ΕΙΡΗΝΗ ΧΕΙΛΑ   και ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΙΩΓΑΣ  

Το θεωρητικό πλαίσιο

Οι κρίσεις στη Συρία και Ουκρανία έφεραν για πολλοστή φορά στην επικαιρότητα την έννοια και το περιεχόμενο του όρου «διεθνής κοινότητα». Οι αναφορές περί ύπαρξης «διεθνούς κοινότητας» από πολιτικούς, αναλυτές, αξιωματούχους διεθνών οργανισμών, εκπροσώπους των μέσων μαζικής ενημέρωσης είναι τόσο πυκνές ώστε δίκαια να διερωτάται κανείς τί ακριβώς περιλαμβάνει η εν λόγω έννοια και κατά πόσο η χρήση της διευκολύνει ή συσκοτίζει τη συζήτηση για τα διεθνή ζητήματα.

Είτε πρόκειται, λοιπόν, για τη στάση της διεθνούς κοινότητας απέναντι στις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την οργάνωση Boko Haram, είτε για την αδυναμία της να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις ακρότητες που προβαίνει το ISIS (Ισλαμικό Κράτος) αλλά και τις απώλειες αμάχων στη Συρία από το καθεστώς του Bashar al-Assad με τις γνωστές τραγικές συνέπειες προσφυγικών ροών, το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο ο καθένας, ο οποίος αναφέρεται στον όρο oμιλεί την ίδια γλώσσα σε θέματα όπως η διάδοση των πυρηνικών, η επιβολή  κυρώσεων, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιώματα και η εδραίωση δημοκρατίας ή τελικά ο όρος διεθνής κοινότητα έχει τόσες σημασίες όσες και τα εθνικά συμφέροντα. Ο καθηγητής  Thomas M. Franck ορίζει την ιδέα της κοινότητας «ως μια δομημένη σχέση που βασίζει τη νομιμοποίησή της σ’ ένα από κοινού μεταξύ μιας κατηγορίας δρώντων συμφωνημένο σώμα κανόνων όσον αφόρα την άσκηση της εξουσίας».[i] Βέβαια η ιδέα της διεθνούς δράσης ως μιας κοινής προσπάθειας για συνεργασία και αλληλεπίδραση δεν απεικονίζεται μόνο στα λεγόμενα ζητήματα υψηλής πολίτικης αλλά και στα αποκαλούμενα χαμηλής τα οποία όμως τείνουν, μέσω της διεθνικής επέκτασης τους, να καταστούν κρίσιμα για την κοινωνική ειρήνη και σταθερότητα. Ποιός αμφισβητεί τις συνέπειες της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης ή λόγου χάριν των συνεπειών για την παγκοσμία υγεία από την διάδοση του AIDS ή την ραγδαία εξάπλωση του ιού Ebola.[ii]                       Επίσης μεταξύ των ζητημάτων που θεωρούνται ως πρωταρχικής σημασίας και στα οποία θα πρέπει να εστιάσει η διεθνής κοινότητα είναι η υπερθέρμανση του πλανήτη, η αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών, η απειλή διάδοσης των πυρηνικών όπλων και μια σειρά θεμάτων που χρήζουν κοινής αντιμετώπισης. Σύμφωνα δε με την άποψη έγκριτων μελετητών σχετικά με τη διεθνή οργάνωση, μπορεί τα κράτη να παραμένουν οι κεντρικοί δρώντες στη διαδικασία της θέσπισης των κανόνων του διεθνούς δίκαιου και της εφαρμογής του καθώς και να είναι αξιωματικά αποδεκτό ότι κάθε κράτος αποτελεί μέλος της διεθνούς κοινότητας, ωστόσο η διεθνής κοινότητα περιλαμβάνει και οντότητες πέραν των κρατών όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, τα Ηνωμένα Έθνη κι έναν συνεχώς διευρυνόμενο αριθμό κυβερνητικών και μη οργανισμών.[iii] Στόχος τους ήταν, από της ιδρύσεώς τους η διασφάλιση της συνεργασίας και επίδειξη αλληλεγγύης για την αποτελεσματική διαχείριση των μεγάλων ζητημάτων που απασχολούν την ανθρωπότητα. Τόσο όμως σε περιφερειακό επίπεδο με επίκεντρο οργανισμούς όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και σε παγκόσμιο όπως ο ΟΗΕ, η υπέρβαση του συστήματος κρατών εν ονόματι της διαχείρισης ακόμη και ενός από τα πλέον κρίσιμα ζητήματα για τη διεθνή ειρήνη, αυτού της ελαχιστοποίησης της βίας σε εσωτερικό και διεθνές επίπεδο, ή της διατήρησης της ανθρώπινης αξιοπρεπείας και της διασφάλισης έστω και ελάχιστου επιπέδου ευημερίας ως δικαιώματος όλων των κοινωνιών, τείνουν να ταυτιστούν με μια κοσμοπολίτικη αντίληψη εκ μέρους μιας κατηγορίας στοχαστών[iv] παρά με την πολιτική δράση. Την αδυναμία εξεύρεσης ευρύτερης συναίνεσης εiχε  επισημάνει  ο πρώην Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Ban Ki-moon τονίζοντας ότι: «Έχουμε ανάγκη από αλληλεγγύη, από έναν κοινό σκοπό, ιδιαίτερα μεταξύ των μόνιμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας. Όταν είναι διχασμένα, είναι εξαιρετικά δύσκολο για τον ΟΗΕ να ανταποκριθεί. Για αυτόν τον λόγο παροτρύνω τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας να κοιτάξουν πέρα από το εθνικό συμφέρον. Πρέπει να αναζητήσουμε το παγκόσμιο συμφέρον».[v]

Πως εκφράζεται το παγκόσμιο συμφέρον σε διακρατικό επίπεδο και τι προϋποθέτει; Ενώ στο  επίπεδο της ενδοκρατικής τάξης τα μέλη μιας κοινωνίας αποφάσισαν, για να εξασφαλίσουν την ύπαρξής τους, να υπαχθούν, όπως αναφέρει ο Immanuel Kant από κοινού σε ένα δημόσιο έννομο καταναγκασμό με σκοπό την κατάκτηση της ελευθερίας και  ειρηνική συνύπαρξη[vi] η αναγωγή της θέσης αυτής στο διακρατικό επίπεδο προϋποθέτει τη συγκρότηση ενός διακρατικού συνδέσμου δημοκρατικών χωρών που θα παράσχει, ανεξάρτητα από τις αδυναμίες της φύσης των ανθρώπων και των κρατών, ένα κοινό αίσθημα προάσπισης του συλλογικού καθήκοντος για την ειρήνη, αντί της αναγκαιότητας του πολέμου. Η  συνθήκη αυτή θα υπαγορεύεται ως επιταγή του Ορθού Λόγου.[vii] Το συλλογικό καθήκον όπως εκφράζεται θεσμικά και πολιτικά στο πλαίσιο της διεθνούς οργάνωσης συνδέεται με τη διεθνή τάξη. Η τελευταία απαρτίζεται από το διεθνές δίκαιο, τους διεθνείς οργανισμούς, τη διπλωματία τα οποία συνιστούν ένα σύνολο και συναινούν σε συγκεκριμένες μορφές δράσης –αντίδρασης σε περίπτωση που ένα κράτος – μέλος  διαταράσσει τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια.[viii]

Εάν θεωρήσουμε ότι ο όρος διεθνές σύστημα παραπέμπει σε όλα τα αναγνωρισμένα κράτη, μικρά και μεγάλα, ισχυρά και αδύναμα ως μονάδες του συστήματος, ο όρος διεθνής κοινότητα αφορά ένα σύνολο αλληλεπιδράσεων μεταξύ των συστατικών στοιχείων του συστήματος που συνδέονται με θεμελιώδεις έννοιες όπως: ισότητα, τάξη, ηθική και δικαιοσύνη. Ενώ όμως η διεθνής κοινότητα αναζητά έστω και προσχηματικά στην πολιτική το στοιχείο της ομοιογενείας, το διακρατικό σύστημα είναι ανομοιογενές.[ix] Και τούτο διότι εμπεριέχει τις εθνικές ιδιαιτερότητες και προτεραιότητες, ιδεολογικές διαφοροποιήσεις ενώ η δράση της πρώτης εξαρτάται από τις αντιλήψεις και την εκάστοτε ερμηνεία περί εθνικού συμφέροντος. Αν ισχύουν τα παραπάνω τίθεται το ερώτημα αν μπορούμε να μιλάμε και σε ποιο βαθμό για διεθνή κοινότητα.[x] Μπορεί, λόγου χάριν, να εκφράσει τη διεθνή κοινότητα στο σύνολο της μια απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, ενός ελιτίστικου οργάνου που συμμετέχουν τα πέντε μόνιμα μέλη με δικαίωμα veto σε κρίσιμες αποφάσεις, που σχετίζονται με τη διεθνή ασφάλεια και σταθερότητα, σε μια εποχή και σε ένα κόσμο που η κατανομή ισχύος είναι διαφορετική από αυτήν, που πρόεκυψε μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο; Όπως επεσήμανε και η Γερμανίδα Καγκελάριος Angela Merkel στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ τον Σεπτέμβριο του 2015:«το Σ.Α. πρέπει να μεταρρυθμιστεί ώστε να αντανακλά την πραγματική κατανομή της ισχύος στον κόσμο τον 21ο αιώνα. Χρειαζόμαστε μια νέα μέθοδο εργασίας για να λύνουμε τα προβλήματα».[xi]

