ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ι. ΔΗΜΑΡΑΣ
Πρόσεδρος υπουργός, Γενικός Πρόξενος Σμύρνης.
Ένα τηλεγράφημα από την Ρώμη, την 27η Σεπτεμβρίου 1917, ανεκοίνωνε στο Υπουργείο των Εξωτερικών το τραγικό συμβάν: «ΕΠΕΙΓΟΝ. Το πλοίον Citta di Bari, αναχωρήσαν από την Gallipoli στο οποίο επέβαιναν 14 προξενικοί υπάλληλοι, ετορπιλλίσθη την παρελθούσαν Παρασκευήν». Σε νεώτερο τηλεγράφημα, ο Χαράλαμπος Σιμόπουλος, Γραμματεύς Πρεσβείας, πληροφορούσε ότι «επί του πλοίου ευρίσκοντο ο Κύριος Δημαράς και η σύζυγός του….Δυστυχώς ουδείς εκ των υπαλλήλων μας αναφέρεται εις τον πίνακα των διασωθέντων… ». Οι υπόλοιποι προξενικοί υπάλληλοι ήσαν οι εξής: Μιλτιάδης Ραφαήλ, Γενικός Πρόξενος Ιεροσολύμων, Νικόλαος Χαντέλης, Υποπρόξενος Αττάλειας, Ν. Γκίκας, Υποπρόξενος Βηρυττού, Δημήτριος Βλάχος, Πρόεδρος του Προξενικού Δικαστηρίου Σμύρνης, Θεμιστοκλής Αποστολόπουλος, Υποπρόξενος στην Αμισσό, Μιλτιάδης Τέρκας, α΄ Διερμηνεύς Προξ. Σμύρνης, Ευστράτιος Καμπότης, γραμματεύς Προξ. Σμύρνης, Δ. Μαντικόπουλος, Ι. Σιδερής, Ισίδωρος Λιπαρώδης, προξενικοί γραφείς Σμύρνης, Β. Διαλυσμάς, βοηθητικό προσωπικό Προξ. Σμύρνης. Πνίγηκαν. Το προαναφερθέν πλοίο επαναπάτριζε υπαλλήλους του Υπ. Εξωτερικών από διάφορες προξενικές αρχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, μαζύ με 350 άλλους, έλληνες μετανάστες από τις ΗΠΑ ως επί το πλείστον, αλλά και 50 περίπου ιταλούς στρατιωτικούς και άλλους ξένους. Στο πλοίο επέβαιναν συνολικά 493 άτομα. Βυθίσθηκε την 23η Σεπτεμβρίου (6 Οκτωβρίου) 1917, στις 05.00 τα ξημερώματα.
Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια, από αυτό το λίγο γνωστό συμβάν. Αξίζει να γραφή κάτι για αυτήν την ιδιαίτερη περίπτωση, μοναδική ίσως λόγω της φύσεώς της, διπλωματικών υπαλλήλων, οι οποίοι απεβίωσαν εν υπηρεσία κατά τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο! Το άρθρο αυτό αφιερώνεται σε όλους τους υπαλλήλους, θύματα του τορπιλλισμού. Εστιάζω, εν τούτοις, το κείμενό μου αυτό στον Κωνσταντίνο Δημαρά, πρόσεδρο υπουργό, Γενικό Πρόξενο στην Σμύρνη από το 1914, τον αρχαιότερο από τα θύματα και με σημαντική εθνική υπηρεσιακή προσφορά, εφ’όσον η συγγένειά μου με αυτόν και η οικογενειακή μνήμη με κατέστησε γνώστη του πολεμικού αυτού επεισοδίου.
***
Τί, ακριβώς, συνέβη;
Τον Ιούνιο 1917 ο Βενιζέλος ολοκληρώνοντας το διχαστικό του κίνημα, δημιουργούσε την κυβέρνησή του στην Αθήνα. Λίγες ημέρες νωρύτερα είχε αναχωρήσει από την Ελλάδα ο βασιλεύς Κωνσταντίνος ενώ ο Αλέξανδρος ορκίστηκε την 30η Μαϊου. Από τις πρώτες αποφάσεις της νέας κυβερνήσεως ήταν η διακοπή, και επισήμως (στις 15 Ιουνίου 1917), των διπλωματικών σχέσεων με τις εχθρικές χώρες – τις τρεις αυτοκρατορίες (Αυστρο-Ουγγαρία, Γερμανία και Οθωμανική), και την Βουλγαρία και η κήρυξη πολέμου κατ΄αυτών. Συνέπεια υπήρξε η ανάγκη επιστροφής των υπαλλήλων των διπλωματικών και προξενικών αρχών μας από την Τουρκία –αλλά και από τις άλλες χώρες – στην Αθήνα.
