ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΜΗΤΡΑΚΟΥ
Υποδιοικητού της Τραπέζης της Ελλάδος
Mετά από σχεδόν επτά χρόνια κρίσης, υπάρχουν πλέον βάσιμες ενδείξεις ότι η οικονομία έχει σταθεροποιηθεί σε χαμηλά επίπεδα και απομένουν λίγα ακόμα βήματα στον τομέα των μεταρρυθμίσεων ώστε να τεθούν οι βάσεις για την επιστροφή της οικονομίας σε διατηρήσιμη ανάπτυξη. Φαίνεται ότι η συνολική πρόοδος που έχει συντελεστεί στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, με σημαντικό –είναι αλήθεια– κοινωνικό κόστος, μπορεί να αποτελέσει τη βάση πάνω στην οποία μπορούμε να κτίσουμε ένα νέο ενάρετο κύκλο προόδου και ανάπτυξης.
Τα δύο τελευταία χρόνια η οικονομία έδειξε εξαιρετική ανθεκτικότητα στις κατά περιόδους εξάρσεις της αβεβαιότητας, με οριακά αρνητική μεταβολή του ΑΕΠ (-0,2% σε ετήσια βάση) το 2015, παρά την επιβολή των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. Στη διάρκεια του 2016, ιδίως κατά το δεύτερο εξάμηνο, η οικονομία κατέγραψε μικρούς θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, απόρροια της επιτυχημένης ολοκλήρωσης της πρώτης αξιολόγησης του νέου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής. Συνολικά για το 2016, εξαλείφθηκε το αρνητικό πρόσημο για το ΑΕΠ, ενώ κατά τη διάρκεια του έτους παρατηρήθηκε αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, ενίσχυση της απασχόλησης, υποχώρηση της ανεργίας, η οποία ωστόσο παραμένει σε πολύ υψηλό επίπεδο, επιστροφή των τραπεζών στην πριν από φόρους κερδοφορία, καθώς και σταθεροποίηση και μικρή μείωση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Στην αγορά ακινήτων παρατηρήθηκε επιβράδυνση του ρυθμού μείωσης των τιμών στα οικιστικά ακίνητα σε χαμηλά πλέον επίπεδα και σταθεροποίηση των τιμών των επαγγελματικών ακινήτων, ενώ η τουριστική δραστηριότητα έδειξε ισχυρό δυναμισμό, ο οποίος φαίνεται ότι θα συνεχιστεί με εντονότερους ρυθμούς και το 2017. Επίσης, στο δημοσιονομικό τομέα, η πρωτοφανής για τα διεθνή δεδομένα δημοσιονομική προσαρμογή έχει εμπεδώσει ένα κλίμα πειθαρχίας, το οποίο έχει συμβάλει στην επαναλαμβανόμενη καταγραφή πρωτογενών πλεονασμάτων του προϋπολογισμού της γενικής κυβέρνησης, υπερκαλύπτοντας κατά πολύ τους στόχους του Προγράμματος.
Έχουν δημιουργηθεί συνεπώς ευνοϊκές συνθήκες για την επιστροφή της χώρας σε συνθήκες κανονικότητας. Ιδίως δε αν αναλογιστούμε ακόμα ότι η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας έχει αποκατασταθεί σε σημαντικό βαθμό, το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών εμφανίζει πλέον ισορροπημένη εικόνα, ενώ όλο και μεγαλύτερο μέρος της παραγωγικής δραστηριότητας προσανατολίζεται σήμερα στην παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, με το σχετικό μέγεθος του εν λόγω τομέα να έχει αυξηθεί κατά 24% περίπου σε όρους ονομαστικής αξίας παραγωγής και κατά περίπου 8% σε όρους απασχόλησης την περίοδο 2010-2015. Την ίδια περίοδο οι σχετικές τιμές των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών έναντι των μη εμπορεύσιμων αυξήθηκαν κατά 10% περίπου, με αποτέλεσμα η παραγωγή τους να γίνει πιο επικερδής.
