλπου, την Ουκρανία και την Γεωργία.
Στο πλαίσιο πάντοτε της μετεξελίξεως του ΝΑΤΟ και του ανοίγματός του στους πρώην εχθρούς και αντιπάλους, τοποθετείται κατά την δεκαετία του 1990, η ίδρυση τριών Συμβουλίων Συνεργασίας και Εταιρικών Σχέσεων μεταξύ της Συμμαχίας και χωρών που προήλθαν από την διάλυση της ΕΣΣΔ, του Σ.Β. και της Γ/βίας. Πρόκειται περί του Ευρωατλαντικού Συμβουλίου Εταιρικής Συνεργασίας (EAPC), εκτελεστικός βραχίων του οποίου είναι ο λεγόμενος Συνεταιρισμός για την Ειρήνη (PfP), του Συμβουλίου NATO – Ρωσίας (NRC), που ιδρύθηκε το 2002, ως διάδοχο σχήμα της ιδρυτικής Πράξεως (Founding Act) και του Συμβουλίου που η ίδια καθιέρωσε και των σχέσεων των δύο πλευρών από το 1997, και τέλος του Χάρτου Διακεκριμένης Σχέσεως – επίσης του 1997, με την ιδική της Επιτροπή, ΝΑΤΟ – Ουκρανίας. Ανάλογη ειδική συμφωνία με ίδρυση Επιτροπής υπεγράφη αργότερα (2008) και μεταξύ ΝΑΤΟ — Γεωργίας.
Τα Συμβούλια που προαναφέραμε συνέρχονται σε όλα τα επίπεδα μέχρι και του ανωτάτου και διαθέτουν πλειάδα προγραμμάτων πρακτικής συνεργασίας και φυσικά και πολιτικό διάλογο. Ο βαθμός όμως επιτυχίας τους ποικίλλει κατά περίπτωση, κατά χώρα και κατά την συγκυρία.
Ειδικότερα το Συμβούλιο NATO – Ρωσίας και οι δύο Επιτροπές ΝΑΤΟ – Ουκρανίας και NATO – Γεωργίας, επηρεάζονται αισθητά από το εκάστοτε βαρόμετρο των σχέσεων Wahsington – Μόσχας, καθώς και σε ένα βαθμό, από το βάρος των αντιρωσικών θέσεων που υιοθετούν εκάστοτε εντός NATO, είτε οι λεγόμενοι Ατλαντιστές, είτε οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και πρώην σοβιετικοί δορυφόροι. Ενδεικτικά αξίζει να αναφερθεί η αναστολή των εργασιών του Συμβουλίου NATO – Ρωσίας μετά τα γεγονότα στη Ν. Οσετία (2008). Η αναστολή διήρκεσε μέχρι τον Ιούνιο του 2009, οπότε το NRC επανασυγκλήθηκε ατύπως στην Κέρκυρα, στο περιθώριο της υπό ελληνική προεδρία άτυπης υπουργικής συνόδου του ΟΑΣΕ.
Ως προς τα ζητήματα επί των οποίων υπήρξε συνεργασία όλα αυτά τα χρόνια ας αναφερθεί, ενδεικτικά πάντοτε, το Αφγανιστάν, η καταπολέμηση της τρομοκρατίας, της πειρατείας, της διακίνησης ναρκωτικών, η διαφάνεια στις στρατιωτικές ασκήσεις, τους εξοπλισμούς και η δημιουργία σχέσεων εμπιστοσύνης κλπ. Σε άλλα όπως η αντιπυραυλική άμυνα, η κυβερνοάμυνα, η εμπλοκή του NRC στην καταστροφή των συριακών χημικών όπλων, και το πρόγραμμα καταστροφής πεπαλαιωμένων σοβιετικών πυρομαχικών στην περιοχή Καλίνινγκραντ δεν υπήρξε ουσιαστική πρόοδος λόγω ελλείψεως εμπιστοσύνης, επικλήσεως πτυχών ασφαλείας ή εξ άλλων λόγων.
Η πρόσφατη και σε εξέλιξη κρίση της Κριμαίας και γενικότερα το ζήτημα της Ουκρανίας, μεταφέρεται και σε ικανό βαθμό επηρεάζει αρνητικά τις σχέσεις NATO – Ρωσίας. Οι σχέσεις αυτές θα εξακολουθήσουν να επηρεάζονται από ποικίλους εξωγενείς παράγοντες αλλά ειδικότερα και από τις σχέσεις Ρωσίας – Ουκρανίας και Ρωσίας – Γεωργίας, και το βαθμό ανταπόκρισης της Συμμαχίας στην πολλαχόθεν εκπεφραζόμενη πίεση για την εντατικοποίηση των σχέσεων του ΝΑΤΟ με τις δύο αυτές χώρες. Να υπενθυμίσουμε ότι από το 2008 είχε καταβληθεί εντονότατη προσπάθεια εντάξεως των δύο αυτών χωρών στο ΝΑΤΟ, κατά την Σύνοδο κορυφής στο Βουκουρέστι. Η προσπάθεια δεν ευοδώθηκε τότε και έκτοτε λόγω αντιδράσεων κυρίως της Γερμανίας και της Γαλλίας.
Οι τελευταίες δυσάρεστες εξελίξεις σε αυτό το σκηνικό είναι ότι το ΝΑΤΟ, με απόφαση των Υπουργών Εξωτερικών της Συμμαχίας προχώρησε στην αναστολή όλων των προγραμμάτων συνεργασίας του με τη Ρωσία, στρατιωτικών και πολιτικών, αλλά διατήρησε μόνο τον πολιτικό διάλογο, στο πλαίσιο του NRC, σε πρεσβευτικό ή ανώτερο επίπεδο.
