ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ ΚΑΡΑΤΡΑΝΤΟΣ
Εισαγωγή
Στην επιστημονική συζήτηση για την τρομοκρατία κυριαρχεί τα τελευταία χρόνια η έννοια της ριζοσπαστικοποίησης, με πολλούς και αντιθετικούς ορισμούς να την συνοδεύουν. Ιδιαίτερα προβληματική είναι η συζήτηση για την ιδεολογική- πολιτική υποκίνηση της ριζοσπαστικοποίησης, όπου εμφανίζεται ο κίνδυνος η υιοθέτηση ριζοσπαστικών πολιτικών θέσεων να θεωρηθεί ως συνώνυμο της βίαιης και της τρομοκρατικής δράσης, κάτι που απέχει σημαντικά από την πραγματικότητα. Σε μία δομημένη συζήτηση για την τρομοκρατία και την πολιτικά υποκινούμενη ριζοσπαστικοποίηση πρέπει να παραδεχτούμε αξιολογικά και μεθοδολογικά πως υπάρχουν διαφορετικά μονοπάτια και μηχανισμοί ριζοσπαστικοποίησης, ενώ η διαδικασία λειτουργεί με διαφορετικούς τρόπους, για διαφορετικούς ανθρώπους σε διαφορετικές χρονικές στιγμές και σε διαφορετικό πλαίσιο. Εκ των πραγμάτων, είναι δύσκολο, αλλά και μεθοδολογικά προβληματικό να προσεγγίζουμε τη ριζοσπαστικοποίηση ως μία θεωρία μεγάλου φάσματος. Ωστόσο, υπάρχουν τρία βασικά χαρακτηριστικά για τη βίαιη ριζοσπαστικοποίηση στα οποία συμφωνεί η πλειονότητα των ερευνητών: α) η αποδοχή μίας ακραίας ιδεολογίας η οποία δίνει ταυτότητα και γίνεται σκοπός ζωής για έναν ιδιώτη, β) η πίστη στην αναγκαιότητα της βίας για την επίτευξη του σκοπού και γ) η χρήση και η άσκηση βίας για την προώθηση μίας ιδεολογίας. Στην Ελλάδα, η ριζοσπαστικοποίηση είναι κυρίως πολιτικά- ιδεολογικά υποκινούμενη με τελική κατάληξη τον βίαιο εξτρεμισμό και την τρομοκρατία. Σκοπός του συγκεκριμένου κειμένου είναι να αναδείξει την αναγκαιότητα αξιοποίησης του μεθοδολογικού εργαλείου της ριζοσπαστικοποίησης για την ανάλυση της πολιτικής βίας, του εξτρεμισμού και της τρομοκρατίας στην Ελλάδα.
Η εννοιολόγηση της Ριζοσπαστικοποίησης
Υπάρχουν πολλοί λόγοι και διαφορετικοί δρόμοι που μπορούν να οδηγήσουν έναν άνθρωπο στην τρομοκρατία και την ένοπλη δράση, για αυτό δεν πρέπει να μένουμε μόνο στην προφανή παράμετρο της θρησκείας ή της πολιτικής ιδεολογίας, αλλά να εστιάζουμε σε ένα σύνολο παραγόντων και αιτιών, για να εξηγήσουμε το γιατί νεαροί ιδιώτες φτάνουν στο σημείο να εκδηλώσουν τρομοκρατικές επιθέσεις στις χώρες τους, με αποτέλεσμα να σκοτώνουν τους συμπολίτες τους, αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις και τον ίδιο τους τον εαυτό. Το κατάλληλο μεθοδολογικό και επιστημονικό πλαίσιο για την προσέγγιση του φαινόμενου είναι η διαδικασία της ριζοσπαστικοποίησης, η οποία συνήθως ξεκινά όταν ένας ιδιώτης αισθάνεται απογοητευμένος από τη ζωή του, από τη θέση του στην κοινωνία ή από τις επιλογές της κυβέρνησής του. Στην εξέλιξη της διαδικασίας, ο ιδιώτης συναντά άλλους ανθρώπους με τις ίδιες απόψεις και από κοινού μέσα από μια αλυσίδα γεγονότων και μια σειρά φάσεων μπορούν να οδηγηθούν στα τελευταία βίαια στάδια και την τρομοκρατία. Πρέπει, όμως, να ξεκαθαριστεί πως δεν οδηγούνται όλοι στην τρομοκρατία και τον βίαιο εξτρεμισμό. Οι περισσότεροι, αντίθετα, σταματούν λίγο πριν το τελικό στάδιο ή εγκαταλείπουν τη διαδικασία σε επιμέρους φάσεις της.
