Θεωρία και πράξη: Διαπραγματεύσεις για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών της Ελλάδος με τις όμορες χώρες
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑΪΔΗΣ, Πρέσβυς ε.τ.
Πρώην Γ.Γ. ΥΠΕΞ
Στις 24 Φεβρουαρίου του 2017, ύστερα από πρόσκληση της Σχολής Εθνικής Αμύνης παρουσιάσαμε ένα θέμα το οποίο πρέπει να το διευκρινίσω εξ αρχής, είναι νομικό αλλά και ιδιαίτερα πολιτικό και διπλωματικό, διότι ευρίσκεται στην καρδιά των στοχεύσεων της εξωτερικής πολιτικής της χώρας.
Για την ισορροπία και καλύτερη κατανόηση των θεμάτων του Δικαίου της Θαλάσσης μετρούν συνδυαστικά η ιστορία, η θεωρία, η πράξη και η νομολογία. Αρχίζω, όσο το δυνατόν πιο σύντομα, από τις δύο πρώτες, δηλαδή από την ιστορία και τη θεωρία και κατόπιν θα περάσω μάλλον εκτενέστερα στην πράξη και τη νομολογία.
Εισαγωγικά θα ήθελα να σημειώσω ότι η σχέση μου με το ζήτημα του Δικαίου της Θαλάσσης είναι μάλλον βιωματική, δεδομένου ότι ασχολήθηκα με τα ζητήματα που το συνθέτουν τα τελευταία σαράντα χρόνια, δηλ. από το 1972 που εισήλθα ως Ακόλουθος στο ΥΠΕΞ μέχρι τη στιγμή της εξόδου μου το 2011. Για να είμαι πιο συγκεκριμένος, ενεπλάκην με τα ζητήματα αυτά προ της Συνόδου του Καράκας του 1974 και κυρίως με την προετοιμασία της ελληνικής συμμετοχής σ’ αυτήν, στη Σύνοδο καθεαυτήν και τις επόμενες συνόδους, αργότερα με τις Ε/T τριβές και κρίσεις, και τέλος με τις πρωτοβουλίες για τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων της Ελλάδος με τις όμορες χώρες για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, όπου είχα την τιμή να ηγηθώ της Ελληνικής Διαπραγματευτικής Αντιπροσωπείας με συμμετοχή εκλεκτών υπηρεσιακών στελεχών.
Κατά συνέπεια όσα θα σημειώσω κατωτέρω αφορούν, εν πάση δυνατή συντομία, τόσο στα γεγονότα και εξελίξεις (διεθνή και ελληνικά) προ Καράκας, στα εκεί διαδραματισθέντα και κατόπιν στις εν γένει εξελίξεις από το 1982 και εντεύθεν. Συγκεκριμένα και χρονολογικά.
– Από το 1958-1960 συγκαλούνται στη Γενεύη οι δύο πρώτες διασκέψεις για το Δίκαιο της Θαλάσσης. Το έργο της πρώτης είναι αρκετά επιτυχές αφού καταλήγει στη διατύπωση τεσσάρων συμβάσεων, που υπογράφονται αργότερα από αρκετά κράτη, ενώ της δεύτερης μόνο ως αποτυχία μπορεί να χαρακτηρισθεί αφού αδυνατεί να συμφωνήσει στο κύριο αντικείμενο της, δηλ. στο μέγιστο επιτρεπόμενο εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης.
– Το 1967 υιοθετείται από την ΓΣ/ΟΗΕ, κατόπιν πρωτοβουλίας της Μάλτας, η ιστορική απόφαση για τον Διεθνή Βυθό πέραν των ορίων της Εθνικής Δικαιοδοσίας και κατόπιν το 1970, με νέα απόφαση της ΓΣ, ο πλούτος που ενυπάρχει σε αυτόν ανακηρύσσεται Κοινή Κληρονομία της Ανθρωπότητος.
– Από το 1969-1973 συγκροτείται από τον ΟΗΕ, η Διεθνής Επιτροπή Βυθού, σταδιακά εξελισσόμενη σε προπαρασκευαστική διάσκεψη της III Διάσκεψης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θαλάσσης. Στην προπαρασκευαστική αυτή Επιτροπή υποβάλλονται σταδιακά όλα τα προς ρύθμιση ζητήματα του Δικαίου της Θαλάσσης. Στην ουσία η Επιτροπή αυτή, ευρυτάτης εθνικής συνθέσεως, επετέλεσε το έργο επιτροπής νομομαθών που κανονικά θα εκαλούντο να προετοιμάσουν Διάσκεψη παρομοίου αντικειμένου και σημασίας.
– Τέλος, από το 1973-1982 συγκαλείται, συνέρχεται τακτικά και ολοκληρώνει το έργο της η III Διάσκεψη του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θαλάσσης. Η τελική πράξη υιοθετείται στο Montego Bay της Ιαμαϊκής σχεδόν ομόφωνα (πλην τεσσάρων κρατών).
