Π. Κ. ΜΑΚΡΗ

Aνελπίστως ίσως, μετά φόβους και απαισιοδοξία ενός, σχεδόν, έτους, η έναρξις των θερινών διακοπών τίθεται υπό ευμενείς οιωνούς αντοχής και ζωτικότητος της ΕΕ. Την απογοήτευση μετά την έκβαση του Βρετανικού δημοψηφίσματος και την εκλογή Trump, φαίνεται να αντισταθμίζει η ετοιμότητα των δυναμικωτέρων Εταίρων να κινήσουν σειρά νέων θεσμικών πρωτοβουλιών προς ανάκτηση δυναμικής και επιτάχυνση της πορείας, έστω και όχι όλων συγχρόνως, προς την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Πρώτα αισιόδοξα μηνύματα απετέλεσαν τα αποτελέσματα των Αυστριακών Προεδρικών εκλογών και των κοινοβουλευτικών εκλογών στην Ολλανδία και η ήττα των ακροδεξιών λαϊκιστών των δύο χωρών.

Το αποτέλεσμα των Βρετανικών εκλογών, αν και η ερμηνεία του πρέπει να είναι πολυεπίπεδη, απετέλεσε, προ παντός άλλου, την έκφραση δυσαρεσκείας προς το κόμμα το οποίο επέφερε την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ και εις επίμετρον, υπό την ηγεσία της Κας May, επέδειξε προϊούσα αδιαλλαξία έναντι της ΕΕ. Είναι ατυχές, αναμφιβόλως, ότι εκείνος, ο οποίος έχει, συγκυριακώς, επωφεληθεί είναι ο ιδεολογικώς αδιανόητος Κος Corbin. Αλλά να μην λησμονείται ότι και η Κα May είχε φανεί να εγκαταλείπει την διακομματικώς τηρηθείσα, πολιτική αναπτυξιακής λιτότητος των προκατόχων της και να αποκλίνει προς κρατιστικά πρότυπα, προς τα οποία, άλλωστε, δεν ήταν ξένη η προ-Θατσερική παράδοσις του Βρετανικού Συντηρητικού Κόμματος. Εν ολίγοις, η όλη ανακύπτουσα αστάθεια του πολιτικού τοπίου του ΗΒ, όπως και η δυσμενής πρόγνωσις της εξελίξεως σημαντικών οικονομικών μεγεθών, κάθε άλλο παρά ενθαρρύνουν την μίμηση του Βρετανικού παραδείγματος από άλλους Εταίρους.

Στην Ιταλία, επίσης, η λαϊκιστική – και μετρίως αντιευρωπαϊκή–  κίνησις των «5 αστέρων» (Grillo) υπέστη εκλογική καθίζηση, ενώ και στην Ισπανία συνεχίζουν να εντυπωσιάζουν τα θεραπευτικά αποτελέσματα της συνεπείας της Κυβερνήσεως Ραχόι και της εμμονής στους στόχους της – αν και προκαλεί κάποια ανησυχία η νέα ενδοκομματική επικράτησις της αριστεράς του Σοσιαλιστικού κόμματος.

Την αλλαγή, όμως, του κλίματος και την πνοή νέας αισιοδοξίας έφερε, προ παντός άλλου, η Γαλλική Προεδρική εκλογή και αμέσως μετά, η έκβασις των βουλευτικών εκλογών, η οποία και φαίνεται να διασφαλίζει την αυτόνομη κυβερνητική παντοδυναμία του Κου Macron και την ικανότητά του εφαρμογής ενός προγράμματος μεταρρυθμίσεων, δυσαρέστων εις διάφορες ομάδες συμφερόντων και πολιτών. Ήδη, η εξαγγελία δραστικού περιορισμού (κατά 1/3) του αριθμού των Γερουσιαστικών και Βουλευτικών εδρών και η οιονεί κατάργησις της ασυλίας των Υπουργών προβάλλουν θάρρος και αποφασιστικότητα.