Για τη ριζοσπαστικοποίηση χρησιμοποιούνται διαφορετικοί, ακόμη και αντιθετικοί, ορισμοί από τους ερευνητές και από τις αρχές επιβολής του νόμου[1]. Σε μία πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση του ο Randy Borum υποστηρίζει τη χρήση του όρου ριζοσπαστικοποίηση που οδηγεί στο βίαιο εξτρεμισμό- radicalization into violent extremism (RVE)- ως «τη διαδικασία μέσω της οποίας άνθρωποι καταλήγουν να υιοθετήσουν πεποιθήσεις που δεν δικαιολογούν απλώς τη χρήση βίας αλλά την υιοθετούν, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο μετουσιώνουν ή όχι τις σκέψεις σε πράξεις»[2]. Το FBI την ορίζει ως «τη διαδικασία μέσω της οποίας οι ιδιώτες καταλήγουν να πιστέψουν ότι η συμμετοχή τους στη χρήση μη νόμιμης βίας για την επίτευξη της κοινωνικής ή πολιτικής αλλαγής είναι απαραίτητη και δικαιολογημένη»[3]. Για τις γερμανικές διωκτικές αρχές η ριζοσπαστικοποίηση είναι «η μεταστροφή ιδιωτών ή ομάδων σε εξτρεμιστικές ιδεολογίες και δράσεις και η ετοιμότητά τους για τη συμμετοχή και την εμπλοκή σε μη δημοκρατικές μεθόδους και τη χρήση βίας για την επίτευξη των στόχων τους»[4]. Η Ολλανδική Υπηρεσία Ασφάλειας (AIVD) ορίζει ως ριζοσπαστικοποίηση «την αυξανόμενη προθυμία για την επιδίωξη ή/και την υποστήριξη- αν χρειαστεί και αντιδημοκρατικών μέσων για την επιβολή- ακραίων αλλαγών στην κοινωνία, τα οποία έρχονται σε σύγκρουση ή συνιστούν απειλή για τη δημοκρατική τάξη»[5]. Η Υπηρεσία Πληροφοριών της Δανίας (PET) εστιάζει στη «βίαιη ριζοσπαστικοποίηση», την οποία ορίζει «ως μία διαδικασία μέσω της οποίας ένας άνθρωπος υποστηρίζει σε αυξανόμενο βαθμό τη χρήση αντιδημοκρατικών ή βίαιων μέσων, συμπεριλαμβανομένης της τρομοκρατίας, σε μία προσπάθεια επίτευξης ενός συγκεκριμένου πολιτικού/ ιδεολογικού στόχου»[6]. Στην αντί-τρομοκρατική στρατηγική του Ηνωμένου Βασιλείου (CONTEST) η ριζοσπαστικοποίηση αναφέρεται ως «η διαδικασία μέσω της οποίας οι άνθρωποι υποστηρίζουν την τρομοκρατία και το βίαιο εξτρεμισμό και σε ορισμένες περιπτώσεις εντάσσονται σε τρομοκρατικές ομάδες»[7].
Γενικότερα, ως ριζοσπαστικοποίηση ορίζεται η διαδικασία υιοθέτησης ενός εξτρεμιστικού αξιακού συστήματος και η πρόθεση για τη χρήση, την υποστήριξη ή τη διευκόλυνση της βίας και του φόβου ως μεθόδων για την επίτευξη αλλαγών στην κοινωνία. Η αποδοχή της αναγκαιότητας για βίαιη επιβολή των αντιλήψεών τους στην υπόλοιπη κοινωνία μέσω της χρήσης βίας ή η τιμωρία των «άλλων» για τις διαφορετικές πράξεις και τα πιστεύω τους είναι τα τελευταία στάδια της διαδικασίας ριζοσπαστικοποίησης που οδηγούν και στην άσκηση βίας. Η διαδικασία μπορεί να λάβει χώρα στο πλαίσιο κάθε εξτρεμιστικής ομάδας από την άκρα αριστερά και την άκρα δεξιά μέχρι τους φανατικούς οικο-τρομοκράτες, ενώ πρέπει να σημειωθεί πως δεν είναι απαραίτητο να οδηγήσει πάντα στην τρομοκρατία και στη χρήση βίας. Ως εξτρεμισμός δε, ορίζονται οι υπέρμετρα ανένδοτες και ακραίες αντιλήψεις και τα μέτρα που οδηγούν πέρα από τις νόρμες και τον νόμο.
Μπορούμε να διακρίνουμε πέντε ευρείες κατηγορίες για την υποκίνηση της διαδικασίας ριζοσπαστικοποίησης:
- Αντικαπιταλιστική, ακροαριστερή και αναρχική ριζοσπαστικοποίηση.
