Δρ. Κωνσταντίνου Φίλη
Διευθυντή Ερευνών
Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων
Η εκτόξευση βαλλιστικού πυραύλου μεσαίου βεληνεκούς εκ μέρους της Βόρειας Κορέας, που πέρασε πάνω από την Ιαπωνία, συντηρεί την ένταση στην Κορεατική Χερσόνησο. Σπάζοντας ένα άτυπο μορατόριουμ από το 2009, βάσει του οποίου το Τόκιο είχε εξαιρεθεί από τις πυραυλικές δοκιμές, ο Κιμ Γιονγκ Ουν επιχειρεί να ακυρώσει εν τοις πράγμασι την αμερικανική πολιτική, χωρίς όμως, να υπερβαίνει την κόκκινη γραμμή της Ουάσιγκτον, αποφεύγοντας δηλαδή να στοχεύσει τo Γκουάμ (μη ενσωματωμένο αμερικανικό έδαφος). Άλλωστε, μία ενέργεια αντίκρουσης των κοινών ασκήσεων που διεξήγαγαν τις τελευταίες μέρες ΗΠΑ-Νότια Κόρεα ήταν καθόλα αναμενόμενη. Επίσης, το γεγονός ότι η εκτόξευση έγινε από μετακινούμενη βάση κοντά σε κατοικημένη περιοχή αποτελεί μία εμφατική επισήμανση προς τις ΗΠΑ ότι ενδεχόμενο προληπτικό πλήγμα από μεριάς τους θα μπορούσε να προκαλέσει εκατόμβη νεκρών.
Η Ουάσιγκτον φαίνεται, πάντως, ότι «ψάχνεται» ως προς τη συγκεκριμενοποίηση της πολιτικής της. Μπορεί να χρησιμοποιεί το οξυμένο κλίμα προκειμένου να εδραιώσει περαιτέρω την παρουσία της σε μία περιοχή όπου η πρωτοκαθεδρία της πλέον αμφισβητείται, ασκώντας ταυτόχρονη πίεση στο Πεκίνο ώστε το τελευταίο να ενεργοποιήσει τα εργαλεία επιρροής του προς την Πιονγιάνγκ, μοιάζει, ωστόσο, εγκλωβισμένη. Δεν είναι τόσο το αλλοπρόσαλλο των δηλώσεων ή η δημόσια διχογνωμία μεταξύ Πενταγώνου-Υπουργείου Εξωτερικών και Λευκού Οίκου, όσο η διαχρονική αδυναμία προώθησης συμφωνίας με διπλωματικά μέσα και σεβασμού των αμερικανικών όρων. Η κατάσταση γίνεται πιο σύνθετη από την αντικειμενική διαπίστωση ότι τυχόν πολεμική αναμέτρηση θα προκαλούσε εξίσου σε Βόρεια Κορέα και περιφερειακούς συμμάχους των ΗΠΑ (Νότια Κορεά και Ιαπωνία, αν όχι και στο Γκουάμ) ανυπολόγιστες ανθρώπινες απώλειες. Αυτό θα επέφερε τεράστιο πλήγμα στο κύρος της Ουάσιγκτον, αφού θα την εμφάνιζε ανίκανη να υπερασπιστεί σημαντικούς εταίρους της. Συνάμα, η ανησυχία των οδυνηρών συνεπειών κλονίζει και την αποφασιστικότητα Σεούλ και Τόκιο ώστε να δώσουν το πράσινο φως στην Ουάσιγκτον για ανάληψη δράσης. Εξάλλου, όλες ανεξαιρέτως οι στρατιωτικές επιλογές συνεπάγονται κόστος και ρίσκο με αβέβαιο το αποτέλεσμα.
Το καθεστώς του εκκεντρικού Κιμ Γιόνγκ Ουν προφανώς και γνωρίζει τους περιορισμούς στην ευχέρεια κινήσεων που έχει μία δημοκρατία όταν αντιμετωπίζει μία δικτατορία. «Πατάει» πάνω σε αυτούς για να φέρει τις ΗΠΑ στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων σχεδόν επί ίσοις όροις ή τουλάχιστον χωρίς να φανεί ότι συνθηκολογεί, ειδάλλως μοιάζει αποφασισμένο να προχωρήσει στην πυρηνικοποίηση της χώρας ως μέσο επιβίωσης και θωράκισης έναντι εξωτερικών κινδύνων. Υπάρχει, συνεπώς, ικανό αντάλλαγμα για να μεταπεισθεί και να τερματίσει το πυρηνικό του πρόγραμμα και δη όσο μπορεί να παρακάμπτει τις κυρώσεις με τη συνδρομή Κίνας και Ρωσίας; Όμως, αν επιλέξει να επιτεθεί πρώτος θα λάβει συντριπτική ανταπάντηση από τη στρατιωτική μηχανή των ΗΠΑ, θέτοντας εαυτόν σε άμεσο κίνδυνο. Σε τακτικό επίπεδο, ο Κιμ Γιονγκ Ουν θέλει να «ακυρώσει» στην πράξη τις επιθετικές δηλώσεις Τραμπ, δείχνοντας πως δεν φοβάται τις ΗΠΑ, να λάβει τη διεθνή αναγνώριση (έστω και αρνητική) που του αναλογεί, καθώς επίσης και να δώσει υπόσταση στις απειλές του.