Η Γαλλία έχει, πράγματι, ανάγκη ριζικών τομών, διότι μεταξύ των μεγάλων, λειτουργικών και παραγωγικών χωρών της ΕΕ, είναι εκείνη η οποία, περισσότερο οποιασδήποτε άλλης, χρήζει προσαρμογής εις τα δεδομένα της οικονομικής παγκοσμιότητος και τόνωση ανταγωνιστικότητος. Παραμένει υπόδειγμα υδροκεφαλικού κράτους, κρατισμού, δυσαναλόγων προς τις δυνατότητές της δημοσίων δαπανών και κοινωνικών παροχών, ελλειμμάτων προϋπολογισμού, υψηλής φορολογίας και συνδικαλιστικής παντοδυναμίας.

Η διατομή της πολλαπλής τεχνοκρατικής, κοινωνικής και πολιτικής οντότητος του Προέδρου Macron φαίνεται να είναι εκείνη του ιδανικού μεταρρυθμιστού. «Σαρξ εκ της σαρκός» της Γαλλικής αρχούσης τάξεως, δεν την τρομάζει· ως Υπουργός Οικονομικών έδωσε άριστα δείγματα κατανοήσεως της ανάγκης απελευθερώσεως της οικονομίας της χώρας από δυσβάστακτα δεσμά και συγχρόνως –μάλλον παραδόξως–, υπήρξε απροσδοκήτως πειστικός ως αναμορφωτής και προς ευρέα τμήματα των λαϊκών μαζών.

Άλλα εκλογικά σώματα ευρέθησαν προ ψευδομένων δημαγωγών και κατά την σπασμωδική αποδοκιμασία τους της καθεστηκυίας πολιτικής τάξεως, τους επέλεξαν – αρνούμενα την λογική παραδοχή ότι η επιδοτουμένη λαϊκή ευημερία των λίγων βιομηχανικώς ανεπτυγμένων χωρών άλλων εποχών δεν είναι, πλέον, εφικτή επί ενός πλανήτου ο πλούτος του οποίου αναδιανέμεται, υπό όρους δικαιοτέρας γεωγραφικής κατανομής, μεταξύ σχεδόν 8 δισεκατομμυρίων, ήδη, κατοίκων του. Οι Γάλλοι ψηφοφόροι, είχαν και την καλή τύχη να ευρεθούν προ του Κου Macron και την ορθή κρίση να τον επιλέξουν.

Εν τούτοις, η μείζων αποστολή του Κου Macron –και η προσδοκία, από αυτόν, όσων εξακολουθούν να προσβλέπουν το όραμα της Ευρωπαϊκής ολοκληρώσεως–, είναι να αναζωογονήσει την οικονομική ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα της χώρας του και να καταστήσει εκ νέου εφικτή την αποτελεσματική συμβολή της στην ενίσχυση και σταθεροποίηση του Γαλλο-Γερμανικού άξονος, ώστε, περί αυτόν, να αναπτυχθούν και να κινηθούν νέα σχήματα, νέες δομές, νέοι μηχανισμοί.

Προέχει η Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων· δηλαδή, αφ’ενός των εμπροσθοφυλάκων, οι οποίοι και θέλουν την «περισσότερη Ευρώπη», αλλά και είναι πρακτικώς ικανοί να την φθάσουν και αφ’ ετέρου, άλλων ομάδων Εταίρων, κινουμένων αναλόγως της βουλήσεως και των δυνάμεών τους. Η εμπροσθοφυλακή θα διευκολύνει και θα επιταχύνει την πορεία του κυρίου σώματος, χωρίς οι βραδυπορούντες να την επιβραδύνουν. Η κοινή οικονομική διακυβέρνησις και η Ευρωπαϊκή άμυνα θα αποτελέσουν τις κύριες προτεραιότητες της ομάδος της πρώτης ταχύτητος.