Η εξέλιξη του διεθνούς περιβάλλοντος μεταψυχροπολεμικά και των τάσεων που αναδύθηκαν συνιστούν παράγοντες που εμπλουτίζουν την όλη προβληματική μας. Ειδικότερα, η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, εκτός από γεωπολιτικές ανακατατάξεις, επέφερε, με κύριο φορέα τις ΗΠΑ, και την αξίωση διάχυσης των φιλελεύθερων οικονομικών, πολιτικών και πολιτισμικών προτύπων σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο φάσμα του διεθνούς συστήματος.[xii] Η  φιλελεύθερη αντίληψη του  19ου αιώνα, που υποστήριζε ότι το εμπόριο θα αντικαταστήσει τον πόλεμο  διεκδίκησε εκ νέου την πραγμάτωσή της κατά τη μεταψυχροπολεμική περίοδο. Το ειρηνικό τέλος της αμερικανοσοβιετικής αντιπαράθεσης πιστώθηκε στις ΗΠΑ, οι οποίες, όπως και κατά την Γουιλσονική περίοδο[xiii],  αποτέλεσαν τον φορέα εξάπλωσης του φιλελευθερισμού ως κατευθυντήριας ιδέας οργάνωσης του διεθνούς συστήματος. Η ιδεολογική ευρωστία του φιλελεύθερου παραδείγματος σε συνδυασμό με την επικράτηση των  ΗΠΑ μεταπολεμικά, θεωρήθηκε, μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, ότι μπορούσε να προσλάβει πλανητικές διαστάσεις συμβάλλοντας  στη διεθνή τάξη. Το φαινόμενο αυτό ονομάστηκε «παγκοσμιοποίηση» και σκόπευε να ενσωματώσει και να «κοινωνικοποιήσει» κράτη που μέχρι πρότινος απείχαν από το πλέγμα των δυτικογενών διεθνών θεσμών, οδηγώντας σύμφωνα με τις τότε κυρίαρχες αντιλήψεις,  σε ειρηνικότερες διακρατικές σχέσεις. Με αυτό το σκεπτικό, τα ισχυρά κράτη εκπροσωπώντας την εν λόγω προσέγγιση θα συνέβαλαν σε ολοένα και περισσότερη εμβάθυνση του χαρακτήρα της διεθνούς κοινότητας. Ο θεσμικός φορέας της αντίληψης αυτής, ιδιαίτερα στη μεταψυχροπολεμική συγκύρια, που υπήρχε ανάγκη εμπέδωσης της, ήταν το σύστημα συλλογικής ασφάλειας του Σ.Α του ΟΗΕ. 

Ο ρόλος του ΟΗΕ

Το τέλος του ψυχρού πολέμου δημιούργησε προσδοκίες για αναβάθμιση του ρόλου του  ΟΗΕ.  Ως ο καθ΄ ύλην αρμόδιος οργανισμός για τη διαχείριση ζητημάτων που άπτονται της συλλογικής ασφάλειας, δημιουργηθήκαν προσδοκίες ως προς τη δυναμική που θα ανέπτυσσε  και τις πρακτικές που θα ακολουθούσε στη νέα υπό διαμόρφωση  διεθνή ισορροπία. Η δεκαετία του ’90 αποτέλεσε μια περίοδο προσμονής για μετεξέλιξη του ΟΗΕ σ’ έναν παγκόσμιο οργανισμό ικανό να οδηγήσει σε άμβλυνση ή και υπέρβαση της αναρχίας του διεθνούς συστήματος. Η μεταγενέστερη πρακτική κατά  την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα περιόρισε την αρχική αισιοδοξία.[xiv]

Ειδικότερα, διαμορφώθηκε μια τάση μεταψυχροπολεμικά σύμφωνα με την οποία η αρχή της κρατικής κυριαρχίας μπορεί  να υποχωρεί όταν προκύπτουν σημαντικοί λόγοι. Η επέμβαση λοιπόν στο εσωτερικό ενός κράτους θεωρήθηκε ότι είναι δυνατή  όταν συντρέχουν ανθρωπιστικοί λόγοι. Η θέση αυτή  οδήγησε στην υιοθέτηση της αρχής περί «Ευθύνης Προστασίας» (Responsibility to Protect). Ο όρος αυτός παραπέμπει στην ευθύνη των κρατών μεμονωμένα αλλά και  της διεθνούς κοινότητας συλλογικά σε περιπτώσεις  προστασίας πληθυσμών που τελούν υπό τον κίνδυνο γενοκτονίας, εγκλημάτων πολέμου, εθνοκάθαρσης και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. Η αρχή της «Ευθύνης Προστασίας» αποτυπώθηκε για πρώτη φορά στο καταληκτικό κείμενο της Παγκόσμιας Διάσκεψης Κορυφής του 2005[xv] από το οποίο θεωρείται ότι αντλεί τη νομιμοποιητική της βάση και αποτελεί μία κανονιστική νόρμα, απόρροια της σύμπραξης της διεθνούς κοινότητας, χωρίς να υπέχει την τυπική και ουσιαστική ισχύ των κανόνων του διεθνούς δικαίου. Ακολούθως, επαναλήφθηκε και επιβεβαιώθηκε το 2006 με την απόφαση 1674 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.[xvi]

Η διαμόρφωση του πλαισίου για την «ευθύνη προστασίας» βασίστηκε σε δύο αιτιάσεις[xvii]: Πρώτον, η κρατική  κυριαρχία προϋποθέτει  το  καθήκον προστασίας του πληθυσμού του κάθε κράτους, καθήκον που εναπόκειται στο ίδιο το κράτος. Δεύτερον, όταν ένας πληθυσμός υπόκειται σε δεινά, ως αποτέλεσμα εμφύλιου πολέμου, εξέγερσης, καταστολής ή συνεπεία των δυσμενών για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια συνθηκών, όπως συμβαίνει λ.χ. στα λεγόμενα «αποτυχημένα  κράτη»[xviii],  και  το  αρμόδιο  κράτος  είναι  απρόθυμο  ή  ανίκανο  να  τις σταματήσει  ή  να τις αποτρέψει τότε,  η  αρχή  της  μη  επέμβασης  υποχωρεί  μπροστά στη διεθνή ευθύνη προστασίας. Υπό αυτό το πρίσμα,  η «ευθύνη προστασίας» κατισχύει της αρχής της μη επέμβασης στο εσωτερικό ενός κράτους. Παρ’ όλα αυτά , όπως θα δούμε παρακάτω στις περιπτώσεις της Συρίας και Ουκρανίας , η απόκλιση μεταξύ στόχου και εφαρμογής της είναι προφανής.

Η  Συριακή κρίση

Είναι γεγονός ότι ο Αραβοϊσλαμικός κόσμος εισήλθε σε μια περίοδο αστάθειας εξ αιτίας των ανακατανομών ισχύος της μεταψυχροπολεμικής περιόδου και των δυναμικών που  αναπτύχτηκαν στο εσωτερικό των κοινωνιών. Στην Συρία η λαϊκή δυσαρέσκεια προς την κυβέρνηση του προέδρου Bashar al-Assad  και το Μπααθικό καθεστώς, το οποίο κυβερνά από το 1963[xix], έλαβε μορφή ένοπλης εξέγερσης την άνοιξη του 2011. Αφορμή στάθηκε η βίαιη καταστολή διαδηλώσεων διαμαρτυρίας από τις δυνάμεις ασφαλείας. Πιο συγκεκριμένα η σύλληψη και κακοποίηση ανήλικων διαδηλωτών στη σουνιτική πόλη Daraa της Νότιας Συρίας, πυροδότησε  κύμα μαζικών και βίαιων διαδηλώσεων.[xx] Βασικές αιτίες για την εκδήλωση της λαϊκής δυσαρέσκειας αποτελούσαν η εκτεταμένη διαφθορά και ο προκλητικός πλουτισμός της καθεστωτικής ελίτ. Επίσης η υψηλή ανεργία και η δυσμενής οικονομική κατάσταση των νεοτέρων ηλικιακά στρωμάτων δημιούργησε πρόσφορο έδαφος για τη ριζοσπαστικοποίησή τους με άμεσο στόχο την απονομιμοποίηση του καθεστώτος. Το αρχικό κύμα διαδηλώσεων εξελίχθηκε σταδιακά σε ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των δυνάμεων της κρατικής εξουσίας και των αντικαθεστωτικών ομάδων του Ελεύθερου Συριακού Στρατού  (Free Syrian Army) που συγκροτήθηκε και από στελέχη του Συριακού Εθνικού Στρατού. Στα έξι χρόνια εμφύλιων εχθροπραξιών η συριακή κυβέρνηση διεξάγει στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά των αντικαθεστωτικών δυνάμεων και του Ισλαμικού Κράτους. Ο συνεχιζόμενος συριακός εμφύλιος έχει προκαλέσει στο εσωτερικό μια τραγική κατάσταση σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας, θέτοντας παράλληλα μια σειρά ζητημάτων για το ρόλο και τα όρια της διεθνούς κοινότητας. Τα θύματα των συγκρούσεων έχουν ξεπεράσει τις 300.000 και οι πρόσφυγες τα 4,8 εκ.[xxi] δημιουργώντας ένα τεράστιο προσφυγικό ρεύμα προς την Ευρώπη και τα γειτονικά κράτη.