Η συνέχιση αυτών των θετικών τάσεων για την πραγματική ανάκαμψη της οικονομίας θα χρειαστεί αναμφίβολα και τη συνδρομή του τραπεζικού κλάδου, ο οποίος έχει πλέον σταθεροποιηθεί, καθώς η επιτυχημένη κεφαλαιακή ενδυνάμωση των τραπεζών στο τέλος του 2015, κυρίως με ιδιωτικά κεφάλαια, συνέβαλε στο να ανακτηθεί σε σημαντικό βαθμό η εμπιστοσύνη καταθετών και επενδυτών. Ωστόσο μεγάλη παραμένει η πρόκληση όσον αφορά τη διαχείριση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τα οποία, με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία, ανέρχονται σε περίπου 107 δισεκ. ευρώ, ήτοι περίπου 45% του συνόλου των δανείων. Είναι προφανές ότι ένα τόσο υψηλό επίπεδο επισφαλών δανείων αποτελεί τροχοπέδη, καθώς μειώνει τα έσοδα των τραπεζών και επιτείνει την ανάγκη σχηματισμού προβλέψεων, αυξάνοντας το κόστος δανεισμού και περιορίζοντας τη ρευστότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, με αποτέλεσμα να στερεί πολύτιμους πόρους από τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
Για την αντιμετώπιση του προβλήματος έχουν γίνει σημαντικά βήματα, τόσο από την Τράπεζα της Ελλάδος όσο και από την Πολιτεία, στην κατεύθυνση της ενίσχυσης του εποπτικού και ρυθμιστικού πλαισίου, της άρσης θεσμικών και διοικητικών εμποδίων και της δημιουργίας δευτερογενούς αγοράς διαχείρισης και απόκτησης δανείων. Αξίζει να τονιστεί ότι το πλαίσιο παρακολούθησης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που έχει θεσπίσει η Τράπεζα της Ελλάδος είναι το πλέον αναλυτικό στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ωθώντας τις τράπεζες να αναβαθμίσουν τα μηχανογραφικά συστήματα και τις διαδικασίες τους ώστε και οι ίδιες να παρακολουθούν και να διαχειρίζονται αποτελεσματικότερα τα εν λόγω ανοίγματα. Επιπλέον, οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται αποτελούν ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για τη χάραξη και εφαρμογή της πλέον ενδεδειγμένης πολιτικής για τη διαχείριση των προβληματικών δανείων.
Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι, εκτός από την αξιοποίηση των πόρων που θα προέλθουν από τη μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι τράπεζες μπορούν επίσης να συμβάλουν στην ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας. Μπορούν να συνεισφέρουν τεχνογνωσία στην αναδιάρθρωση βιώσιμων επιχειρήσεων, με αλλαγές στη δομή, στον επιχειρησιακό σχεδιασμό και, όπου είναι αναγκαίο, στη διοίκηση των επιχειρήσεων, και επιπλέον να ενθαρρύνουν και να στηρίξουν έμπρακτα επενδύσεις σε καινοτόμες δραστηριότητες και στρατηγικούς κλάδους με εξαγωγικό προσανατολισμό, με βάση και το εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας. Ενδεικτικοί κλάδοι που εμπίπτουν στην κατηγορία αυτή είναι η ενέργεια, το εμπόριο, οι μεταφορές, τα logistics και ο τουρισμός, που με τη σειρά τους θα δημιουργήσουν πολλαπλασιαστικά οφέλη για ολόκληρη την οικονομία.
Απαραίτητες προϋποθέσεις για τη μεγιστοποίηση της ωφέλειας από τα ανωτέρω αποτελούν η ταχεία ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και των μεταρρυθμίσεων που έχουν δρομολογηθεί, η μακροχρόνια βιώσιμη ρύθμιση του δημόσιου χρέους, η οποία θα περιορίσει την αβεβαιότητα για τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας, αλλά και η συμμετοχή των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία θα μειώσει το κόστος χρηματοδότησης τόσο του Δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα.
Με τον τρόπο αυτό θα ανοίξει ο δρόμος για τη σταδιακή έξοδο της χώρας στις αγορές για την κάλυψη των χρηματοδοτικών της αναγκών, την απεξάρτηση από τα προγράμματα οικονομικής στήριξης των τελευταίων ετών και την είσοδό της ελληνικής οικονομίας σε έναν ενάρετο κύκλο προόδου και δυναμικής ανάπτυξης.