Ας ρίξουμε τώρα μια ματιά στην ελληνική συμμετοχή στις διεργασίες αυτές.
– Η Ελλάς συμμετείχε και στις δύο Διασκέψεις της Γενεύης (1958-1960) αλλά δεν κύρωσε, την περίοδο που ακολούθησε, καμμία από τις τέσσερις συμβάσεις που εκπονήθηκαν. Μόλις το 1972 και αφού είχαν αρχίσει οι τουρκικές αμφισβητήσεις κύρωσε τη Σύμβαση περί Υφαλοκρηπίδος.
– Κατά τη διάρκεια των εργασιών της προπαρασκευαστικής Επιτροπής εμφανίσθηκαν οι πρώτες δυσκολίες λόγω των τουρκικών στοχεύσεων για τα δικαιώματα των νήσων, την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, το καθεστώς των ημικλείστων θαλασσών κλπ. Μέσα στην Επιτροπή αρχίζουν να σχηματίζονται οι πρώτες συμμαχίες συμφερόντων. Η τάση αυτή λαμβάνει συγκεκριμένη μορφή όταν αρχίζει η ΙΙΙ Διάσκεψη.
Ας έλθουμε τώρα ειδικότερα στην ελληνική προετοιμασία συμμετοχής στη σύνοδο του Καράκας. Η προετοιμασία λαμβάνει χώρα τον χειμώνα 1973-74 και παρουσιάζει νομίζω ενδιαφέρον.
Κατ ́αρχάς να επισημάνουμε ότι η προετοιμασία λαμβάνει χώρα ενώ η Ελλάδα τελεί ακόμη υπό καθεστώς δικτατορίας. Η εξωτερική θέση της χώρας, ούτως ή άλλως εξασθενημένη, γίνεται ακόμη δυσκολότερη μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Παρά ταύτα:
– Συγκροτείται διυπουργική επιτροπή ευρείας συνθέσεως τον χειμώνα 1973-74 για την προετοιμασία των ελληνικών θέσεων. Η επιτροπή επιτελεί σημαντικό έργο. Οι θέσεις που εισηγείται εγκρίνονται από την τότε ηγεσία.
– Εμφανίζονται για πρώτη φορά στην πράξη οι τουρκικές-λιβυκές προθέσεις (Αιγαίο-Σύρτη) από Νοέμβριο 1973 και εφεξής. Εκδηλώνεται και καταγράφεται ελληνική διπλωματική και πολιτική αντίδραση.
– Διοργανώνεται η ΙΙΙ Μεσογειακή Διάσκεψη για το Δίκαιο της Θαλάσσης στην Αθήνα (άνοιξη 1974). Η Διάσκεψη φιλοξενείται στο νέο κτίριο της τότε ΠΑΣΠΕ. Πρόεδρος ο Πρέσβης Στ. Ρούσσος, Rapporteur ο αρμόδιος Δ/ντής του ΥΠΕΞ Αθαν. Πετρόπουλος, Αρχηγός της Ελλ. Αντιπροσωπείας ο Καθ. Γ. Ζωτιάδης, Γραμματέας της Διασκέψεως ο υποφαινόμενος. Κύρια επιδίωξή μας η ανίχνευση προθέσεων των συμμετεχόντων, η δημιουργία συναντίληψης και η σύμπηξη συμμαχιών.
– Ανακοινώνεται επίσημα (χειμώνας 1974) η ανακάλυψη των πετρελαίων της Θάσου. Εταιρεία OCEANIC.
– Διεξάγεται ο πρώτος διερευνητικός κύκλος διαπραγματεύσεων με την Αίγυπτο (Μάιος 1974). Ο δεύτερος το 1975.
– Σημειώνεται η πρώτη έμπρακτη αμφισβήτηση εκ μέρους της Τουρκίας της ελληνικής υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο με την έξοδο του σκάφους CANDARLI για μαγνητικές/γεωφυσικές κυρίως έρευνες (Μάϊος-Ιούνιος 1974).
Ας περάσουμε τώρα στην καθαυτό σύνοδο του Καράκας. Μεταβαίνει εκεί μεγάλη ελληνική αντιπροσωπεία με Αρχηγό τον Πρέσβη B. Θεοδωρόπουλο και Συναρχηγό τον Καθ. Γ. Ζωτιάδη. Υπάρχει πλήρης έλλειψη υποδομών λόγω απουσίας επιτόπου ελληνικής διπλωματικής αρχής. Οι υποδομές μεταφέρονται (σχεδόν όλες στο χέρι) από την Αθήνα. Εκδηλώνεται όμως άμεση, θα έλεγα, συγκινητική υποβοήθησή μας στο πλήθος πρακτικών προβλημάτων από την τοπική ομογένεια. Από την αρχή και μέχρι τέλους της διάσκεψης σημειώνεται έντονη δραστηριοποίηση του συνόλου της Αντιπροσωπείας για δημιουργία συμμαχιών με like-minded oμάδες συμφερόντων γεωγραφικών ή του ιδίου αντικειμένου.