Προ της τριπλής επιλογής, η οποία είχε φανεί να τίθεται, προ ενός έτους, ως προς το μέλλον της ΕΕ, μεταξύ σταθμεύσεως και περισυλλογής, πλήρους αναστροφής πορείας ή αντιθέτως, προσπαθείας ανακτήσεως δυναμικής, οι μείζονες εταίροι φαίνεται να απορρίπτουν την ηττοπάθεια. Αν δεν κλονισθούν, θα είναι πιθανώς επανιδρυτικής –αλλά όχι κατ’ανάγκην αναθεωρητικής–, εμβελείας η μεθόδευσις διευρύνσεως των Ευρωπαϊκών δράσεων και εμπλουτισμού των θεσμών μετά την διεξαγωγή των Γερμανικών εκλογών.

Τα διαδραματιζόμενα επί της Γερμανικής πολιτικής σκηνής φαίνονται και αυτά, την στιγμή αυτή, καθησυχαστικά: η επομένη κυβέρνησις θα τελεί και πάλι υπό Χριστιανο-Δημοκρατική ηγεσία, αλλά ο εταίρος του συνασπισμού ενδέχεται να είναι το κόμμα των Φιλελευθέρων Δημοκρατών. Η προοπτική αυτή καθησυχάζει, όχι μόνον διότι η δυάδα Merkel-Schäuble έχει αποδείξει την ηγετική, αλληλοσυμπληρουμένη, ευστάθειά της, αλλά και διότι όποια και αν θα είναι η πίεσις της Γαλλικής κοινής γνώμης, ο Πρόεδρος Macron δεν θα επιχειρήσει να μεταβάλει, παρά οριακώς ίσως, την αναγκαία αυστηρότητα της Ευρωπαϊκής δημοσιονομικής στρατηγικής. Θα είναι, όμως, εις θέση να δικαιολογηθεί προς τους συμπολίτες του, επικαλούμενος την Γερμανική εφεκτικότητα. Αντιθέτως απ’ ότι επί του δημοσιονομικού πεδίου, ο ενδεχόμενος συνασπισμός Χριστιανοδημοκρατών-Φιλελευθέρων θα είναι ιδιαιτέρως υποβοηθητικός της αναπτύξεως των μηχανισμών κεντρικής οικονομικής διακυβερνήσεως της Ευρωζώνης και επίσης, της κοινής Ευρωπαϊκής Αμύνης. Ατυχώς, ο Κος Schultz –αν αυτός θα κατέληγε να είναι ο κυβερνητικός εταίρος της Κας Merkel–, εμφανίζεται, κατ’ αρχήν, αρνητικός προς την ανάπτυξη αυτονόμου Ευρωπαϊκού αμυντικού μηχανισμού, απορρίπτων εκ προοιμίου κάθε αύξηση αμυντικών δαπανών.

Όλα καλά λοιπόν; Όχι. Ούτε όλα, ούτε καλά. Απλώς, αρκετά είναι ευκρινώς καλύτερα απ’ ό,τι ήταν στην αρχή των περυσινών διακοπών – αμέσως μετά το δημοψήφισμα του ΗΒ και την απώλεια ενός πολυτίμου Εταίρου, τις ιαχές θριάμβου των απροκαλύπτων Ευρωφόβων και τα απαστράπτοντα μειδιάματα επί των προσώπων διαφόρων άλλων δυσλειτουργικών, οι οποίοι υποκριτικώς και θρασυδείλως, εξέφραζαν την λύπη τους και έδιδαν τις συνταγές τους σωτηρίας.

Όλα, όμως, παραμένουν αρκετά επισφαλή και πάντοτε αναστρέψιμα. Η ήττα την οποία υπέστησαν τα αντι-Ευρωπαϊκά λαϊκιστικά κινήματα κατά την διάρκεια των τελευταίων μηνών δεν ήταν ούτε συντριπτική, ούτε οριστική.

