ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΜΠΡΕΔΗΜΑ

Ομοτίμου Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Η προσάρτηση από τη Ρωσία της Κριμαίας (2014) και η αυτονόμηση, με την υποστήριξη της ίδιας χώρας, των περιοχών της Ανατολικής Ουκρανίας (Donetzk-Luhansk) αποτέλεσε ένα ακόμη σκαλοπάτι για την περαιτέρω ψυχροπολεμική εξέλιξη των σχέσεων Ρωσίας-Δυτικών χωρών, εξέλιξη που πραγματοποιείται, αφενός με την επιβολή οικονομικών κυρώσεων στη Ρωσία εκ μέρους, ιδιαίτερα, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των αντιμέτρων της πρώτης· αφετέρου, με την ανάπτυξη χερσαίων δυνάμεων του ΝΑΤΟ στα ανατολικά σύνορα της Πολωνίας.

Εξετάζοντας την κρίση της Κριμαίας, και την προσάρτησή της, από τη σκοπιά του διεθνούς δικαίου, είναι αναμφισβήτητο ότι υπήρξε παραβίαση των κανόνων του γενικού διεθνούς δικαίου, του Χάρτη του ΟΗΕ, αλλά και της αρχής του «απαραβίαστου των συνόρων» του Οργανισμού για την Ασφάλεια και Συνεργασίας στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), αρχή που υιοθετήθηκε στην Τελική Πράξη του Ελσίνκι (1975) με πρωτοβουλία και επιμονή της τότε Σοβιετικής ένωσης. Ενδεχόμενο επιχείρημα ότι η Κριμαία παραχωρήθηκε στην Ουκρανία το 1954, με απόφαση του (Ουκρανού) πρωθυπουργού Νικήτα Χρουτσώφ, χωρίς να ερωτηθεί ο λαός της, έχει μεν μία σημασία σε πολιτικό επίπεδο, δεν ανατρέπει όμως την καλά θεμελιωμένη στο διεθνές δίκαιο αρχή “uti possidetis juris”, δηλαδή ότι οι υπάρχουσες διοικητικές εδαφικές ρυθμίσεις δεν θίγονται από ενδεχόμενη ανεξαρτητοποίηση του εδάφους (εν προκειμένω της Ουκρανίας).

Αν τα παραπάνω πράγματι ισχύουν κατά το διεθνές δίκαιο, άλλοι παράγοντες, γεωπολιτικού χαρακτήρα, σημαντικής σημασίας εξηγούν τις εξελίξεις αυτές και τοποθετούν το όλο θέμα σε μιαν άλλη βάση, όπου το διεθνές δίκαιο φαίνεται να χάνει την «ηθική του» διάσταση. Αυτό εξηγείται από την εξέλιξη των διεθνών σχέσεων μετά την κατάρρευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και την πρακτική των Δυτικών στην περίπτωση του Κοσόβου, όπου βρίσκουμε την ίδια κατάσταση με αυτή της Κριμαίας, εν είδει ανεστραμμένου ειδώλου: εδώ, ήταν οι Δυτικοί που παραβίασαν το διεθνές δίκαιο και η Ρωσία που τους κατήγγειλε, χωρίς όμως να είναι σε θέση να επιβάλλει κυρώσεις.

Η περίπτωση του Κοσόβου υπήρξε καίριας σημασίας σχετικά με τη χρήση βίας, γιατί, αν και το διεθνές δίκαιο δεν έχει ανατραπεί, το ηθικό πλεονέκτημα της επίκλησής του έχει σημαντικά μειωθεί. Όπως έχει επισημάνει ο γνωστός διεθνολόγος Marcello Kohen: «Οι αντιθέσεις στη διεθνή πολιτική και η περιφρόνηση για το διεθνές δίκαιο, όταν αυτό βολεύει τα συμφέροντα της μιας ή της άλλης πλευράς, έχουν ένα τίμημα. Οι δυτικές πρωτεύουσες βρέθηκαν άοπλες απέναντι στη Ρωσία. Όχι στρατιωτικά ή οικονομικά. Πρόκειται για έναν ηθικό αφοπλισμό. Θέλοντας να αγνοούν τις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου, τις διεθνείς σχέσεις, επικαλούμενοι ψευδή νομικά επιχειρήματα…, θέλοντας να ευνοήσουν τον κατακερματισμό των κρατών και να επιβάλουν μία κουλτούρα δύναμης στη διεθνή σκηνή, κατέληξαν στο να εξασθενίσουν τη σπονδυλική στήλη του διεθνούς δικαίου και το σύστημα της συλλογικής ασφάλειας».

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η προσάρτηση της Κριμαίας, αλλά και η όλη κρίση της Ουκρανίας, δεν ήταν το αποτέλεσμα μιας «τυφλής» επεμβατικότητας της Ρωσίας, αλλά μιας εξέλιξης των γεωπολιτικών καταστάσεων στην περιοχή. Πράγματι, η ρωσική κυβέρνηση δεν ανταποκρίθηκε θετικά στη θέση της Δούμα, το 1993, ότι η Κριμαία αποτελεί μέρος της Ρωσίας, ενώ στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 δεν δέχθηκε την προοπτική απόσχισης των περιοχών της Ανατ. Ουκρανίας. Ο λόγος για τον οποίο αντέδρασε, όπως αντέδρασε η Ρωσία μετά το 2014, οφείλεται στις γενικότερες πολιτικές εξελίξει στην Ουκρανία, στην πραξικοπηματική ανατροπή, με την υποστήριξη των Δυτικών, της φιλορωσικής κυβέρνησης και στον προσανατολισμό της νέας κυβέρνησης στην ένταξη στο ΝΑΤΟ και σε στενές σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση, εξέλιξη που φαντάζει στα μάτια του Πούτιν ως η εφαρμογή στην πράξη του δόγματος Brezinski(1997), ότι η Ρωσία θα πάψει να αποτελεί μεγάλη Δύναμη όταν η Ουκρανία αποσπασθεί από την επιρροή της.