- Ακροδεξιά, φασιστική, νέο- ναζιστική και εθνικιστική ριζοσπαστικοποίηση,
- Θρησκευτικά υποκινούμενη ριζοσπαστικοποίηση, που συνήθως προωθεί τη θρησκεία ως παράγοντα πολιτικής και κοινωνικής αλλαγής και τέλος
- Ακραία ριζοσπαστική οικολογία και δικαιώματα των ζώων,
- Μονό-θεματική ριζοσπαστικοποίηση, η οποία προκαλείται από βίαια κινήματα γύρω από ένα επί μέρους θέμα όπως είναι η αντίθεση στις αμβλώσεις, στο φεμινισμό ή στα δικαιώματα της LGBT κοινότητας,
Πολιτικά Υποκινούμενη Ριζοσπαστικοποίηση και Βία
Στην Ελλάδα, η ριζοσπαστικοποίηση που οδηγεί στο βίαιο εξτρεμισμό και στην τρομοκρατία είναι σε σημαντικό βαθμό πολιτικά υποκινούμενη, ως εκ τούτου, στη σχετική επιστημονική συζήτηση θα πρέπει να δοθεί έμφαση στην πολιτική πτυχή της ριζοσπαστικοποίησης εντάσσοντας τη στην ευρύτερη επιστημονική συζήτηση για την πολιτική βία.
Ο όρος ριζοσπαστικοποίηση εμφανίζεται στο πλαίσιο της έρευνας για την πολιτική βία στις εξελιγμένες δημοκρατίες στη δεκαετία του ’70, για να ερμηνευτούν οι διαδραστικές και διαδικαστικές δυναμικές σχηματισμού βίαιων και συχνά μυστικών ομάδων. Εντός αυτού του θεωρητικού και ερευνητικού πλαισίου η ριζοσπαστικοποίηση εννοιλογείται ως η πραγματική χρήση βίας, κλιμακούμενη σε μέσα και ένταση. Ως πολιτική βία η Della Porta ορίζει τη συλλογική δράση η οποία θεωρείται παράνομη από το κράτος και περιλαμβάνει την άσκηση φυσικής βίας για την πρόκληση ζημιών στον αντίπαλο με σκοπό την επίτευξη πολιτικών στόχων[8]. Οι Seferiades και Johnston υποστηρίζουν πως η πολιτική βία εμφανίζεται σε περιόδους «συγκρουσιακής ασυνεννοησίας» (conflictual irrelevance), περιόδους δηλαδή που είτε οι αντιδραστικές συλλογικότητες και ομάδες δεν μπορούν να εκφράσουν πειστικά τα παράπονα και τις διεκδικήσεις τους (έλλειμμα αποδιοργάνωσης), είτε οι αρχές και το κράτος αδυνατούν ή δεν επιθυμούν να απαντήσουν στα αιτήματα (έλλειμμα μεταρρυθμίσεων), στην περίπτωση που συμπέσουν αυτές οι δύο περίοδοι η βία έρχεται για να καλύψει την αδυναμία πολιτικής έκφρασης[9]
Τυποποιώντας την πολιτική βία ο Charles Tilly χρησιμοποιεί ως μέσο κατάταξης της την έμφαση στην «βραχυπρόθεσμη ζημιά», εννοώντας το βαθμό που η βία χαρακτηρίζει την πράξη συνολικά, αλλά και το βαθμό «συνεργασίας των βίαιων δρώντων»[10]. Από την πλευρά της η Della Porta δημιούργησε τη δική της τυπολογία χρησιμοποιώντας ως μεταβλητές το βαθμό της βίας: α) χαμηλού επιπέδου (εναντίον αντικειμένων) και υψηλού επιπέδου (εναντίον προσώπων), καθώς και το βαθμό οργάνωσης των δρώντων (αυθόρμητη και οργανωμένη βία). Με αυτές τις μεταβλητές δημιούργησε τέσσερις κατηγορίες: α) ανειδίκευτη βία (χαμηλής έντασης και ανοργάνωτη), β) ημι-στρατιωτική βία (χαμηλής έντασης, αλλά πιο οργανωμένη), γ) αυτόνομη βία (ελάχιστα οργανωμένη και αυθόρμητη) και δ) μυστική- παράνομη βία (υψηλού επιπέδου και καλά οργανωμένη) [11].
