Γ. Καλαμωτουσάκη
τ. Καθηγητού Πανεπιστημίου Νέας Υόρκης, τ. Δ/ντος Συμβούλου American Express
Εύστοχα η Οικονομική Επιστήμη ονομάσθηκε «απεχθής» ή «επιστήμη της καταστροφής» (dismal science). Όχι γιατί οι οικονομολόγοι χαρακτηρίζονται από έλλειψη ευαισθησίας και ανθρωπισμού. Ούτε γιατί είναι έτοιμοι να δικαιολογήσουν την ύπαρξη φτώχιας και μιζέριας μεταξύ των συνανθρώπων τους. Ο λόγος για τον οποίο δόθηκαν αυτοί οι χαρακτηρισμοί, οφείλεται στο γεγονός ότι η οικονομική επιστήμη έκανε την σκληρή διαπίστωση ότι η μεγέθυνση της παραγωγής και του βιοτικού επιπέδου είναι συνάρτηση της ορθολογικής κατανομής των περιορισμένων, βραχυπρόθεσμα, πόρων της οικονομίας.
Από την πρόταση αυτή προκύπτει ότι η οικονομική επιστήμη ούτε καταστροφολογική είναι ούτε απάνθρωπη. Αντίθετα, οι οικονομολόγοι είναι άνθρωποι και αυτοί όπως όλοι οι άλλοι, «που τιμούν την μητρότητα και απεχθάνονται την αμαρτία», όπως ο καθένας από εμάς ορίζει την αμαρτία. Εν ολίγοις, το θέμα των πολιτικών διαφορών στην οικονομία αφορά α) τον τρόπο με τον οποίο οι περιορισμένοι πόροι χρησιμοποιούνται και β) τον τρόπο διανομής του παραχθέντος προϊόντος. Η μόνη επιλογή επομένως είναι η επιλογή της μεθόδου χρησιμοποιήσεως των περιορισμένων οικονομικών πόρων που οδηγεί στην μεγιστοποίηση της παραγωγής και στην μείζονα βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του συνόλου της χώρας.
Η διεθνής εμπειρία των τελευταίων 100 ετών, οδηγεί αναμφίβολα και αντικειμενικά στο συμπέρασμα ότι οι χώρες εκείνες που επέλεξαν την μέθοδο της ελεύθερης λειτουργίας των δυνάμεων της αγοράς, σε συνδυασμό με τον περιορισμένο Κρατικό παρεμβατισμό, απέδωσε επιτυχώς τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Ήτοι, την μεγιστοποίηση της παραγωγής, την σημαντική μείωση του κόστους κατά μονάδα προϊόντος και την σχετική ευημερία του συνόλου της κοινωνίας.
Στην περίπτωση της οικονομίας της αγοράς, οι παρεμβάσεις του Κράτους τείνουν να αμβλύνουν τις τυχόν ακρότητες και τις οικονομικές διαφορές μεταξύ των κοινωνικών ομάδων. Συμπερασματικά, η διαφορά στην επιλογή του τρόπου διαχειρίσεως των πόρων της οικονομίας, μεταξύ, αφ’ ενός, της οικονομίας της αγοράς και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και αφ’ ετέρου, της Διοικητικής διαχειρίσεως των πόρων της οικονομίας από τις όποιες κρατικές εξουσίες –στην Ελλάδα, οι παντός είδους «φορείς»–, είναι χαρακτηριστική. Στην μεν πρώτη περίπτωση της οικονομίας της αγοράς, ο ιδιώτης επιχειρηματίας πρέπει, για την επιβίωσή του, συνεχώς να καινοτομεί, να αφομοιώνει την νέα τεχνολογία και να μειώνει το κόστος κατά μονάδα προϊόντος υψηλού ποιοτικού επιπέδου. Και τούτο γιατί τι κόστος της μη προσαρμογής της επιχειρήσεως στον διεθνή ανταγωνισμό οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στον θάνατο της επιχειρήσεως. Η άλλη επιλογή της Διοικητικής Διαχειρίσεως της οικονομίας από τους διαφόρους Κρατικούς φορείς επιτυγχάνει την διαιώνιση της ευημερίας των προνομιούχων στελεχών των Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών, συντηρεί την συναλλαγή μεταξύ των ολίγων που κατέχουν την εξουσία και οδηγεί στην διεύρυνση των κρατικών μονοπωλίων και στην προοδευτική μείωση του βιοτικού επιπέδου των κοινωνιών αυτών.
