ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΑΓΚΑΛΟΥ
Πρώην υπουργού
H διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης ξεκίνησε από μία συμπαγή ομάδα πολιτικών και γύρω από ένα πολύ συγκεκριμένο πρόβλημα αμέσως μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ενοποίηση δεν είχε ορατό τέλος. Απλώς, όπως είχε πει ο Ζαν Μονέ, θα εφαρμόζονταν κάθε φορά οι αλλαγές που είχαν γίνει συνειδητά αποδεκτές «εν τοις πράγμασι».
Η κάθε χώρα είχε ένα δικό της λογαριασμό να εξοφλήσει. Η Δυτική Γερμανία όφειλε να εξιλεωθεί για τα εγκλήματα και τις καταστροφές, που είχε προκαλέσει το ναζιστικό καθεστώς. Η Ιταλία του Ντε Γκάσπερι αναζητούσε το χαμένο κύρος της και προσπαθούσε με κάθε θυσία να ξεχαστεί το μουσολινικό της παρελθόν. Η Γαλλία και η Αγγλία όφειλαν να ξεχάσουν τον εκδικητικό χαρακτήρα των μεταπολεμικών αποζημιώσεων, για να μην επαναληφθεί η εξαθλίωση των ηττημένων του 1920, που είχε οδηγήσει στην επανάληψη της καταστροφικής πανευρωπαϊκής σύγκρουσης. Το εσωτερικό πολιτικό παιχνίδι σε αυτές τις χώρες ήταν ιδιαίτερα περίπλοκο. Τα κομμουνιστικά κόμματα, προσπαθώντας να μονοπωλήσουν την αντίσταση, πλειοδοτούσαν πάνω στις, έτσι κι αλλιώς, υπερβολικές απαιτήσεις του σταλινικού καθεστώτος.
Η συνεργασία των μεγάλων μονοπωλίων άνθρακα και χάλυβα πάνω από τα προπολεμικά σύνορα ήταν προορισμένη να δώσει μια κοινή βάση στη βιομηχανική ανοικοδόμηση. Αυτήν την πολιτική ακολουθούσαν πιστά και οι μικρότερες χώρες, όπως το Βέλγιο, η Ολλανδία και το Λουξεμβούργο, που είχαν, ούτως ή άλλως, προχωρήσει σε προωθημένες μορφές συνεργασίας μέσα στο πλαίσιο της ΜπεΝεΛουξ.
Σε μεγάλο βαθμό κάτω από την πίεση λαϊκών αγώνων –ιδιαίτερα των αγροτών– προωθήθηκε η κοινή αγορά και ιδιαίτερα η τελωνειακή ζώνη και η κοινή αγροτική πολιτική. Όταν το 1973 ερωτήθηκε, το πρωί βγαίνοντας από το σπίτι του ο Στρατηγός Ντε Γκολ, πως αισθανόταν εκείνη την ημέρα προσποιήθηκε ότι δεν γνώριζε τι ημέρα ήταν. Και όταν οι δημοσιογράφοι του είπαν ότι πριν από λίγο μπήκαν η Δανία, η Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο στην ΕΟΚ, αυτός ο μεγάλος είρων απάντησε: «Α! Οι Εγγλέζοι ήρθαν επιτέλους συναποκομίζοντας και το μπρέκφαστ τους» (η Δανία ήταν ο βασικός εξαγωγέας μπέικον προς την Αγγλία και η Ιρλανδία συμπλήρωνε το πρωινό πιάτο με τα φρέσκα αυγά της). Τα πράγματα, βέβαια, ήταν πολύ πιο σοβαρά όπως έδειξε το Μπρέξιτ και η κρίση στη 10η, 11η και 12η χώρα, δηλαδή στην Ελλάδα, στην Ισπανία και στην Πορτογαλία, που έγιναν μέλη, κυρίως για πολιτικούς λόγους.
