Παναγιώτης Τσάκωνας

Είναι δυστυχώς –πανθομολογούμενη– αλήθεια ότι ο ιστορικός των διεθνών σχέσεων και της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας έχει σπάνια την ευκαιρία να συναντήσει περιόδους όπου οι στόχοι που τίθενται στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής της χώρας συνιστούν απότοκο μιας ορθολογικής ανάλυσης των περιορισμών και των ευκαιριών που θέτουν το περιφερειακό και διεθνές περιβάλλον της χώρας. Κατά κανόνα, η εσωστρέφεια, η ομφαλοσκόπηση και ο ανορθολογισμός αποτελούν συστατικά στοιχεία μια πολιτικής κουλτούρας που κυριάρχησε μεταπολιτευτικά στην Ελλάδα και επέδρασε καταλυτικά τόσο στο επίπεδο της κοινής γνώμης και της ελληνικής κοινωνίας όσο και στο επίπεδο της επιστημονικής προσέγγισης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Ούτε όμως και η πολυεπίπεδη κρίση την οποία βιώνει η χώρα κατά την τελευταία επταετία δείχνει να επέδρασε θετικά στο δημόσιο διάλογο για την εξωτερική πολιτική οδηγώντας στον εξορθολογισμό του.

Δεν είναι για αυτό ιδιαίτερα περίεργο που σήμερα, σε μια “οικονομικά διασωληνωμένη” χώρα η οποία αποτελεί ταυτόχρονα τον βασικό αποδέκτη του συνόλου σχεδόν των σύγχρονων απειλών και κινδύνων ασφάλειας στο άμεσο περιβάλλον της (κυρίως στην περιοχή της Μεσογείου), προτείνεται ως μεγάλος στόχος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. στο Αιγαίο (και η συνακόλουθη μετατροπή του Αιγαίου σε “ελληνική λίμνη”). Με τον τρόπο αυτό, υποστηρίζεται, θα ακυρωθεί η –εσχάτως εντεινόμενη– τουρκική επιθετικότητα και θα επιλυθεί το μεγαλύτερο μέρος των ελληνοτουρκικών προβλημάτων. Είναι ακόμη πιο ενδιαφέρον ότι η πρόταση αυτή εισάγεται στη δημόσιο διάλογο εν μέσω ενός εξαιρετικά επιβαρυμένου και διαρκώς μεταβαλλόμενου περιφερειακού και διεθνούς περιβάλλοντος, με την Ευρωπαϊκή Ένωση να βιώνει τη σημαντικότερη κρίση της ιστορίας της και την Τουρκία σε μια εντεινόμενη περιδίνηση ανασφάλειας και αυταρχισμού.

Ίσως κάποιος να σκεφτεί ότι η συγκεκριμένη πρόταση δεν αξίζει κάποιας κριτικής ενασχόλησης και μόνον λόγω του γεγονότος ότι, πολιτικά, ασχολήθηκαν μαζί της (και βεβαίως την υιοθέτησαν ευχαρίστως και προθύμως) μόνον κάποια ακροδεξιά περιτρίμματα που συντηρούν μεταμεσονύχτιες εκπομπές σε περιθωριακά κανάλια. Δεν συμφωνώ με αυτή την προσέγγιση. Αποτελεί μέρος της ευθύνης που οφείλουμε όλοι οι μελετητές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής απέναντι σε αυτή την “όμορφη και παράξενη πατρίδα”, όπως την ονομάζει ο Ελύτης, να συνεισφέρουμε στον εξορθολογισμό του δημόσιου διαλόγου με ψύχραιμες, νηφάλιες και κυρίως καλά επεξεργασμένες προτάσεις πολιτικής.