Εντός αυτού του πλαισίου, η πολιτικά υποκινούμενη ριζοσπαστικοποίηση για τους Della Porta και LaFree είναι «η αλλαγή σε αντιλήψεις σχετικά με πολωτικές και απόλυτες ερμηνείες μίας κρατούσας κατάστασης και η έκφραση όλο και περισσότερο ριζοσπαστικών σκοπών και στόχων. Σε αυτή τη διαδικασία περιλαμβάνεται η εχθρότητα και η στοχοποίηση κοινωνικών ομάδων, θεσμών και κρατικών δομών, αλλά και η αυξανόμενη χρήση βίαιων μέσων»[12].
Ριζοσπαστικοποίηση και Πολιτική Βία στην Ελλάδα
Όπως μας δείχνει η ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας η καταφυγή και η αποδοχή της βίας ως θεμιτού μέσου επίλυσης των κοινωνικών αντιθέσεων και πολιτικών διαφορών δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Ο Στέλιος Ράμφος υποστηρίζει χαρακτηριστικά πως το φαινόμενο προέκυψε ως αποτέλεσμα της εχθρικής στάσης των πολιτών απέναντι στο κράτος, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη συγκρότηση μιας «φοβικής εθνικής ταυτότητας»[13].Αυτό όμως που αιτιολογεί την ιδιαίτερη έμφαση που δίνεται τα τελευταία χρόνια στην έρευνα, αλλά και στη δημόσια συζήτηση γύρω από την πολιτική βία, τον εξτρεμισμό και την τρομοκρατία στην Ελλάδα είναι, σύμφωνα με τον Ανδρέα Πανταζόπουλο, η προσπάθεια «νομιμοποίησής της μέσω μίας προωθημένης συγκατάβασης σε βίαιες κινηματικές πρακτικές»[14].
Η Ελλάδα μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο βίωσε και εμφύλιο πόλεμο και στρατιωτική δικτατορία. Το αποτέλεσμα αυτών των δύο φορτισμένων και «τραυματικών» πολιτικών βιωμάτων ήταν η σταθερή εμφάνιση της βίας ως κατάληξη μία διαδικασίας ριζοσπαστικοποίησης πολιτικά υποκινούμενης (ακροαριστερής και ακροδεξιάς), με τα βίαια ξεσπάσματα να εμφανίζονται πολλές φορές και με τη μορφή ρεβανσισμού, απάντησης και αντεκδίκησης, τόσο συλλογικά, όσο και ατομικά- μεμονωμένα με πράξεις που στη βιβλιογραφία χαρακτηρίζονται ως «πολιτικές βεντέτες» ή «διαπροσωπική βία». Ο Στάθης Καλύβας έχει πραγματοποιήσει μία εις βάθος μελέτη της πολιτικής βίας στο πλαίσιο των εμφυλίων πολέμων, αλλά και ως αποτέλεσμα αυτών κυρίως λόγω της εμπλοκής και της βίαιης σύγκρουσης σε τοπικό- ατομικό επίπεδο, όπου η πολιτική και η προσωπική ταυτότητα αλληλεπιδρούν με δυναμικό τρόπο: «οι εμφύλιοι πόλεμοι δεν είναι δυαδικές συγκρούσεις, αλλά περίπλοκες και διφορούμενες διαδικασίες που διαμορφώνουν την κοινή δράση τοπικών και υπό- τοπικών παραγόντων, πολιτών και στρατών, των οποίων η συμμαχία οδηγεί σε βία που απηχεί στους διαφοροποιημένους στόχους και σκοπούς τους»[15]. Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας που περιγράφει ο Καλύβας είναι η οριζόντια και κάθετη διασπορά της χρήσης βίας ως μέσο έντονης πολιτικής έκφρασης στην Ελληνική κοινωνία για μία σειρά δεκαετιών.
Μία άλλη επιστημονική προσέγγιση που μπορεί να φωτίσει την εδραίωση της βίας ως μέσο ακραίας πολιτικής έκφρασης στην Ελλάδα είναι η θεωρία των πολιτισμικών τραυμάτων- με χαρακτηριστικότερη περίπτωση αυτή του Εμφυλίου Πολέμου, ο οποίος σύμφωνα με το Νίκο Δεμερτζή μπορεί να περιγράφει ως πολιτισμικό τραύμα διότι εμπλέκει και τα τρία θεμελιώδη συστατικά της συγκεκριμένης έννοιας: μνήμη, συναίσθημα και ταυτότητα. Ο Δεμερτζής υποστηρίζει πως ο Εμφύλιος Πόλεμος «επηρέασε συλλογικές μνήμες, ομαδικές συνειδήσεις και τις οργανωτικές αρχές της ελληνικής κοινωνίας, επανακαθορίζοντας την κατεύθυνσή τους για δεκαετίες. Αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει με έναν ευθύ και αδιαμεσολάβητο τρόπο- κατά τη διαδικασία της επιλεκτικής κοινωνικής κατασκευής, ο ελληνικός Εμφύλιος αναδεικνύεται σε παραδειγματική περίπτωση πολιτισμικού τραύματος μέσα από το ‘δράμα του τραύματος’, μια σημασιολογική διαδικασία που γεμίζει το κενό ανάμεσα στο γεγονός και την αναπαράστασή του μέσω της δραματικής διαδικασίας του τραύματος οι επιμέρους ατομικές οδυνηρές εμπειρίες μεταστοιχειώνονται στο πολιτισμικό-κοινωνικό γεγονός που ονομάζουμε ‘πολιτισμικό τραύμα’»[16].