Ως προς την πίεση που δέχεται η οικονομία της Βόρειας Κορέας, οι εξαγωγές κυρίως στην Κίνα αλλά και τη Ρωσία προσοδοφορών προϊόντων, όπως, μεταξύ άλλων, άνθρακας, σιδήρος και θαλασσινά προσφέρουν σημαντικά έσοδα. Όπως εξάλλου και το παράνομο εμπόριο. Τα προηγούμενα χρόνια φαίνεται πως η Πιονγιάνγκ αποταμίευσε υψηλά αποθεματικά ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει πιο στοχευμένες κυρώσεις. Σε αυτό συνηγορούν και οι χαμηλές απαιτήσεις ενός «εκπαιδευμένου» στην ολιγαρκεία και τη θυματοποίηση λαού, γεγονός που σε συνάρτηση με τη δεσποτική διακυβέρνηση, καθιστά, χωρίς αντιρρήσεις, την ανάπτυξη πυραυλικών συστημάτων τελευταίας τεχνολογίας ως ύψιστη προτεραιότητα και ασπίδα προστασίας.
Η Κίνα, από την πλευρά της, φαίνεται να προτιμά την Κορέα διασπασμένη. Από το 1961 συνδέεται με τη Βόρεια με τη Συνθήκη Αμοιβαίας Βοήθειας και Συνεργασίας (MACFT), η οποία έχει ανανεωθεί έως το 2021. Σύμφωνα με αυτή, το Πεκίνο θα συνδράμει στρατιωτικά την Πιονγιάνγκ σε περίπτωση εχθρικής επίθεσης. Αν βέβαια η τελευταία κάνει υπέρμετρη χρήση της προστασίας που της παρέχει η εν λόγω Συνθήκη θα υποχρεώσει την κινεζική ηγεσία σε αναθεώρηση των θέσεων της, στο βαθμό που οι αναταράξεις πλήξουν τα συμφέροντα της στον Ειρηνικό ή και τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ (ήδη υπάρχουν σημεία τριβής σε άλλους τομείς). Έτσι δικαιολογείται και η πρόσφατη επιβολή δραστικών περιορισμών στις εισαγωγές από τη Βόρεια Κορέα (άνθρακα, θαλασσινών, κα), αν και αυτή η κίνηση ίσως αποδειχθεί τακτικιστική και αποπροσανατολιστική. Αν βέβαια το Πεκίνο σφραγίσει τα σύνορα με την Πιονγιάνγκ, θα δημιουργήσει σοβαρές επιπλοκές μεσοπρόθεσμα, αλλά το επιχείρημα του είναι πως τότε δεν θα υπάρχει αξιόπιστος συνομιλητής του καθεστώτος και πως η ανασφάλεια που θα επιφέρει η περαιτερω απομόνωση θα το ωθήσει σε ακόμη πιο ακραίες ενέργειες. Σύμφωνα με το πλάνο του Πεκίνου η επιθυμητή έκβαση συνίσταται στην εκατέρωθεν αδρανοποίηση των αντιμαχόμενων μερών, με προφανή στόχο βέβαια τις ΗΠΑ, σενάριο που οι τελευταίες απορρίπτουν κατηγορηματικά.
Εφόσον κάποια στγμή τα εμπλεκόμενα μέρη καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, το ερώτημα είναι με ποιους όρους: την εγκατάλειψη του πυρηνικού προγράμματος, το πάγωμα του ή με μερική αποδοχή της νέας πραγματικότητας, η οποία, ωστόσο μπορεί να προκαλέσει κούρσα εξοπλισμών ή/και συγκέντρωση πυρηνικών κεφαλών στην ευρύτερη περιοχή, αυτή τη φορά από τα κράτη που αισθάνονται ευάλωτα έναντι της Βόρειας Κορέας;