Ρητορική και πραγματικότητα
ΕΙΡΗΝΗΣ ΧΕΙΛΑ
Καθηγήτριας Διεθνούς Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Visiting Scholar στο Elliott School of International Affairs του George Washington University
Μεταξύ των δηλώσεων που ξεχώρισαν στον τύπο τους τελευταίους μήνες ήταν αυτή του υποψήφιου τότε Προέδρου των ΗΠΑ Donald Trump σχετικά με τη σημασία των Η.Ε. Ο Trump περιέγραψε τον Οργανισμό ως “just a club for people to get together, talk, and have a good time… if it is causing problems rather than solving them… it will be a waste of time and money». Μετά την ανάληψη των καθηκόντων του ο Λευκός Οίκος προέβη σε ανακοινώσεις, τον Μάρτιο του 2017, σχετικά με περικοπές ύψους 1 δισ. δολαρίων για τη χρηματοδότηση των ειρηνευτικών επιχειρήσεων και επιπλέον δεκάδων εκατομμυρίων για προγράμματα των Η.Ε υποστήριξης της παιδικής θνησιμότητας, επισιτιστικής βοήθειας και καταπολέμησης φτώχειας.
Tο ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο η παραπάνω δήλωση και η απόφαση του Μαρτίου είναι ένδειξη των μελλοντικών προθέσεων του Αμερικανού Πρόεδρου και ποιες θα είναι οι συνέπειες μιας πολίτικης υποβάθμισης του ρόλου των Η.Ε. στη διεθνή πολιτική.
Ας ξεκινήσω όμως με μια σύντομη παράθεση των γεγονότων. Τον Δεκέμβριο του 2016 το Συμβούλιο Ασφαλείας των Η.Ε. υιοθέτησε απόφαση με 14 ψήφους υπέρ και μια αποχή, αυτή των ΗΠΑ, η οποία καταδίκαζε την εποικιστική πολιτική του Ισραήλ στη Δυτική Όχθη και στην Ανατολική Ιερουσαλήμ. Ο πρώην Πρόεδρος των ΗΠΑ Barack Obama δέχτηκε έντονη κριτική τόσο στο εσωτερικό, κυρίως από τους Ρεπουμπλικάνους, όσο και από το Ισραήλ και άλλα φίλα προσκείμενα προς αυτό κράτη. Ο Πρόεδρος Trump, διαφωνώντας με την απόφαση προέβη στις παραπάνω δηλώσεις απαξιώνοντας με απλουστευτική φρασεολογία τη σημασία του παγκοσμίου οργανισμού.
Οι αποτυχίες των Η.Ε. στην εδραίωση της ς διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας είναι γνωστές, έχουν αναλυθεί από εγκύρους μελετητές της διεθνούς πολιτικής και του διεθνούς δικαίου και επισημανθεί από αξιωματούχους του ίδιου του Οργανισμού. Συνεπώς το ζήτημα είναι ποια τα οφέλη του Οργανισμού για τον νέο Πρόεδρο των ΗΠΑ και με ποιο τρόπο μπορεί να διαχειριστεί και αξιοποιήσει αποτελεσματικότερα τις δυνατότητες που, παρά τις ατέλειες του, προσφέρει ο Οργανισμός.
Η παγκόσμια ανησυχία που επικράτησε μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου ώθησε τη διεθνή κοινότητα να αναζητήσει συμμαχίες και συνεργατικές πολιτικές για την διαχείριση νέων μορφών απειλής όπως η ισλαμική τρομοκρατία. Τα Η.Ε. έπαιξαν κεντρικό ρόλο στην διεθνοποίηση του αγώνα εναντίον της τρομοκρατίας, στην αναζήτηση από κοινού δράσεων αναβάθμισης των επιχειρησιακών ικανοτήτων έτσι ώστε να είναι σε θέση να πλήξουν εστίες δράσης τρομοκρατών σε διαφορές χώρες. Ως αποτέλεσμα, τόσο επί Obama όσο και προηγουμένως επί Bush, χώρες όπως η Kίνα, η Ινδία, η Ρωσία και ορισμένες μουσουλμανικές όπως η Αίγυπτος, προχώρησαν στην λήψη μέτρων αντιτρομοκρατίας μη στρατιωτικού χαρακτήρα εστιάζοντας στις συλλογικές προσπάθειες μεταξύ χωρών κλειδιά για την καταπολέμηση τη τρομοκρατίας. Άλλες μορφές δράσης εστίαζαν στην λήψη και εφαρμογή αντιτρομοκρατικών νόμων στο εσωτερικό των κρατών προληπτικά, έτσι ώστε να «διακόψουν» διαύλους επικοινωνίας μεταξύ μαχητών του ISIS και ομάδων σε περιοχές κρίσεων όπως και τις πηγές χρηματοδότησης τους. Προς αυτή τη κατεύθυνση η κυβέρνηση Obama ζήτησε την στήριξη των Η.Ε. για την εφαρμογή μιας πιο αυστηρής πολιτικής κυρώσεων ώστε να περιοριστούν οι χρηματοδοτικές ροές προς το Ισλαμικό κράτος .