Επίσης, αποφασίσθηκε στην ίδια σύνοδο των ΥΠΕΞ η ενίσχυση και εντατικοποίηση της συνεργασίας με την Ουκρανία και άλλες χώρες της Ανατ. Ευρώπης στο πλαίσιο υφισταμένων προγραμμάτων και ειδικώς για την Ουκρανία η λήψη ενισχυμένων μέτρων για την ασφάλειά της.
Εν πάση περιπτώσει όλα τα προαναφερθέντα υποδηλούν κατά το πλέον εναργή τρόπο, ότι υπάρχουν όρια στη σχέση NATO – Ρωσίας — η αμοιβαία καχυποψία έχει πάντοτε ενεργές ρίζες – και όρια επίσης στην προς ανατολάς διαδικασία διεύρυνσης της Συμμαχίας μέσω της διακηρυγμένης πολιτικής της των ανοικτών θυρών.
Πριν κλείσουμε το κεφάλαιο NATO – Ρωσίας καλόν είναι να σημειώσουμε ότι η χώρα μας υπήρξε παγίως υπέρμαχος της συνεργασίας NATO – Ρωσίας ακόμη και σε ζητήματα που οι απόψεις διίστανται ή αποκλίνουν. Η Ελλάδα παγίως υποστήριζε ότι η Ευρωπαϊκή Ασφάλεια δεν μπορεί να εξασφαλισθεί χωρίς την Ρωσία, πολλώ δε μάλλον εναντίον της. Υποστηρίξαμε επίσης παγίως την ευρύτερη δυνατή συνεργασία σε πρακτικά ζητήματα, όπως αυτά που προαναφέρθηκαν, και επιπλέον στην αντιμετώπιση των ζητημάτων ελέγχου OMK, των φυσικών και μη φυσικών καταστροφών, ακόμη και του εναερίου χώρου (CAI).
Γενικά η Ελλάς δεν θέλει να δει τις σχέσεις NATO – Ρωσιας να , καταστούν όμηροι εξωγενούς ανταγωνισμού, αλλά να επικεντρωθούν – όσο αυτό είναι δυνατόν, στη διαφύλαξη της δυναμικής που έχει αναπτυχθεί μέχρι τούδε και σε πρακτικούς τομείς. Βεβαίως οι μεγάλες και παρατεταμένες κρίσεις δεν βοηθούν κανέναν ούτε και τα εν προκειμένω ελληνικά συμφέροντα.
Πριν περάσουμε στα ειδικώτερα ζητήματα που αφορούν στη χώρα μας, καλόν θα ήταν να αναφερθούμε σύντομα στην σχέση του ΝΑΤΟ με την ενέργεια, ένα ζήτημα ιδιαίτερα επίκαιρο και σημαντικό.
Εισαγωγικά, να σημειώσουμε ότι το ΝΑΤΟ ιστορικά δεν είχε ιδιαίτερη εμπλοκή στα ενεργειακά θέματα. Την τελευταία όμως δεκαετία επιδεικνύει ενδιαφέρον σε εκείνες τις πτυχές της ενέργειας, στις οποίες ο ρόλος του μπορεί να προσφέρει προστιθέμενη αξία. Οι πτυχές αυτές είναι κυρίως η ενεργειακή ασφάλεια, περιλαμβανομένης και της θαλάσσιας ασφάλειας, καθώς και η ασφάλεια των υποδομών. Η Συμμαχία επιθυμεί συνεργασία με άλλους διεθνείς οργανισμούς, οι οποίοι ασχολούνται με την ουσία του αντικειμένου, ενώ στους κόλπους της διεξάγεται συστηματικά ανταλλαγή απόψεων και παρέχεται ενημέρωση για τα ζητήματα αυτά. Η ανταλλαγή απόψεων γίνεται και με εταίρους συνεργασίας και περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και ζητήματα εξοικονόμησης ενέργειας στον στρατιωτικό και αμυντικό τομέα ( n λεγόμενη Green Defense).
Ας σημειωθεί τέλος ότι από την Σύνοδο Κορυφής του Βουκουρεστίου (2008) και εντεύθεν, τα ενεργειακά ζητήματα φέρονται και στο ανώτατο διασυμμαχικό επίπεδο και υποβάλλονται τακτικά εκθέσεις προόδου στους ηγέτες των χωρών – μελών της Συμμαχίας.
Ας στρέψουμε τώρα το ενδιαφέρον μας στα ειδικότερα ζητήματα που αφορούν στις σχέσεις της χώρας μας με το ΝΑΤΟ. Ας κάνουμε μια προσπάθεια να προσεγγίσουμε το θέμα από ιστορικής, πολιτικής και επιχειρησιακής απόψεως. Ας αποπειραθούμε κατ’ αρχάς να εξετάσουμε τους στρατηγικούς στόχους και τις επιδιώξεις τόσο της Συμμαχίας, όσο και της Ελλάδος στις αρχές της δεκαετίας του 1950, αναφορικά πάντοτε με την ένταξη της χώρας μας στο ΝΑΤΟ.
Εισαγωγικά να σημειώσουμε ότι η ένταξη της Ελλάδος και της Τουρκίας απετέλεσε την πρώτη διεύρυνση της Συμμαχίας, με την ένταξη σ’ αυτήν δύο χωρών του ευρωμεσογειακού νότου. Έκτοτε συντελέσθησαν άλλες πέντε διευρύνσεις με τελευταία το 2008.
