ΘΑΝΟΥ ΒΕΡΕΜΗ
Ομοτίμου καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών
Οι κύκλοι στην ιστορία των εθνών-κρατών δεν είναι σαββατοκύριακα. Η διάρκεια τους είναι αστάθμητη και η μετάβαση στους επόμενους κύκλους συνήθως συμβαίνει ανεπαίσθητα. Στην νεότατη ιστορία των ΗΠΑ η κίνηση του εκκρεμούς προς την αριστερά του κράτους-πρόνοιας αρχίζει από της κυβερνήσεις του Φραγκλίνου Ρούζβελτ και τελειώνει με την πρώτη κυβέρνηση του Ρόναλντ Ρέηγκαν το 1978. Από το αναδιανεμητικό κράτος στην εύνοια για τους πλουτοκράτες.
Πριν από έξι χρόνια, στο τεύχος του έγκυρου Foreign Affairs (Νοέμβριος –Δεκέμβριος 2011) ο George Packer, γνωστός δημοσιογράφος του New Yorker, έγραφε για τη σχέση της ανισότητας με την παρακμή των ΗΠΑ. Ο αρθρογράφος σημείωνε ότι μολονότι η ζωή του 20% των Αμερικανών είχε βελτιωθεί σημαντικά κατά τη διάρκεια της τελευταίας τριακονταετίας, η δομή των θεσμών οι οποίοι αποτελούν εγγύηση υγείας της δημοκρατικής πολιτείας, βρίσκονταν κιόλας σε εγκατάλειψη. Τα βασικότερα προβλήματα της χώρας του παρατηρούσε τότε ο Packer, η αλλαγή του κλίματος, η ανισότητα των εισοδημάτων, η καθήλωση των μισθών, το δημόσιο χρέος, η πτώση της απόδοσης του εκπαιδευτικού συστήματος, η γήρανση της υποδομής δημόσιας περιουσίας και πολλά άλλα, αποτελούσαν από το 2011 προάγγελο των προεδρικών εκλογών του 2016.
Και ενώ η τεχνολογία έκανε άλματα στον τομέα της επικοινωνίας με τις οπτικές ίνες και την αδιάκοπη βελτίωση των iphones, τα τραίνα δεν έχουν γίνει πολύ ταχύτερα από ότι ήταν πριν από μισό αιώνα και οι γέφυρες έχουν γεράσει επικίνδυνα. Ίσως η πιο καίρια παρατήρηση του Packer είναι το πάθος που χωρίζει έκτοτε τους Αμερικανούς σε δύο στρατόπεδα – τους προοδευτικούς εκσυγχρονιστές και συντηρητικούς λαϊκιστές.
Ψάχνοντας το σημείο διάρρηξης της παλιάς αμερικανικής συναίνεσης, με την σημερινή διχασμένη χώρα του Donald Trump, θα σταθούμε στην εποχή του «στασιμοπληθωρισμού» μετά τις δύο πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του 1970. Ήταν τότε που έσπασε το άγραφο συμβόλαιο ανάμεσα στις επιχειρήσεις, την εργασία και το κράτος, σύμφωνα με το οποίο τα οφέλη της οικονομικής ανάπτυξης θα διανέμονταν ισότιμα σε όλο των πληθυσμό των ΗΠΑ. Όμως ενώ το 1970 οι διευθύνοντες τις μεγάλες επιχειρήσεις απολάμβαναν μισθούς σαράντα φορές υψηλότερους από εκείνους των χαμηλόμισθων υπαλλήλων, το 2007 η διαφορά αυξήθηκε κατά εκατό φορές. Η καλπάζουσα ανισότητα οδηγεί τις τάξεις που θίγονται από αυτήν περισσότερο σε ακραίους υποψήφιους για την εξουσία.