Το εγχείρημα δεν θα ήταν απλό. Οι συνθήκες δεν επέτρεπαν την απ’ευθείας μετάβαση στην Αθήνα. Τα σύνορα ήταν κλειστά. Οι υπάλληλοι έπρεπε να επαναπατρισθούν μέσω μιάς ουδέτερης χώρας. Επί του προκειμένου της Ελβετίας. Σημείο συγκεντρώσεως ορίσθηκε η Βέρνη. Η σιδηροδρομική μετάβαση μέσω των εχθρικών γραμμών δεν ήταν η πλέον άνετη, έστω και αν οι οθωμανικές αρχές έθεσαν στην διάθεση των αναχωρούντων ειδικό βαγόνι – wagon-lits. Υπήρξαν περιπτώσεις που οι τοπικές αρχές δεν επέτρεψαν στον συρμό να διέλθη. Αλλά και προ τούτου, οι οθωμανικές αρχές δεν έδιδαν άδεια αναχωρήσεως σε αριθμό υπαλλήλων, μεταξύ των οποίων και στον Κων. Δημαρά. Για να τους επιτραπή η αναχώρηση από την Τουρκία, έγιναν διαβήματα, τον Αύγουστο, στην Πύλη, μέσω των Ισπανικών διπλωματικών αρχών, δεδομένου ότι η Μαδρίτη είχε αναλάβει την εξυπηρέτηση των ελληνικών συμφερόντων στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Αποτέλεσμα ήταν ότι η αναχώρηση του ζεύγους Δημαρά και άλλων υπαλλήλων από την Κωνσταντινούπολη καθυστέρησε πολύ, μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου.
Όπως προανεφέρθη, οι προξενικοί υπάλληλοι θα συνεκεντρώνοντο στην Βέρνη. Από εκεί θα προωθούντο, καθ΄ομάδας, στην Ρώμη. Από την ιταλική πρωτεύουσα θα μετεφέροντο στον νότο, στον λιμένα της Καλλιπόλεως. Από την Καλλίπολη με πλοία, ιταλικά κυρίως, θα μετέβαιναν στην Πάτρα. Οδηγίες εδόθησαν στην Πρεσβεία Ρώμης, οι συγκεντρωθέντες υπάλληλοι να ταξειδεύσουν προς την Ελλάδα με «ιταλικόν ατμόπλοιον, με το οποίον οι κίνδυνοι είναι ελάχιστοι». Άγνωστον διατί, εθεωρείτο ότι τα ιταλικά πλοία παρείχαν μεγαλύτερη ασφάλεια στον κίνδυνο επιθέσεως αυστριακού ή γερμανικού υποβρυχίου. Μία ομάδα είχε την τύχη στα τέλη Ιουλίου να επιβιβασθή στην, μέχρι πρό τινος βασιλική, θαλαμηγό ΑΜΦΙΤΡΗΤΗ, η οποία είχε πλεύσει στην Ιταλία με άλλη αποστολή.
Η ομάδα των 11 προξενικών υπαλλήλων και των συζύγων τριών από αυτούς ανεχώρησαν με το επιβατηγό ατμόπλοιο Citta di Bari, (βλ. φωτογραφία) από τον λιμένα της Καλλιπόλεως το απόγευμα της 22ας Σεπτεμβρίου/5ης Οκτωβρίου 1917. Ο πλοίαρχος του ατμοπλοίου, ως συνήθως, δεν είχε ζητήσει συνοδεία ασφαλείας.
Λίγο πρίν από τα μεσάνυκτα της 22ας σημειώθηκε μια πρώτη επαφή με (γερμανικό) υποβρύχιο (βλ. φωτογραφία), δυτικά των Παξών, αδιευκρίνιστο αν επρόκειτο περί ίχνους τορπίλλης ή του περισκοπίου του υποβρυχίου. Κατά τα επίσημα στοιχεία, μιά πρώτη τορπίλλη ερρίφθη στις 02.30. Ευτυχώς απέτυχε τον στόχο της. Αργότερα, γύρω στις 04.10, ακούστηκε μεγάλη έκρηξη από την δεύτερη τορπίλλη που εξετοξεύθη από το υποβρύχιο και η οποία έπληξε την φορά αυτή το σκάφος, όχι όμως καίρια, και το οποίο « ἒκλινεν ὀλίγον πρός τήν μίαν πλευράν», όπως ανέφερε ο πλοίαρχος ενός άλλου ελληνικού πλοίου, ο οποίος επέβαινε στο Citta di Bari, και ο οποίος διεσώθη. Η προξενηθείσα βλάβη δεν ήταν τόσο ουσιαστική ώστε να οδηγήση σε άμεση βύθιση το σκάφος. Το πλοίο βρισκόταν τότε 37 ν.μ. περίπου δυτικά των Παξών, σε στίγμα 39.40 βόρειο πλάτος και 19.23 ανατολικό μήκος.