Βεβαίως η διεύρυνση αυτή συνιστά την πρώτη παραδοχή της Συμμαχίας ότι η ασφάλεια της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης δεν εξαρτάται μόνον από ένα ζωντανό διατλαντικό δεσμό με της ΗΠΑ και τον Καναδά, που μετείχαν ενεργά στους δύο παγκοσμίους πολέμους του 20″ αιώνα, αλλά και από τον αδιαίρετο χαρακτήρα της ευρωπαϊκής άμυνας και της ασφάλειας στον Βορρά, στο Κέντρο και στον Νότο της ηπείρου μας.
Η συγκεκριμένη διεύρυνση έχει προεχόντως γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά χαρακτηριστικά. Δεν συμπληρώνει απλώς ένα κενό στο υπογάστριο της Ευρώπης, ούτε μετατοπίζει απλώς προς Ανατολάς, δηλ. την ΕΣΣΔ, την γραμμή αντιπαράθεσης και του Ψυχρού Πολέμου Ανατολής Δύσης. Η εν λόγω διεύρυνση επιτυγχάνει κάτι πολύ ουσιαστικότερο, την δημιουργία δηλαδή ενός ενιαίου, αδιάσπαστου αμυντικού τόξου από το Βορ. Ακρωτήριο της Νορβηγίας, μέχρι τα Βαλκάνια, την Ανατ. Μεσόγειο και τις προσβάσεις της Μ. Ανατολής και της Β. Αφρικής. Το πόσο σημαντικές συνέπειες έχει η εν λόγω εξέλιξη θα φανεί τις επόμενες δεκαετίες.
Τέλος, η διεύρυνση του ΝΑΤΟ με την Ελλάδα και την Τουρκία μεταδίδει βεβαίως ένα ηχηρό μήνυμα προς την ΕΣΣΔ και τις δορυφόρες χώρες της επιρροής της στην Ανατ. Ευρώπη (σημειωτέον ότι το Σ.Β. δεν έχει ακόμα ιδρυθεί), αλλά αποτελεί επίσης χωροταξικά, πρώιμη αλλά έγκαιρη παρέμβαση του δυτικού συστήματος άμυνας, ασφάλειας και σταθερότητας σε ένα κατ’ εξοχήν αβέβαιο, ασταθές και αφυπνιζόμενο χώρο. Ο χώρος αυτός θα δοκιμάσει και θα γευθεί σε λίγο όλα τα αγαθά και τα προβλήματα της αποαποικιοποίησης, του εθνικισμού, των ενδοφυλετικών και άλλων συγκρούσεων που έφεραν οι επόμενες δεκαετίες.
Από πλευράς τώρα Ελλάδος νομίζω ότι αξίζει να σημειωθούν Τα ακόλουθα:
Ιστορικά η ελληνική ένταξη στο NATO το 1952 συντελείται μετά από μια τραγική δεκαετία πολέμου, κατοχής, καταστροφών και εμφύλιας διαμάχης. Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι η δεκαετία του 1940 ως σύνολο, δεν μπορεί να συγκριθεί, ως προς τα καταστροφικά της αποτελέσματα, με καμία άλλη περίοδο του ελεύθερου ελληνικού βίου από το 1830 και εντεύθεν.
Γεωπολιτικά ότι η ελληνική ένταξη στο ΝΑΤΟ και στο ευρύτερο σύστημα ασφαλείας που αυτό εγγυάται, επενεργεί εξωτερικά και εσωτερικά και κατά τρόπο θετικό, στους τομείς της σταθερότητας και των προοπτικών ανοικοδόμησης και Οικονομικής ανάπτυξης της χώρας.
Γεωστρατηγικά ότι την εποχή που συντελείται η διεύρυνση το 1952, η μεν Μ. Βρετανία έχει αποσυρθεί στρατιωτικά από τη Ελλάδα, Οι δε ΗΠΑ έχουν καταστήσει σαφές προς κάθε κατεύθυνση, ότι η στρατιωτική τους εμπλοκή και εγγύηση προς την μεταπολεμική Ευρώπη, δεν θα είναι πλέον διμερούς αλλά συλλογικού χαρακτήρα, μέσω δηλ. του ΝΑΤΟ.
Γεωστρατηγικά επίσης θα πρέπει να υπογραμμισθεί, ότι περίπτωση εντάξεως στο ΝΑΤΟ της Τουρκίας μόνον το 1952, θα ήταν αδιανόητη για τα ελληνικά συμφέροντα αλλά και ιδιαιτέρως βλαπτική για τα συμμαχικά. Τέτοιο σενάριο δεν εξετάσθηκε ποτέ σοβαρά, ούτε το 1952 ούτε αργότερα. Οι εν προκειμένω λεπτομέρειες μάλλον παρέλκουν.
Αμυντικά, τέλος, ότι τα δόγματα Μάρσαλ και Τρούμαν, αναφορικά με την Ελλάδα, έχουν είτε ολοκληρωθεί είτε συνεχίζουν μεν την εφαρμογή τους, με διαφοροποιημένο όμως χαρακτήρα οικονομικής ή και στρατιωτικής βοήθειας. Ειδικότερα η τελευταία (η στρατιωτική) συνδέεται άμεσα μεν με την εκπαίδευση, τον εκσυγχρονισμό και τα εξοπλιστικά προγράμματα των Ελληνικών Ε.Δ. και έμμεσα με το ειδικό πλέγμα των Ε/Α συμφωνιών για τις αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα, η πρώτη των οποίων υπογράφεται το 1953, ένα μόλις χρόνο μετά την ένταξη της χώρας μας στο ΝΑΤΟ.