Το «τραύμα» του εμφυλίου πολέμου εγκλώβισε το δημόσιο διάλογο στην Ελλάδα σε μία διαδικασία αναπαραγωγής των λογικών της βίας που τον γέννησαν, οι οποίες μέσα από μία «κατακερματισμένη» μνήμη μεταβιβάστηκε μερικώς στις επόμενες γενιές δημιουργώντας έτσι τη μικρή ρωγμή για τις ακραίες οργανώσεις που «αιτιολογούσαν» τις βίαιες πράξεις τους στο όνομα της συνέχισης του, μία διαδικασία που έγινε εντονότερη μέσα από την αντίσταση στη στρατιωτική δικτατορία της περιόδου 1967- 1974, δημιουργώντας ένα «ιδεοληπτικό» υπέδαφος για τις ακραίες και βίαιες φωνές τόσο της αριστεράς, όσο και της δεξιάς που καλλιεργούσαν τη συνέχιση του αγώνα κατά της «Χούντας που δεν τελείωσε το ‘73».
Ο Δημήτρης Ψυχογιός υποστηρίζει πως η βία στην Ελλάδα «εκδηλώνεται με αφορμή κοινωνικά-πολιτικά γεγονότα, έχει όμως πολιτισμικές ρίζες. Διαχέεται από τη ρητορική μίσους των πολιτικών πρωταγωνιστών, αλλά διαιωνίζεται επειδή αποθεώνεται η πολεμική βία των πραγματικών ή φανταστικών πρόγονων μας. Πρόκειται για την «αγωνιστική ανάγνωση της ιστορίας που η Δεξιά αναδεικνύει ως πολεμική αρετή των Ελλήνων και η Αριστερά ως αντιστασιακό ήθος του ελληνισμού»[17]. Από την πλευρά του Γιώργος Κασιμέρης ανάγει σε κυρίαρχο τον ρόλο της βίας στην πολιτική κουλτούρα της χώρας μας υποστηρίζοντας πως «κάθε κοινωνία έχει τα δικά της σύμβολα, σχήματα και εικόνες, τα οποία έχουν διαμορφωθεί και καθιερωθεί στο πέρασμα του χρόνου. Στην Ελληνική πολιτική κουλτούρα, η ένοπλη αντίδραση και η άμεση βίαιη δράση ενάντια στην πολιτικό- κοινωνική τάξη χρησιμοποιήθηκε ως όπλο αμφισβήτησης και διαφωνίας από άτομα ή ομάδες που εναντιώνονται στο πολιτικό σύστημα»[18].
Τέλος, ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος υποστηρίζει πως οι ρίζες του φαινομένου της πολιτικής βίας πρέπει να αναζητηθούν στον τρόπο που δομήθηκε το πολιτικό σύστημα της χώρας από το 1974 και μετά και στο εύφορος έδαφος που καλλιέργησε για τα φαινόμενα πολιτικά υποκινούμενης και αιτιολογούμενης βίας και τον βίαιο εξτρεμισμό από το αριστερό και το δεξιό άκρο. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο συγγραφέας «οι ρίζες του φαινομένου πρέπει να αναζητηθούν στον τρόπο που δομήθηκε το πολιτικό σύστημα της χώρας από το 1974 και μετά. Βασισμένο σε μια συγκρουσιακή λογική και σε μια εργαλειακή σχέση με τη δημοκρατία διαμόρφωσε την «καταστροφική ιδεολογία της μεταπολίτευσης». Δημιουργήθηκε έτσι το εύφορο έδαφος για τα φαινόμενα πολιτικής βίας και τον αριστεροδέξιο εξτρεμισμό. Σταδιακά μορφοποιήθηκε το υβρίδιο του εθνικολαϊκισμού που διέλυσε και αποσάρθρωσε τη διάκριση Αριστεράς – Δεξιάς. Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε ένα εκρηκτικό μείγμα, ένα είδος κοκτέιλ μολότοφ, απουσίας κοινωνικού συμβολαίου, προνεωτερικότητας και λαϊκισμού»[19].