Με τα σημερινά κριτήρια των Ρεπουμπλικάνων, ο Richard Nixon ήταν ένας αριστερός Πρόεδρος. Ανάμεσα στο 1970-1974, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ίδρυσε τουλάχιστον 12 οργανισμούς που ρύθμιζαν την οικονομία, την κατανάλωση, την εργασία και τις επενδύσεις. Ο στασιμοπληθωρισμός όμως που πάγωσε τους ρυθμούς ανάπτυξης, έπεισε μεγάλο τμήμα των ψηφοφόρων ότι ο ελεύθερος καπιταλισμός κινδύνευε από τους αριστερούς –φιλελεύθερους- όπως θεωρούνταν οι προστάτες του φυσικού περιβάλλοντος ή του καταναλωτή. Παράλληλα έκαναν την εμφάνιση τους δεξαμενές σκέψης, εξόχως συντηρητικές, όπως το Heritage Foundation. Τα lobbies στην Washington που εκπροσωπούσαν επιχειρηματικά συμφέροντα, από το 145 το 1970, έγιναν 2.500 ως το 1982.
Στην αμερικανική παράδοση οι πολιτικές και πνευματικές ελίτ γίνονται συχνά στόχος από τον απλό λαό. Χωρίς όμως να συντελείται αναγκαστικά και μεταβίβαση της εξουσίας τους στις μάζες. Το 1978 υπήρξε σημαδιακό έτος για τις κατοπινές εξελίξεις. Ένα δημοκρατικό Κογκρέσο απέτυχε τότε στην επιψήφιση τριών φιλελεύθερων νομοσχεδίων. Το επεισόδιο αυτό υπήρξε η αφετηρία της ανόδου των Ρεπουμπλικανών, και η αρχή της μεγάλης πολιτικής αλλαγής που προανήγγειλε η άνοδος του Ronald Reagan στην εξουσία.
Η νέα μοιρασιά των αμερικανικών πόρων από τους πολλούς στους λίγους, αρχίζει τότε. Ανάμεσα στο 1979 και το 2006, οι μεσοαστοί είδαν το εισόδημα τους να αυξάνεται κατά 21%, ενώ οι φτωχότεροι μόνο κατά 11%. Το υψηλότερο εισοδηματικά 1% όμως, αύξησε το εισόδημα του κατά 256%.
Την ίδια περίπου εποχή στην Ευρώπη η ανισότητα δεν πλησιάζει την αμερικανική χάρη στην εξισωτική πολιτική των κυβερνήσεων στις περισσότερες χώρες.
Η ανάπτυξη της ανισότητας στις ΗΠΑ της τελευταίας τριακονταετίας, προκάλεσε το μεγαλύτερο παράδοξο στην αμερικανική ιστορία. Οι μικρομεσαίοι να εκλέγουν ένα κακότροπο πλουσιόπαιδο ως Πρόεδρο της χώρας τους. Μολονότι η ανισότητα δεν ταράζει πλέον τον ύπνο των πλουσίων όπως παλιά, αυτό δεν εξηγεί την αυτοκτονική ροπή του εισοδηματικά χαμηλότερου 30% προς τον Trump, ο οποίος δεν αποτελεί λύση για τα προβλήματα των λιγότερο ευνοημένων.
Οι θεωρίες για το πώς το σύστημα θα διορθώσει το λάθος των ψηφοφόρων, ποικίλουν. Κάποιοι επικαλούνται άρθρα του Συντάγματος που προβλέπουν μέτρα εναντίον Προέδρων οι οποίοι ξεστράτησαν από το έργο τους. Άλλοι νομίζουν ότι οι περισσότεροι των Ρεπουμπλικανών δεν θα ανεχτούν για πολύ τον Trump και το πλήγμα που προκαλεί στο κόμμα τους με την ιδιόρρυθμη συμπεριφορά του. Το βέβαιο πάντως είναι ότι το κακό έχει ήδη εισχωρήσει βαθιά στο δημοκρατικό πολίτευμα με τη μορφή ενός φθοροποιού λαϊκισμού.