Η πρώτη φάση της Διασκέψεως αφιερώνεται στους εναρκτήριους λόγους των Αρχηγών των Αντιπροσωπειών. Ο λόγος του Αρχηγού της Ελληνικής Αντιπροσωπείας Β. Θεοδωρόπουλου προκαλεί αίσθηση, αναμεταδίδεται αμέσως στην Ελλάδα, ο δε κορυφαίος χρονογράφος της εποχής Παύλος Παλαιολόγος του αφιερώνει ειδική επιφυλλίδα στο «ΒΗΜΑ».
Στη διάρκεια της συνόδου του Καράκας, ξεσπούν τα γεγονότα της Κύπρου (Ιούλιος-Αύγουστος 1974). Η Ελληνική Αντιπροσωπεία συνεχίζει κανονικά το έργο της, βάσει των εγκεκριμένων οδηγιών και των εξελίξεων στη Διάσκεψη, αντιλαμβανόμενη βεβαίως ότι το κέντρο του ενδιαφέροντος της χώρας και οι προτεραιότητες ευρίσκονται αλλού.
Επακολουθούν οι σύνοδοι μετά το Καράκας, εναλλάξ σε Γενεύη-Ν. Υόρκη, δύο σύνοδοι κατ’ έτος μέχρι την υπογραφή της τελικής πράξεως στο Montego Bay το 1982. Η Ελλάδα μετέχει ενεργά σε όλες τις συνόδους και σε όλα τα αντικείμενα του υπό κατάρτιση νέου Δικαίου. Ιδιαίτερη βέβαια έμφαση δίδεται στο έργο της 2ης Επιτροπής όπου συζητούνται όλα τα ζητήματα ειδικού ελληνικού ενδιαφέροντος (αιγ. ζώνη, υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ, οριοθέτηση, στενά διεθνούς ναυσιπλοΐας, καθεστώς ημικλείστων θαλασσών κλπ.), καθώς και της 3ης Επιτροπής όπου τα ζητήματα προστασίας θαλασσίου περιβάλλοντος θίγουν άμεσα τα ελληνικά ναυτιλιακά συμφέροντα.
Η Διάσκεψη ολοκληρώνεται το 1982, η δε χώρα μας κυρώνει τη νέα σύμβαση το 1995 κατόπιν μελέτης/εισήγησης ειδικής επιτροπής στο ΥΠΕΞ η οποία επεξεργάσθηκε επίσης τα κείμενα που συνόδευσαν την επικύρωση.
ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ
Θα έλεγα, πολύ συνοπτικά, ότι η εκτίμηση είναι θετική για τα ελληνικά συμφέροντα και ειδικά για τα ζητήματα ειδικού ελληνικού ενδιαφέροντος. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις ρυθμίσεις για την Αιγιαλίτιδα ζώνη, το καθεστώς των νήσων, την υφαλοκρηπίδα, την ΑΟΖ και τις ημίκλειστες θάλασσες. Υπάρχουν εμφανείς αδυναμίες, που δεν αφορούν μόνο την Ελλάδα αλλά το σύνολο των
συμμετεχόντων, στις διατυπώσεις της οριοθέτησης ειδικά για την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ. Οι υιοθετηθείσες διατυπώσεις είναι προϊόν επίπονων συμβιβασμών και ανοίγουν ευρύ πεδίο δράσεως της διεθνούς νομολογίας, η οποία ήδη από το 1969 είχε αρχίσει να δίδει δείγματα γραφής.
Επιθυμώ τώρα να περάσω στα πρακτικά ζητήματα και τις εξελίξεις μετά την ολοκλήρωση της Διάσκεψης. Συγκεκριμένα αξίζει νομίζω να σημειωθούν τα ακόλουθα:
– Υπογράφεται και κυρώνεται η συμφωνία οριοθέτησης της
υφαλοκρηπίδας Ελλάδας-Ιταλίας (1977-1978).
– Η χώρα μας αρχίζει να αντιμετωπίζει σειρά Ε/T τριβών, εντάσεων και κρίσεων με επίκεντρο τη θάλασσα, τον εναέριο χώρο αλλά και το εδαφικό καθεστώς του Αιγαίου. Και τις μεν δεκαετίες του 1980-1990 οι καταστάσεις αυτές έχουν ως θέατρο εκδηλώσεως το Αιγαίο, αλλά από τη δεκαετία του 2000 μεταφέρονται και στην Ανατολική Μεσόγειο. Το γνωστό τουρκικό Casus belli εξαγγέλλεται ακριβώς περί την εφαρμογήν στην πράξη των δικαιωμάτων της χώρας μας που απορρέουν από τη Σύμβαση του 1982 και με αφορμή την εκ μέρους μας επικύρωσή της.