Από τη συνοπτική παρουσίαση των βασικών παραμέτρων που συνοδεύουν τα συμφέροντα και τα κίνητρα της ελληνικής εντάξεως στο ΝΑΤΟ, θα μπορούσε κανείς να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ένταξή μας υπήρξε ιστορικά επωφελής, ιδίως από γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής απόψεως. Δεν υπήρξε όμως ούτε αδιατάρακτη ούτε ανέφελη.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν την ελληνική ένταξη ανέκυψε μεγάλος αριθμός προβλημάτων, του αμέσου ενδιαφέροντός μας, κυρίως διμερούς ή περιφερειακού χαρακτήρα. Εκτίμηση του ομιλούντος είναι ότι τα προβλήματα αυτά θα ανέκυπταν ούτως ή άλλως, ασχέτως της ελληνικής εντάξεως. Το ΝΑΤΟ, στις περισσότερες περιπτώσεις, διαχειρίσθηκε αλλά δεν έλυσε τα προβλήματα αυτά. Βεβαίως η Συμμαχία, εκ της φύσεώς της, δεν έχει ρόλο ούτε Σ.Α./ΟΗΕ ούτε Δ.Δ.Χ. Παρεμβαίνει όταν υπάρχει πολιτική ομοφωνία προς τούτο, ή όταν τα προβλήματα επηρεάζουν το συμμαχικό γίγνεσθαι. Αυτό είναι καλό να το γνωρίζουμε και να προσαρμόζουμε κατάλληλα τις προσδοκίες και τις πολιτικές μας.
Σήμερα, μετά τη συμπλήρωση εξήντα και πλέον ετών από την ένταξη της Ελλάδος και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ (1952) είναι νομίζω χρήσιμη μια ψύχραιμη ματιά στο τι μεσολάβησε από τότε και το τι μπορεί η χώρα μας να αναμένει από την Συμμαχία ιδίως μετά την προσθήκη του πυλώνα της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Aμυνας και Ασφάλειας στους τομείς δράσης της Ε.Ε.
Επισημαίνω, πρώτον ότι κατά την δεκαετία του 1980 η Ελλάδα προσπάθησε, μέσω σχετικών αιτημάτων τόσο προς το ΝΑΤΟ όσο και προς την τότε ΔΕΕ, να καλύψει τις σχετικές προβλέψεις που υπήρχαν στις ιδρυτικές συνθήκες των δύο Οργανισμών, όχι μόνον έναντι εξωτερικής αλλά και έναντι τυχόν εσωτερικής ένοπλης επιθέσεως μεταξύ των μελών τους. Και οι δύο αυτές προσπάθειες δεν έφεραν αποτέλεσμα διότι το μεν NATO χωρίς να θίξει το λεκτικό της συνθήκης του Β. Ατλαντικού του 1949, έλαβε αρνητική θέση στο αίτημα, η δε ΔΕΕ φρόντισε πριν η Ελλάδα ενταχθεί σ’ αυτήν να τροποποιήσει ρητά την ιδρυτική της συνθήκη, ώστε να μην δίδεται καμία σχετική δυνατότητα. Οι λόγοι για τις παρόμοιες αυτές εξελίξεις είναι διαφορετικής φύσεως αλλά το αποτέλεσμα ανάλογο. Ας έχουμε πάντως υπόψη ότι η συλλογική άμυνα έναντι εξωτερικής επίθεσης, που προβλέπεται στο άρθρο 5 – της Βορειοατλαντικής Συνθήκης δεν είναι αυτόματη αλλά χρήζει αποφάσεως στο πλαίσιο του Συμβουλίου του ΝΑΤΟ, οπότε ο καθένας νομίζω αντιλαμβάνεται εάν στην πράξη θα ήταν δυνατή η λήψη σχετικής αποφάσεως, με ένα τουλάχιστον μέλος της Συμμαχίας που θα ενεπλέκετο σε εσωτερική επίθεση κατά άλλου συμμάχου, να καλείται να επικυρώσει το γεγονός αυτό και τις συνέπειές του μέσω συμμετοχής τους με Consensus στη διαδικασία λήψεως αποφάσεως από το Συμβούλιο. Προσθέτω ότι η παράμετρος που προανέφερα ουδέποτε παρουσιάσθηκε και εξηγήθηκε στην Ελλάδα κατά τις δεκαετίες από το 1981 και εντεύθεν.
Δεύτερον. Είναι γεγονός ότι η επιστροφή μας στην ενοποιημένη στρατιωτική δομή διοικήσεως του NATO το 1980, μετά την αποχώρησή μας το 1974, έγινε με δυσμενείς και αμφισβητούμενους όρους. Και ενώ υπήρξε βασική εμπλοκή στην ίδρυση των προβλεπομένων στην Συμφωνία Επανεντάξεως δύο Στρατηγείων στο ελληνικό έδαφος, πράγμα που σαφώς θα ανεβάθμιζε το γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό βάρος της χώρας εντός και εκτός Συμμαχίας, ανέκυψαν στον πλέον ευαίσθητο χώρο αυτής, δηλ. την Αμυντική Σχεδίαση, χρονίζοντα ζητήματα των Ε/Τ σχέσεων.