Διατυπωμένη στην παρούσα διεθνή συγκυρία ως ο μεγάλος στόχος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, η πρόταση για την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων και μετατροπής του Αιγαίου σε ελληνική λίμνη ως η καταλληλότερη μέθοδος επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών προσφέρει κάκιστες υπηρεσίες στον εξορθολογισμό του δημόσιου διαλόγου. Η διατύπωση μαξιμαλιστικών στόχων και “ευσεβών πόθων” και η προτροπή σε υπερήφανα άλματα στο κενό –ενδεχομένως αντίθετα με τις προθέσεις των εμπνευστών της πρότασης– ενισχύει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ελληνικής κοινωνίας και συστατικά στοιχεία της κυρίαρχης στην χώρα “κουλτούρας του αδυνάτου” (underdog culture), όπως η “νοοτροπία πολιορκίας” (siege mentality), η ξενοφοβία και η προτίμηση σε συνωμοσιολογικού χαρακτήρα προσεγγίσεις και ερμηνείες των διεθνών εξελίξεων. Με αυτόν τον τρόπο όμως τροφοδοτείται και συνεγείρεται το “ευρωσκεπτικιστικό” κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, το οποίο δεν διατρέχει μόνον οριζόντια ολόκληρο το πολιτικό φάσμα (από την άκρα αριστερά μέχρι την άκρα δεξιά) αλλά τείνει –στο πλαίσιο του υφιστάμενου “πολιτισμικού δυϊσμού” της ελληνικής κοινωνίας– συνεχώς διευρυνόμενο και ισχυροποιούμενο.

Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι η πρόταση για επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στο Αιγαίο στα 12 ν.μ. προέρχεται από μια συγκεκριμένη αντίληψη αντιμετώπισης της Τουρκίας που αποτελεί το αμάλγαμα δύο προσεγγίσεων ή σχολών σκέψης που κυριαρχούνται από μια “κουλτούρα μη-επίλυσης” των ελληνοτουρκικών διαφορών. Η πρώτη προσέγγιση αφορά σε μια –ειδικής σύλληψης και ερμηνείας– “ανδροπρεπή” εκδοχή του πολιτικού ρεαλισμού που υποστήριζε, ήδη από την δεκαετία του ’80, ότι η στρατιωτική αποτροπή αποτελεί την καταλληλότερη συνταγή αντιμετώπισης της αναθεωρητικής και “εγγενώς επιθετικής” Τουρκίας. Η δεύτερη σχολή σκέψης (εκφραζόμενη χαρακτηριστικά από την κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή στα μέσα της δεκαετίας του 2000) υποστήριζε ότι το πάγωμα των ελληνοτουρκικών διαφορών αποτελεί σε κάθε περίπτωση την συμφερότερη πολιτική επιλογή για την Ελλάδα έναντι οιουδήποτε συμβιβασμού που θα προσφέρει στην Ελλάδα κάτι λιγότερο από το σύνολο των διεκδικήσεών της στο Αιγαίο.

Η πρώτη σχολή σκέψης επέβαλε μια μονοσήμαντη διαχείριση, κυρίως στρατιωτικής αποτροπής, της Τουρκίας και την απαγόρευση πολιτικών πρωτοβουλιών στην προοπτική επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών. Αυτή η σχολή σκέψης απονομιμοποιήθηκε και περιθωριοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό στα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν μετά την κρίση στα Ίμια η κυβέρνηση Σημίτη, εμφορούμενη από μια “κουλτούρα επίλυσης” της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης και αντιλαμβανόμενη τις ευκαιρίες που έθετε το διεθνές και περιφερειακό περιβάλλον της εποχής, προώθησε μια συνολική στρατηγική εξισορρόπησης της Τουρκίας με κεντρικό εργαλείο αυτής της στρατηγικής την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση (είναι ενδιαφέρον ότι η στρατηγική αυτή έγινε δημοσίως αποδεκτή και νομιμοποιήθηκε μόνο από το φιλελεύθερο τμήμα της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης, της Νέας Δημοκρατίας).

