ΜΕΡΟΣ Γ΄

ΤΑΚΗ ΑΝΑΣΤΟΠΟΥΛΟΥ     Διευθυντού ε.τ. της ΕΕ

Στα δύο προηγούμενα τεύχη του Διπλωματικού Ταχυδρόμου υπενθυμίζοντας τα γεγονότα που σημάδεψαν την περίοδο 1960-90, αναπτύχθηκε η άποψη ότι η ΕΕ είναι προϊόν των κρίσεων που έχει περάσει από ιδρύσεώς της. Το κύριο χαρακτηριστικό αυτού του κύκλου ήταν ότι μετά από κάθε κρίση η Ευρώπη έβγαινε ενισχυμένη θεσμικά και πιο ενωμένη πολιτικά.

Οι ιστορικές ανακατατάξεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ επιτάχυναν τη διεύρυνση με δέκα νέα μέλη το 2004. Υποτιμήθηκε όμως η ανάγκη να υπάρξει η απαραίτητη εμβάθυνση. Η συζήτηση περιορίστηκε στην αναζήτηση νέων θεσμικών προσαρμογών. Οι Συνθήκες του Άμστερνταμ (1996) και της Νίκαιας (2001) αναλώθηκαν σε “διαδικαστικής” φύσεως διευθετήσεις χωρίς να ξεκαθαρίζουν το θεσμικό τοπίο.

Η πρόωρη λήξη της αποτυχημένης Προεδρίας Σαντέρ στην Επιτροπή (1999) έγινε με φόντο μία ακόμα θεσμική κρίση. Η πίεση που ασκήθηκε για μεγαλύτερη δημοκρατική νομιμοποίηση της λειτουργίας της Επιτροπής βρήκε υποστηρικτές από όλους τους θεσμικούς παράγοντες. Μετά τα διαχειριστικά λάθη του προκατόχου του ο Πρόντι προσπάθησε να ενισχύσει το κύρος της Επιτροπής βάζοντας τάξη στο εσωτερικό των υπηρεσιών της. Κυρίως όμως ο Πρόντι θέλησε να εμφυσήσει νέο πνεύμα στη λειτουργία της ΕΕ με την εισαγωγή σύγχρονης αντίληψης περί Διακυβέρνησης. Η Λευκή Βίβλος για τη Ευρωπαϊκή Διακυβέρνηση (21/7/2001), ενώ θεωρήθηκε επαρκής βάση διαλόγου, εντούτοις δεν έτυχε συστηματικής εξέτασης από τους θεσμούς.

Προς στιγμήν το εκκρεμμές του ευρωπαϊκού οράματος αιωρήθηκε από την ευρω-απαισιοδοξία προς την ευρω-αισιοδοξία. Οι φεντεραλιστές (κυρίως Κοινοβούλιο και Επιτροπή, αλλά και Συμβούλιο λόγω της συγκυρίας της Βελγικής Προεδρίας) πίστεψαν ότι είχε έρθει η ώρα να καταφέρουν ένα πλήγμα στους εθνοκεντρικούς και να προχωρήσουν στην κατάρτιση ενός νέου καταστατικού χάρτη της ΕΕ, ο οποίος αν και θα συνέχιζε να έχει τον χαρακτήρα Συνθήκης, ονομαζόταν Σύνταγμα, σαν να επρόκειτο δηλαδή η ΕΕ να αντλεί πλέον την ισχύ της όχι από τα συμβαλλόμενα Κράτη, αλλά κατευθείαν από τους λαούς.

Το ευφορικό σύνθημα έδωσε η Δήλωση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λάκεν με οικοδεσπότη τον Βέλγο Πρωθυπουργό Βερχόφστατ (Δεκέμβριος 2001) όπου αποφασίστηκε η σύγκληση της Συνέλευσης για το μέλλον της Ευρώπης. Η διαδικασία ήταν πρωτόγνωρη (συμμετείχαν κυβερνήσεις, θεσμοί, οργανωμένη κοινωνία των πολιτών και δώθηκε η δυνατότητα σε παράγοντες της οικονομικής ζωής και σε μεμονωμένους πολίτες να υποβάλουν προτάσεις) πλην όμως ήταν ατελέσφορη. Όταν ήρθε η ώρα της επικύρωσης (α’ εξάμηνο 2005) τα δημοψηφίσματα σε Γαλλία και Ολλανδία απέρριψαν το Ευρωσύνταγμα με 54,9% και 61,5% αντίστοιχα. Η συζήτηση έληξε άδοξα και χρειάστηκε μία νέα αναθεώρηση της Συνθήκης πέντε χρόνια αργότερα στη Λισαβώνα. Αυτή τη φορά οι πρωτοβουλίες συγκεντρώθηκαν στο επίπεδο του Συμβουλίου. Το Ευρωκοινοβούλιο (που σε κάθε αναθεώρηση διεύρυνε τις αρμοδιότητες του) αναγνωρίστηκε αδιαμφισβήτητος συνομιλητής. Ο ρόλος της Επιτροπής συνεχώς υποχωρούσε. Ο Πρόντι από οραματικός Πρόεδρος έγινε ο πραγματιστής παρατηρητής της διαρκώς συρρικνούμενης επιρροής του θεσμού τον οποίο υπηρετούσε.