Τα ζητήματα αυτά αφενός δεν επέτρεψαν την εγκατάσταση και λειτουργία των δύο συμμαχικών στρατηγείων στην Ελλάδα (αυτό επετεύχθη πολύ αργότερα, το 1999), αφετέρου επέφεραν μεγάλες τριβές, εντάσεις και κυρίως υπονόμευση του ρόλου που φιλοδοξούσε να παίξει η χώρα μας επιστρέφοντας το 1980 στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Ας μην παραβλεφθεί το γεγονός ότι ακόμη και σε περίπτωση επιτυχίας της προσπάθειάς μας, το κέρδος θα ήταν πολιτικό και γεωστρατηγικό, όχι όμως νομικό, δηλ. δεν θα συνιστούσε νομική κατοχύρωση των θέσεών μας για μια σειρά ζητημάτων του ελληνικού χώρου, χερσαίου – θαλασσίου και εναερίου.
Τρίτον. Ο ρόλος και η συμβολή της Ε.Ε. στην ελληνική άμυνα και ασφάλεια θα είναι για πολλά ακόμη χρόνια συμπληρωματικός και παράπλευρος εκείνου του ΝΑΤΟ. Όσο θα εξακολουθεί η ανισορροπία της αμυντικής προσπάθειας μεταξύ ΗΠΑ και Ευρωπαίων, όσο θα εμφιλοχωρούν η καχυποψία μεταξύ τους αλλά και μεταξύ των ιδίων των Ευρωπαίων, όσο καθυστερεί και εξασθενίζει το όραμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης και όσο οι ευρωπαϊκές στρατιωτικές δομές παραμένουν ανεπαρκείς και αδύναμες, καλόν θα είναι να είμαστε πολύ προσεκτικοί στις εκτιμήσεις μας για τις πραγματικές, στο προβλεπτό μέλλον, ευρωπαϊκές δομές άμυνας και ασφάλειας, στις οποίες ασφαλώς ανήκει και η χώρα μας.
Αναλυτικότερη παρουσίαση στο σημείο αυτό των επί μέρους ζητημάτων είναι αδύνατη, λόγω χρονικών περιορισμών. Πριν κλείσω όμως νομίζω ότι επιβάλλεται η διατύπωση μερικών παρατηρήσεων που αφορούν στη σημερινή θέση της Ελλάδος στο ΝΑΤΟ και την συνεχιζόμενη μετεξέλιξή του, ώστε να ανταποκριθεί αποτελεσματικότερα στις προκλήσεις των καιρών στους τομείς συλλογικής άμυνας και διεθνούς ασφάλειας.
Πρώτον. Η συμμετοχή της Ελλάδος στο ΝΑΤΟ, η οποία πολλές φορές στο παρελθόν έχει γίνει σημείο αναφοράς και αμφισβητήσεων, είναι όχι απλώς πολιτικά δεδομένη αλλά και γεωστρατηγικά επιβαλλομένη και τούτο, όχι μόνον, λόγω των ανοικτών αντιπαραθέσεων μας με ορισμένους εκ των γειτόνων μας, αλλά για την προστασία των γενικοτέρων συμφερόντων της χώρας.
Δεύτερον. Τα σχετικά ζητήματα των νατοϊκών δραστηριοτήτων και εμπλοκών παγκοσμίως καθώς και του ελληνικού ρόλου σ’ αυτές, πρέπει να προσεγγίζονται με ορισμένες σταθερές, όπως η επιδίωξη σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου και της Διεθνούς νομιμότητος, αλλά με παράλληλη προώθηση των ειδικοτέρων ελληνικών συμφερόντων εκ των έσω, στο πλαίσιο της διαβουλεύσεως που προηγείται της λήψεως των συμμαχικών αποφάσεων και στην βάση πάντοτε του κανόνος του Consensus. Απουσία της Ελλάδος ή υποβαθμισμένη συμμετοχή συνεπάγεται κόστος για την χώρα, όπως απέδειξε η εμπειρία από το 1974 και εντεύθεν.
Τρίτον. Για μία χώρα που δεν επιλέγει ή δεν έχει την πολυτέλεια του απομονωτισμού, η μόνη ρεαλιστική στρατηγική επιλογή για την διασφάλιση του εθνικού συμφέροντος και την βελτίωση της διεθνούς επιρροής της είναι η ενεργός συμμετοχή της στους διεθνείς Οργανισμούς και η προβολή και ανάδειξη αυτής με σκοπό την πολιτική αξιοποίηση της συνεισφοράς της. Η χώρα μας παρά τις ήδη μεγάλες της υποχρεώσεις και τις περιορισμένες συγκριτικά δυνατότητες και παρά τις δυσχερείς δημοσιονομικές συνθήκες, εξακολουθεί να συμπράττει, στο μέτρο του δυνατού, στην προώθηση της σταθερότητας της στην επίλυση των μειζόνων ζητημάτων που απασχολούν την περιοχή, όπως λ.χ. είναι το Μεσανατολικό, το Κοσσυφοπέδιο, οι κρίσεις στην Μέση Ανατολή και στη Βόρειο Αφρική και η ενσωμάτωση των Δυτικών Βαλκανίων στους Ευρωατλαντικούς θεσμούς.
Τέταρτον και τελευταίο, εκτιμάται ότι η υπέρβαση της σημερινής οικονομικής συγκυρίας θα δώσει σαφώς καλύτερες δυνατότητες ελληνικής συνεισφοράς στο συμμαχικό γίγνεσθαι σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Απαιτείται λοιπόν πολιτική βούληση, δέσμευση και δραστηριοποίηση του ελληνικού πολιτικοστρατιωτικού παράγοντος για την εξυπηρέτηση του εθνικού συμφέροντος εντός Συμμαχίας και σε επιδίωξη των γενικότερων στόχων και προτεραιοτήτων της.