Βέβαια, οι χώρες που εφαρμόζουν φιλελεύθερη οικονομική πολιτική αντιμετωπίζουν περιοδικά οικονομικούς κύκλους διαφόρων ενστάσεων και εύρους, όπως η μεγάλη οικονομική κρίση της 10ετίας του 1930 (the Great Depression), με ενδιάμεσους κύκλους ηπιοτέρων επιπτώσεων, όπως η μεγάλη ύφεση της περιόδου 2007-2009. Κατά την διάρκεια αυτής της πλέον προσφάτου υφέσεως, ολόκληρος ο κόσμος αντεμετώπισε μία εκτεταμένη οικονομική κρίση που είχε τα χαρακτηριστικά ενός παλιρροϊκού κύματος. Η κρίση άρχισε από τις ΗΠΑ με την κάθετη πτώση των αξιών ακινήτων, που στην συνέχεια οδήγησε στον κλυδωνισμό του Τραπεζικού και του Χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας. Αμέσως, μετά την πτώχευση της τράπεζας «Lehman Bros», η κρίση επεξετάθη αστραπιαία στην Ευρώπη, λαμβάνοντας μάλιστα σεισμικές διαστάσεις. Οι διεθνείς αγορές κατέρρευσαν και η ρευστότητα του Τραπεζικού συστήματος εξαφανίστηκε ένθεν και ένθεν του Ατλαντικού Ωκεανού. Αποτέλεσμα της εκρηκτικής καταστάσεως ήταν η Κρατικοποίηση δύο τραπεζών στο Ηνωμένο Βασίλειο, μιάς τράπεζας στο Βέλγιο και δύο στην Γερμανία. Στις ΗΠΑ ένας αριθμός μεγάλων τραπεζών υποχρεώθηκαν να αγορασθούν από άλλες τράπεζες για να αποφευχθεί η πτώχευσή τους (Merrill Lynch, Wachovia).
Η παγκόσμια οικονομική κρίση έπληξε, όπως αναμενόταν, και στην Ελλάδα. Οι επιπτώσεις της διεθνούς οικονομικής κρίσης επί της Ελληνικής οικονομίας ήταν καταλυτική και σε συνδυασμό με τις εγγενείς παθογένειες της χώρας, δηλαδή μεγάλο Δημόσιο χρέος και το τεράστιο έλλειμμα του προϋπολογισμού (15% του ΑΕΠ), οδήγησαν την χώρα στα πρόθυρα της πτωχεύσεως όταν οι αγορές διέκοψαν πλήρως τον δανεισμό προς την Ελλάδα, Το αποτέλεσμα ήταν η χώρα να αδυνατεί να αναχρηματοδοτήσει το Δημόσιο χρέος της.
Μέσα σε αυτό το κρίσιμο περιβάλλον, οι Ελληνικές τράπεζες, παρά την δαιμονοποίηση των τραπεζιτών, αντεμετώπισαν, αρχικώς, την κρίση των ετών 2007-2009, πιο αποτελεσματικά, συγκριτικά προς τις τράπεζες της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτό επετεύχθη γιατί οι Ελληνικές τράπεζες δεν είχαν επενδύσει σε τοξικά ομόλογα ή/και σε διαρθρωμένα επενδυτικά προγράμματα (structured products). Ειρήσθω εν παρόδω ότι ήταν, ακριβώς, επενδύσεις αυτού του είδους που οδήγησαν στην παραλίγο κατάρρευση του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Συστήματος. Τελικώς, οι Ελληνικές τράπεζες κατέληξαν να πτωχεύσουν, δύο φορές, λόγω του PSI (Private Sector Investment), μετά το δεύτερο και τρίτο Μνημόνιο – σημειωτέον, όμως, ότι, όπως θα επισημανθεί και στην συνέχεια, το δεύτερο μνημόνιο οδήγησε στην μείωση του ονομαστικού Δημοσίου χρέους (κούρεμα) της τάξεως των 110 δισεκατομμυρίων ευρώ. Το μέγεθος αυτής της απομειώσεως του χρέους είναι η μεγαλυτέρα στην οικονομική ιστορία των εθνών.