Τη σημαντικότερη, όμως, απειλή για την περιφερειακή και διεθνή σταθερότητα συνιστά το Ισλαμικό Κράτος, όπως αυτοαποκαλείται η εν λόγω οργάνωση, η οποία αποτελεί αναμφίβολα την πιο ακραία ένοπλη ομάδα αντικαθεστωτικών που κατέχουν εδάφη στη Συρία και το Ιράκ και δραστηριοποιείται στην ανατολική Λιβύη, τη Χερσόνησο του Σινά στην Αίγυπτο, καθώς και σε άλλες περιοχές της Μέσης Ανατολής. Αν και μετά τις  στρατιωτικές επεμβάσεις της διεθνούς κοινότητας τα εδάφη που ελέγχει έχουν περιοριστεί σημαντικά, στόχος της οργάνωσης παραμένει η δημιουργία μιας ενιαίας πολιτικής οντότητας στη Συρία και στο Ιράκ, στη βάση  μιας ακραίας εφαρμογής του ισλαμικού νόμου (Shariah). Στις τάξεις του δραστηριοποιούνται  μαχητές και άλλων κρατών που εμφορούνται από  φονταμεταλιστικές[xxii] αντιλήψεις επικράτησής τους μέσω ιερού πολέμου, αλλά και πρώην στρατιωτικοί του σανταμικού καθεστώτος του Ιράκ.[xxiii]

Για τη Δύση, οι Αραβικές Εξεγέρσεις που προκάλεσαν την ανατροπή των αυταρχικών καθεστώτων, του Ali Abdullah Saleh στην Υεμένη, του Ben Ali  στην Τυνησία, του Hosni Mubarak στην Αίγυπτο και του Muammar Gaddafi  στη Λιβύη[xxiv], θεωρήθηκαν ως μια ακόμη διαδικασία εκδημοκρατισμού, η οποία θα επέφερε διάδοση των φιλελευθέρων αξιών σε μια ακόμη περιφέρεια του πλανήτη, γεγονός που θα συνέβαλε στη περαιτέρω ενίσχυση της διεθνούς τάξης. Μερικά χρόνια μετά, παρατηρείται μια σημαντική απόκλιση μεταξύ του «δυτικού» αφηγήματος περί καθεστωτικής αλλαγής και διεθνούς τάξης καθώς και της πραγματικής πολιτικής.  Οι δυτικές κοινωνίες «διερωτώνται» ακόμη τι λάθος έγινε και η πολλά υποσχόμενη «αλλαγή καθεστώτος» αντί για περισσότερη δημοκρατία οδήγησε σε περισσότερο αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης.  Χαρακτηριστικές περιπτώσεις  η ανατροπή της κυβέρνησης του Mohamed Morsi, των Αδελφών Μουσουλμάνων, στην Αίγυπτο τον Ιούλιο του 2013 και το πραξικόπημα του Στρατηγού Khalifa Hifter στη Λιβύη τον Μάιο του 2014.[xxv] Οι πεποιθήσεις σύμφωνα με τις οποίες  οι κοινωνίες των εν λόγω κρατών θα οδηγηθούν γραμμικά στη δημοκρατική διακυβέρνηση, αποτρέποντας την ενίσχυση του ριζοσπαστικού ισλαμισμού,  δεν επιβεβαιώνονται μέχρι σήμερα. Αντιθέτως, εξτρεμιστικά κινήματα, εκμεταλλευόμενα την άρση των εμποδίων που επέβαλε η προηγούμενη αυταρχική  τάξη αλλά και εμφύλιες διαιρέσεις,  επιδιώκουν να εγκαθιδρύσουν πολιτικά μορφώματα θεοκρατικού τύπου μηδενικής ανοχής. Πρόκειται για παίγνιο «μηδενικού αθροίσματος» με κόστος  σημαντικό για την ασφάλεια και σταθερότητα της περιοχής.

Οι ενδο-αραβομουσουλμανικοί ανταγωνισμοί τόσο σε ζητήματα γεωπολιτικής επιρροής όσο και σε θεολογικής φύσεως, όπως οι σχέσεις Σιιτών και Σουνιτών, με τις θεμελιοκρατικές τους απολήξεις, δημιουργούν συνθήκες αποσταθεροποίησης του ευρύτερου συστήματος ασφαλείας. Η ισλαμική θεμελιοκρατία, όπως εκφράζεται από οργανώσεις όπως το Ισλαμικό Κράτος η οποία επιδιώκει την επιβολή μιας αυστηρότατης εκδοχής του ισλαμικού νόμου, λειτουργούν επαναστατικά στο διεθνές σύστημα.[xxvi] Ο όρος παραπέμπει στην προσπάθεια επιβολής από έναν δρώντα ενιαίων ηθικοκανονιστικών προτύπων σε περιφερειακό και ευρύτερο επίπεδο με στόχο την ανατροπή της  κρατοκεντρικής φύσης του διεθνούς συστήματος.[xxvii] Τέτοιες πρακτικές, όπως αυτή του Ισλαμικού Κράτους, που αποσκοπεί με τη χρήση ακραίας βίας να επιφέρει  ενοποίηση περιοχών που δεν διαβιούν αμιγώς μουσουλμανικοί πληθυσμοί, απειλούν την περιφερειακή σταθερότητα και προκαλούν ήδη μια διαρκώς εντεινόμενη ανθρωπιστική τραγωδία.

Ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία εκτός από την κατάσταση που έχει οδηγήσει την ίδια τη χώρα και τους πολίτες της έχει προκαλέσει τριγμούς σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο αναδεικνύοντας τις παθογένειες της διεθνούς οργάνωσης να συνεργαστεί για την αντιμετώπιση των ανθρωπιστικών πτυχών της κρίσης. Το προσφυγικό δεν είναι ένα εσωτερικό ζήτημα μόνο αλλά έχει διεθνικές προεκτάσεις με συνέπειες αντίστοιχες για τη διεθνή και περιφερειακή τάξη.

Η κρίση στην Ουκρανία

Οι καλές σχέσεις Δύσης – Ρωσίας κατά τη δεκαετία του ΄90 οφείλονταν, ως έναν βαθμό,  στη δυσμενή θέση της δεύτερης στο διεθνή καταμερισμό ισχύος κατά την πρώτη μεταψυχροπολεμική περίοδο. Στο πλαίσιο αυτό εγκαινιάστηκαν δύο νέες πολιτικές, η “Partnership and Co-operation Agreement” (1994)[xxviii] και η «Κοινή Στρατηγική» (1999)[xxix] , οι οποίες αφορούσαν την ενίσχυση και συντονισμό κοινών πολιτικών μεταξύ Ευρώπης και Μόσχας. Αρχικά ο ενεργειακός τομέας εμφανίστηκε ως προνομιακό πεδίο συνεργασίας ΕΕ-Ρωσίας, σταδιακά όμως εξελίχθητε σε πεδίο αντιπαράθεσης Ρωσίας- Δύσης, στο βαθμό που η πρώτη τον χρησιμοποίησε για να αλιεύσει και πολιτικά οφέλη. Η σταδιακή ενσωμάτωση κρατών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ[xxx] συνάντησε την αντίδραση της Ρωσικής Ομοσπονδίας, γεγονός που επιδείνωσε και τις μεταξύ τους σχέσεις. Μετά το 2000 και την ένταξη νέων κρατών η ευρωπαϊκή πολιτική έναντι της Ρωσίας εμπλουτίζεται με τις πολιτικές «ευαισθησίες» των νέων μελών. Συγκεκριμένα τα «παλαιά» κράτη-μέλη της τότε Ευρωπαϊκής Κοινότητας επιδίωκαν την ανάπτυξη εμπορικών και οικονομικών σχέσεων με τη Ρωσία, ενώ τα «νέα», οι χώρες  δηλαδή του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας οι οποίες, εξαιτίας των σοβιετικών τραυματικών εμπειριών αλλά και της αυξανόμενης επιρροής σε αυτά των ΗΠΑ, επιθυμούσαν η προσέγγιση με τη Ρωσική Ομοσπονδία να επικεντρωθεί σε ζητήματα όπως ο εκδημοκρατισμός και ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η Μόσχα θεώρησε ότι οι παραπάνω ενέργειες και απόψεις αποτύπωναν την πρόθεση της Δύσης να παρέμβει στα εσωτερικά της.[xxxi]

Οι Ηνωμένες Πολιτείες στην προσπάθειά τους να ενισχύσουν τη θέση τους στην Ευρασία, συνέχισαν την πολιτική ενσωμάτωσης στους δυτικούς θεσμούς χωρών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Υπέρμαχοι της συγκεκριμένης στρατηγικής ήταν και τα κράτη της πρώην Ανατολικής Ευρώπης. Τις συγκεκριμένες ενέργειες της Δύσης η  ρωσική  πλευρά  τις προσελάμβανε  με  ιδιαίτερη  επιφύλαξη, εκφράζοντας σε κάθε ευκαιρία την ανησυχία της. Παρόλα αυτά, έχοντας ως κύριο μέλημα την ανάκαμψη της οικονομίας και εν γένει της χώρας, έτσι ώστε να επανακτήσει θέση και ρόλο στο περιφερειακό και διεθνές σύστημα, δεν προέβη σε αποφασιστικές ενέργειες αποτροπής τους.[xxxii]

Τον Απρίλιο του 2008,  η Ατλαντική Συμμαχία δρομολόγησε την ένταξη της Γεωργίας και Ουκρανίας στους κόλπους της.[xxxiii] Παρ’ όλες τις επανειλημμένες προειδοποίησες της Ρωσίας να μην ενταχθούν, η Γεωργιανή κυβέρνηση, το καλοκαίρι του 2008, αποφάσισε να αποκαταστήσει την κυριαρχία της στις δύο αυτόνομες, de facto, περιοχές της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσσετίας. Η Ρωσική Ομοσπονδία, με αφορμή τις συγκρούσεις στην περιοχή της Ν. Οσσετίας, προχώρησε σε στρατιωτική επέμβαση με το επιχείρημα της διασφάλισης των δικαιωμάτων του ρωσόφωνου πληθυσμού, γεγονός που οδήγησε, τελικά, στην de facto απόσχισή τους.[xxxiv]