Πριν κλείσουμε την σημερινή παρουσίαση θεωρώ σκόπιμη μία αναφορά σε ωρισμένα επίκαιρα ζητήματα που ανέκυψαν την τελευταία περίοδο σε σχέση πάντοτε με το ΝΑΤΟ ή τις δραστηριότητές του. Τα αναφέρω κατά σειράν.
α) Δραστηριότητα του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο. Κατά τη Σύνοδο Υπουργών Αμύνης του ΝΑΤΟ (Βρυξέλλες, 10-11.2.2016), και επί τη βάσει διαβουλεύσεων που διεξήχθησαν σε Υπουργικό επίπεδο μεταξύ Γερμανίας, Ελλάδας, Τουρκίας και Γενικού Γραμματέως ΝΑΤΟ, αποφασίσθηκε η παροχή υποστήριξης από το ΝΑΤΟ στις διεθνείς προσπάθειες αντιμετώπισης της προσφυγικής και μεταναστευτικής κρίσης.
Σύμφωνα με την ως άνω απόφαση η συμβολή του ΝΑΤΟ στην αντιμετώπιση της προσφυγικής/μεταναστευτικής κρίσης πραγματοποιείται μέσω της Συμμαχικής ναυτικής δύναμης SNMG-2 (Standing NATO Maritime Group 2), n οποία διεξάγει «δραστηριότητα» (actiνity) παρακολούθησης, εποπτείας και αναγνώρησης (Monitoring, Surveillance και Reconnaissance) των παράνομων διόδων στο Αιγαίο, σε συνεργασία με τις αρμόδιες ελληνικές και Τουρκικές Αρχές και μέσω της εγκαθίδρυσης απευθείας επαφών με την FRONTEX.
Η δραστηριοποίηση της SNMG-2 στο Αιγαίο εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προσκόμματα λόγω τουρκικών μεθοδεύσεων, καθώς (α) η Τουρκία δεν συναινεί στην επέκταση του χώρου δραστηριοποιήσεως της SNMG-2 στις άλλες δύο περιοχές που έχουν προσδιορισθεί στον αρχικό σχεδιασμό, ήτοι στην P-3 (θαλάσσια περιοχή Σάμου) και P-4 (Λέρος-Κάλυμνος-Κως) και (β) δεν έχει καταστεί δυνατή η χρήση πτητικών μέσων (ελικοπτέρων) των πλοίων της SNMG-2 εξαιτίας της απόρριψης από την Τουρκία της προοπτικής έκδοσης οδηγιών από τις Στρατιωτικές Αρχές του ΝΑΤΟ με τις οποίες θα προσδιορίζετο ότι οι πτήσεις των ελικοπτέρων θα πρέπει να είναι σύμφωνες προς τις διαδικασίες και κανόνες του ICAO.
Πάντως, κατά την άποψη Συμμαχικών αξιωματούχων και δη του Γενικού Γραμματέως, η δραστηριοποίηση του ΝΑΤΟ θεωρείται ως επιτυχής, με κριτήριο το επίπεδο συνεργασίας FRONTEX-MARCOM (Maritime Command / Ναυτική Διοίκηση NATO) και με δεδομένο ότι άνω του 1/4 των πρώτων εντοπισμών μεταναστευτικών και προσφυγικών λέμβων έχει πραγματοποιηθεί από πλοία της SNMG-2.
Επισημαίνεται ότι η Τουρκία με πρόσχημα αφ’ ενός την ραγδαία μείωση των μεταναστευτικών ροών – μείωση κατά 96% σε σχέση με τον Οκτώβριο 2015, σύμφωνα με Τουρκικά στοιχεία, ως αποτέλεσμα κατά την Τουρκική πλευρά του «εξαιρετικού έργου της Τουρκικής ακτοφυλακής» και της εφαρμογής της Συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας – αφ’ ετέρου δε την αξιολόγηση της δραστηριότητας ως «περιορισμένης αποτελεσματικότητας» (σύμφωνα με τουρκικές εκτιμήσεις μόλις 8% των περιστατικών εντοπίζεται από τα πλοία της SNMG-2), έχει θέσει ως στόχο τον τερματισμό της Συμμαχικής δραστηριότητας το συντομότερο, με το αιτιολογικό ότι εκλείπουν πλέον οι επιχειρησιακοί λόγοι συνέχισής της. Σε αντίθετο μήκος κύματος κινούνται οι λοιπές Συμμαχικές χώρες οι οποίες τάσσονται υπέρ της συνέχισής της.
Η χώρα μας επιδιώκει: (α) να αναδεικνύει εύληπτα την ανάγκη η δράση του ΝΑΤΟ να συνάδει με το διεθνές συμβατικό και εθιμικό Διεθνές Δίκαιο και με τις αποφάσεις που έχουν ληφθεί από τους Υπουργούς Αμύνης ΝΑΤΟ (11.2.2016), (β) να καθιστά σαφές ότι το ως άνω πλαίσιο είναι το μόνο εντός του οποίου είναι νοητή η απρόσκοπτη διεξαγωγή της δράσης του NATO για το προσφυγικό/μεταναστευτικό και (γ) να υπογραμμίζει την απομείωση της αποτελεσματικότητας της νατοϊκής δράσης και κατ’ επέκταση της αξιοπιστίας της, εξαιτίας των Τουρκικών προσκομμάτων.