Συγχρόνως με την διαδικασία καθελκύσεως των σωστικών λέμβων, ο ιταλός κυβερνήτης του ατμοπλοίου έδωσε εντολή να βληθή το υποβρύχιο που εν τω μεταξύ είχε αναδυθή, με το μικρό τηλεβόλο 76 mm με το οποίο ήταν εξοπλισμένο. Από το σημείο αυτό άρχισε η τραγωδία! Περιγράφει ο διασωθείς ναυαγός πλοίαρχος – τα αναφέρω όπως τα μεταφέρει στο κείμενο της επιστολής του ο Δημ. Δημαράς, για να διατηρηθή η αμεσότης της διηγήσεως : « πανικός τότε κατέλαβε τούς ἐπιβάτας…οἳτινες ἐν ἀταξίᾳ κατέφυγαν εἰς τάς κρεμαμένας λέμβους, ἀλλ’ αὗται ὑπό τό βάρος κατέπεσαν εἰς τήν θάλασσαν διαρραγεῖσαι. Ἒπειτα ἐρρίφθησαν ἐκ τοῦ πλοίου σχεδίαι, ὧν ἐπέβησαν περί τούς 170 ἐπιβάται. Μετά ½ ὃμως ὣραν ἀπό τοῦ τορπιλλισμοῦ, τό ὑποβρύχιον ἀναδηθέν ἢρχισε σφοδρόν κατά τοῦ πλοίου κανονιοβολισμόν, ἐκ τοῦ ὁποίου ἐπήλθεν ἡ καταβύθισίς του. Οἱ ἐπί τῶν σχεδιῶν ναυαγοί ἒμειναν ἐν τῆ θαλάσσῃ καί ὑπό σφοδράν τρικυμίαν μέχρι τῆς 4 ἑσπ. τῆς Κυριακῆς, ὃτε ἐφάνησαν ἀντιτορπιλλικά, τά ὁποῖα περισυνέλεξαν αὐτούς καί τούς μέν 50 μετέφεραν εἰς Κέρκυραν…τούς δέ λοιπούς 120 εἰς Καλ[λίπολιν] ἢ εἰς Τάραντα». Και συνεχίζει ο Δημ. Δημαράς: «Ἐν Κερκύρᾳ ὁ Κώστας ἀσφαλῶς δέν εὑρίσκεται, ὧστε ἡ μόνη ἐλπίς, ἧν διατηρῶ, εἶναι νά μετεφέρθη εἰς Τάραντα…Φαντάζεσαι τήν ἀγωνίαν μου…ἡ καρδία μου τρέμει. Παρῆλθε τό μεσονύκτιον καί δέν ἒχω δύναμιν νά πλαγιάσω…Εὑρίσκω ἀνακούφισιν νά σοῦ γράφω».
Ο Giov. Verni, στο άρθρο του, περιγράφει, με τα ίδια, λίγο πολύ, χρώματα τα διαδραματισθέντα στο πλοίο, προσθέτοντας ουσιαστικές λεπτομέρειες. Όταν άρχισε η επίθεση κατά του υποβρυχίου, Έλληνες επιβαίνοντες παρενέβησαν βίαια ώστε να σταματήσει. Φοβόντουσαν, και δικαίως, αντίποινα. Όπως επίσης, εξαγριωμένοι Έλληνες παρενέβαιναν στην καθέλκυση των λέμβων, δυσχεραίνοντας την διαδικασία. Μερικοί από αυτούς σήκωσαν μια λευκή σημαία, ένα πουκάμισο! Εν τω μεταξύ το υποβρύχιο άρχισε να βάλη αδιακρίτως κατά του Citta di Bari αλλά και κατά των λέμβων, ακόμη και με εμπρηστικές βόμβες, οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα την πρόκληση πυρκαϊών που επετάχυναν πλέον την βύθιση. Πολλοί επιβάτες έπεφταν στην φουρτουνιασμένη θάλασσα. Το υποβρύχιο, σημειωτέον, πλησίασε το βυθιζόμενο πλοίο σε απόσταση 15 μέτρων. Δεν περισυνέλεξε, ωστόσο, ναυαγούς!