Η νέα χιλιετία συμπίπτει με την απαρχή της έντονης ιδεολογικοποίησης της λειτουργίας της Επιτροπής: είναι η εποχή Μπαρόζο. Το άνοιγμα των αγορών και η ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών δίνει νέο περιεχόμενο στην κοινωνική κρίση με πρώτο θύμα το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο. Η παγκοσμιοποίηση οδηγεί σε μετεγκατάσταση των επιχειρήσεων και σε απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων δημιουργεί φαινόμενα κοινωνικού ντάμπινγκ. Ενώ η οικονομική κρίση που έπληξε σχεδόν το σύνολο των οικονομιών οδήγησε σε θεσμική θωράκιση της ευρωζώνης, εντούτοις η συνταγή που ακολουθήθηκε για την τιθάσευσή της είχε δραματικές επιπτώσεις στο βιωτικό επίπεδο πολλών χωρών. Το κλίμα επιβάρυναν οι πολύνεκρες τρομοκρατικές επιθέσεις. Και επιπλέον η Ευρώπη κλήθηκε να δώσει άμεση λύση στο πιεστικό πρόβλημα των μεταναστευτικών ροών. Το τέλος της Επιτροπής Μπαρόζο ταυτίζεται με την προσπάθεια αναζήτησης ενός νέου αφηγήματος για την Ευρώπη (New Narrative) πράγμα που από μόνο του συνιστά παραδοχή αποτυχίας.

Στα μάτια των πολιτών το ευρωπαϊκό πρόταγμα γίνεται ολοένα πιό θολό. Η αγωνία των πολιτών δίνει λαβή για εκμετάλλευση από λαϊκιστές κάθε απόχρωσης. Αναπτύσσεται ένας υφέρπων ευρωσκεπτικισμός και εμφιλοχωρούν λογικές ευρω-απόρριψης. Θεσμικός ρόλος και πολιτικές απαξιώνονται (κυρίως Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ελεύθερη κυκλοφορία, Σένγκεν).

Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Γιούνκερ σε βαρυσήμαντη του ομιλία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον περασμένο Σεπτέμβριο για την «Κατάσταση της Ένωσης» (State of the Union) έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου. Έθεσε ωμά το ερώτημα που απασχολεί κυβερνήσεις, θεσμούς και πολίτες: αν δεν γίνει κάτι τώρα η Επιτροπή της οποίας προεδρεύει θα είναι η Επιτροπή της τελευταίας ευκαιρίας. Ενόψει της τελετής που θα γίνει στη Ρώμη στις 25 Μαρτίου 2017 για την 60ή επέτειο από την υπογραφή της Συνθήκης ΕΟΚ (1957) θα προτείνει τρόπους αντιμετώπισης των άμεσων προβλημάτων, οδικό χάρτη και δέσμη ιδεών για το μέλλον της ΕΕ.

Ο κύριος εχθρός της ΕΕ βρίσκεται εντός των τειχών: είναι η φοβική, αμυντική και εσωστρεφής στάση. Είναι η επιστροφή στη λογική του κράτους-έθνους που δημιουργήθηκε τον 19ο αιώνα. Εθνοκεντρισμός και απομάκρυνση από την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης συμβαδίζουν. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όλα πρέπει να εκπορεύονται από τις ‘‘Βρυξέλλες’’. Οι προ του βρετανικού δημοψηφίσματος συζητήσεις για την αποτροπή του Brexit απέδειξαν ότι μπορεί να υπάρξει τρίτος δρόμος μεταξύ της επανεθνικοποίησης των πολιτικών και του ‘‘όλα στις Βρυξέλλες’’: είναι ο επαναπατρισμός αρμοδιοτήτων για την εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου και των πολιτικών που απορρέουν.

Η εκλογή Τραμπ θα μπορούσε να ανατρέψει τα δεδομένα που συντηρούν τη σημερινή κρίση της ΕΕ. Στο σύνθημα «Πρώτα η Αμερική» πρέπει να προτάξουμε το «Πρώτα η Ευρώπη», δηλαδή ένα συναγερμό για την Ευρώπη. Χρειάζεται να άρουμε τα εμπόδια που κρατούν καθηλωμένη την ευρωπαϊκή ανάπτυξη: με διπλασιασμό του Πακέτου Γιούνκερ, ολοκλήρωση της ψηφιακής εσωτερικής αγοράς, βάζοντας τέλος στην ακριβή ενέργεια, με ενιαία φορολόγηση των επιχειρήσεων και τέλος πρωτοστατώντας στη σύγκληση ενός κοινωνικού Μπρέττον Γουντς με σκοπό την εξισορρόπηση των στρεβλών συνεπειών της παγκοσμιοποίησης.

Η σημερινή πολυεπίπεδη κρίση μπορεί να γίνει ευκαιρία για καλύτερη και διαφορετική Ευρώπη. Τώρα είναι η στιγμή να πούν όλοι –πολίτες, κυβερνήσεις, θεσμοί– άν η συνέχιση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αποτελεί προτεραιότητα. Αρκεί οι Ευρωπαίοι στις 25/3 στη Ρώμη να επανεπιβεβαιώσουν την πολιτική απόφαση και τη νομική υποχρέωση ότι εξακολουθούν να θέλουν να ζουν μαζί σε μία Ένωση αξιών.