Βασικά η Ελληνική οικονομία είχε, καθ’ όλη την μεταπολιτευτική περίοδο στηριχθεί στην συνεχή τόνωση της ζητήσεως δια της επεκτάσεως των οικονομικών και κοινωνικών παροχών από το Κράτος. Οι δεκάδες χιλιάδες προσήψεων στον Δημόσιο Τομέα ετησίως, σε συνδυασμό με τις εξωφρενικές ετήσιες μισθολογικές αυξήσεις και τα επιδόματα –καυσοξύλων, γαλοπούλας, εγκαίρου προσελεύσεως κ.λπ.–, οδήγησαν και στην αύξηση του πληθωρισμού, ο οποίος ξεπέρασε διαχρονικά το 20% ετησίως. Αποτέλεσμα ήταν η μείωση της παραγωγικότητας, η αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, η αύξηση των επιτοκίων και η μείωση του ανταγωνισμού. Συγχρόνως με την αύξηση των ελλειμμάτων, οι εισαγωγές πήραν και αυτές την ανιούσα και το ισοζύγιο πληρωμών κατέρρευσε.
Βέβαια, στην διεύρυνση των ελλειμμάτων του πρϋπολογισμού και του ισοζυγίου πληρωμών συνέβαλαν ουσιαστικά οι αλλεπάλληλες κρατικοποιήσεις εταιρειών του ιδιωτικού τομέα και η ίδρυση των περιβόητων ΔΕΚΟ, δηλαδή των λεγομένων Δημοσίων Επιχειρήσεων Κοινής Ωφελείας. Γιατί μια επιχείρηση εξορύξεως νικελίου θεωρείται επιχείρηση κοινής ωφέλειας μόνον οι υπεράριθμοι εργαζόμενοι που διορίστηκαν από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία της χώρας θα μπορούσαν να εξηγήσουν. Έτσι, φθάσαμε το 2009 στην 117η θέση ανταγωνιστικότητος επί συνόλου 128 χωρών, από την 30η θέση όπου βρισκόταν η Ελλάδα αρκετά χρόνια πριν. Μεταξύ των δεινών συνεπειών της πολιτικής αυτής ήταν, όπως προανεφέρθη, ο επιταχυνόμενος πληθωρισμός ο οποίος νομοτελειακά οδήγησε στις συνεχείς υποτιμήσεις της δραχμής έναντι του δολαρίου ΗΠΑ, φθάνοντας τις 300 δραχμές το 1999 από 36 δραχμές το 1976. Σημειώνω ότι στην περίοδο 1981-2009, το Δημόσιο χρέος έφθασε τα 373 δισεκ. Ευρώ από 2.2 δισεκ ευρώ το 1981!
Η ραγδαία επιδείνωση των παραπάνω βασικών μεγεθών οδήγησε την Ελλάδα σε διαπραγμάτευση με τους Εταίρους της Ευρωζώνης, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), δηλαδή την αποκληθείσα, αρχικώς, «Τρόϊκα», για την χορήγηση ενός δανείου της τάξεως των 110 δισεκ. Ευρώ, για την αναχρηματοδότηση του Δημοσίου χρέους κατά την λήξη των ομολόγων. Για την χορήγηση του τεραστίου αυτού δανείου, οι Εταίροι ζήτησαν να νομοθετηθούν κανόνες αυστηράς δημοσιονομικής πειθαρχίας που θα εκάλυπτε σταδιακά τα μεγάλα ελλείμματα του προϋπολογισμού και θα επέτρεπε την δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων για την κάλυψη των τόκων. Προς επίτευξη του στόχου αυτού ζητήθηκε από τους Εταίρους η υπογραφή του πρώτου Μνημονίου που συμπεριελάμβανε την υποχρέωση της ψηφίσεως των σχετικών νόμων για την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας (μεταξύ, άλλων και των κλειστών επαγγελμάτων) και την λύση, γενικώς, των αγκυλώσεων της Ελληνικής οικονομίας.