– Από το 2006 υποβάλλεται ολοκληρωμένη εισήγηση εκ μέρους του ομιλούντος προς την ηγεσία για την ακολουθητέα στρατηγική οριοθετήσεως όλων των θαλασσίων ζωνών της χώρας με τις όμορες χώρες. Η εισήγηση γίνεται δεκτή κι αρχίζουν διαπραγματεύσεις με Αλβανία, Αίγυπτο και Λιβύη.
– Μετά διαπραγμάτευση 2 1/2 ετών υπογράφεται συμφωνία μοντέλο με την Αλβανία (2009). Η συμφωνία, ιδιαιτέρως επωφελής και ισόρροπη και για τις δύο χώρες προβλέπει, εκτός των άλλων, το λεγόμενο όριο των πολλαπλών χρήσεων με βάση τη μέση γραμμή ίσης αποστάσεως για όλες τις θαλάσσιες ζώνες των δύο χωρών υφιστάμενες ή μελλοντικώς προκηρυχθησόμενες. Την συμφωνία μονογράφουν, στο τέλος της διαπραγμάτευσης, οι επικεφαλής των δύο Αντιπροσωπειών, δηλ. ο Γ.Γ. του Αλβανικού ΥΠΕΞ και ο υποφαινόμενος, και την υπογράφουν ένα μήνα αργότερα (Απρίλιος 2009) σε επίσημη και πανηγυρική τελετή στα Τίρανα οι ΥΠΕΞ των δύο χωρών, παρουσία των δύο Πρωθυπουργών.
Στη συνέχεια και για λόγους που δεν είναι του παρόντος σημειώνεται εμπλοκή με την ανάμιξη, κατόπιν προσφυγής, του Αλβανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο κηρύσσει τη συμφωνία ως αντικειμένη στο Αλβανικό Σύνταγμα. Το θέμα σήμερα βρίσκεται σε εκκρεμότητα.
– Από το 2007 και εφεξής διεξάγονται αλλεπάλληλοι γύροι διαπραγματεύσεων με Αίγυπτο και Λιβύη χωρίς μέχρι σήμερα συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Οι διαπραγματεύσεις αυτές, όταν ολοκληρωθούν, θα καλύψουν ευρύτατες θαλάσσιες ζώνες μεγάλου οικονομικού και στρατηγικού ενδιαφέροντος. Προοπτική όμως άμεσης συμφωνίας δεν φαίνεται σήμερα ρεαλιστική, τόσο λόγω εσωτερικής αστάθειας των εν λόγω χωρών, όσο και λόγω διαφανείσης διαστάσεως απόψεων σε ορισμένα υπό διαπραγμάτευση θέματα, που αφορούν τόσο στην Ελλάδα όσο και τις χώρες αυτές.
– Παράλληλα και μετά ουσιαστική αδράνεια δεκαπέντε περίπου ετών, υιοθετείται (2011) νέα πολιτική στην έρευνα-εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στις θαλάσσιες ζώνες της χώρας (Ιόνιο και Νότια Κρήτη). Αναλαμβάνονται νομοθετικές πρωτοβουλίες, υιοθετείται νομοθεσία που προβλέπει ρητά τη μέση γραμμή ίσης αποστάσεως ως βάσης οριοθέτησης εν ελλείψει άλλης συμφωνίας, η εν λόγω δε νομοθεσία ανακοινώνεται επίσημα στον ΟΗΕ. Εξασφαλίζεται επίσης καλή διυπουργική συνεργασία επί των ζητημάτων αυτών με κεντρικό ρόλο του ΥΠΕΞ και του ΥΠΕΚΑ.
ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ- ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ KAI ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Επιτρέψτε μου, στο σημείο αυτό, να ολοκληρώσω τη σημερινή μου παρουσίαση με την διατύπωση ωρισμένων παρατηρήσεων, εκτιμήσεων και προτάσεων στρατηγικού και πολιτικού κυρίως χαρακτήρα.
Για τους Έλληνες ως έθνος και την Ελλάδα ως κράτος, ο περιβάλλων θαλάσσιος χώρος υπήρξε ανέκαθεν πηγή ζωής, πλούτου, ασφάλειας και υπαρξιακής κατάφασης. Η πεμπτουσία της έννοιας του ελληνισμού ήταν πάντοτε άρρηκτα συνδεδεμένη εθνικά, γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά με την αρχική εγκατάσταση, ιστορική διαδρομή και επιβίωση του έθνους μας, ως ενιαίου συνόλου, σε ένα δίπολο σχήμα, ηπειρωτικό και νησιωτικό.