Οι Τρεις Φάσεις της Βίαιης Ριζοσπαστικοποίησης στη Μεταπολιτευτική Ελλάδα
Σε μία προσπάθεια κατηγοριοποίησης της πολιτικά υποκινούμενης ριζοσπαστικοποίησης που οδήγησε στον βίαιο εξτρεμισμό και στην τρομοκρατία στη Μεταπολιτευτική Ελλάδα μπορούν να διακριθούν τρεις φάσεις, οι οποίες είναι ασύμμετρες χρονικά και καθορίζονται από τρία σημαντικά πολιτικό- κοινωνικά γεγονότα (Μεταπολίτευση, Δεκέμβριος του 2008, Περίοδος των Μνημονίων):
- Μετά-δικτατορική Περίοδος: άκρο- αριστερός εξτρεμισμός και τρομοκρατία/ ακροδεξιά βία (στην πρώτη περίοδο τρομοκρατία και από τη δεκαετία του ’80 εξτρεμισμός χαμηλής σχετικά έντασης).
- Μετά-Δεκεμβριανή Περίοδος (μετά τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008): άκρο-αριστερός εξτρεμισμός, αναρχική- μηδενιστική τρομοκρατία, άκρο-δεξιός εξτρεμισμός.
- Μνημονιακή Περίοδος (περίοδος δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας και αύξησης των μεταναστευτικών ροών): άκρο-αριστερός εξτρεμισμός, αναρχική- μηδενιστική τρομοκρατία, άκρο-δεξιός εξτρεμισμός.
Καθεμία από τις τρεις αυτές φάσεις χαρακτηρίστηκε από γεγονότα- καταλύτες που δημιούργησαν τις συνθήκες για την πολιτικά υποκινούμενη ριζοσπαστικοποίηση και από τα δύο άκρα:
- Η Μεταπολίτευση, οι «δίκες της Χούντας».
- Η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και οι μαζικές και βίαιες διαδηλώσεις του Δεκεμβρίου του 2008.
- Η ένταξη της χώρας στην περίοδο της δημοσιονομικής προσαρμογής, η αύξηση των μεταναστευτικών ροών, η πόλωση στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα μεταξύ μεταναστών και κατοίκων, οι μαζικές διαδηλώσεις των «Αγανακτισμένων», η δολοφονία του Μανώλη Καντάρη, η δολοφονία του ράπερ Παύλου Φύσσα (Kilah P) και η δολοφονία των μελών της Χρυσής Αυγής Λάμπρου Φουντούλη και Μανώλη Καπελώνη.
Αντίστοιχα, σε κάθε φάση υπήρχαν και οι «ιδεολογικές» αιτιολογήσεις της ριζοσπαστικοποίησης:
1η Φάση:
Άκρο- αριστερή τρομοκρατία: απονομή δικαιοσύνης και τιμωρία για τη Χούντα και την υποστήριξη από τις Η.Π.Α., αφύπνιση και εξέγερση του προλεταριάτου για την ανατροπή του πολιτικού συστήματος και την εγκαθίδρυση λενινιστικού- κομμουνιστικού καθεστώτος.
Άκρο- δεξιά τρομοκρατία- εξτρεμισμός: αντίσταση στον κίνδυνο του σοσιαλισμού, συνέχιση της ιδεολογίας της Χούντας, προάσπιση της καθαρότητας του έθνους και εχθρότητα για τους μετανάστες, αντί- αμερικανισμός και αντί-σημιτισμός.
2η Φάση:
Άκρο- αριστερός εξτρεμισμός- αναρχική τρομοκρατία: επανάσταση και πόλεμος κατά του κράτους, βίαιη αντίδραση στην κρατική βία και καταστολή.
Άκρο- δεξιός εξτρεμισμός: προάσπιση της καθαρότητας του έθνους και εχθρότητα για τους μετανάστες, αντίδραση στον άκρο- αριστερό εξτρεμισμό, αντί- αμερικανισμός και αντί-σημιτισμός.
3η Φάση:
Άκρο- αριστερός εξτρεμισμός- αναρχική τρομοκρατία: επανάσταση και πόλεμος κατά του κράτους, βίαιη αντίδραση στην κρατική βία και καταστολή, βίαιη αντίδραση κατά των μέτρων λιτότητας, υπεράσπιση των μεταναστών και αντίδραση στον άκρο- δεξιό εξτρεμισμό.