Το Citta di Bari εβυθίσθη σε περίπου 45 λεπτά, φλεγόμενο, όπως αναφέρει έκθεση τού ναυαρχείου της Πόλα, ναυστάθμου της Αυστρο-Ουγγαρίας στην Αδριατική. Με τις λέμβους και τις σχεδίες που καθελκύσθηκαν εσώθησαν περί τα 156 άτομα. 98 από τους 493 συνολικά επιβάτες και πλήρωμα μετεφέρθηκαν από τα πλοία που τους περισυνέλεξαν στην Καλλίπολη, 48 στην Κέρκυρα. Μερικοί άλλοι οδηγήθηκαν στον Τάραντα. Η καθυστέρηση μεταδόσεως του σήματος του τορπιλισμού αλλά και οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες είχαν ως αποτέλεσμα οι ναυαγοί να μείνουν αβοήθητοι περί τις 36 ώρες! Ορισμένοι από αυτούς που είχαν επιβιβασθή σε λέμβους επλήγησαν από το τηλεβόλο του υποβρυχίου και απεβίωσαν εν τω μεταξύ ή ακόμη και όταν μετεφέρθησαν στην ξηρά. Από τους προξενικούς υπαλλήλους πνίγηκαν όλοι, καθώς και η σύζυγος του Κων. Δημαρά. Οι Κες Κομπότη και Αποστολόπουλου διεσώθησαν στην Κέρκυρα. To Citta di Bari υπήρξε ένα ακόμη θύμα του πολέμου των υποβρυχίων που βυθίστηκε από τις εχθρικές τορπίλλες.
Εις μνήμην των θυμάτων «τῆς ἀνάνδρου καί θηριώδους δολοφονίας ἀόπλων ἀνδρών καί ἀνυπερασπίστων γυναικοπαίδων…» πραγματοποιήθηκε επιμνημόσυνος δέηση στην Μητρόπολη των Αθηνών, στις 8 Οκτωβρίου, με «ασφυκτική συμμετοχή επισήμων». Παρέστη ο πρωθυπουργός, ο υπουργός Εξωτερικών, το υπουργικό συμβούλιο, οι ξένοι πρέσβεις –όσοι παρέμεναν στην Αθήνα. Στεφάνι κατέθεσε ο Αλέξανδρος Ναούμ, Γενικός Δ/της του Υπουργείου και μέχρι πρότινος πρέσβυς στην Σόφια, ενώ λόγο εξεφώνησε ο Δημήτριος Καλλέργης, τ. πρέσβυς στην Κωνσταντινούπολη, στην δικαιοδοσία του οποίου ευρίσκοντο τα θύματα. Στεφάνι κατέθεσε και ο δήμαρχος Αθηναίων, Σπυρίδων Πάτσης.
***
Ας επανέλθουμε στον Γενικό Πρόξενο Σμύρνης, Κωνσταντίνο Ι. Δημαρά, πρόσεδρο υπουργό (βλ. φωτογραφία). Δεν προτίθεμαι να εξετάσω διεξοδικά την σταδιοδρομία του, αλλά αξίζει μια ματιά στην –προξενική -υπηρεσιακή του πορεία τα λιγοστά – 12 – χρόνια θητείας του στον κλάδο.
Ο Κωνσταντίνος Δημαράς γεννήθηκε στο Ναύπλιο, το 1863. Ο πατέρας του ήταν ο Ιωάννης Δημαράς, επώνυμος έμπορος στην πόλη, η δε μητέρα του κόρη του δικηγόρου και γόνου παλαιάς Ναυπλιώτικης οικογενείας Παναγιώτου Φαρμακοπούλου, του οποίου το όνομα φέρει κεντρικἠ οδός της πόλεως. Αδελφοί του ήταν ο Νικόλαος Δημαράς (1856-1906), γνωστός καθηγητής του Ρωμαϊκού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο Δημήτριος (1869-1926), ο οποίος διετέλεσε υποστράτηγος, καθώς και ο Θησεύς-Παναγιώτης (1872-1927), τραπεζικός.
Ο Κων. Δημαράς εσπούδασε νομικά, ονομάσθηκε διδάκτωρ, και εισήλθε, κατόπιν εξετάσεων, στο δικαστικό σώμα, ως πρωτοδίκης στην Τρίπολη, το 1888, μετατεθείς εν συνεχεία στον Πύργο. Τον Μάρτιο 1891 διωρίσθη έμμισθος πάρεδρος δικαστής στο Προξενικό Δικαστήριο στο Γενικό Προξενείο Σμύρνης, τον δε Απρίλιο 1896 ανέλαβε υπηρεσία στο Γενικό Προξενείο Αλεξανδρείας, ως πάρεδρος και εν συνεχεία προεδρεύων τού εκεί (Μικτού) Προξενικού Δικαστηρίου. Η θητεία του υπήρξε επιτυχής, εάν κρίνουμε από τις εύφημες μνείες που του εγένοντο γιά την « ἀνατεθεῖσαν ἐπιθεώρησιν τῶν ἐν Αἰγύπτῳ ὑποπροξενείων…» και άλλες αποστολές που του ανετέθησαν.