Από την ίδρυση του σύγχρονου ελληνικού κράτους και εντεύθεν (1830), το έδαφός του περιελάμβανε χερσαίο και νησιωτικό τμήμα και φυσικά τον αντίστοιχο θαλάσσιο χώρο. Η κατάσταση αυτή των πραγμάτων ετύγχανε επιβεβαίωσης σε κάθε εδαφική επέκταση του κράτους μας στους δύο αιώνες της ζωής του.
Τα προαναφερθέντα παραπέμπουν ευθέως σε σύνορα (ηπειρωτικός χώρος), όρια (θαλάσσιος χώρος) και βεβαίως σε μεθοδολογίες καθορισμού τους (επαναστάσεις, πόλεμοι, διπλωματία και διαπραγμάτευση). Υπήρξαν επιτυχίες και αποτυχίες. Ο ιστορικός του παρελθόντος και του μέλλοντος μπορεί να εκτιμήσει και να αποδώσει εύσημα ή μομφές σε πολλούς και για πολλά. Οι πολλοί αναφέρονται σε ηγεσίες και τα πολλά σε πολιτικές, εν προκειμένω στην εξωτερική πολιτική της χώρας και την αντιμετώπιση των πολλαπλών προκλήσεων που έθετε πάντοτε ο διφυής (γεωγραφικά) χαρακτήρας της εδαφικής επικράτειας της χώρας. Ακόμη όμως και εάν κάποιος υιοθετεί επικριτική σχέση έναντι της εξωτερικής μας πολιτικής, αναφορικά με ορισμένους χειρισμούς ή και αποτελέσματα, σε σχέση πάντοτε με τα ζητήματα αυτά (ενν. του θαλασσίου περιβάλλοντος της χώρας), θα του ήταν μάλλον δύσκολο να κατηγορήσει (ιστορικά) τις αρμόδιες ηγεσίες και τους χειριστές για έλλειψη οράματος, γνώσης, εκτίμησης και προτεραιοποίησής τους στον συνολικό κάναβο των εξωτερικών μας εκκρεμοτήτων.
Δικαιότερο και επιτυχέστερο θα ήταν να αναζητήσει κανείς αιτίες, αδυναμίες και παθογένειες σε άλλα πεδία, εκτός εξωτερικής πολιτικής, που επηρεάζουν όμως, έστω και έμμεσα αλλά αποφασιστικά, το αποτέλεσμα και την συνολική αποτίμηση.
Στρέφοντας τώρα την προσοχή μας στα σύγχρονα ζητήματα και εκκρεμότητες που υφίστανται στον χώρο των θαλασσίων ζωνών της χώρας, καλόν είναι να σημειώσουμε τα εξής:
– Οι θαλάσσιες ζώνες της χώρας προσδιοριζόμενες κατά είδος, περιεχόμενο και όρια αποτελούν σήμερα (γεγονός μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση) ύψιστη προτεραιότητα της εξωτερικής μας πολιτικής. Η πραγματικότητα αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι τα χερσαία σύνορά μας και ο εδαφικός χώρος που αυτά περικλείουν, είναι προσδιορισμένα από το Διεθνές Δίκαιο και τις αντίστοιχες Συνθήκες κατά τρόπο σαφή, οριστικό και ανεπίδεκτο αμφισβήτησης.
– Από το έτος 2006 και εφεξής η χώρα μας έχει αναγάγει το ζήτημα της οριοθέτησης όλων των θαλασσίων ζωνών, που δικαιούται βάσει του Διεθνούς Δικαίου και ειδικότερα του Δικαίου της Θαλάσσης, σε ζήτημα υψηλής στρατηγικής. Βάσει αυτής επιδιώκει την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών της (υφισταμένων και μελλοντικώς ανακηρυχθησομένων), με όλα τα γειτονικά της κράτη με βάση τις πρόνοιες που απορρέουν από το ισχύον Δίκαιο της Θαλάσσης.
– Εάν σκεφθεί κανείς πόσους αγώνες και θυσίες απήτησε για το έθνος μας διαχρονικά, ο διαδοχικός καθορισμός των χερσαίων συνόρων της χώρας από το 1830 και εντεύθεν, μπορεί να προβεί στις αναγκαίες συγκρίσεις και εκτιμήσεις της σημασίας του εν εξελίξει εγχειρήματος για τις θαλάσσιες ζώνες μας, μέσω της διπλωματίας και της διαπραγμάτευσης.
– Η χώρα μας έχει μέχρι σήμερα συνάψει μια διμερή συμφωνία οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας της με την Ιταλία (1977).
Έχει επίσης υπογράψει μια γενική συμφωνία οριοθέτησης όλων των θαλασσίων ζωνών της με την Αλβανία (2009), η οποία όμως βρίσκεται σήμερα σε καθεστώς αβεβαιότητος, υπαιτιότητι της αλβανικής πλευράς.