Άκρο- δεξιός εξτρεμισμός: προάσπιση της καθαρότητας του έθνους και εχθρότητα για τους μετανάστες, Ισλαμοφοβία, αντίδραση στον άκρο- αριστερό εξτρεμισμό και στον κίνδυνο του κομμουνισμού και του σοσιαλισμού, αντίδραση στα μέτρα λιτότητας, ακραίος εθνικισμός έναντι της ανάμειξης της Γερμανίας και της Ε.Ε. στην εσωτερική πολιτική της χώρας αντί- αμερικανισμός και αντί-σημιτισμός.
Συμπεράσματα
Η βιβλιογραφία για τη ριζοσπαστικοποίηση και τον εξτρεμισμό στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Τα τελευταία χρόνια ευτυχώς παρατηρείται μία παραγωγή νέων και σε αρκετές περιπτώσεις τολμηρών βιβλίων και άρθρων για την πολιτική βία, και τον εμφύλιο πόλεμο, λιγότερο όμως για την τρομοκρατία. Όμως η γενικότερη συζήτηση παραμένει ακόμη εγκλωβισμένη σε ένα ιδεοληπτικό δημόσιο πλαίσιο που αιτιολογεί τη βία και δεν διστάζει να στοχοποιεί όλους τους μελετητές και τους ερευνητές της πολιτικής βίας στην Ελλάδα που χρησιμοποιούν ένα διαφορετικό ερμηνευτικό πλαίσιο το οποίο αμφισβητεί τη συμφέρουσα διχοτομία «καλής» και «κακής» βίας. Είναι χαρακτηριστικό πως τυγχάνουν σφοδρότερης κριτικής οι παρεμβάσεις καθηγητών και συστηματικών μελετητών του Εμφυλίου Πολέμου από τα μανιφέστα φυλακισμένου και αμετανόητων τρομοκρατών.
Το προβληματικό αυτό πλαίσιο για τα φαινόμενα της βίας και την πολιτικά υποκινούμενη ριζοσπαστικοποίηση στην Ελλάδα εξηγεί γιατί ενώ βλέπουμε μία κλιμάκωση στο δημόσιο και στον επιστημονικό διάλογο για την ισλαμιστική τρομοκρατία και τη διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης, δεν βλέπουμε κάτι αντίστοιχο για την πολιτικά υποκινούμενη ριζοσπαστικοποίηση που οδηγεί στον εξτρεμισμό και στην τρομοκρατία. Δεν πρέπει να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας, η ισλαμιστική τρομοκρατία δεν είναι αυτή τη στιγμή η μεγαλύτερη απειλή για την Ελλάδα, αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν πρέπει οι Φορείς Επιβολής του Νόμου να είναι σε επαγρύπνηση. Η ισλαμιστική τρομοκρατία είναι ένα φαινόμενο με πολλές πτυχές που εξελίσσεται δυναμικά. Άλλωστε, η σύνδεση του με τις μεταναστευτικές ροές μας αφορά ιδιαίτερα, όπως και η κίνηση των «αλλοδαπών μαχητών» από και προς τις ζώνες πολέμου της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την Ελλάδα προέρχεται από την εγχώρια πολιτικά υποκινούμενη τρομοκρατία. Το αίμα των θυμάτων των τρομοκρατικών επιθέσεων στην Ελλάδα είναι ακόμη νωπό, ενώ η οργάνωση «Συνομωσία των Πυρήνων της Φωτιάς» σύμφωνα με τις Ευρωπαϊκές Αρχές Ασφάλειας είναι η πιο ενεργή οργάνωση αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα. Πρέπει να βάλουμε το δάχτυλο επί τον τύπο των ήλων και να παραδεχτούμε την αλήθεια, η πολιτικά υποκινούμενη τρομοκρατία είναι η σημαντικότερη απειλή για την εσωτερική ασφάλεια της Ελλάδας. Ο εμφύλιος πόλεμος τελείωσε το 1949 και η στρατιωτική δικτατορία κατέρρευσε το 1974, τα ψυχολογικά και πολιτισμικά τραύματα αυτών των δύο περιόδων που γέννησαν το αφήγημα για την καλή και κακή βία και έστρωσαν το έδαφος για την πολιτική τρομοκρατία πρέπει κάποια στιγμή να τα κλείσουμε. Η βία, ο εξτρεμισμός και η τρομοκρατία με πολιτική (ακροδεξιά, ακροαριστερή, αναρχική) ή με θρησκευτική υποκίνηση και αιτιολόγηση είναι εχθροί της δημοκρατίας μας, απειλές για την ασφάλεια μας και κίνδυνοι για την κοινωνία και τον πολιτισμό μας. Αυτή η συνειδητοποίηση μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από μία επιστημονική συζήτηση απαλλαγμένη από ιδεοληψίες και ιερά «θύματα». Η επιστημονική και ερευνητική κοινότητας μας προσφέρουν τις τελευταίες δεκαετίες όλο και περισσότερα ερευνητικά οχήματα για να ερευνήσουμε συστηματικά τη βία και την πολιτική υποκίνησή της. Το μεθοδολογικό εργαλείο της διαδικασίας της ριζοσπαστικοποίησης μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά στην οργάνωση ενός συγκροτημένου και επιστημονικού διαλόγου για τη βία στην Ελλάδα.
