ΕΝΩ ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΦΩΝΕΣ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΡΗΞΕΩΣ

 

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΛΑΜΩΤΟΥΣΑΚΗ

τ. Καθηγητού Πανεπιστημίου Νέας Υόρκης, και

τ. Δ/ντα Συμβούλου της Τραπέζης Αμέρικαν Εξπρές

 

Oι πανεπιστημιακοί καθηγηταί I. Θεοδοσίου, Κ. Λαπαβίτσας και Θ. Μαριόλης, συγγραφείς του άρθρου με τίτλο «Έξοδος από την ΟΝΕ για νέα οίκονομική πολιτική» (Οικονομική Καθημερινή, 25-26 Φεβρουαρίου 2017), επιμένουν να επιδεικνύουν αδικαιολόγητη ακαδημαϊκή αλαζονεία εγκαλώντας δεκατέσσερις άλλους πανεπιστημιακούς καθηγητάς, με σημαντικό έργο και κύρος, για έλλειψη τεκμηριωμένων επιχειρημάτων όσον αφορά τις καταστροφικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες σε περίπτωση εξόδουτης Ελλάδος από την ευρωζώνη και το Ευρώ.

Η κριτική και τα επιχειρήματα που παρουσιάζουν οι ως άνω συγγραφείς επί «της επιμονής των οικονομολόγων στην πλευρά της προσφοράς», των αιτίων της «κατάρρευσης της ανταγωνιστικότητας» και της «σημασίας της ζήτησης» χαρακτηρίζονται σε μεγάλο βαθμό από ιδεολογήματα μιας συγκεκριμένης σχολής πολιτικής θεωρήσεως της οικονομίας. Αυτό, βεβαίως, δεν είναι μεμπτόν –αλλά πρέπει να το αντιλαμβάνεται και να το συγκρατεί ο αναγνώστης τους.

Αναμφιβόλως, η ισορροπία της οικονομίας αφορά τόσο την ζήτηση όσο και την προσφορά. Όμως, η έξοδος της Ελλάδος από την Ευρωζώνη επηρεάζει δυσμενώς και την ζήτηση και την προσφορά. Γιατί η αρχική κάθετη υποτίμηση του νομίσματος και ιδίως, η μεταγενέστερη, συνεχής διαχρονικά, έστω και βραχύτερων ρυθμών, συνέχισή της, οδηγεί στην μείωση των πραγματικών εισοδημάτων, μισθών, συντάξεων κ.λπ., παράλληλα με τον επιταχυνόμενο ρυθμό αυξήσεως των τιμών, δηλαδή τον πληθωρισμό.

Επιπροσθέτως, λόγω της υψηλής συμμετοχής των εισαγομένων πρώτων υλών στη διαμόρφωση του κόστους παραγωγής, η επιβάρυνση της υποτιμήσεως έναντι του κόστους παραγωγής είναι μεγαλύτερη από το ποσοστό της υποτιμήσεως. Και επειδή οι πληθωριστικές τάσεις της οικονομίας θα είναι επιταχυνόμενες, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών εξαγωγίμων προϊόντων και υπηρεσιών θα είναι από περιορισμένη έως ανεπαρκής.

Πέραν όμως των πληθωριστικών επιπτώσεων που συνεπάγεται η υποτίμηση του νομίσματος, δημιουργείται και μείζον πρόβλημα επαρκείας των εισαγομένων πρώτων υλών, λόγω περιορισμένων συναλλαγματικών διαθεσίμων και της ανύπαρκτης πιστοληπτικής δυνατότητας για το σύνολο των ελληνικών επιχειρήσεων. Άρα, η μείωση του πραγματικού μοναδιαίου κόστους εργασίας είναι ανεπαρκής για την απαιτουμένη βελτίωση της ανταγωνιστικότητος στον βαθμό που θα επιτρέψει την αύξηση των εξαγωγών προϊόντων και υπηρεσιών. Όσον αφορά τις υποτιθέμενες ευεργετικές επιπτώσεις της υποτιμήσεως επί της αυξήσεως της ζητήσεως εξαγώγιμων υπηρεσιών, αυτές θα είναι επίσης περιορισμένες. Και τούτο διότι μια σημαντική αύξηση της ζητήσεως του τουριστικού προϊόντος, που είναι και η μόνη βιομηχανία με δυναμική προοπτική, προσκρούει βραχυπροθέσμως επί του τείχους της ανελαστικής προσφοράς.

Είναι αδύνατον η ελληνική τουριστική βιομηχανία να εξυπηρετήσει άμεσα, οποιαδήποτε αύξηση της ζητήσεως η οποία θα υπερέβαινε το 25% των σημερινών δυνατοτήτων. Άρα, η προσδοκία (V-type) καθέτου αναπτύξεως της οικονομίας με βάση την τουριστική βιομηχανία είναι ένας ανέφικτος στόχος. Για τους ειδικοτέρους, η επιτυχία κάθε υποτιμήσεως εξαρτάται και από τις σχετικές ελαστικότητες προσφοράς και ζητήσεως στην Ελλάδα και στις συναλλασσόμενες χώρες. Σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις η υποτίμηση μπορεί να επιφέρει ακριβώς τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.

Συνοψίζοντας, η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη και το ευρώ θα οδηγήσει στην υποτίμηση του νομίσματος κατά τουλάχιστον 80%-100%, στην αύξηση της προσφοράς χρήματος δια της εκτυπώσεως νέων χαρτονομισμάτων, εις υπερπληθωρισμό, στην εξαφάνιση προϊόντων –και μάλιστα προϊόντων πρώτης ανάγκης–, στην κάθετη πτώση των πραγματικών μισθών και συντάξεων, εις αδιανοήτου μεγέθους ανεργία, ιδιαίτερα των νέων και στην φυγή των Ελλήνων εις τρίτες χώρες εντός ευρωζώνης.

Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι με την έξοδο από την ευρωζώνη διατρέχομε τον κίνδυνο εκτεταμένων κοινωνικών συγκρούσεων, εμφυλιακών διαστάσεων. Και τέλος, εκτός της οικονομικής και κοινωνικής καταστροφής, που θα ακολουθήσει την έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη, οι συγγραφείς φαίνεται να μην ανησυχούν για το πώς θα αντιμετωπίσει η χώρα τυχόν εχθρική επιβουλή εις πραγματικό χρόνο (real time). Δυστυχώς, δεν έχομε την πολυτέλεια του χρόνου για την εφαρμογή οιασδήποτε «θεωρίας παιγνίων». Σημειώνω ότι η Ελλάς επέτυχε τον μεγαλύτερο ρυθμό οικονομικής αναπτύξεως (6,5%) ετησίως με σκληρό νόμισμα (ένα δολάριο ΗΠΑ = 30 δρχ.) επί μια εικοσαετία, 1953-1973.