Η «Πορτοκαλί Επανάσταση» του 2004  στην Ουκρανία, ο πόλεμος της Ρωσίας με τη Γεωργία το 2008 όπως και η Ρωσο-Ουκρανική κρίση για το  φυσικό αέριο του 2009 επέφεραν αλλαγή της ευρωπαϊκής πολιτικής με την υιοθέτηση μιας νέας στρατηγικής που οδήγησε στη γνωστή συμφωνία που φέρει το όνομα «Ανατολική Συνεργασία».[xxxv] Η εν λόγω δράση περιλαμβάνει έξι κράτη της αποκαλούμενης «κοινής γειτονιάς»[xxxvi] (Ουκρανία, Γεωργία, Μολδαβία, Αζερμπαϊτζάν, Αρμενία και Λευκορωσία) και  εστιάζει στην δημιουργία συνεργατικών σχέσεων σε διάφορους τομείς. Απώτερος στόχος η αντιμετώπιση της ρωσικής επιθετικότητας σε περίπτωση που η Μόσχα επιδιώξει την ανατροπή των τετελεσμένων της πρώτης μεταψυχροπολεμικής περιόδου, προκειμένου να ενισχύσει τη θέση και το ρόλο της έναντι των δυτικών χωρών και κυρίως των ΗΠΑ.

Η επέμβαση της Ρωσίας στην Ουκρανία σηματοδότησε το τέλος της αισιόδοξης αντίληψης για μια φιλελεύθερη διεθνή κοινότητα.[xxxvii] Η Ρωσία, μετά την ανάδειξη του Vladimir Putin, ως κυρίαρχη πολιτική προσωπικότητα, έθεσε ως βασικό στόχο της εξωτερικής της πολιτικής να αποτρέψει την περαιτέρω διεύρυνση του ΝΑΤΟ και της ΕΕ και να ανακτήσει μέρος της επιρροής της στον ευρασιατικό χώρο.[xxxviii] Η αξίωση της Μόσχας να επανακτήσει το καθεστώς μιας μεγάλης περιφερειακής δύναμης επέφερε προβλήματα και στις ευρω-ρωσικές και αμερικανο-ρωσικές σχέσεις. Η ευρωπαϊκή ή μη προοπτική της Ουκρανίας δρομολόγησε μια σειρά εσωτερικών και εξωτερικών δράσεων και αντιδράσεων που οδήγησαν στην έμμεση ρωσική στρατιωτική επέμβαση, και την αντίδραση των δυτικών κρατών σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο.

Από τον Μάρτιο του 2014, η ΕΕ έχει επιβάλει σταδιακά περιοριστικά μέτρα ως αντίδραση στην παράνομη προσάρτηση της Κριμαίας και στην αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας.[xxxix] Τα εν λόγω μέτρα αφορούν μεταξύ άλλων αναστολή των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Ρωσίας στον ΟΟΣΑ, ατομικά τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων και ταξιδιωτικούς περιορισμούς σε βάρος προσώπων  εμπλεκομένων σε ενέργειες υπονόμευσης του ισχύοντος status quo καθώς και πάγωμα των συναλλαγών με τη Ρωσία σε διάφορους τομείς  οικονομικής συνεργασίας.

Στις 13 Μαρτίου το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο  αποφάσισε παράταση των  μέτρων μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2017.[xl]

Στην Ουκρανική κρίση όπως και στη Συριακή ,  επανέρχεται  στο προσκήνιο η δομική αδυναμία του συστήματος συλλογικής ασφάλειας του ΟΗΕ να λειτουργήσει όταν εμπλέκεται άμεσα μια χώρα που αποτελεί μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Προς μια αποτίμηση  δράσεων και αντιδράσεων

Οι περιπτώσεις της Συρίας και της Ουκρανίας είναι ενδεικτικές των ορίων του συστήματος συλλογικής ασφάλειας των Η.Ε αλλά και της αρχής περί «Ευθύνης Προστασίας». Ειδικότερα, όσον αφορά τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία, για πρώτη φορά έπειτα από προσπάθειες δύο ετών, εγκρίθηκε ομόφωνα από το Συμβούλιο Ασφαλείας, στις 17 Αυγούστου 2015, ειρηνευτικό σχέδιο του ΟΗΕ σύμφωνα με το οποίο το Σ.Α πέραν της ανάγκης να τερματιστεί ο πόλεμος εκφράζει και την ελπίδα η πρωτοβουλία αυτή να αποτελέσει «μια πολιτική διαδικασία υπό συριακή ηγεσία προς μια πολιτική μετάβαση η οποία θα εκπληρώσει τις θεμιτές προσδοκίες του συριακού λαού». Η μετάβαση αυτή οφείλει να συμπεριλάβει τη: «δημιουργία μιας συνεκτικής μεταβατικής κυβέρνησης με πλήρεις εξουσίες, η οποία πρέπει να σχηματιστεί στη βάση μιας αμοιβαίας συναίνεσης και διασφαλίζοντας τη συνέχεια (στη λειτουργία) των κυβερνητικών θεσμών(…). δημιουργώντας βάσιμες προσδοκίες για την ειρήνευση στην εν λόγω χώρα». [xli] Τα Ηνωμένα Έθνη, όπως είναι η πάγια τακτική τους, αποφεύγουν συστηματικά να υιοθετήσουν αποφάσεις που παραπέμπουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε παρέμβαση στα εσωτερικά και κατά συνέπεια δεν υπάρχει σαφής αναφορά στην αποχώρηση του Assad από την εξουσία αλλά επισήμανση της  ανάγκης πολιτικής μετάβασης που θα διασφαλίζει την εδαφική ακεραιότητα και την τάξη στην χειμαζόμενη χώρα. Οι προσπάθειες εξεύρεσης πολιτικής λύσης στη Συρία, μέσω ΟΗΕ, αντέκρουαν στην άρνηση της Ρωσίας να αποδεχθεί κάθε σχέδιο που ουσιαστικά θα σηματοδοτούσε το πολιτικό τέλος του καθεστώτος Assad.[xlii] Οι αποφάσεις του οργανισμού  περιορίστηκαν σε ζητήματα διαχείρισης της ανθρωπιστικής κρίσης λόγω του εμφυλίου και στην καταστροφή του χημικού οπλοστασίου που διατηρούσε η Δαμασκός.[xliii]

Στην περίπτωση της ουκρανικής κρίσης κάθε συζήτηση που διεξήχθη στο  Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, προσέκρουε στο βέτο της Ρωσίας. Εν τέλει το ζήτημα παραπέμφθηκε στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, η οποία υιοθέτησε την απόφαση 68/262 (27 /3/ 2014), με έμφαση στη διατήρηση της  «εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας».[xliv] Η συγκεκριμένη απόφαση υποστηρίχτηκε από 100 μέλη, 11 καταψήφισαν και 58 απείχαν[xlv], επιβεβαιώνοντας τη δέσμευση των Ηνωμένων Εθνών να αναγνωρίσουν την Κριμαία ως αναπόσπαστο μέρος της Ουκρανικής επικράτειας. Παράλληλα, υπογράμμιζε την μη αναγνώριση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος που διεξήχθη στην Κριμαία στις 16 Μαρτίου του 2014.[xlvi] Ως απάντηση πλέον στις μονομερείς ενέργειες της Ρωσίας και με δεδομένη την αδυναμία του ΟΗΕ -λόγω του δικαιώματος αρνησικυρίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας- να προχωρήσει σε συλλογικές αποφάσεις η  Δύση απήντησε με μονομερή  επιβολή κυρωτικών μέτρων. Συγκεκριμένα, το Μάρτιο του  2014, ο πρώην αμερικανός πρόεδρος Barack Obama εξαγγέλλει την δέσμευση περιουσιακών στοιχείων Ρώσων  ιδιωτών και επιχειρηματιών, εμπλεκομένων, καθ’ υπόδειξη του αμερικανικού υπουργείου οικονομικών, σε ενέργειες που υπονόμευσαν τον έλεγχο της Κριμαίας από την Ουκρανία.[xlvii]

Μελετώντας την περίπτωση της Συρίας και  Ουκρανίας διαπιστώνουμε για ακόμα μία φορά τους δομικούς περιορισμούς του συστήματος συλλογικής ασφάλειας του ΟΗΕ, όταν τα ζητήματα άπτονται άμεσα των ζωτικών συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων. Τα Ηνωμένα Έθνη αδυνατούν, λόγω της πολυμορφίας των προβλημάτων της διεθνούς ασφάλειας[xlviii] να εγγυηθούν την παγκόσμια ειρήνη και η συμβολή τους στην διεθνή ασφάλεια εξαρτάται κυρίως από την ύπαρξη ή όχι συναίνεσης μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων.