[1] Abigail Esman, Radical State: How Jihad is winning over democracy in the West, Praeger, 2010. Brian Michael Jenkins, Would be Warriors: Incidents of Jihadist Terrorist Radicalization in the United States since September 11, 2001, RAND, 2010. Christine Sixta Rinehart, Volatile Social Movements and the Origins of Terrorism: The Radicalization of Change, Lexington Books, 2013. Hillel Frisch – Efraim Inbar, Radical Islam and International Security, Routledge, 2008. Eitan Y. Alimi, Chares Demetriou και Lorenzo Bosi, The Dynamics of Radicalization: A Relational and Comparative Perspective, Oxford University Press, 2015. George Rankin και Kenneth Cowen (επιμ.), Muslims in Europe, Nova Science Publishers, 2012. Jeremy Block, Embracing the Occupiers, Praeger Security International, 2009. Yonah Alexander, Terrorist in our Midst, Praeger, 2010.
[1] Randy Borum, Radicalisation into Violent Extremism I, a review of social sciences theories, Journal of Strategic Security, Vol. 4, Issue 4, 2011, σελ. 8.
[1] Donald Van Duyn, Deputy Assistant Director, Counterterrorism Division Federal Bureau of Investigation Testimony in the House Homeland Security Committee Subcommittee on Intelligence, Information Sharing, and Terrorism Risk Assessment Washington, DC, 20 Σεπτεμβρίου 2006.
[1] Dorle Hellmuth, Countering Islamic Radicalisation in Europe, Combating Terrorism Center, 14 Ιανουαρίου 2013.
[1] Dutch Security Service (AIVD), 2005.
[1] PET, “Radikalisering og terror,” Center for Terroranalyse (Denmark), October 2009, http://www.pet.dk/upload/radikalisering_og_terror.pdf.
[1] U.K. Home Office, “CONTEST: The United Kingdom’s Strategy for Countering Terrorism,” July 2011, http://tinyurl.com/5rtjqal (www.homeoffice.gov.uk/publications/counter terrorism/counter-terrorismstrategy/ strategy-contest?view=Binary).
[1] Della Porta, Donatella. 1995. Social Movements, Political Violence, and the State: A Comparative Analysis of Italy and Germany. Cambridge: Cambridge University Press, σελ. 3-4.
[1] Seferiades, S., and H. Johnston (2012). “The Dynamics of Violent Protest: Emotions, Repression and Disruptive Deficit”, in S. Seferiades, and H. Johnston (eds.), Violent Protest, Contentious Politics, and the Neoliberal State, Surrey: Ashgate, pp. 3–18.
[1] Tilly, Charles. 2004. Terror, Terrorism, Terrorists. Sociological Theory 22 (1): 5–13.
[1] Della Porta, 1995, ο.π.
[1] Donatella Della Porta , Gary LaFree , Guest Editorial: Processes of Radicalization and De-Radicalization, International Journal of Conflict and Violence,Vol.6 (1), 2012, pp. 4- 10.
[1] Στέλιος Ράμφος, Ο «άλλος» του καθρέφτη – Ψυχογραφία της αγωνίας μας, Αρμός, 2012 και Η λογική της παράνοιας, Αρμός, 2011.
[1] Πρόλογος Ανδρέα Πανταζόπουλου στο βιβλίο του Πέτρου Παπασαραντόπουλου, Εξτρεμισμός και Πολιτική Βία στην Ελλάδα: το Big Bang της Χρυσής Αυγής, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 11
[1] Stathis Kalyvas, The Ontology of Political Violence: Action and Identity in Civil Wars, Perspectives on Politics, Vol. 1, No. 3 (Sep., 2003), pp. 475-494
[1] Νίκος Δεμερτζής: «ο Ελληνικός εμφύλιος ως πολιτισμικό τραύμα», Επιστήμη και Κοινωνία, Τεύχος 28, 2011-2012.
[1] Δημήτρης Ψυχογιός: «Η Πολιτική βία στην ελληνική κοινωνία», Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2013.
[1] Γιώργος Κασιμέρης, Ακραία Φαινόμενα Διαρκείας: Βία και Τρομοκρατία στη Μεταπολίτευση, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2015.
[1] Πέτρος Παπασαραντόπουλος, 2014, ο.π. σελ. 23.