Σημαντικότερο όλων υπήρξε η υιοθέτηση από τη Γ.Σ. απόφασης η οποία επιβεβαιώνει το παγκόσμιο ενδιαφέρον για την υιοθέτηση Αντιτρομοκρατικής Στρατηγικής . Πρόκειται για την γνωστή «Global Counter-Terrorism Strategy» η οποία εκτός του είναι ένα κείμενο συλλογικής νομιμοποίησης αποτελεί και εργαλείο ενίσχυσης των εθνικών και διεθνών δράσεων για την αντιμετώπιση των καίριων κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών συνεπειών που προκύπτουν από την τρομοκρατική δράση. Επομένως, όσο πιο σύντομα συνειδητοποιήσει η νέα Προεδρία στις ΗΠΑ ότι η τρομοκρατία συνιστά μια παγκόσμια απειλή με διεθνικό χαρακτήρα και προεκτάσεις τόσο περισσότερο όφελος θα έχει σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.
Όσον αφορά το θέμα της περικοπής χρηματοδότησης των Η.Ε. και την, σύμφωνα με δηλώσεις του Λευκού οίκου, εφαρμογή πολιτικών μείωσης του προϋπολογισμού που διατίθεται για τις ειρηνευτικές επιχειρήσεις της τάξης του 40%, τούτο δεν απηχεί τον ηγετικό ρόλο και την «ευθύνη» των ΗΠΑ στη διατήρηση της διεθνούς τάξης. Η συνεισφορά των ΗΠΑ είναι πάνω από 2 δισεκατομμύρια δολάρια σε σύνολο 8 του προϋπολογισμού που διαθέτουν τα Η.Ε. για ειρηνευτικές επιχειρήσεις. Επιπλέον, οι προηγούμενες κυβερνήσεις, είχαν συνεισφέρει στα πλαίσια προγραμμάτων Δράσης του Οργανισμού με σχεδόν 10,5 δισεκατομμύρια δολάρια εστιάζοντας σε κρίσιμα ζητήματα για την βελτίωση των όρων διαβίωσης σε υπανάπτυκτες χώρες μέσω του εμβολιασμού, της προστασίας προσφύγων, της επισιτιστικής βοήθειας σε ζώνες συγκρουσιακές όπως και στην επίβλεψη της διάχυσης πυρηνικών, χημικών και βιολογικών όπλων. Φαίνεται όμως ότι οι εξαγγελθείσες περικοπές δεν θα αφορούν μόνο τα Η.Ε. αλλά θα επεκτείνονται και σε άλλους Διεθνείς Οργανισμούς. Σύμφωνα με ένα προκαταρτικό σχέδιο προϋπολογισμού που κοινοποιήθηκε από τον Λευκό Οίκο γίνεται αναφορά σε περικοπές στο προϋπολογισμό του 2018 για το σύνολο των Δ.Ο. της τάξης του 28%. Αυτό βέβαια θα συμπαρασύρει και προγράμματα που χρηματοδοτούν πολιτικές αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής και όχι μόνο.
Ποια η σχέση μεταξύ του προεκλογικού σλόγκαν America first και των πολιτικών αυτών; Είναι προφανής. Ο Πρόεδρος Trump στήριξε το προεκλογικό του αφήγημα στην πρόθεση του να δώσει έμφαση στα εσωτερικά προβλήματα της χώρας του συνδέοντας την ισχύ με την εσωτερική ευημερία, ανάπτυξη και ασφάλεια. Όπως δε δήλωνε προεκλογικά «I’m going to spend less money on people overseas and more money on people back home». Η άποψη ότι τα χρήματα αυτά θα διατεθούν για την ενίσχυση της άμυνας των ΗΠΑ ύψους μέχρι 54 δισεκατομμύρια δολάρια δεν λαμβάνει υπόψη ότι η ισχύς ενός κράτους και ιδιαίτερα ενός κράτους σαν τις ΗΠΑ δεν ορίζεται μόνο από την στρατιωτική του ικανότητα. Η εικόνα που προβάλλει ένα από τα πιο ισχυρά κράτη του κόσμου, του ελευθέρου κόσμου, στην προάσπιση των αξιών και των δικαιωμάτων λαών και κοινωνιών με όπλο την ελπίδα για ένα καλύτερο κόσμο είναι και αυτό ένας τρόπος προβολής ισχύος. Το να προσεγγίζεις την εξωτερική πολιτική ως μια συναλλαγή κόστους – οφέλους αποστερώντας την από το ηθικό πλεονέκτημα αξιών και αρχών που συνέβαλαν στη διαμόρφωση της διεθνούς τάξης διαχρονικά, κομβικό ρόλο στην οποία έχουν οι Δ.Ο., δεν είναι προς το συμφέρον ούτε των ΗΠΑ αλλά ούτε και της οικοδόμησης μιας πιο αποτελεσματικής διεθνούς τάξης. Όπως επισημαίνει o ρεπουμπλικάνος Γερουσιαστής John McCain “depriving the oppressed of a beacon of hope could lose us the world we have built and thrived in. It could cost our reputation in history… we saw the world as it was and we made it better”. Η υποστήριξη στις δράσεις του ΟΗΕ απηχεί μια οικουμενική επιταγή την οποία κανένας ηγέτης δεν μπορεί να αγνοήσει. Κυρίως έχει σημασία, λαμβάνοντας υπόψη τις γεωπολιτικές πραγματικότητες που κυριαρχούν στις κρατικές επιλογές, να αναζητηθεί ένα modus operandi που αντί να αναπαράγει διαφωνίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα του να επικεντρώνεται στις πολιτικές που θα τον καταστήσουν πιο ισχυρό παίκτη στη διεθνή ανταγωνιστική σκακιέρα.