Υπό το φως των αδυναμιών του ΟΗΕ και ειδικότερα του συστήματος συλλογικής ασφάλειας να «υποχρεώσει» τα κράτη να «υποταγούν» σε μια κοινή αρχή που θα διασφαλίζει συνθήκες τάξης σε οικουμενικό επίπεδο τίθεται το ερώτημα κατά πόσο η διεθνής κοινότητα αντανακλά περισσότερο τον ισχύοντα ανταγωνισμό του συστήματος και ολιγότερο τη συνεργασία. Η απάντηση βρίσκεται κάπου στο ενδιάμεσο. Η διεθνής κοινότητα και οι δράσεις της αντανακλούν την εκάστοτε ισορροπία δυνάμεων στο διεθνές σύστημα,  εν πολλοίς απροσδιόριστη και μεταβαλλόμενη, η οποία δεν αποτυπώνει βεβαίως το κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ κρατών αλλά ούτε και μια κατάσταση «Χομπεσιανής» αναρχίας.[xlix]

Οι εξελίξεις σε ορισμένα ζητήματα διεθνούς πολίτικης επιβεβαιώνουν λίγο – πολύ την παραπάνω θέση.  Είτε πρόκειται για τη συμφωνία των 5+1 (μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ συν τη Γερμανία) με την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν σχετικά με τον περιορισμό του  πυρηνικού της οπλοστασίου, είτε την καταστροφή του χημικού οπλοστασίου της Συρίας[l], είτε, τέλος, την προσπάθεια ειρήνευσης στην Ουκρανία, η επίκληση της δράσης της διεθνούς κοινότητας για την αποκατάσταση ή διατήρηση της διεθνούς τάξης αποτελούσε μια σταθερά για τους παίκτες της πολιτικής σκακιέρας. Το πολιτικό προϊόν όμως που ήταν και είναι η αποτελεσματική δράση συνιστούσε εξαρτημένη μεταβλητή των συγκλίσεων ή αποκλίσεων των συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων εξ ου και «η αδυναμία εύρεσης κοινού παρανομαστή στη βάση του όποιου μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει μάλλον ισορροπία παρά υπεροχή».[li]

Οι  εξελίξεις στη Συρία και την Ουκρανία δίχασαν τη διεθνή κοινότητα σε σχέση με ένα θέμα κρίσιμης σημασίας που έχει απασχολήσει πολιτικούς και αναλυτές, τόσο από τη σκοπιά του διεθνούς δικαίου όσο και των διεθνών σχέσεων. Αυτό της «ευθύνης προστασίας»[lii] Η διχογνωμία εντοπίζεται μεταξύ των κρατών που βλέπουν στην ένοπλη δράση την υλοποίηση της αρχής της «ευθύνης προστασίας» και αυτών που αμφισβητούν όχι μόνο την αποτελεσματικότητα της αλλά και την συμβατότητα της με τον κανόνα της μη-επέμβασης.[liii]

Το ερώτημα που προκύπτει είναι: ποιός εκφράζει θεσμικά το συναινετικό πλαίσιο μέσα στο οποίο η διεθνής κοινότητα καλείται να συνεργαστεί και να δράσει για την αντιμετώπιση των εκάστοτε προκλήσεων και απειλών;  Η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ αποτελεί το όργανο που εκφράζει πληρέστερα τη βούληση των κρατών μελών της διεθνούς  κοινότητας, δεν είναι όμως επιφορτισμένο με τις αρμοδιότητες εκείνες που ενεργοποιούν το μηχανισμό συλλογικής ασφάλειας. Το Συμβούλιο Ασφαλείας είναι το μόνο όργανο που διαθέτει κυρωτικούς μηχανισμούς επιβολής της ειρήνης, μέσω του κεφαλαίου 7 του Καταστατικού Χάρτη, εναντίον όσων απειλούν ή διαταράσσουν τη διεθνή ασφάλεια. Η εφαρμογή όμως της εν λόγω διαδικασίας βρίσκεται υπό την αίρεση της σύμφωνης γνώμης των 5 μονίμων μελών και του προνομιακού  δικαιώματος αρνησικυρίας που διαθέτουν.[liv]

Συνέπεια της προαναφερθείσας κατάστασης είναι η ανάδειξη ενός «επιλεκτικού πολυμερισμού» όπου η επίτευξη συναίνεσης όσον το δυνατόν περισσότερων μελών του Οργανισμού σ’ ένα ζήτημα «υψηλής» πολιτικής αυξάνει μεν τη νομιμοποίηση του ΟΗΕ σε βάρος όμως της αποτελεσματικότητας του.[lv] Και τούτο συμβαίνει διότι τα ισχυρά κράτη δυσκολεύονται να συμφωνήσουν από κοινού σχετικά με την εφαρμογή κανόνων και αξιών που να διέπουν τη διεθνή νομιμότητα, αν και οι ηγεσίες το υποστηρίζουν σθεναρά σε ρητορικό επίπεδο. Τούτο οφείλεται εν μέρει στο ότι η «τιμωρητική» πολιτική έναντι μιας ηγεσίας που παραβιάζει τους διεθνείς κανόνες από τη μια εξυπηρετεί μία επίφαση διεθνούς ηθικής από την άλλη όταν πρόκειται να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα, η συναίνεση υποτάσσεται στη λογική των εθνικών προτεραιοτήτων και στρατηγικών συμφερόντων.

Ο πρώην Πρόεδρος των ΗΠΑ George W. Bush επικαλέστηκε την ηθική υποχρέωση της διεθνούς κοινότητας να επέμβει στο Ιράκ το 2003 με το επιχείρημα ότι συνιστούσε απειλή για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια.[lvi] Το πιθανολογούμενο πυρηνικό οπλοστάσιο του Ιράκ αποτελούσε απειλή για τη διεθνή τάξη, σύμφωνα με την αμερικάνική και βρετανική θέση, και η καθεστωτική αλλαγή στο Ιράκ μέσω στρατιωτικής επέμβασης έπρεπε να είναι βασική μέριμνα της διεθνούς κοινότητας. Η αδυναμία λήψης απόφασης στο Συμβούλιο Ασφαλείας με δεδομένη την αντίθεση της Γαλλίας, της Κίνας και της Ρωσίας  οδήγησε στη γνωστή συγκρότηση της «συμμαχίας των προθύμων».[lvii]

Ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ, Barack Obama, στην αρχή της πρώτης θητείας του αύξησε την αμερικανική παρουσία στο Αφγανιστάν για να αναδιπλωθεί στη συνέχεια εν όψει του εσωτερικού αδιεξόδου στο εν λόγω κράτος και της οικονομικής κρίσης που μάστιζε την αμερικανική οικονομία. Στην περίπτωση της Λιβύης οι ΗΠΑ συμμετείχαν στον εμφύλιο που ακολούθησε μετά την «Αραβική Άνοιξη» με στόχο την ανατροπή του καθεστώτος. Και στις τρεις παραπάνω περιπτώσεις η έκβαση  της αλλαγής καθεστώτος (regime change) είναι άδηλη. Θα οδηγηθούν τα κράτη σε μια πιο δημοκρατική κοινωνία ίσων ευκαιριών για όλους ή σε ένα διαρκή ανταγωνισμό φυλών, φατριών και θρησκευτικών ομάδων που θα επιδιώκουν η κάθε μια την κυριαρχία επί της άλλης;  Ο εμφύλιος στη Συρία και οι ανθρωπιστικές συνέπειες δεν μπορεί να αφήνει απαθή τη διεθνή κοινότητα.[lviii]

Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο σ’ ένα ετερογενές διεθνές σύστημα  μπορεί να λειτουργήσει συνεργατικά η διεθνής κοινότητα ιδιαίτερα όταν πρόκειται για επεμβατικές πολιτικές, οι οποίες έχουν το στοιχείο της χρήσης βίας και που λόγω του κόστους –ανθρώπινου, στρατιωτικού, οικονομικού- που συνεπάγεται για τις εμπλεκόμενες χώρες  θα πρέπει να απολαμβάνει ευρύτερης εσωτερικής αποδοχής των κοινωνιών και των πολιτικών ελίτ τους. Αυτή η ανάγκη εσωτερικής νομιμοποίησης είναι που οδήγησε τον πρώην Αμερικανό Πρόεδρο να ζητήσει αρχικά την έγκριση του Κογκρέσου και της Γερουσίας προκειμένου να προβεί σε περιορισμένη χρήση βίας εναντίον στρατιωτικών στόχων στη  Συρία, που στη συνέχεια, όπως είναι γνωστό, δεν τελεσφόρησε.

Τόσο ο  Obama όσο και ο  Putin αποδέχτηκαν προσωρινά να μην προκαλέσουν στο εσωτερικό τους – για τους δικούς του λόγους ο καθένας-  ενώ η νομιμοποιητική «ομπρέλα» του ΟΗΕ τους προσέφερε μια προσωρινή δυνατότητα συνεννόησης αντί μιας αβέβαιης και ριψοκίνδυνης μονομερούς λύσης. Βέβαια, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η εμπλοκή των ΗΠΑ και άλλων δυτικών κρατών στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν  κατέδειξαν ότι τα κράτη δεν μπορούν εύκολα να αγνοούν το ισχύον κανονιστικό και θεσμικό πλαίσιο και γενικότερα τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει έναντι της διεθνούς έννομης τάξης. Πολύ δε περισσότερο που το επιχειρησιακό και οικονομικό κόστος των επιχειρήσεων ανεβάζουν το τίμημα για τον μέσο Αμερικανό αλλά και Ευρωπαίο πολίτη.

Η αναζήτηση συνεργασιών μεταξύ όσο το δυνατόν μεγαλυτέρου αριθμού κρατών- μελών της διεθνούς κοινότητας προϋποθέτει την αλλαγή στις αντιλήψεις των διαμορφωτών αποφάσεων, επενδύοντας σε αυτό που αποκαλούμαι «πολυμερή λογική». Στην εποχή που διανύουμε διαμορφώνεται μία πραγματικότητα όπου ο ρόλος και η δράση κρατικών και μη κρατικών δρώντων, οι σχέσεις αλληλεξάρτησης στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, φαινόμενα ολοκλήρωσης αλλά και νέες απειλές, συνδιαμορφώνουν το διεθνές σύστημα. Η επίκληση της έννοιας της διεθνούς κοινότητας θα πρέπει να λειτουργεί ως θεσμικό αντίβαρο έναντι μεμονωμένων κρατικών πολιτικών και όχι ως πρόσχημα συγκάλυψης εθνικών στρατηγικών.