Η θητεία του στα προξενικά δικαστήρια τον οδήγησαν στην ένταξή του στο Υπουργείο Εξωτερικών. Τον Ιούλιο 1905, ως Πρόξενος Α΄τάξεως πλέον, ανέλαβε υπηρεσία στο Προξενείο Αδριανουπόλεως. Η τοποθέτησή του στην Αδριανούπολη αλλά και ο χρόνος διαμονής του εκεί συνέπιπτε με μιά κρίσιμη περίοδο του Μακεδονικού Αγώνος. Όσο και αν η περιφέρειά του δεν βρισκόταν στο επίκεντρο της εντάσεως, ήταν φυσικό και η Θράκη να επηρεάζεται από την εχθρότητα της Βουλγαρίας προς το ελληνικό στοιχείο γενικότερα, αλλά και την επιβουλή της προς περιοχές που ήταν μεν έδαφος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, πλην όμως τις ενέτασσε στις ευρύτερες βλέψεις της. Αλλά και η μετάθεσή του, εν συνεχεία, στο Μοναστήρι, θα τον έφερνε και πάλι αντιμέτωπο με την βουλγαρική βαρβαρότητα.
Κατά την θητεία του στην Αδριανούπολη κατέβαλε συστηματικές προσπάθειες για να εμψυχώσει τον ελληνισμό, προωθώντας, μεταξύ άλλων, την εκμάθηση και χρήση της ελληνικής γλώσσας τονώνοντας το εθνικό αίσθημα. Μεταξύ των άλλων προτάσεων του Δημαρά ήταν και αυτή δημιουργίας υποκαταστήματος ελληνικής τραπέζης στην Αδριανούπολη, προς διευκόλυνση των ομογενών επιχειρηματιών, πρόταση που υπεστήριξε και το Υπουργείο των Εξωτερικών. Με τέτοιο πνεύμα επεσκέπτετο τους αγροτικούς ελληνικούς πληθυσμούς που είχαν διογκωθή από τους Έλληνες που διέφευγαν ή διώκοντο από την Αν. Ρωμυλία. Η βουλγαρική πολιτική, στο πλαίσιο των βλέψεων της Σόφιας στην περιοχή, καθοδηγούσε την ένοπλη δράση των κομιτάτων για να ασκή τρομοκρατία και να προβαίνη σε φόνους Ελλήνων στο βιλαέτι της Αδριανουπόλεως. Πέραν αυτών ο Δημαράς τόνιζε προς πάσα κατεύθυνση την δημογραφική δύναμη του ελληνικού στοιχείου, έναντι των αλλοιωμένων βουλγαρικών στατιστικών αλλά και των ανακριβών οθωμανικών, ενώ επεσήμαινε προς την Αθήνα την οικονομική ανάπτυξη του Ιουδαϊκού στοιχείου. Τέλος, εισηγήθηκε την απόσπαση στην περιοχή και άλλων πρακτόρων στα πλέον καίρια σημεία, προς παρακολούθηση των βουλγαρικών κινήσεων σε συνδυασμό με τον Μακεδονικό αγώνα.
Μετά διετία, τον Μάρτιο 1907 μετετέθη, μάλλον αιφνιδίως, σε άλλη καίρια αρχή, στην καρδιά του Μακεδονικού Αγώνα, στο Προξενείο Μοναστηρίου. Στην διαταγή μεταθέσεώς του ο υπουργός Εξωτερικών, Αλεξ. Σκουζές, σημειώνει: « …πέπεισμαι ὃτι θέλετε ἀναπτύξει ὑπέρ τῶν ἐθνικῶν ἐν τῶ σπουδαίῳ ἐκείνῳ κέντρῳ, συμφερόντων, πᾶσαν τήν δεξιότητα καί τόν ζῆλον ὑμῶν». Όντως, η θητεία του στην νέα του θέση υπήρξε πολυσχιδής, ταραχώδης και, πάλι, απολύτως ουσιαστική. Από το Μοναστήρι έπρεπε να παρακολουθεί τις κινήσεις και την πολιτική των αλβανο-ρουμανο-βουλγαρικών συμμοριών και κομιτάτων, που καθίσταντο ασύδοτα λόγω της ατιμωρησίας και αδρανείας των οθωμανικών αρχών. Ειδικώς οι βουλγαρικές συμμορίες είχαν οδηγίες να εξολοθρεύουν κάθε τι το ελληνικό! Συγχρόνως έπρεπε να υπονομεύει στις τουρκικές αρχές τις πολιτικές βλέψεις των βουλγαρικών κομιτάτων, προβάλλοντας, από την άλλη πλευρά, το πνεύμα συνεργασίας των Ελλήνων, εξουδετερώνοντας την εντύπωση των οθωμανών αξιωματούχων ότι ο Πρόξενος ευρίσκετο όπισθεν της δράσεως των ελληνικών συμμοριών που δρούσαν στην περιοχή, γεγονός όχι αναληθές, άλλωστε. Διότι, στην πράξη, ο Δημαράς εκαλείτο να προωθεί στις ελληνικές ομάδες οπλισμό ή να τους μεταφέρει πληροφορίες, ακόμη και να τους συντονίζει, όσο επέτρεπαν οι συνθήκες. Πάντως, όπως ήταν φυσικό, διατηρούσε άριστη συνεργασία με τον γενικό διοικητή Χιλμί πασά, σε σημείο που ο τελευταίος του παρείχε διακριτική αλλά ουσιαστική προστασία, έναντι αυτών που απειλούσαν την ζωή του.