Μετά τη διεύρυνση του 1994, που έφερε στην κοινότητα την Αυστρία, τη Σουηδία και τη Φιλανδία και παρ’ ολίγο τη Νορβηγία, η διεύρυνση προς βορά είχε ολοκληρωθεί. Το 1990 κατέρρευσε το τείχος του Βερολίνου και μαζί του ο υπαρκτός σοσιαλισμός. Χώρες τσακισμένες από το σταλινικό καθεστώς όπως η Πολωνία, η Τσεχία, η Ουγγαρία, η Σλοβακία, οι τρεις βαλτικές, που αποσχίστηκαν από τη Σοβιετική ένωση, έγιναν μέλη της κοινότητας ήταν απόλυτα σαφές ότι τα κριτήρια ήταν καθαρά πολιτικά και η διαδικασία που ακολουθήθηκε πρόχειρη. Παρ’ όλες τις κριτικές που έγιναν τότε, Μάλτα και Κύπρος, Σλοβενία, Κροατία, Ρουμανία και Βουλγαρία συμπλήρωναν το πολύχρωμο πάζλ όπου ισότιμα με τις χώρες του σκληρού πυρήνα, χώρες «που δεν ήθελαν» και χώρες «που δεν μπορούσαν» δημιούργησαν ένα αμάλγαμα που οδήγησε σιγά, σιγά στη σημερινή έλλειψη κατανόησης και δυσχέρειας καθορισμού κοινών στόχων.
Όταν, βέβαια, οι χώρες που μένουν απ’ έξω δεν μπορούν να ακολουθήσουν την ταχύτητα των προπορευόμενων, υπάρχουν δύο λύσεις. Για χρόνια επιδιώχθηκε, με μεγαλύτερη ή μικρότερη ειλικρίνεια και καλή πίστη, η ενιαία πορεία. Υπήρχαν διάφορες προϋποθέσεις. Η πρώτη είναι η ενίσχυση της δημοσιονομικής και παραγωγικής ισορροπίας από τους κεντρικούς θεσμούς κυρίως με τη χρηματοδότηση του δικτύου υποδομών. Η άλλη, που παρουσιάζει μεγάλες πολιτικές δυσχέρειες στις κοινωνίες των προπορευόμενων χωρών είναι η επιβράδυνση του συνόλου. Σύμφωνα με την τελευταία λογική, επειδή η Βουλγαρία και η Ρουμανία είναι προφανές ότι θα έμεναν πίσω, δεν θα έπρεπε να υπάρχει ούτε το ενιαίο νόμισμα, ούτε η ζώνη ελευθέρας κυκλοφορίας των προσώπων με βάση το σύστημα φρούρησης των εξωτερικών συνόρων, που συμφωνήθηκε στο Σένγκεν.
Ο Πρόεδρος Μιτεράν ήταν ο πρώτος που εισήγαγε σε επίπεδο κορυφής την άλλη λύση, την έννοια της Ευρώπης των διαφορετικών ταχυτήτων. Χρησιμοποίησε, βέβαια, μια πολύ πιο κομψή έκφραση: «την Ευρώπη της κυμαινόμενης γεωγραφίας». Όπως και αν το έλεγες, η ουσία ήταν μία. Θα υπήρχαν πολιτικές στο μέλλον όπου δεν θα μετείχαν όσοι δεν ήθελαν, για λόγους ιστορικούς και όσοι δεν θα μπορούσαν, γιατί τα πράγματα στη χώρα τους δεν είχαν ωριμάσει πριν από την είσοδό τους. Οπωσδήποτε δεν επρόκειτο για ένα απλό πρόβλημα καθυστέρησης Ροστωβιανού τύπου: η Βουλγαρία και η Ρουμανία είχαν μεγάλες δυσκολίες να εφαρμόσουν το Σένγκεν, επειδή το κράτος τους και ιδιαίτερα η αστυνομία τους ήταν διεφθαρμένα και δεν μπορούσαν να παράσχουν οποιαδήποτε σοβαρή εγγύηση ότι οι αρχές δεν θα οργάνωναν συστηματικό εμπόριο μεταναστών με κατεύθυνση την καρδιά της κοινότητας.
Από το 2000 η Ελλάδα είναι το κεντρικό πρόβλημα λειτουργίας του ενιαίου νομίσματος. Ακόμα και με τη δυσάρεστη αυτή μορφή θυμίζουμε κάθε μέρα στους εταίρους μας την παρουσία μας. Γι’ αυτόν το λόγο, πρώτο σε σειρά σπουδαιότητας ερώτημα των προσεχών πολιτικών αναμετρήσεων πρέπει να είναι αν θα μείνουμε στο σκληρό πυρήνα της Ευρώπης ή αν θα κινούμεθα δορυφορικά γύρω από τις χώρες που θα προηγούνται και θα μονοπωλούν βέβαια και τις ηγετικές αποφάσεις.