Με θεσμικό αποκορύφωμα τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Ελσίνκι τον Δεκέμβριο του 1999 η στρατηγική “κοινωνικοποίησης” της Τουρκίας δεν πέτυχε μόνον την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πέτυχε επίσης να συνδέσει την συνέχιση της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας με την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών καθιστώντας την Ευρωπαϊκή Ένωση “ενεργητικό δρώντα” που υποχρέωνε την Τουρκία να επιλύσει τις διαφορές της με την Ελλάδα στο Αιγαίο μέχρι το 2004. Ήταν τότε που η πρώτη “ανδροπρεπής” αντίληψη της στρατιωτικής αποτροπής της Τουρκίας συνάντησε την δεύτερη “σχολή της ακινησίας” ή της “μη-πολιτικής που όμως αποτελεί πολιτική” (κατά δήλωση αξιωματούχου της κυβέρνησης Καραμανλή) οδηγώντας στη συνειδητή απαξίωση των αποφάσεων του Ελσίνκι και στα γνωστά αποτελέσματα: επανα-διμεροποίηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ακύρωση κάθε κινήτρου στην Τουρκία να επιδιώξει την επίλυση των διαφορών της με την Ελλάδα, απώλεια κάθε ευρωπαϊκού θεσμικού αντίβαρου στην συμπεριφορά της Τουρκίας, απομάκρυνση κάθε σοβαρού ενδεχομένου επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών.

Πράγματι από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 έχουν εκλείψει (βεβαίως και με ελληνική ευθύνη) οι δομικές προϋποθέσεις επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών και οι σχέσεις των δύο χωρών έχουν επανέλθει σε καθεστώς διμερούς διαχείρισης. Είναι στα σοβαρά σε αυτό το περιβάλλον, το επιπρόσθετα επιβαρυμένο με την απώλεια κάθε ενδιαφέροντος της Τουρκίας όσον αφορά στην ευρωπαϊκή της προοπτική, την περαιτέρω ενίσχυση των στοιχείων του αυταρχισμού, της αναξιοπιστίας και της μη-προβλεψιμότητας της συμπεριφοράς της που προτείνεται η μετατροπή του Αιγαίου σε “ελληνική λίμνη” ως ο επόμενος μεγάλος στόχος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής; Είναι πραγματικά ενδιαφέρον (αν και ιδιαίτερα παράδοξο) ότι η αντίληψη που συνειδητά αναίρεσε την προοπτική επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών στα μέσα της δεκαετίας του 2000 όταν, για μοναδική ίσως φορά στην ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, υπήρξαν οι προϋποθέσεις επίλυσης επανέρχεται σήμερα –όπου πασιδήλως εκλείπουν οι προϋποθέσεις επίλυσης– με την συγκεκριμένη μαξιμαλιστική πρόταση ως μέθοδο “επίλυσης” των ελληνοτουρκικών διαφορών!

Αναμφίβολα είναι τα κατάλληλα ερωτήματα που βοηθούν στον εξορθολογισμό της δημόσιας συζήτησης για την εξωτερική πολιτική. Στο πλαίσιο αυτό τα ερωτήματα που βλέπουν το “δάσος” της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής δεν μπορεί να περιορίζονται στο “δέντρο” της  ακύρωσης της –εσχάτως εντεινόμενης– τουρκικής επιθετικότητας αλλά είναι απαραίτητο να αφορούν συνολικότερα στο πώς η Ελλάδα θα αναπτύξει μια συνολική στρατηγική ασφάλειας ικανή να απαντήσει αποτελεσματικά τόσο σε παραδοσιακές όσο και σε σύγχρονες απειλές και κινδύνους. Μέσα σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο πρέπει να ιδωθεί η αποτελεσματικότερη διαχείριση μιας όλο και περισσότερο αναξιόπιστης και απρόβλεπτης Τουρκίας και μόνον ο ψύχραιμος, νηφάλιος, σοβαρός και με επεξεργασμένα επιχειρήματα λόγος των μελετητών της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής μπορεί να συνεισφέρει και στον εξορθολογισμό του δημόσιου διαλόγου στην χώρα, που όπως φαίνεται εξακολουθεί να αποτελεί ακριβό ζητούμενο.


*  Ο Παναγιώτης Τσάκωνας είναι καθηγητής διεθνών σχέσεων, σπουδών ασφάλειας και ανάλυσης εξωτερικής πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και συγγραφέας του βιβλίου: The Incomplete Breakthrough in Greek-Turkish Relations. Grasping Greece’s Socialization Strategy (Palgrave Macmillan, New York, 2010).