Βρισκόμενοι ήδη στην τρίτη μεταψυχροπολεμική δεκαετία, διαπιστώνουμε πως το διεθνές σύστημα εισέρχεται σε μια μεταβατική κατάσταση ωθούμενο προς μια πιο ισόρροπη κατανομή ισχύος, απόρροια των διαδικασιών άνισης ανάπτυξης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αν και παραμένουν ο ισχυρότερος κρατικός δρων έχουν πλέον να διαχειριστούν τους αναδυόμενους πόλους ισχύος, Κίνα, Ρωσία, Ινδία, που σε πρώτη φάση θα αξιώσουν την ενίσχυση της θέσης τους στην περιφέρειά τους. Τόσο στην Ανατολική Ευρώπη όσο και στη Μέση Ανατολή ο  ηγεμονικός ανταγωνισμός μεταξύ Ρωσίας και Ηνωμένων Πολιτειών παραμένει και μένει να δούμε πως θα εξελιχτεί μετά την ανάληψη της νέας προεδρίας Donald  Trump στις ΗΠΑ.

Διαφαίνεται ότι παρά την κριτική που  άσκησε προεκλογικά ο Πρόεδρος Trump απέναντι στο ΝΑΤΟ και στον   ΟΗΕ[lix] , οι ευρωπαίοι και νατοϊκοί σύμμαχοι των ΗΠΑ προσπαθούν να διατηρήσουν συνεργατικά στοιχεία της διεθνούς  τάξης , στηρίζοντας την Ουάσιγκτον ως ηγέτιδα δύναμη  ενώ από την άλλη  απέχουν  να υποστηρίξουν με βεβαιότητα πολιτικές επεμβατικές  κατανοώντας τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν.[lx] 

Επίμετρο

Σήμερα, 28 χρόνια μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου το 1989 και τη διαφαινόμενη συνεργασία μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, ο κόσμος έχει γίνει όλο και περισσότερο ανταγωνιστικός γεωπολιτικά. Η Μέση Ανατολή «βράζει», η τεχνολογική ανάπτυξη παίζει ενίοτε αρνητικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις[lxi] ενώ από την άλλη  παρατηρείται μια αδυναμία της δυτικής έμπνευσης φιλελεύθερης ελίτ σε Ευρώπη και Αμερική  να απαντήσει στα προβλήματα μιας μεγάλης μερίδας πολιτών που έχουν το αίσθημα της απογοήτευσης και του αποκλεισμού από τη λήψη αποφάσεων που αφορούν άμεσα τη βελτίωση της  καθημερινότητα τους. Σε αυτό τον ανταγωνιστικό κόσμο οι προθέσεις και φιλοδοξίες κρατών και ηγετών τους είναι ιδιαίτερα σημαντικοί παράγοντες για τη διεθνή τάξη. Και τούτο ισχύει είτε πρόκειται για τη Ρωσία του V. Putin , είτε για τη Σύρια του Assad είτε για τη  Βόρεια Κορέα του Kim Yong Un.

Η Συριακή κρίση εκτυλίσσεται σε αυτό το σκηνικό. Η στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας τον Σεπτέμβριο του 2015 και η στρατιωτική επιχείρηση που εξαπέλυσε[lxii] εξυπηρετούσε την πολιτική του «καρότου και του μαστίγιου», δεδομένου ότι η αποχώρηση των ρωσικών δυνάμεων τον Μάρτιο του 2016 άνοιξε το δρόμο για τη συμμετοχή της Ρωσίας στις Συνομιλίες της Γενεύης. Με αυτό τον τρόπο, η Ρωσία χρησιμοποίησε τη Συριακή κρίση ως όχημα επίδειξης ισχύος στη Μέση Ανατολή, αντίβαρο στην  Αμερικανική ηγεμονία , αφετέρου η πρόταση της να πραγματοποιεί συντονισμένες  δράσεις με τις ΗΠΑ εναντίον του Ισλαμικού κράτους παρουσιάστηκε ως «προσφορά» στις ΗΠΑ για την από κοινού  δημιουργία μιας νέας ισορροπίας δυνάμεων στη περιοχή.

Η συριακή κρίση έχει αναδείξει μια νέα διάσταση της διεθνούς τάξης που συνδέεται άμεσα με πτυχές της ανθρωπινής ασφάλειας. Η διεθνής κοινότητα, αντιμέτωπη με μια ανθρωπιστική τραγωδία, ανεξάρτητα από το  εάν είναι  αποτέλεσμα  κυβερνητικών πρακτικών ( πολιτικές Assad) ή στρατιωτικών επεμβάσεων ( επέμβαση της Ρωσίας) ή της δράσης του ISIS,  στάθηκε αδύναμη  να αντιδράσει συντονισμένα, κατανέμοντας τις ευθύνες ισότιμα προκειμένου να διαχειριστεί τις συνέπειες  της κρίσης.[lxiii]

Επιπλέον, έφερε στην επιφάνεια την διασύνδεση μεταξύ της ανθρωπιστικής και αναπτυξιακής πτυχής της διεθνούς τάξης. Εάν θεωρήσουμε ότι η διεθνής τάξη προσδιορίζεται πλέον όχι μόνο από τις διακρατικές σχέσεις  αλλά και από τις εσωτερικές συνθήκες που επικρατούν στα κράτη, τότε η  σύνδεση οικονομικών, κοινωνικών, θεσμικών και εκπαιδευτικών κινήτρων, που να υπόσχονται μακροχρόνια καλύτερο επίπεδο ζωής σε περιβάλλοντα συγκρουσιακά, με  την διεθνή τάξη είναι προφανής.

Τέλος,  ανέδειξε μια σύγχυση  ως προς το ποια χώρα έχει  τον ηγετικό ρόλο στη διαχείριση της κρίσης.  Σε αυτή την εκδοχή κάνεις δεν ήθελε να διαδραματίσει αυτό το ρόλο.  Αυτό  πιστώνεται ως πολιτική αποτυχία της διεθνούς κοινότητας. [lxiv] Η δέσμευση  των ισχυρών κρατών να παίξουν  ρόλο leadership, είτε είναι οι ΗΠΑ, είτε η Γερμάνια, είτε άλλες όπως η Ιαπωνία, μέσα από την προώθηση ενός μακροπρόθεσμου σχεδίου ανοικοδόμησης σε χώρες που εξέρχονται από μακροχρόνιες συγκρούσεις,  συνιστά συμβολή  στη διεθνή τάξη. Η παράλειψη η αποποίηση αυτής της ευθύνης  έχει αρνητικές επιπτώσεις στην εμπέδωση της.

Η μονομερής ενέργεια των ΗΠΑ,[lxv] παρά την αναμφισβήτητη απεχθή πράξη ρήψης χημικών αερίων  σε βάρος αμάχων, ενδεχομένως από το καθεστώς Assad[lxvi], στις αρχές  Απρίλιου του 2017 δεν συμβάλλει στην ενδυνάμωση  της συλλογικής ασφάλειας και της αντίληψης περί από κοινού κατανομής ευθυνών μεταξύ συμμάχων. Επιπλέον  ενέργειες που δεν αιτιολογούνται στη βάση προηγούμενων αποφάσεων του Σ.Α των Η.Ε στερούνται μιας ευρύτερης νομιμοποίησης που η διεθνής κοινότητα έχει ανάγκη σε αυτούς τους  κρίσιμους και ταραχώδεις  καιρούς.  Η ενέργεια των ΗΠΑ είχε διττό στόχο. Ήταν καταρχήν μια πρώτη ένδειξη   επίδειξης δύναμης από τον νέο Πρόεδρο των ΗΠΑ  έναντι της Ρωσίας αλλά και  άλλων επίδοξων ταραξιών της  διεθνούς κοινότητας,  επιβεβαιώνοντας την πρόθεση του να χρησιμοποιήσει την αμερικανική στρατιωτική ισχύ σε περίπτωση που κρίνει αναγκαίο. Το  ηθικό επιχείρημα που επικαλέστηκε ο Πρόεδρος Trump και την υποχρέωση “to  prevent and deter the spread and use of chemical weapons”[lxvii] καλώντας “all civilized nations to join the US in seeking to end the bloodshed and also to end terrorism of all kinds and all types”[lxviii] προσδίδει  ένα ηθικό έρεισμα στην ευθύνη προστασίας. Υπό την προϋπόθεση ότι αυτή  εκπορεύεται από αποφάσεις που αντανακλούν τη πολυμερή λογική.[lxix]

Εάν κυριαρχήσει η άποψη   ότι μόνο συλλογικά μπορεί να υπάρξει βιώσιμη λύση στη Συρία , ειδικά εάν γίνει συνείδηση σε  κυβερνήσεις  και λαούς  ότι ο κάθε παίκτης  δεν αναλαμβάνει το πολιτικό ρίσκο να δράσει μεμονωμένα , αυτό  θα είναι όχι μόνο προς το συμφέρον του Συριακού λαού αλλά της διεθνούς και περιφερειακής ειρήνης ευρύτερα. Η συνειδητοποίηση αυτής της αντίληψης φαίνεται να επικράτησε και στην Ουκρανική κρίση όπου η Δύση,  περιορίστηκε σε διπλωματικά και οικονομικά αντίμετρα έναντι της Ρωσίας αποφεύγοντας να διαρρήξει τις σχέσεις της. Και τούτο παρά την παραβίαση των κανόνων του διεθνούς δικαίου, του Χάρτη του ΟΗΕ και  της αρχής του «απαραβίαστου των συνόρων» σύμφωνα με την Τελική Πράξη του Ελσίνκι.[lxx]

Επιχειρώντας μια σταχυολόγηση των κυρίαρχων χαρακτηριστικών της διεθνούς κοινότητας με αφορμή τη μελέτη των παραπάνω κρίσεων διαπιστώνουμε πως η κρατική κυριαρχία εξακολουθεί να αποτελεί τη βασική συνιστώσα της διεθνούς τάξης ενώ  οι ηγεμονικοί ανταγωνισμοί διαμορφώνουν τη δυναμική της ανάλογα με τις επιδιώξεις των ισχυρών παικτών. Το μέλλον θα δείξει κατά πόσο  κράτη με παγκόσμια συμφέροντα όπως οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να υπερασπίζονται και να προωθούν το σύστημα αξίων που μόνο η πολυμερής θεσμοποιημένη δράση μπορεί να διασφαλίσει. Το προεκλογικό σλόγκαν του Προέδρου Trump «America first” φέρει ένα πολιτικό μήνυμα που δεν συνάδει με αυτή τη λογική.