Η παραμονή του στο Μοναστήρι επί τρία συναπτά έτη υπήρξε και ιδιαιτέρως κοπιαστική αλλά, κυρίως, επικίνδυνη. Δυστυχώς, τα οικογενειακά αρχεία δεν περιλαμβάνουν προσωπικές επιστολές του με την εμπειρία του. Σε αναγνώριση, πάντως, της επιτυχούς εκεί θητείας του, προήχθη τον Ιούνιο 1910 σε Γενικό Πρόξενο, μετατεθείς, λίγο αργότερα, στα Ιωάννινα, όπου παρέμεινε για λίγο, εφ’όσον τον Ιανουάριο 1911 απεστάλη εκ νέου, εκτάκτως, στο Γενικό, πλέον, Προξενείο Αδριανουπόλεως, όπου υπηρέτησε μέχρι τον Οκτώβριο 1912. Είναι σημαντικό ότι τον Απρίλιο 1912, προήχθη στο βασιλικό Τάγμα του Σωτήρος στον Χρυσούν Σταυρόν, « διά τήν εὐδόκιμον [αυτού] ὑπηρεσίαν», ως ανεγράφη διά χειρός στην σχετική προς αυτόν ανακοίνωση. Και την περίοδο αυτή, διατηρώντας άριστες πάντα επαφές με τις οθωμανικές αρχές, σημείωνε την εξέλιξη των προβληματικών σχέσεων των τοπικών αρχών με τους βουλγαρικούς πληθυσμούς και ιδίως έναντι των «αναρχικών» κινημάτων της Επαναστατικής Βουλγαρικής Οργανώσεως. Επεσήμαινε ότι ο τουρκικός πληθυσμός, ερεθισμένος έναντι των βουλγάρων, ενδιεφέρετο περισσότερο για τις βουλγαρικές κινητοποιήσεις και τους κινδύνους που αυτές υπέκρυπταν, παρά για τον ιταλο-τουρκικό πόλεμο.
Με την έναρξη του Α΄ Βαλκανικού πολέμου επέστρεψε στην Αθήνα, όπου διηύθυνε για μικρό διάστημα το Β΄ Πολιτικό τμήμα, μία από τις κύριες διευθύνσεις του Υπουργείου. Μετά δε την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, προσεκλήθη από τον Κωνσταντίνο Ρακτιβάν, αντιπρόσωπο της Κυβερνήσεως στην Θεσσαλονίκη, ως διευθυντής στην νεοσύστατη Ελληνική Διοίκηση. Λίγο μετά, στις 22 Νοεμβρίου, έλαβε εντολή να μεταβή στο Λονδίνο, ως μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας « πρός διαπραγμάτευσιν καί ὑπογραφήν τῆς μεταξύ Ἑλλάδος καί Τουρκίας Συνθήκης περί εἰρήνης». Στην βρεταννική πρωτεύουσα θα μετέβαιναν και επίλεκτες προσωπικότητες της πολιτικής ζωής και του Υπουργείου Εξωτερικών, μεταξύ άλλων ο Γεώργιος Στρέιτ και ο Στέφανος Σκουλούδης. Με το πέρας της αποσπάσεως του στο Λονδίνο, τον Ιανουάριο 1913, επανήλθε στην προτέρα θέση του, στην Αδριανούπολη, από όπου, την 1.3.1913, διετάχθη να επιστρέψη «ἐπί εἰδικῆ ἀποστολῆ» στην Θεσσαλονίκη και να παρουσιασθή ενώπιον του Πρίγκηπος Νικολάου. Εκεί, εκλήθη να μετάσχη των εργασιών Επιτροπής για ζητήματα κατοχής των νέων εδαφών, προς διευθέτηση των διαφορών που είχαν προκύψει με την Βουλγαρία από τον πρώτο Βαλκανικό πόλεμο.
Τον Αύγουστο 1913, ο Δημαράς μετετέθη στην Κεντρική Υπηρεσία, ως τμηματάρχης Α΄τάξεως, σε αντικατάσταση του Ιωάννη (Ίωνος) Δραγούμη, στην καίρια θέση του διευθύνοντος το Β΄ Τμήμα – επονομαζόμενο Ανατολικό – της Διευθύνσεως Πολιτικών Υποθέσεων της Γενικής Διευθύνσεως, το οποίο ο τελευταίος είχε ιδρύσει. Εύκολα γίνεται αντιληπτή η σπουδαιότης αυτής της τοποθετήσεως.