Δυστυχώς, η αντιμετώπιση των όρων του προγράμματος, από το σύνολο περίπου των πολιτικών κομμάτων και των διαφόρων κοινωνικών ομάδων, ήταν τουλάχιστον αφελής. Οι Έλληνες διαιρέθηκαν σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς. Οι δεύτεροι χαρακτήριζαν την «κακή Τρόϊκα» ως μια δύναμη που ήλθε να επιβάλει την θέλησή της σε μια «αδύναμη» χώρα, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω τυγχάνει να συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των 30 πλουσιοτέρων χωρών του κόσμου.
Σημειώνω ότι η «κακή» αυτή «Τρόϊκα» ή «Θεσμοί», όπως επέτυχε την μετονομασία της η ανένδοτη διαπραγμάτευση, η οποία κατέληξε στην επιβολή του τρίτου μνημονίου, χορήγησαν διαδοχικά χαμηλότοκα δάνεια στην Ελλάδα, της τάξεως των 230 δισεκ. Ευρώ! Και τούτο για έναν και μόνο λόγο: να αποφευχθεί η πτώχευση μιας χώρας-μέλους της Ευρωζώνης. Ως προϋπόθεση, εννοείται, ετίθετο ότι κάθε Ελληνική Κυβέρνηση θα έκανε κτήμα της τα Μνημόνια και θα εφήρμοζε όλες τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, παράλληλα με την απαιτουμένη δημοσιονομική πειθαρχία, με στόχο την μείωση του ελλείμματος κάτω του 3% και την έξοδο της χώρας στις Διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές.
Ας υπενθυμισθεί εδώ ότι χώρες της Ευρωζώνης που ετέθησαν υπό αντίστοιχα προγράμματα, δηλ. Μνημόνια Δημοσιονομικής πειθαρχίας και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρος), εφήρμοσαν επιτυχώς το πρόγραμμα και εντός 3ετίας, άρχισαν να καλύπτουν τα Δημοσιονομικά τους ελλέιμματα από τις διεθνείς αγορές με επιτόκιο 3% ετησίως.
Αλλά, ας έλθομε στην αξιολόγηση της σημερινής καταστάσεως. Είναι γεγονός ότι το πρώτο μνημόνιο ήταν όρος επιβιώσεως. Από την πρώτη στιγμή που η Ελλάδα έχασε την δυνατότητα να δανείζεται στις διεθνείς χρηματαγορές, οι διαζευκτικές λύσεις ήταν δύο: υπογραφή του Μνημονίου ή στάση πληρωμών, δηλαδή χρεοκοπία. Κάθε άλλη θα ήταν «βάλσαμο» τσαρλατάνων, που οδηγεί στον επώδυνο θάνατο του ασθενούς. Η τυχόν χρεοκοπία θα κατέληγε νομοτελειακά στην έξοδο της χώρας από την Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση και στην επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, την Δραχμή –οπότε και το Νομισματοκοπείο της Ελλάδος θα λειτουργούσε εις ταχείς ρυθμούς προς εκτύπωση χρήματος, με αποτέλεσμα τον υπερπληθωρισμό και την βίαιη υποτίμηση του νομίσματος έναντι του δολαρίου ΗΠΑ και του ευρώ.