Διατηρεί τέλος ανοικτό κύκλο διαπραγματεύσεων με την Λιβύη και την Αίγυπτο και πλαίσιο διερευνητικών επαφών μακράς διαρκείας με την Τουρκία.
– Επιδίωξη όλων των ανωτέρω διαπραγματεύσεων είναι και πρέπει να είναι η επίτευξη ενός συνολικού συμφωνημένου αποτελέσματος με εκάστη χώρα, το οποίο αφενός να βασίζεται στο ισχύον δίκαιο και αφετέρου να παρέχει την αναγκαία ευλυγισία και προσαρμοστικότητα σε όλες τις πλευρές, είτε να οριοθετήσουν από της συνάψεως της συμφωνίας τις υφιστάμενες θαλάσσιες ζώνες τους, είτε να έχουν το δικαίωμα να το πράξουν μονομερώς στο μέλλον, με βάση πάντοτε το ισχύον δίκαιο και το όριο που αυτό προβλέπει, για κάθε θαλάσσια ζώνη. Το εξωτερικό απώτατο αυτό όριο λέγεται όριο πολλαπλών χρήσεων και έγινε δεκτό και από τις δύο πλευρές στην ελληνοαλβανική συμφωνία του 2009.
– Η διαπραγμάτευση ως μεθοδολογία που αποβλέπει σε συμφωνία επιβάλλεται από το Διεθνές Δίκαιο. Εάν η τελευταία επιτευχθεί με βάση το ισχύον δίκαιο, το οποίο ορίζει τα εξωτερικά μέγιστα όρια των εθνικών θαλασσίων ζωνών, αλλά δεν απαγορεύει στα κράτη να ορίσουν μικρότερα αυτών, ώστε να επιτευχθεί ένα συμβιβαστικό αποτέλεσμα, έχει καλώς. Άλλως τα σχετικά ζητήματα θα αχθούν, μέσω συνυποσχετικού, το οποίο αποτελεί ειδική διεθνή συμφωνία και χρήζει κύρωσης από τα εθνικά κοινοβούλια των δύο πλευρών, στην υποχρεωτική δικαστική ή διαιτητική διαδικασία οριοθετήσεως.
– Η χώρα μας πρέπει να επιδιώκει πάντοτε διμερείς συμφωνίες οριοθετήσεως με τις όμορες χώρες βάσει της μέσης γραμμής ίσης αποστάσεως, δηλ. βάσει της φυσικής ακτογραμμής με μέτρηση ακτής από ακτή. Όμως μπορεί να δεχθεί, βάσει της αρχής της αμοιβαιότητος, μέτρηση με βάση ευθείες γραμμές βάσεως, καθώς και κλείσιμο κόλπων για εξωτερική μέτρηση, όπου αυτό ρητά επιτρέπεται από το ισχύον Δίκαιο. Το έπραξε ήδη (στην περίπτωση των κόλπων) με την Αλβανία.
– Περιπτώσεις αποκλίσεων από την μέση γραμμή είναι δυνατές και αποδεκτές όταν τούτο επιβάλλεται από το γενικότερο συμφέρον και των δύο πλευρών, συμφέρον το οποίο δύναται να εκτείνεται πέραν του κειμένου της συγκεκριμένης συμφωνίας καθεαυτής, και εφόσον δεν ανατρέπεται η ισορροπία των εντεύθεν δικαιωμάτων, οφέλους και υποχρεώσεων αμφοτέρων. Η ισχύουσα συμφωνία μας με την Ιταλία περιέχει τέτοιες αποκλίσεις, οι οποίες άλλωστε προβλέπονται ρητά και στο κείμενό της.
– Η δικαστική ή διαιτητική διαδικασία παρέχεται βεβαίως ως δυνατότητα, αλλά θα πρέπει να είναι απηλλαγμένη ψευδαισθήσεων ως προς το αποτέλεσμα. Το τελευταίο δεν είναι ποτέ αυτοματοποιημένο, αντιθέτως είναι συνήθως κυμαινόμενο αναλόγως των ειδικών συνθηκών όπου επιχειρείται η οριοθέτηση. Επιπλέον λόγω της ασαφείας των σχετικών διατάξεων του Δικαίου (ιδίως στις περιπτώσεις οριοθετήσεως υφαλοκρηπίδος και αποκλειστικής οικονομικής ζώνης), εισάγονται συνεχώς νέα κριτήρια για τον προσδιορισμό του επιδιωκόμενου (βάσει του Διεθνούς Δικαίου πάντοτε) δίκαιου αποτελέσματος, ώστε το αποτέλεσμα αυτό καταλήγει συνήθως να είναι όχι μόνο συμβιβαστικό αλλά συμβιβασμένο.