Παντού η δύναμίς τους έμεινε στάσιμη ή και έχει, συγκριτικώς, ενισχυθεί. Παντού η επιρροή τους παραμένει αμέσως ή εμμέσως, καταλυτική. Διεψεύσθη μόνον η ελπίδα, ορισμένων εξ αυτών ότι είχε ήδη έλθει η στιγμή να κυβερνήσουν. Ακόμη χειρότερα, τα δημοσκοπικά ποσοστά εχθρότητος προς την ΕΕ παραμένουν υψωμένα, ενώ κορυφώνεται και η έντασις του πολυεπιπέδου εκλογικού πολέμου του Κρεμλίνου κατά των Ευρωπαϊκών δημοκρατικών δυνάμεων και διαδικτυακής δολιοφθοράς.

Παραμένει, εξ’ άλλου, αμείωτη εις όλη της την έκταση, η πολιτική παραδοξότητα των αυταρχικών κυβερνήσεων της Πολωνίας και της Ουγγαρίας. Παραμένει, φευ, και εκείνη –μικτή αυτή, οικονομική και πολιτική–, της Ελλάδος, η σημερινή κυβέρνησις της οποίας ουδέποτε απέκρυψε την βαρυθυμία της και την «εκ βαθέων» ιδεολογική εχθρότητά της προς την πολιτική Ευρώπη. Επί της Ελληνικής παραδοξότητος και προς κατανόηση της εκτάσεως και της θεμελιώδους και προκριματικής σημασίας πολλών εξ όσων πρέπει να γίνουν προς αναμόρφωσή της, αρκεί να επισημανθεί ότι ο συνολικός αριθμός των βουλευτών χρεωκοπημένης χώρας μετά βίας 10,5 εκμ. θα φθάνει τα 4/5 σχεδόν του αριθμού -όπως αυτός επίκειται να μειωθεί-, των μελών της Γαλλικής Εθνοσυνελεύσεως, δηλαδή, της Εθνοσυνελεύσεως μιας χώρας η οικονομία της οποίας είναι, παρά τις αδυναμίες της, η δευτέρα της ΕΕ και ο πληθυσμός της υπερεξαπλάσιος του Ελληνικού. Συγχρόνως, ο εριθμός των Ελλήνων βουλευτών είναι διπλάσιος(!) του αριθμού των μελών της Ολλανδικής Βουλής, χώρας δηλαδή, 15 εκμ. κατοίκων, η αναφορά στην οικονομική ευρωστία της οποίας περιττεύει.

Προς το παρόν, λοιπόν, δεν έχει αποφευχθεί παρά η επέλευσις του χειροτέρου, η οποία είχε φανεί να επιταχύνεται. Προέχει, συνεπώς, παντός άλλου, η ανάληψις από τις Φιλελεύθερες και Σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις του Ευρωπαϊκού χώρου, κοινής, συντονισμένης –και πολυεπιπέδου όπως είναι και η επιβουλή–, εκστρατείας διαφωτισμού των στοχευομένων, από τους δημαγωγούς, πληθυσμιακών ομάδων και νέας στροφής τους προς την Ευρωπαϊκή ιδέα.

Αυτό, βεβαίως, ευκολώτερα λέγεται παρά επιτυγχάνεται, διότι οι αναισχύντως ψευδόμενοι διατηρούν πάντοτε πλεονέκτημα πειστικότητος, ιδίως όταν απευθύνονται προς ορισμένα κοινωνικά στρώματα. Πρέπει, εν τούτοις, να επιχειρηθεί. Η συστράτευσις και ο πόλεμος κατά του ψεύδους των λαϊκιστικών άκρων επιβάλλονται πριν πέραν κάθε άλλης μεταρρυθμιστικής μεθοδεύσεως.

Π.Κ.Μ.