Καθ’όδον πρός το τελευταίο του, ιδιαιτέρως απαιτητικό, πόστο, το Γενικό Προξενείο Σμύρνης, και εν όψει της προαγωγής του (2.7.1914) σε πρόσεδρο υπουργό, ο Δημαράς ‘εστάθμευσε’ προσωρινώς στην Κωνσταντινούπολη, ως προϊστάμενος του Προξενικού Γραφείου της Πρεσβείας (Φεβρουάριος-Ιούνιος). Στην Σμύρνη, οι αρμοδιότητές του θα ήσαν βεβαρυμμένες. Παραλλήλως προς τα προξενικά καθήκοντά του, κύρια αποστολή του θα ήταν η συμμετοχή του ως εκπροσώπου της Ελλάδος στην Μικτή Επιτροπή για την ανταλλαγή των πληθυσμών και των περιουσιών όσων ομογενών κατέφυγαν στην Ελλάδα και αντιστοίχως όσων μωαμεθανών από την Ελλάδα μετανάστευσαν στην Τουρκία. Έργο ευαίσθητο, δυσχερές, λόγω των συνθηκών, και άχαρο.
Η Επιτροπή άρχισε να λειτουργεί στις 28.6.1914. Ο Δημαράς, διευκολύνετο στην αποστολή του και από την νομική του κατάρτιση. Ήδη, υπό την πίεση των Βαλκανικών πολέμων αλλά και των συστηματικών διωγμών εκ μέρους των τουρκικών αρχών, περί τους 150.000 έλληνες είχαν μεταναστεύσει στην Ελλάδα. Παρά την σύσταση της Επιτροπής οι διωγμοί επετείνοντο. Μετά δε την έναρξη του Μεγάλου Πολέμου οι συνθήκες χειροτέρευαν. Στην προσπάθειά του να αναστείλει το κύμα φυγής από τα Οθωμανικά εδάφη και να ανακουφίζει τους Έλληνες, είχε να αντιμετωπίσει την διαρκή αρνητικότητα των Τούρκων, στόχος των οποίων, σε κλίμα έντονου εθνικισμού, ήταν η αποψίλωση των εδαφών τους από τους ελληνικούς πληθυσμούς. Και πάλι, δηλ., για τρίτη φορά, ο Δημαράς είχε να αντιμετωπίσει τον διωγμό και την εκδίωξη των Ελλήνων από τα πατρογονικά τους εδάφη! Συγχρόνως η Επιτροπή είχε την αρμοδιότητα αποτιμήσεως των περιουσιών που άφηναν οι έλληνες, κινητή και ακίνητη. Έργο δύσκολο και δύστροπο, καθ’ην στιγμή οι οθωμανικές αρχές ζητούσαν κάθε δυνατή διευκόλυνση για τους μουσουλμάνους της Ελλάδος.
Εν τω μεταξύ, τον Αύγουστο 1914, είχε ξεσπάσει η θύελλα του Μεγάλου Πολέμου, στην πρώτη φάση του οποίου η Ελλάς παρέμενε ουδέτερη. Παρά ταύτα, ήταν ευνόητο ότι στο κλίμα των τεταμένων σχέσεων με την Πύλη, η Επιτροπή δεν ήτο δυνατόν να λειτουργήσει ικανοποιητικά. Είχε, αρχικά, αναστείλη προσωρινά τις εργασίες της την 25 Ιουλίου, με πρωτοβουλία της οθωμανικής πλευράς. Αν και αυτές επανελήφθησαν στις 24 Οκτωβρίου, έπαυσε ουσιαστικά να λειτουργεί την 1 Δεκεμβρίου. Η Πύλη από τα τέλη Οκτωβρίου είχε εμπλακή στον πόλεμο με τις Κεντρικές Δυνάμεις. Ο Κων. Δημαράς παρέμεινε στην Σμύρνη ως Γενικός Πρόξενος, μέχρι την διακοπή των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Ελλάδος και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τον Ιούνιο 1917, σε μία περίοδο ιδιαίτερης εντάσεως.