*   Η Ειρήνη Χειλά είναι Καθηγήτρια Διεθνούς Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Visiting Scholar στο Elliott School of International Affairs του George Washinghton University.

** Ο Χρήστος Ζιώγας είναι Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων και Διδάσκων (ΠΔ 407/80) στο  Τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστήμιου.

[i] Βλ.Thomas. M.  Franck, Fairness in International Law and Institutions, Clarendon Press, 1995, p.12 Για μια ανάλυση των ιδεών του Τ.Μ. Franck βλ. Dino Kritsiotis, “Imaging the International Community”, EJIL, Issue Vol. 13 (2002) No. 4, σελ. 962-992.

[ii] Βλ για  μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση σχετικά με την επιδημία Έμπολα στην δυτική Αφρική και τη στάση του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας: Lee H. Hamilton, International Community, Including U.S., Must Do More to Stop Ebola Outbreak, The World Post, September 21, 2015.

[iii] Dino Kritsiotis, όπ.π., σελ. 973.

[iv] Richard Falk, This Endangered Planet: Prospects and Proposals for Human Survival, Vintage Books, New York, 1972, κεφ. VII.

[v] Συνέντευξη του πρώην Γ.Γ του σε εφημερίδα The Guardian με τίτλο: «Ομολογία Μπαν Κι-Μουν: Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ απέτυχε στη Συρία». Αναδημοσίευση σε εφημερίδα Το Βήμα 07/09/2015.

http://www.tovima.gr/world/article/?aid=735378

[vi] Βλ. σχετικά με την  καντιανή άποψη  περί  «status  naturalis»  και τις προϋποθέσεις εξόδου από αυτή την κατάσταση στο :  Im. Kant, Για την αιώνια ειρήνη, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 1992, σελ. 35.

[vii]  Όπ.π., σελ. 42.

[viii] Για την έννοια της κοινωνικότητας βλ. Hedley Bull, Η  άναρχη  κοινωνία.  Μελέτη  της  τάξης  στην  παγκόσμια  πολιτική, Αθήνα, Ποιότητα, 2001, σελ. 51.

[ix] Για τη διάκριση μεταξύ ομοιογενών και ανομοιογενών συστημάτων βλ Raymond.Aron, Paix et guerrre entre les Nations, Paris, Calmann-Lévy, 1962. Για τη διάκριση ομοιογενούς και ετερογενούς κοινωνίας βλ. επίσης Ειρήνη Χειλά, Διεθνής κοινωνία διαχρονικές και σύγχρονες αντιλήψεις. Η συμβολή του Παναγή Παπαληγούρα, Αθήνα, Ηρόδοτος, 2006, σελ. 41-69.

[x] Βλ σχετικά την προβληματική που καταθέτει ο Richard Haass, στο: What International Community?, Project Syndicate, available online at : www.project-syndicate.org

[xi] Βλ Εφημερίδα Καθημερινή, 26/9/2015.

[xii] Ειρήνη Χειλά, Οι διεθνείς συγκρούσεις στον 21ο αιώνα. Ζητήματα θεωρίας και διαχείρισης, Αθήνα, Ποιότητα, 2013, σελ. 39-57.

[xiii] Για την Γουλσιονιανή περίοδο και τις προτεραιότητες κρατών και διεθνών οργανισμών βλ: Ειρήνη Χειλά, Διεθνής κοινωνία διαχρονικές και σύγχρονες αντιλήψεις. Η συμβολή του Παναγή Παπαληγούρα, οπ. π., σελ. 33-38.

[xiv] Francis Fukuyama, Το τέλος της Ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος, Α.Α.Λιβάνη, Αθήνα 1993, κεφ. 4ο, σελ. 74-89.

[xv] Στέλιος Περράκης, Διαστάσεις της διεθνούς προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, Αθήνα, Σάκκουλας Αντ. Ν., 2009, σελ. 91-2.

[xvi] http://www.un.org/en/preventgenocide/adviser/responsibility.shtml

[xvii] ICISS Report, J. G. Evans, & M. Sahnoun, eds. The Responsibility to Protect: Report of the International Commission on Intervention and State Sovereignty, 2001, p. xi. Παρατίθεται στο J. G. Evans, The Responsibility to Protect: Ending Mass Atrocity Crimes Once and For All, Massachusetts, The Brookings Institution, 2008, σελ. 40-41.

[xviii] Francis Fukuyama, State-Building: Governance and World. Order in the 21st Century. New York, Cornell University Press, 2004, Εισαγωγή, σελ. x-xiv.

[xix] John Galvani, “Syria and the Baath Party”, σελ. 3-16 in MERIP Reports, no. 25, February, 1974: 6, σελ. 6.

[xx] Radwan Ziadeh, Power and Policy in Syria: Intelligence Services, Foreign Relations and Democracy in the Modern Middle East,  I. B. Tauris, London-New York, 2011, σελ. 62-69.

[xxi] ECHO Factsheet – Syria crisis – March 2017. http://reliefweb.int/report/syrian-arab-republic/echo-factsheet-syria-crisis-march-2017

[xxii] Παναγιώτης Πάτελος, Θεμελιοκρατία. Πολιτικός και Θρησκευτικός Φονταμενταλισμός, Αθήνα, Ι. Σιδέρης, 2007.

[xxiii] The hidden hand behind the Islamic State Militants? Saddam Hussein’s. The Washington Post,  4April 2015,  https://www.washingtonpost.com/world/middle_east/the-hidden-hand-behind-the-islamic-state-militants-saddam-husseins/2015/04/04/aa97676c-cc32-11e4-8730-4f473416e759_story.html

[xxiv] Σχετικά με το φαινόμενο της «Αραβικής Άνοιξης» και το ζήτημα της σταθερότητας στη Μεσόγειο βλ: Grigorios Tsaltas, Eirini Cheila and Costantinos Koliopoulos (eds), Sécurité & Coopération en Méditerranée: Défis & Opportunités. Security & Cooperation in the ,Mediterranean: Challenges & Opportunities, Αθήνα, Ποιότητα, 2013.

[xxv] Eric Trager, Egypt Two Years After Morsi, The Washington Institute, 20 May 2015 http://www.washingtoninstitute.org/policy-analysis/view/egypt-two-years-after-morsi.

[xxvi]Για τον «επαναστατισμό» ως ρεύμα σκέψης βλ Martin Wight, Διεθνής Θεωρία: Τα Τρία Ρεύματα Σκέψης, Αθήνα, Ποιότητα, 1998.

[xxvii] Ειρήνη Χειλά, Διεθνής κοινωνία διαχρονικές και σύγχρονες αντιλήψεις. Οπ.π.σελ. 188-190.

[xxviii] http://trade.ec.europa.eu/doclib/docs/2003/november/tradoc_114138.pdf

[xxix] Σύνοδος Κορυφής ΕΕ-Ρωσίας Ελσίνκι, 22 Οκτωβρίου 1999.

http://europa.eu/rapid/press-release_PRES-99-316_el.htm

[xxx] Taras Kuzio, Ukrainian security policy. Praeger, Westport, Conn, 1995, σελ. 57, 62-63.

[xxxi] J. Mearsheimer , “Why the Ukraine Crisis Is the West’ s Fault?  The Liberal Delusions That Provoked Putin”, Foreign Affairs, https://www.foreignaffairs.com/articles/russia-fsu/2014-08-18/why-ukraine-crisis-west-s-fault

[xxxii] J. Mearsheimer, όπ.π.,THE WESTERN AFFRONT.

[xxxiii] Sumantra, Maitra, “Catherine the Great to Vladimir the Cunning: The Ever Present Realism in Russian Foreign Policy, Realism in Russian Foreign Policy: The Crimean Case”,  Center for Land Warfare Studies Journal, Summer 2014, σελ. 3.

http://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=2489502

[xxxiv] J. Mearsheimer, όπ.π., THE DIAGNOSIS.

[xxxv] http://eeas.europa.eu/eastern/about/index_en.htm

[xxxvi] http://eeas.europa.eu/enp/about-us/index_en.htm

[xxxvii] Francis Fukuyama, Το τέλος της Ιστορίας και ο τελευταίος Άνθρωπος,  Α.Α.Λιβάνη, Αθήνα, 1993.

