Σωτήρης Ντάλης
Την Κυριακή 23 Απριλίου, οι γάλλοι ψηφοφόροι έκαναν μια πολιτική υπέρβαση στέλνοντας εκτός δευτέρου γύρου τους υποψηφίους των δυο παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας τους Ρεπουμπλικανούς και τους Σοσιαλιστές.
Ειδικότερα η νίκη του Εμανουέλ Μακρόν απέναντι στον εθνολαϊκισμό που εκφράζει η ακροδεξιά Λεπέν και η πολύ πιθανή εκλογή του στο αξίωμα του προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας, δίνει μια νέα διάσταση στη συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης, γιατί ήταν ο μόνος πραγματικά ευρωπαϊστής από όλους τους υποψήφιους που εμφανίστηκαν στον πρώτο γύρο της περασμένης Κυριακής.
Σύμφωνα με τους περισσότερους αναλυτές, με τον Μακρόν πρόεδρο της Γαλλίας θα δημιουργηθούν νέες προϋποθέσεις για τον γαλλογερμανικό άξονα που είναι πάντα απαραίτητος για την προώθηση της ευρωπαϊκής ενοποιητικής διαδικασίας.
Η ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και οι περισσότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, υποδέχτηκαν με ανακούφιση τη νίκη Μακρόν. Ειδικότερα στο Βερολίνο με δυσκολία συγκρατούν την ανακούφισή τους από την επικράτηση του Εμανουέλ Μακρόν κόντρα στην Λεπέν. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του αντικαγκελάριου και υπουργού εξωτερικών Ζίγκμαρ Γκάμπριελ: « Η νίκη του Μακρόν κατά της Λεπέν είναι σημαντική για τη Γαλλία αλλά και την Ευρώπη γιατί ο νικητής της περασμένης Κυριακής έχει το θάρρος, τις ιδέες και τη δύναμη να βγάλει τη χώρα του από τον λήθαργο και να υπερβεί τη διαίρεση της Ευρώπης».
Ιδιαίτερα σήμερα, όπου η ευρωπαϊκή ενοποίηση έχει μπλοκαριστεί από μια πολυεπίπεδη κρίση οικονομική και προσφυγική στην οποία ήλθε να προστεθεί και η απόφαση της Βρετανίας για αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η ανάδειξη του Μακρόν στην προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ανάγκη από πολιτικούς ηγέτες με ξεκάθαρες ευρωπαϊκές θέσεις γιατί αντιμετωπίζει σήμερα σοβαρές απειλές, όπως είναι, το ριζοσπαστικό Ισλάμ με τις συνεχείς τρομοκρατικές επιθέσεις σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις , ο Βλαδίμηρος Πούτιν, ο οποίος φαίνεται να υπονομεύει με πολλούς τρόπους την ενότητα της ΕΕ και να αναζητά την πρωτοκαθεδρία στον συντηρητικό κόσμο, η άνοδος του εθνολαϊκισμού, των ακροδεξιών κομμάτων και των νεοφασιστικών μορφωμάτων σε πολλές χώρες αλλά και ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έδειξε στους πρώτους μήνες της διακυβέρνησής του, πως επιδιώκει την αποσύνθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Επιπλέον αντιμετωπίζει το μεγάλο πρόβλημα του ευρωσκεπτικισμού . Σύμφωνα με τις μετρήσεις του Ευρωβαρόμετρου, οι ευρωπαίοι πολίτες δεν τάσσονται κατά της ΕΕ, αλλά κατά του τρόπου που λειτουργεί αυτή. Πολλοί Ευρωπαίοι βιώνουν την «Ευρώπη-ΔΝΤ» σαν μια απειλή, γιατί είναι το πλαίσιο βοήθειας υπό τον όρο να πραγματοποιηθούν επώδυνες μεταρρυθμίσεις και περικοπές.
Η επίκληση του «εθνικού συμφέροντος» και το Brexit
Ένα άλλο πρόβλημα για τη λειτουργία της ΕΕ, είναι η τάση πολλών ευρωπαίων ηγετών για συνεχή επίκληση του «εθνικού συμφέροντος». Έτσι σήμερα, η ΕΕ δείχνει εγκλωβισμένη στα «εθνικά εγώ». Σε αυτόν τον εγκλωβισμό των «εθνικών εγωισμών», εντάσσεται και το δημοψήφισμα που οδήγησε στο Brexit.
Η ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο, πρέπει να προχωρήσουν σε ειλικρινείς και δίκαιες διαπραγματεύσεις μετά την ενεργοποίηση από την πλευρά του Λονδίνου του άρθρου 50 της Συνθήκης της Λισαβώνας και η ΕΕ δεν πρέπει να δείξει τιμωρητική ή εκδικητική στάση απέναντί του. Την ίδια στιγμή, το Ηνωμένο Βασίλειο είναι εκείνο που πρέπει να προτείνει πρώτο στην ΕΕ το είδος των σχέσεων που επιθυμεί.
Αυτό που δεν πρέπει να επιτρέψουμε και να δεχθούμε, είναι η επιλεκτική επιλογή ή απόρριψη πολιτικών. Εάν το Ηνωμένο Βασίλειο επιθυμεί ένα δικαίωμα θα πρέπει να αποδεχτεί και τις σχετικές υποχρεώσεις.