Σε όλα τα ανωτέρω ας προστεθεί ότι η δικαστική διαδικασία είναι συνήθως χρονοβόρος, δαπανηρή για τα μέρη και υποκείμενη σε κακόπιστες αμφισβητήσεις. Είναι ακριβώς αυτοί οι λόγοι που ορισμένοι προτιμούν μια συμβιβαστική διμερή συμφωνία οριοθέτησης από μια ιδιαίτερα ευνοϊκή για τονένα των διαδίκων δικαστική απόφαση που ενδεχομένως θα αμφισβητηθεί στην πράξη.
– Είναι απαραίτητο να έχουμε υπόψη μας ότι από το 1994 η χώρα μας είχε δεχθεί την υποχρεωτική δίκαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης για όλες τις νομικές διαφορές με τρίτα κράτη, με τον όρο της αμοιβαιότητος, πλην των διαφορών εκείνων που αφορούσαν ωρισμένες δραστηριότητες και μέτρα αμυντικού χαρακτήρος, που ελαμβάνοντο σε ωρισμένα τμήματα της εδαφικής μας επικρατείας.
– Τον Ιανουάριο του 2015 η χώρα μας αντικατέστησε την εν λόγω δήλωσή της με νέα, που κατατέθηκε στην Γραμματεία του ΟΗΕ. Η νέα δήλωσή μας, που επαναλαμβάνει την αποδοχή εκ μέρους μας της υποχρεωτικής δικαιοδοσίας του ΔΔΧ είναι κατά πολύ αρτιώτερη και πληρέστερη της προηγουμένης. Βάσει αυτής εξαιρούμε από την υποχρεωτική δικαιοδοσία του ΔΔX, επιπλέον των ζητημάτων αμυντικών δραστηριοτήτων και μέτρων, τα ζητήματα κυριαρχίας που αφορούν στην επικράτειά μας (χερσαία, θαλάσσια, εναέρια), καθώς και τις διαφορές εκείνες τις οποίες το τρίτο κράτος, που τυχόν επιθυμεί να προσφύγει εναντίον μας, δεν έχει προηγουμένως δεχθεί την υποχρεωτική γενική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και όχι μόνο για την συγκεκριμένη υπόθεση. Επιπλέον απαιτείται όπως το τρίτο αυτό κράτος να έχει δηλώσει την γενική αποδοχή του δώδεκα μήνες πριν προσφύγει εναντίον μας, πράγμα που μας επιτρέπει, εν τω μεταξύ και εφόσον το επιθυμούμε, να αποσύρουμε εγκαίρως την ιδική μας δήλωση περί υποχρεωτικότητος.
– Με άλλη (δεύτερη) δήλωσή μας και πάλι τον Ιανουάριο του 2015, αποκλείσαμε την υποχρεωτική εμπλοκή του νέου Δικαστηρίου του Αμβούργου, που προβλέπεται στην Σύμβαση του Δικαίου της Θαλάσσης (Μέρος XV αυτής), στις υποθέσεις οριοθετήσεως θαλασσίων ζωνών που αφορούν στην χώρα μας.
– Όλες οι προαναφερθείσες εξελίξεις είναι σπουδαιότατες για τα ελληνικά δικαιώματα και συμφέροντα λαμβανομένης υπόψη της γεωπολιτικής θέσεως της χώρας και των συνθηκών που επικρατούν σήμερα στην περιοχή μας.
– Στην διάρκεια των διαπραγματεύσεων οριοθετήσεως μονομερείς ενέργειες κατοχυρώσεως δικαιωμάτων ή διεκδικήσεων θα πρέπει να αποφευχθούν, ιδίως εάν αυτές δεν είναι απαραίτητες για τον ειδικό σκοπό για τον οποίο διεξάγεται η διαπραγμάτευση, ή μπορούν να αντιμετωπισθούν στο μέλλον εντός του πλαισίου του ορίου πολλαπλών χρήσεων που προαναφέρθηκε.
– Αντίθετη προσέγγιση όχι μόνο κινδυνεύει να θέσει σε περιδίνηση την διαπραγμάτευση αλλά να προκαλέσει αντίμετρα στο θεσμικό και πρακτικό πεδίο, βάσει μιας διαστρεβλωτικής αντίληψης αμοιβαιότητος ή ακόμη και προστασίας πραγματικών ή εικαζομένων δικαιωμάτων τρίτων πλευρών, μη εμπλεκομένων μεν ευθέως στην διαπραγμάτευση, αλλά διατηρουσών ένα πολιτικό ή άλλο ενδιαφέρον για την έκβασή της.
– Τα ανωτέρω συνιστούν σκοπιμότητες και αυτοπεριορισμούς και για τα δύο μέρη που εμπλέκονται άμεσα στην διαπραγμάτευση, υπό έναν απαράβατο όρο. Ο όρος είναι να αφορούν αποκλειστικά στον χώρο που αφορά στην μεταξύ τους οριοθέτηση και όχι σε άλλες περιοχές της επικρατείας τους.