[xxxviii] Για τις διευρύνσεις της Ατλαντικής Συμμαχίας που έλαβαν χώρα μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου βλ. http://www.fas.org/man/nato/analysis.htm».

[xxxix] http://www.consilium.europa.eu/el/policies/sanctions/ukraine-crisis/

[xl] http://www.consilium.europa.eu/el/policies/sanctions/ukraine-crisis/history-ukraine-crisis/

[xli] Alarmed by Continuing Syria Crisis, Security Council Affirms Its Support for Special Envoy’s   Approach in Moving Political Solution Forward, 7504th Meeting,

http://www.un.org/press/en/2015/sc12008.doc.htm

[xlii] Την ιδία θέση εξακολουθεί να έχει η Ρωσία μέχρι σήμερα που γράφεται το ανά χείρας κείμενο.

[xliii] Security Council Requires Scheduled Destruction of Syria’s Chemical Weapons, Unanimously Adopting Resolution 2118

http://www.un.org/press/en/2013/sc11135.doc.htm

[xliv]http://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/a_res_68_262.pdf

[xlv] Backing Ukraine’s territorial integrity, UN Assembly declares Crimea referendum invalid, UN News Center, 27 March 2014,

http://www.un.org/apps/news/story.asp?NewsID=47443&Cr=ukraine&Cr1=#.VglCxV7vMQ1

[xlvi]  Σύμφωνα με το αποτέλεσμα η πλειοψηφία υποστήριξε την ενσωμάτωση της Κριμαίας  στη Ρωσική Ομοσπονδία. http://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/a_res_68_262.pdf

[xlvii] David Francis, “U.S. Treasury Hits Russia With More  Sanctions Over  Ukraine”, Foreign Policy, September 1, 2016

[xlviii] Αναφερόμαστε στις προκλήσεις και απειλές των τελευταίων δεκαετιών από μη κρατικούς δρώντες που ξεπερνούν τα εθνικά σύνορα και έχουν διεθνικό χαρακτήρα όπως το «Ισλαμικό Κράτος».

[xlix] Hedley Bull, Η Άναρχη Κοινωνία: Μελέτη της τάξης στην παγκόσμια πολιτική, Αθήνα, Ποιότητα, 2001, σελ. 86-89

[l] UN, Security Council,  Resolution 2118 (2013),

http://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3 CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2118.pdf

[li] Hedley Bull, όπ.π., σελ. 161.

[lii] Philipp Rotmann, Gerrit Kurtz and Sarah Brockmeier, Major powers and the contested evolution of a responsibility to protect”, Conflict, Security & Development, Vol. 14, No. 4, 2014, σελ. 355–377. Για την περίπτωση της Συρίας:  Julian Junk, “The Two-Level Politics of Support: US Foreign Policy and the Responsibility to Protect”, Conflict, Security & Development, Volume 14, Issue 4, 2014,  σελ.535-564.

[liii] See the document “International Commission on Intervention and State Sovereignty”, The Responsibility to Protect, Ottawa, IDRC, 2002. See also: James Mayall, Intervention in International Society: Theory and Practice in Contemporary Perspective » in: Roberson, B. A., International society and the development of international relations theory,   London, Washington, DC: Pinter, 1998. Για τις αντιδράσεις  των ευρωπαϊκών χωρών αλλά και της αμερικανικής κοινής γνώμης σε μονομερείς πολιτικές  βλ. Ralph G. Carter, “Leadership at Risk: The Perils of Unilateralism”, Political Science and Politics, 36/1, Jan.2003, σελ. 18, 20.

[liv] Charles Α. Kupchan and Clifford Α. Kupchan, “The Promise of Collective Security”,
International Security, vol. 20, no. l,Summer 1995, σελ. 52-61.

[lv] Richard Haas, όπ.π. σελ. 3.

[lvi] Ειρήνη Χειλά, Οι διεθνείς συγκρούσεις στον 21ο αιώνα. Οπ.π.σελ. 221-236.

[lvii] Όπ.π., σελ. 229.

[lviii]http://www.unhcr.gr/nea/syria-emergency/artikel/1f7d1219a1d36f9ec07c733a3920891b/ypati-armosteia-o-s.html

[lix] Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου είχε χαρακτηρίσει το ΝΑΤΟ ως παρωχημένο Οργανισμό ενώ  τρεις μήνες σχεδόν μετά την ανάληψη των καθηκόντων του  δήλωνε  με την ευκαιρία επίσημης επίσκεψης του Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ Jens Stoltenberg στις ΗΠΑ « I said it was obsolete , it’s no longer obsolete”. The New York Times, April 13, 2017. Όσο αφορά τα Η.Ε είχε ασκήσει κριτική χαρακτηρίζοντας τον ως  « just a club of people to get together, talk and have a good time” και ότι “if it’s causing problems rather than solving them …it will be a waste of time and money, not solving them”, The Washington Post , December 28,2016.

[lx] Η αλλαγή στάσης αποτυπώθηκε σε συνέντευξη που παραχώρησε ο τότε Πρόεδρος Obama. Βλ σχετικά: B. Obama on the World: President Obama Talks to Thomas L. Friedman About Iraq, Putin and Israel, N.Y. Times, August, 8, 2014.

[lxi] Αναφερόμαστε στις κυβερνο-επιθέσεις και στο ρόλο που ενδεχομένως έπαιξαν στις αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου του 2016.

[lxii]Η επιχείρηση περιελάμβανε πυραύλους S-400 , πυραύλους τύπου cruise, εξελιγμένα σύστημα εναέριας αναγνώρισης, ναυτική υποστήριξη κλπ.

[lxiii] Elisabeth Ferris and Kemal Kirisci, The Consequences of Chaos. Syrias Humanitarian Crisis and the Failure to  Protect, Brookings Institution Press, Washington D.C, 2016, σελ.109-120.

[lxiv] Η χρήση χημικών από το καθεστώς  Assad τον Αύγουστο του 2013 έθεσε το θέμα της ηθικής διάστασης της ευθύνης προστασίας και το ερώτημα κατά πόσο μια επέμβαση «αξίζει» το κόστος. ο τότε  Πρόεδρος Obama εκτιμούσε ότι οποιαδήποτε ενεργεία χρήσης βίας ακόμη και σε βάρος ενός καθεστώτος που παραβίαζε τις «κόκκινες γραμμές» απαιτούσε την υποστήριξη του Αμερικανικού λαού και ειδικότερα του Κογκρέσου. Η στήριξη του τελευταίου δεν φαινόταν δεδομένη γεγονός που τον απέτρεψε. Για μια παράθεση μαρτυριών κατά την κρίσιμη εκείνη περίοδο βλ. Jeffrey Goldberg , “The Obama doctrine”, The Atlantic, April, 2016.

[lxv] Αν και δεν είναι αντικείμενο ανάλυσης η ενέργεια αύτη καθ εαυτή των ΗΠΑ , αξίζει όμως να σημειωθεί ότι ασκήθηκε κριτική  στις ΗΠΑ και στον Πρόεδρο Τραμπ ότι η βομβαρδισμοί δεν αποτελούσαν μέρος μιας συνολικής στρατηγικής έναντι της Συρίας και του καθεστώτος Ασσαντ αλλά ότι ήταν μια συναισθηματική απάντηση βασισμένη στο συγκινησιακό μήνυμα που εξέπεμπαν οι τηλεοπτικές εικόνες του χειμαζόμενου συριακού λαού. Μέχρι τότε η Προεδρία Τραμπ δεν φαινόταν διατεθειμένη να επιφέρει  κάποιο χτύπημα στο καθεστώς προτιμώντας να συνεργαστεί με τη Ρωσία για την αντιμετώπιση του  ISIS. Η εκπρόσωπος μάλιστα των ΗΠΑ στα Ηνωμένα Έθνη  Nikki Haley δήλωνε ότι «our priority is no longer to sit and focus on getting Assad out” ενώ ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών  Rex Tillerson αναφερόμενος στη συνεργασία με τη Ρωσία και στη δυνατότητα να δημιουργηθούν συνθήκες σταθερότητας για τη διευκόλυνση της πολιτικής διαδικασίας,  δήλωνε ότι    “…we believe the Syrian people will lawfully be able to decide the fate of  Assad”,U.S.News, April 10,2017.

[lxvi] Οι ενδείξεις κλίνουν σε αυτό το ενδεχόμενο χωρίς να έχει πλήρως επιβεβαιωθεί ακόμη .

[lxvii] President  Trump’s statement on Syria , New York Τimes, 04/07/2017

[lxviii] New York Τimes, 04/07/2017

[lxix] Μια έκφανση αυτής υπήρξε η σύγκλιση του  World Humanitarian Summit που οργάνωσε  η  Γενική Γραμματεία του ΟΗΕ  τον Σεπτέμβριο του 2016 με αντικείμενο το προσφυγικό και μεταναστευτικό. Παράλληλα συζητείται η διοργάνωση μια  Παγκόσμιας Συνάντησης  (World Summit) το Φθινόπωρο του 2017 με στόχο την ενεργοποίηση αυτού που αποκαλούν « Μια νέα παγκόσμια προσέγγιση για τη Σύρια» στην οποία θα συμμετέχουν διεθνείς, περιφερειακοί, διακυβερνητικοί και μη κυβερνητικοί οργανισμοί,  κράτη Δωρητές και η Παγκόσμια Τράπεζα.

[lxx] Αντώνης Μπρεδήμας,  Η κρίση στην Ουκρανία/Κριμαία. Το διεθνές δίκαιο στη δίνη των γεωπολιτικών συμφερόντων, Le Courrier Diplomatique, Avril/April, 2017.