Στο πλαίσιο αυτό, τονίζουμε την ύπαρξη αντικειμενικών δεδομένων, όπως λ.χ. η αμείωτη ροή μετακινήσεων από κύρια σημεία προέλευσης μεταναστών/προσφύγων, συγκεκριμένα τη Συρία, το Ιράκ, το Αφγανιστάν και την υποσαχάρια Αφρική, που καθιστούν απαραίτητη την συνέχιση της νατοϊκής δραστηριότητας στο Αιγαίο. Επίσης επισημαίνουμε ότι είναι άκαιρο να ληφθούν εσπευσμένες αποφάσεις περί του μέλλοντος της δραστηριότητας επί τη βάσει των δεδομένων της χειμερινής περιόδου, οπότε εξαιτίας αντικειμενικών εμποδίων οι μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές είναι σημαντικά μειωμένες, με κίνδυνο να πληγεί το κύρος της Συμμαχίας στην περίπτωση που λίγους μήνες μετά, οι ροές ενταθούν.
β) Αποτροπή και Άμυνα (Deterrence and Defence): H Σύνοδος Κορυφής ΝΑΤΟ στη Βαρσοβία (8-9.7.2016) εστίασε στο ζήτημα ενίσχυσης της αποτροπής και άμυνας (deterrence and defence). Μια από τις βασικές συνιστώσες της ενισχυμένης αποτροπής και άμυνας αποτελεί η «ενισχυμένη Προκεχωρημένη Παρουσία» στις τρεις χώρες της Βαλτικής και την Πολωνία (enhanced Forvard Presence/eFP). Στη Σύνοδο Κορυφής στη Βαρσοβία, o ΗΠΑ, η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και ο Καναδάς ανακοίνωσαν επισήμως την πρόθεσή τους να αναλάβουν ρόλο «Έθνους-πλαισίου» (Framework nation) των τεσσάρων “battle groups”, επιπέδου Τάγματος, που θα αναπτυχθούν το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους σε Πολωνία, Λιθουανία, Εσθονία και Λεττονία, αντιστοίχως. Επίσης, άλλες Συμμαχικές χώρες (Βέλγιο, Γαλλία, Δανία, Ισπανία, Ιταλία, Κροατία, Λουξεμβούργο, Νορβηγία, Ολλανδία, Πολωνία και Ρουμανία) εξέφρασαν την πρόθεσή τους να συνεισφέρουν μέσα και προσωπικό στα Τάγματα των ΗΠΑ, Γερμανίας, Ηνωμένου Βασιλείου και Καναδά.
Άλλα στοιχεία της αποτροπής και άμυνας είναι η «προσαρμοσμένη Προκεχωρημένη Παρουσία» (tailored Forward Presence/tFP) στο νοτιοανατολικό τμήμα της Ανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, ήτοι στη Ρουμανία και Βουλγαρία, η οποία περιλαμβάνει και αυξημένη παρουσία στην Μαύρη Θάλασσα (λ.χ. πρωτοβουλία Ρουμανίας για την εγκαθίδρυση πολυεθνικής Ταξιαρχίας (multinational framework brigade) με σκοπό την ενίσχυση του προγράμματος ασκήσεων).
Πέραν των ανωτέρω, στην αποτροπή και άμυνα περιλαμβάνονται και η εντατικοποίηση των προσπαθειών εκ μέρους των Συμμάχων για την αύξηση των αμυντικών προύπολογισμών έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η πλήρωση της δέσμευσης που αναλήφθηκε στην Σύνοδο Κορυφής στην Ουαλλία (2014) για την διάθεση 2% ΑΕΠ για αμυντικές δαπάνες (Defence Investment Pledge), η ενδυνάμωση της άμυνας του κυβερνοχώρου, καθώς και η ενίσχυση της ανθεκτικότητας (resilience), η οποία συνίσταται κυρίως στην βελτίωση της μη-στρατιωτικής ετοιμότητας (Civil preparedness) των κρατών-μελών NATO να αποκρούσουν και να αντιμετωπίσουν το πλήρες φάσμα των απειλών ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένων των υβριδικών (hybrid threats). Επισημαίνεται, επίσης, ότι τμήμα της αποτροπής και άμυνας είναι και το πλαίσιο προσαρμογής της Συμμαχίας για την αντιμετώπιση των εκ του Νότου απειλών.
Τα μέτρα προσαρμογής της Συμμαχίας για την αντιμετώπιση των εκ του Νότου προκλήσεων ασφαλείας επικεντρώνονται, κατά κύριο λόγο, στα εξής πεδία: (α) βελτίωση της ικανότητας επίγνωσης κατάστασης του ΝΑΤΟ (situational awareness), προκειμένου να προβλέπει και να αντιδρά σε κρίσεις εκ του Νότου, (β) ετοιμότητα της Συμμαχίας να διεξάγει “expeditionary ορerations” και (γ) δυνατότητα συμβολής της στην προβολή σταθερότητας στο Νότο μέσω κυρίως των εταιρικών σχημάτων συνεργασίας και την προώθηση του προγράμματος Οικοδόμησης αμυντικών δυνατοτήτων (Defence Capacity Building/DCB). Ειδικότερα, τα μέτρα περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την διεξαγωγή μεγαλυτέρου αριθμού ασκήσεων, την αναθεώρηση υφιστάμενων επιχειρησιακών σχεδίων (extant adνance ρlans) και την εγκαθίδρυση ενός περιφερειακού κέντρου (Hub) στο Συμμαχικό Διακλαδικό Στρατηγείο Νεαπόλεως, το οποίο θα είναι ενσωματωμένο στη Δομή Διοικήσεως του ΝΑΤΟ. Βασική αποστολή του Hub θα είναι η συγκέντρωση, επεξεργασία, ανάλυση και διανομή πληροφοριών με σκοπό την διαμόρφωση ολοκληρωμένης εικόνας στο πεδίο της επίγνωσης καταστάσεως αναφορικά με τις εκπορευόμενες από το Νότο προκλήσεις ασφαλείας σε περιόδους ειρήνης, κρίσης και σύγκρουσης.