Οι διαπραγματεύσεις με το Ηνωμένο Βασίλειο θα οδηγήσουν στην αποχώρησή του από την Ευρωπαϊκή Ένωση και θα ακολουθήσουν άλλες διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία της μελλοντικής σχέσης. Σήμερα, μπροστά στα νέα δεδομένα, μπορεί άραγε το Brexit, να αφυπνίσει την Ευρώπη και να την κάνει να αλλάξει; Οι πολιτικές πρωτοβουλίες των τελευταίων μηνών έδειξαν πως αυτό μπορεί να συμβεί.
Ήδη από τη Σύνοδο Κορυφής στη Βαλέτα της Μάλτας, στις αρχές Φεβρουαρίου του 2017, η πρόταση της Άνγκελας Μέρκελ, για μια Ευρώπη «πολλών ταχυτήτων», έδωσε το στίγμα της νέας συζήτησης. Τα τελευταία χρόνια, έδειξαν «πως θα υπάρξει μια ΕΕ με διαφορετικές ταχύτητες, ότι δεν μπορούν όλες οι χώρες να προχωρήσουν στα ίδια επίπεδα ενοποίησης», υποστήριξε η γερμανίδα καγκελάριος. Στο ίδιο μήκος κύματος με την Μέρκελ, ο γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ, πρότεινε η Δήλωση της Ρώμης της 25ης Μαρτίου του 2017, με αφορμή την 60ή επέτειο των Συνθηκών της Ρώμης, να αναφέρει την προοπτική μιας Ευρώπης «διαφορετικών ταχυτήτων», ως πιθανή πορεία προς τα εμπρός, αν και τόνισε ότι η «ευρωπαϊκή ενότητα είναι απαραίτητη». Είναι χαρακτηριστικό και το έγγραφο των προτάσεων που κατέθεσαν οι τρεις χώρες της Μπενελούξ, Βέλγιο, Ολλανδία και Λουξεμβούργο, όπου αναφέρεται ξεκάθαρα η ανάγκη δημιουργίας μιας Ευρώπης πολλών ταχυτήτων. «Διαφορετικά μονοπάτια ολοκλήρωσης και ενισχυμένης συνεργασίας θα μπορούσαν να παρέχουν αποτελεσματικές απαντήσεις στις προκλήσεις που επηρεάζουν τα κράτη-μέλη με διαφορετικούς τρόπους», υπογράμμιζαν οι τρεις χώρες.
Μπροστά σε αυτές τις νέες προκλήσεις είναι χρήσιμο να σκεφτούμε, τι σηματοδοτεί σήμερα η ευρωπαϊκή ενοποίηση πέρα από την ειρήνη στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο που δοκιμάστηκε τόσο σκληρά στη διάρκεια του 20ου αιώνα. Η ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία σημαίνει και ένα πρότυπο ανάπτυξης μοναδικό στον κόσμο, που συνδυάζει (ή συνδύαζε μέχρι πρόσφατα) κάποιες πολιτικές αλληλεγγύης με αντικειμενικό σκοπό μια ανάπτυξη που πρέπει να συμμεριζόμαστε όλοι.
Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την Ευρώπη χωρίς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Εάν δεν είχε ξεκινήσει η Ευρωπαϊκή ενοποίηση, η οικονομική ανάπτυξη της Ευρώπης θα είχε προχωρήσει με πολύ πιο αργούς ρυθμούς. Δεν θα υπήρχε ενιαία πολιτική ανταγωνισμού, ενιαία αγορά ή ενιαίο νόμισμα. Οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των χωρών της Ευρώπης θα ήταν μικρότερες και θα υπήρχε μεγαλύτερη μακροοικονομική αστάθεια. Το μεγάλο επίτευγμα της ΕΕ είναι η εδραίωση του «κράτους πρόνοιας» και του «κράτους των υπηρεσιών» που έχει ως σκοπό να υπηρετεί τους πολίτες, όχι να τους εξουσιάζει.
Ποιες είναι όμως σήμερα οι προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών-μελών της, εξήντα χρόνια από τις Συνθήκες της Ρώμης του 1957; Προφανώς, μεταξύ άλλων, είναι και η δημιουργία θέσεων εργασίας μέσω της απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας, ο εκσυγχρονισμός του κράτους πρόνοιας, που είναι ζήτημα κυρίως κρατικό, και η επένδυση στις νέες τεχνολογίες και στην παραγωγή νέων ιδεών.
Όσο για την Οικονομική και Νομισματική Ένωση δεν μπορεί πλέον να προχωρά στηριζόμενη στο ένα πόδι, το νομισματικό – αυτό θα ήταν αντίθετο και προς το πνεύμα των Συνθηκών. Για να ολοκληρωθεί το ημιτελές οικοδόμημα απαιτείται «περισσότερη» Ευρώπη.
Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, η «έλλειψη» της Ευρώπης σημαίνει την «υποχώρηση» της Ευρώπης. Αυτή είναι και η πραγματική παγίδα που η ίδια η Γηραιά Ήπειρος κινδυνεύει να στήσει στον εαυτό της.
*Ο Σωτήρης Ντάλης είναι επ. καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Ευρωπαϊκής Ενοποίησης στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Τον επόμενο μήνα θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Παπαζήση το νέο βιβλίο του με τίτλο: «Η ‘’Δύσκολη’’ Ευρώπη. Σε αναζήτηση της νέας Ευρωπαϊκής Αλληλεγγύης».
Πηγή: Ελευθερία του Τύπου, 29 Απριλίου 2017