Για μία ακόμη φορά, η μη ειλικρινής και αποτελεσματική εφαρμογή του πρώτου Μνημονίου οδήγησε στην ανάγκη υπογραφής του δευτέρου, σκληροτέρου, Μνημονίου από την Κυβέρνηση συνασπισμού Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ. Εν τούτοις, το Μνημόνιο εκείνο, περιελάμβανε δραστική μείωση του ονομαστικού χρέους, δηλ. «κούρεμα», της τάξεως των 110 δισεκ. ευρώ, το οποίο, όπως προανεφέρθη, είναι και το μεγαλύτερο της μέχρι τώρα οικονομικής ιστορίας των εθνών. Αλλά, η καθυστέρηση και πάλι της εφαρμογής των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, η εκλογή νέας Κυβερνήσεως τον Ιανουάριο του 2015, η καταστροφική και ανευθύνως χρονοβόρος διαπραγμάτευση του νέου Υπουργού των Οικονομικών, η οποία κατεσπατάλησε τα ελάχιστα, εναπομείναντα αποθέματα ρευστότητος, αξιοπιστίας και σοβαρότητος, ο απροσδόκητος περισπασμός του δημοψηφίσματος του Ιουλίου 2015 και η επιβολή την οποία αυτός προεκάλεσε, του συνεχιζομένου πάντοτε, Ελέγχου Κινήσεως Κεφαλαίων (capital control), οδήγησαν υποχρεωτικά στην υπογραφή του τρίτου Μνημονίου. Το τρίτο, αυτό, Μνημόνιο απέφυγε μεν την καταστροφή της Ελλάδος με την παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη και στο ευρώ, προσέθεσε όμως άλλα 86 δισεκ. ευρώ στο σύνολο του Δημοσίου χρέους.
Κάνοντας σήμερα απολογισμό, βλέπομε ότι μετά, σχεδόν έξι χρόνια, διαπραγματεύσεων με τους Θεσμούς, συνεχίζομε την διαιώνιση της απραξίας ως προς την αποτελεσματική εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, ώστε να τονωθεί, επιτέλους, ο ρυθμός οικονομικής αναπτύξεως. Ακόμη διαπραγματεύεται η χώρα θέματα που έπρεπε να είχαν κλείσει εδώ και έναν χρόνο (πρωτογενή πλεονάσματα, εργασιακά κ.λπ.). Οι διαπραγματευταί βλέπουν το δένδρο και χάνουν το δάσος. Πρέπει όλοι να καταλάβουν ότι κάθε περαιτέρω καθυστέρηση της επιτυχούς ολοκληρώσεως της δευτέρας αξιολογήσεως θα επιφέρει ακόμη μεγαλύτερα βάρη στους Έλληνες και ιδιαίτερα επί εκείνων των κοινωνικών ομάδων που πραγματικά υποφέρουν.
Αναμφίβολα η εφαρμογή των Μνημονίων είναι οδυνηρά και οι Έλληνες έχουν ταλαιπωρηθεί. Όμως, δεν πρέπει να αφεθούν επώδυνες θυσίες έξι ετών βαθυτάτης κρίσεως να χαθούν. Η χώρα έχει επιτύχει κατά την διάρκεια των έξι αυτών χρόνων τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή. Όμως, η προσαρμογή αυτή, έχει, ατυχώς, επιτευχθεί, χωρίς, ολοένα και περισσότερο να αντιμετωπίζει δύο βασικά προβλήματα: Μία φορολογία εισοδήματος που εξαιρεί πάνω από το 50% των νοικοκυριών –έναντι μέσου όρου 11% των άλλων χωρών-μελών της Ε.Ε.–, από κάθε φορολογική υποχρέωση και ένα γενναιόδωρο συνταξιοδοτικό σύστημα, το οποίο κοστίζει στον προϋπολογισμό σχεδόν έντεκα ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ –έναντι αντιστοίχου μέσου όρου 2-3% των λοιπών χωρών. Η εξομάλυνση αυτού του ανωμάλου οικονομικού περιβάλλοντος είναι και επιβεβλημένη και αναπόφευκτη.
Το πρόβλημα, λοιπόν, της Ελληνικής οικονομίας δεν είναι ούτε ο κος Σώϋμπλε ούτε το ΔΝΤ. Το πρόβλημα της χώρας είναι η συνεχής, διαχρονική προσπάθεια τονώσεως της ζητήσεως με παροχές που χρηματοδοτούνται μέσω δανεισμού. Αυτό δεν μπορεί να συνεχισθεί. Εάν εμμείνομε στην επιδίωξη της υπερκαταναλώσεως με δανεικά, την χώρα δεν θα τιμωρήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση ή το ΔΝΤ· θα την τιμωρήσουν οι αγορές. Ας διαλέξωμε.