Η πολιτική αποτροπής και άμυνας συνδυάζεται με την διατήρηση ανοικτών διαύλων επικοινωνίας με τη Ρωσία, μέσω κυρίως του πολιτικού διαλόγου στο πλαίσιο του Συμβουλίου NATO-Ρωσίας (NATO-Russia Council). Επιδίωξη του NATO είναι η διατήρηση επικοινωνίας με τη Ρωσία με σκοπό την μείωση των κινδύνων για την ευρωατλαντική ασφάλεια. Το 2016, συνεκλήθη τρεις φορές το Συμβούλιο ΝΑΤΟ-Ρωσίας.
γ) Δηλώσεις νέου Αμερικανού Προέδρου περί ΝΑΤΟ: Εν αναμονή των πρώτων δειγμάτων γραφής της Administration Trump, προβληματισμός επικρατεί μεταξύ κυρίως Ανατολικοευρωπαίων Συμμάχων εξαιτίας προεκλογικών δηλώσεων του ότι οι ΗΠΑ, υπό την Προεδρία του, θα σπεύσουν να υπερασπισθούν Συμμάχους που υφίστανται επίθεση από τρίτο κράτος μόνον υπό την προύπόθεση ότι αυτοί έχουν καταβάλει ένα δίκαιο τίμημα για την ασφάλειά τους και έχουν εκπληρώσει στο ακέραιο τις οικονομικές τους υποχρεώσεις έναντι του NATO.
Όπως γίνεται σαφές από τις δηλώσεις αυτές, οι οποίες από μερίδα Συμμάχων ερμηνεύονται ως υπαναχώρηση των ΗΠΑ από την υποχρέωση τήρησης των δεσμεύσεων που απορρέουν από το Άρθρο 5 της ιδρυτικής Συνθήκης της Ουάσιγκτον περί συλλογικής άμυνας, στο επίκεντρο της κριτικής του Προέδρου των ΗΠΑ βρίσκονται εκείνες οι Συμμαχικές χώρες που δεν ανταποκρίνονται στο στόχο που ετέθη στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ουαλλία (Σεπτέμβριος 2014) περί διάθεσης 2% του ΑΕΠ στην άμυνα και δέσμευσης ποσοστού 20% του αμυντικού προύπολογισμού τους για την υλοποίηση εξοπλιστικών προγραμμάτων και ενίσχυση της συναφούς έρευνας και ανάπτυξης. Στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Βαρσοβία (Ιούλιος 2016), επανελήφθη εκ νέου η σημασία του στόχου του 2% και καταγράφηκε η επιτευχθείσα πρόοδος στην ανάσχεση της τάσης μείωσης των αμυντικών δαπανών.
Πέραν των ανωτέρω ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ εκφράσθηκε υπέρ της διεξαγωγής απευθείας επαφών ΗΠΑ-Ρωσίας για όλα τα ζητήματα ασφαλείας κατά παράκαμψη του ΝΑΤΟ, δηλώνοντας γι’ αυτό ότι αποτελεί θεσμό «παρωχημένο» (obsolete). Η αναφορά αυτή του Αμερικανού Προέδρου σε «παρωχημένο» NATO δεν φαίνεται να παραπέμπει σε αμφισβήτηση της σκοπιμότητας ύπαρξης του, αλλά στην πεποίθηση ότι απαιτείται επανακαθορισμός των προτεραιοτήτων, ώστε να αποδίδεται κατ’ εξοχήν έμφαση στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Οι απόψεις αυτές του κ. Trump έχουν δημιουργήσει πολλά ερωτηματικά και ερμηνεύονται από ορισμένες Συμμαχικές χώρες ως υπονομευτικές βασικών αρχών της Συμμαχίας, όπως το αδιαίρετο της συλλογικής ασφάλειας κατά το προβαλλόμενο πρότυπο «28 για 28».
δ) BREXIT. Σύμφωνα με διαβεβαιώσεις της ίδιας της βρετανικής πλευράς, το BreΧίt δεν πρόκειται να επηρεάσει αρνητικά Το NATO. Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει δηλώσει ότι η Βορειοατλαντική Συμμαχία θα εξακολουθήσει να βρίσκεται στην «καρδιά» της αμυντικής της πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας.
Το ζήτημα όμως επιδέχεται διαφορετικές αναγνώσεις και εκτιμήσεις, που σχετίζονται, τόσο με θέματα ΝΑΤΟ, όσο και με την πολιτική ασφάλειας και άμυνας της ΕΕ. Οι επιπτώσεις του BREXIT στο ΝΑΤΟ θα διαφανούν τα επόμενα χρόνια.
Σας ευχαριστώ.
Γεώργιος Σαββαϊδης
Πρέσβης ε.τ. – Πρώην Γ.Γ. ΥΠΕΞ