Η δεύτερη αυτή θητεία του στην Σμύρνη συνέπεσε με την χειρότερη φάση των διωγμών των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Οι εκθέσεις του Δημαρά είναι αποκαλυπτικές των δεινών που υφίσταντο οι Έλληνες, εκδιωκόμενοι από τις πατρογονικές τους εστίες, χωρίς σχεδόν κανένα εφόδιο, εγκαταλείποντας τα πάντα, και πουλώντας ό,τι τους έμενε από ρουχισμό στο δρόμο τους για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Παρά τις διαβεβαιώσεις των οθωμανικών, αλλά και των γερμανικών στρατιωτικών αρχών – οι οποίες μεθόδευαν τους διωγμούς των Ελλήνων – οι διωγμοί δεν ανεστάλησαν. Τουναντίον μετά τις Κυδωνιές, ο ξεριζωμός επεξετάθη και σε άλλες πόλεις της Μικρασίας. Ο Δημαράς, προσπαθούσε να απαλύνει τους πόνους των «λιμοκτονούντων καί ὑπό ἀσθενείας ταλαιπωρουμένων» Ελλήνων. Πολλοί πέθαιναν από ασιτία. Ζητούσε κονδύλια από την Αθήνα, ώστε να τους έλθη αρωγός, όσο ήταν δυνατόν σε ένα πύθο των Δαναΐδων. Σταγών εν τω ωκεανώ! Τα γεγονότα του 1917 αποτελούσαν, βεβαίως, τον προάγγελο των όσων έλαβαν χώρα το 1922! Ο Δημαράς προσπαθούσε το κατά δύναμιν σε μία διαδικασία, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν προδιαγεγραμμένο!
Υπό αυτές τις συνθήκες διεκόπησαν οι διπλωματικές σχέσεις και με την Οθωμανική αυτοκρατορία. Οι προξενικές αρχές ανεχώρησαν και οι Τούρκοι, υπό την καθοδήγηση των γερμανών, συνέχισαν το απάνθρωπο έργο τους.
Η απαρίθμηση απλώς των πόστων στα οποία υπηρέτησε ο Κων. Δημαράς, δεν υποδηλοί, είναι ευνόητο, την σπουδαιότητα του έργου του. Όμως, είναι εύκολο να αντιληφθή κανείς ότι η τοποθέτησή του στις νευραλγικές θέσεις και οι δύσκολες αποστολές που του ανετέθησαν, δεν υπήρξε τυχαίο γεγονός. Στο Μοναστήρι και την Αδριανούπολη είχε να αντιμετωπίσει την λαίλαπα των διωγμών του ελληνισμού από τους Βουλγάρους και να προασπίση τα συμφέροντα της εκεί θάλλουσας ομογένειας, διατηρώντας, κατά το δυνατόν, άριστες τις σχέσεις με τις Οθωμανικές αρχές. Με την ευστροφία του το επέτυχε, κατά τρόπο που μπόρεσε να προσφέρει σημαντικότατες υπηρεσίες κατά τον Μακεδονικό Αγώνα.
Αλλά και στην Σμύρνη η θητεία του συνέπεσε με την χειρότερη φάση διωγμών του ελληνισμού. Αναφέρεται με ιδιαίτερη ευφράδεια στο βιογραφικό του σημείωμα που βρέθηκε στο οικογενειακό αρχείο, το οποίο ως φαίνεται συνετάγη λίγο μετά τον θάνατό του, εν είδη νεκρολογίας, από συνάδελφό του στο Υπουργείο Εξωτερικών:« ἡ ὑπηρεσία αὐτού συνέπεσε πάλιν μέ τόν ἀπηνῆ διωγμόν τῶν Ἑλληνικῶν πληθυσμῶν ὑπ’αὐτῆς τῆς ἐπισήμου Τουρκίας, κατά προδιαγεγραμμένον Γερμανικόν σχέδιον, διωγμόν ὃστις ἀρξάμενος τήν ἐπιοῦσαν τῆς λήξεως τοῦ Βαλκανικοῦ πολέμου, ἓτι ὀξύτερος καί συστηματικώτερος ἀπέβη μετά τήν ἒκρηξιν τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ πολέμου καί ἀνένδοτος ἐξακολουθεῖ ἓτι καί νῦν. Ὁλόκληρος ὁ χρόνος τῆς τελευταίας ἐν Σμύρνῃ ὑπηρεσίας τοῦ Κ. Δημαρᾶ ἦτο διαρκῆς καί ἀχάριστος ἀγῶν πρός προστασίαν τῶν καταδυναστευομένων ὁμοεθνῶν ἡμῶν, συνάμα δέ καί πρός ἀνακούφισιν τῆς πενομένης πλειονότητος αὐτών….». Και τελειώνει το σημείωμα: «Ἡ ὃλη ἐν γένει πατριωτική ἐργασία τοῦ Κ. Δημαρᾶ, ἐν τῆ ἐπιμελείᾳ τῶν ἀνατεθειμένων αὐτῶ ἐθνικῶν συμφερόντων κατέχει τιμητικωτάτην διά τήν μνήμην αὐτού θέσιν ἐν τῆ ἡμετέρᾳ ἱστορίᾳ τῶν τελευταίων χρόνων, καί ἀποτελεῖ ἀληθῶς ζημία ἀνυπολόγιστον διά τήν Ἑλληνικήν πολιτείαν ἡ πρόωρος ἀπώλεια τοιούτου διακεκριμένου ὑπαλλήλου ».