– Τούτο σημαίνει ότι η χώρα μας, μετά ουσιαστική αδράνεια δεκαπέντε περίπου ετών, ορθώς υιοθέτησε (2011) νέα πολιτική στην έρευνα-εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στις θαλάσσιες ζώνες της στο Ιόνιο και νοτίως της Κρήτης. Ανελήφθησαν νομοθετικές πρωτοβουλίες, υιοθετήθηκε νομοθεσία που προβλέπει ρητά την μέση γραμμή ίσης αποστάσεως ως βάσης οριοθέτησης εν ελλείψει άλλης συμφωνίας και τέλος η εν λόγω νέα νομοθεσία ανακοινώθηκε επισήμως στον ΟΗΕ. Επίσης σε εφαρμογή της νέας αυτής πολιτικής προκηρύχθηκαν διεθνείς διαγωνισμοί για την εκμετάλλευση συγκεκριμένων θαλασσίων οικοπέδων στις περιοχές που προαναφέρθηκαν, αφού προηγήθηκε κατάλληλη έρευνα και συλλογή σεισμικών και άλλων δεδομένων.
Όλοι οι ανωτέρω παράγοντες ομού λαμβανόμενοι και συνεκτιμώμενοι οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η χώρα μας ορθώς ανέλαβε προσπάθεια προ μερικών ετών να ορίσει, μέσω διαπραγματεύσεων με τις όμορες χώρες, τις θαλάσσιες ζώνες τις οποίες δικαιούται βάσει του Διεθνούς Δικαίου. Επίσης ορθώς εγκαινίασε πρόγραμμα έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων σε ορισμένες θαλάσσιες ζώνες που δικαιούται (Ιόνιο – Νοτ. Κρήτης).
Οι χειριζόμενοι τα ζητήματα αυτά, εν ονόματι πάντοτε των Κυβερνήσεων της χώρας μας, δεν είναι ερασιτέχνες ή αιθεροβάμονες μη αντιλαμβανόμενοι τις δυσκολίες ή τους κινδύνους που κρύβουν πάντοτε οι διαπραγματεύσεις αυτές.
Όμως θα πρέπει να υπογραμμισθεί κατά τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο, ότι διαπραγμάτευση οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών κατά το Διεθνές Δίκαιο δεν σημαίνει αποδοχή ή παραδοχή διεκδικήσεων, διαστρεβλωμένων δικαιωμάτων, επιδιώξεων ή μεθοδεύσεων της οποιασδήποτε άλλης πλευράς. Διάλογος με απόντες, κωφούς ή υποστηρικτές, κατ’ όνομα μόνον της καλής γειτονίας δεν γίνεται να υπάρξει. Διαπραγμάτευση εξάλλου παρομοίων θεμάτων υπό το κράτος μεγαφώνων και προβολέων πουθενά στον κόσμο δεν διεξάγεται και αν τυχόν επιχειρηθεί θα είναι εξ ορισμού αδιέξοδος.
Καταληκτικά ας υπογραμμισθούν τα ακόλουθα:
Τα ζητήματα του Δικαίου της Θαλάσσης και ειδικά τα αμέσου ελληνικού ενδιαφέροντος, είναι αλληλοεξαρτώμενα και απαιτούν συνολική προσέγγιση. Ο ρόλος των πολιτικών κομμάτων και της ενημερωμένης κοινής γνώμης είναι πολύ σημαντικός. Απαιτείται συνεχής και ενεργός ενημέρωση για το τι γίνεται, τι πρέπει και μπορεί να γίνει, πότε μπορεί να γίνει και με τι τρόπο και προϋποθέσεις μπορεί να γίνει.
Συνθηματολογία, συνωμοσιολογία, υπαινιγμοί προδοσίας και μειοδοσίας, συσχετισμοί με την τρέχουσα οικονομική κρίση κατά τρόπο ισοπεδωτικό, απλουστευτικό, με άγνοια των γεωπολιτικών δεδομένων, ή για λόγους πολιτικής εκμετάλλευσης, είναι γνώριμες συνταγές που οδηγούν είτε στην αδράνεια, είτε σε λάθη στρατηγικής και τακτικής που μπορούν να έχουν βαρύ κόστος για τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της χώρας.
Απαιτείται λοιπόν πολιτική βούληση, εις βάθος γνώση και μελέτη των επιμέρους ζητημάτων και βεβαίως συνολική και συνδυαστική προσέγγιση. Εν πάση δε περιπτώσει τα όποια αποτελέσματα δεν θα επηρεάσουν μόνο τις διμερείς σχέσεις της Ελλάδος με τις υπόψη χώρες, αλλά και την ειρήνη, σταθερότητα, ασφάλεια και ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής, όπου οι συμφωνίες αυτές οριοθετήσεως συνάπτονται και εφαρμόζονται.
*Το παρόν κείμενο έχει δημοσιευθεί στην επιθεώρηση Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική, τ. 40 , 2017.