STANLEY HOFFMANΝ
Ποια είναι η κατάσταση των διεθνών σχέσεων σήμερα; Στη δεκαετία του 1990, οι ειδικοί εστιάζονταν στη μερική αποσύνθεση των παραδοσιακών θεμελίων της παγκόσμιας τάξης: τα κράτη. Στη διάρκεια εκείνης της δεκαετίας, πολλές χώρες, συνήθως πρώην αποικίες που ανεξαρτητοποιήθηκαν, αποδείχθηκε ότι δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ψευδοκράτη, χωρίς σταθερούς θεσμούς, εσωτερική συνοχή ή εθνική συνείδηση. Το τέλος της κομουνιστικής καταπίεσης στην πρώην Σοβιετική Ένωση και στην πρώην Γιουγκοσλαβία αποκάλυψε επίσης κρυμμένες από χρόνια εθνικές εντάσεις. Μειονότητες που καταπιέζονταν ή θεωρούσαν ότι καταπιέζονταν αξίωσαν την ανεξαρτησία τους, Στο Ιράκ, το Σουδάν, το Αφγανιστάν και την Αϊτή, οι κυβερνήτες προχώρησαν σε ανοιχτή πολεμική σύγκρουση με τους πολίτες τους.
* Tο παρόν κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο του Στάνλεϋ Χόφμαν, «Χάος και βία. H αμερικανική εξωτερική πολιτική ,η παγκοσμιοποίηση, τα καταρρέοντα κράτη και η τρομοκρατία” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαζήση σε μετάφραση Ερρίκου Μπαρτζινόπουλου.
Οι πόλεμοι αυτοί αύξησαν τη σημασία των ανθρωπιστικών παρεμβάσεων, που εκδηλώθηκαν σε βάρος των ιερών αρχών της εθνικής κυριαρχίας και της μη επέμβασης. Έτσι, η κυρίαρχη τάση της δεκαετίας ήταν η σύγκρουση ανάμεσα στα θρυμματισμένα κράτη (και το κρατικό σύστημα) και την πρόοδο της οικονομικής, πολιτιστικής και πολιτικής ενοποίησης – μ’ άλλα λόγια, την παγκοσμιοποίηση.
Όλοι έχουν εισπράξει τα γεγονότα της 11ης Νοεμβρίου σαν την αρχή μιας νέας εποχής. Αλλά τι σημαίνει αυτή η αλλαγή; Σύμφωνα με τη συμβατική προσέγγιση στις διεθνείς σχέσεις, ο πόλεμος διεξαγόταν μεταξύ κρατών. Αλλά το Σεπτέμβριο, ανεπαρκώς οπλισμένα άτομα ξαφνικά προκάλεσαν, αιφνιδίασαν και τραυμάτισαν την κυρίαρχη παγκόσμια υπερδύναμη. Οι επιθέσεις έδειξαν, επίσης, ότι, παρόλα τα επιτεύγματα της, η παγκοσμιοποίηση καθιστά μια φρικτή μορφή βίας εύκολα προσβάσιμη σε απελπισμένους φανατικούς. Η τρομοκρατία είναι ο δολοφονικός κρίκος ανάμεσα στις διακρατικές σχέσεις και την παγκόσμια κοινότητα. Καθώς αναρίθμητα άτομα και ομάδες μεταβάλλονται, μαζί με κράτη, σε ενεργούς παράγοντες σε παγκόσμιο επίπεδο, η ανασφάλεια και η αδυναμία άμυνας ενισχύονται. Για να προσεγγίσεις, συνεπώς, τη σημερινή διεθνή κατάσταση, είναι απαραίτητες ορισμένες ερωτήσεις. Ποιες αρχές βοηθούν στην ερμηνεία της νέας παγκόσμιας τάξης; Ποια είναι η κατάσταση στο διακρατικό μέρος των διεθνών σχέσεων; Και τι συνεισφέρει η αναδυόμενη παγκόσμια αστική κοινότητα στην παγκόσμια τάξη;
ΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΟΡΓΗ
Δύο απόψεις προκάλεσαν πολύ θόρυβο στη δεκαετία του ’90. Η πρώτη – η άποψη του Φράνσις Φουκουγιάμα «Το Τέλος της Ιστορίας» – δεν δικαιώθηκε από τα γεγονότα. Για την ακρίβεια, η επιχειρηματολογία του προέβλεπε το τέλος των ιδεολογικών συγκρούσεων, όχι της ίδιας της ιστορίας, και το θρίαμβο του πολιτικού και οικονομικού φιλελευθερισμού. Η άποψη αυτή είναι σωστή υπό μια στενή έννοια: οι «κοσμικές θρησκείες» που συγκρούστηκαν σκληρά τον περασμένο αιώνα είναι σήμερα νεκρές. Αλλά ο Φουκουγιάμα απέτυχε να προβλέψει ότι ο εθνικισμός παραμένει ζωντανός. Επιπλέον, αγνόησε την εκρηκτική δυναμική των θρησκευτικών πολέμων που έχει απλωθεί σ’ ένα μεγάλο τμήμα του ισλαμικού κόσμου.
Ο ακαδημαϊκός μέντορας του Φουκουγιάμα, ο πολιτικός επιστήμονας Σάμιουελ Χάντινγκτον, έδωσε μερικά χρόνια αργότερα μια μελαγχολικότερη περιγραφή ενός πολύ διαφορετικού κόσμου. Ο Χάντινγκτον προέβλεψε ότι η βία που είναι αποτέλεσμα της διεθνούς αναρχίας και της έλλειψης κοινών αξιών και θεσμών θα ξεσπάσει μεταξύ πολιτισμών μάλλον παρά μεταξύ κρατών ή ιδεολογιών. Αλλά η αντίληψη του Χάντινγκτον ως προς το τι θεωρείται πολιτισμός ήταν ασαφής. Απέτυχε να λάβει επαρκώ ς υπόψη του συγκρούσεις στο εσωτερικό του κάθε αποκαλούμενου πολιτισμού και υπερεκτίμησε τη σημασία της θρησκείας στη συμπεριφορά των μη δυτικών αρχουσών τάξεων, που συχνά κοσμικοποιούνται και δυτικοποιούνται. Γι’ αυτό, δεν μπόρεσε να καθορίσει καθαρά τη σχέση ανάμεσα σ’ έναν πολιτισμό και στις εξωτερικές πολιτικές των κρατών μελών του.
Άλλες, λιγότερα εντυπωσιακές απόψεις διατηρούν ακόμη οπαδούς. Η «ρεαλιστική» ορθοδοξία επιμένει ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει στις διεθνείς σχέσεις από την εποχή του Θουκυδίδη και του Μακιαβέλι: η στρατιωτική και η οικονομική ισχύς ενός κράτους καθορίζει την τύχη του, η αλληλεξάρτηση και οι διεθνείς θεσμοί είναι δευτερεύοντα και εύθραυστα φαινόμενα, και οι στόχοι των κρατών επιβάλλονται από απειλές σε βάρος της επιβίωσης ή της ασφάλειας τους. Αυτός είναι ο κόσμος που περιγράφεται από τον Χένρι Κίσινγκερ. Δυστυχώς, το αξιοσέβαστο αυτό μοντέλο δυσκολεύεται να ενσωματώσει αλλαγές, και ιδιαίτερα την παγκοσμιοποίηση και την εμφάνιση μη κρατικών συντελεστών στις εξελίξεις. Επιπλέον, παραβλέπει την ανάγκη για διεθνή συνεργασία που προέρχεται από φυσικές καταστροφές, επιδημίες και λιμούς και από νέες απειλές όπως η εξάπλωση των όπλων μαζικής καταστροφής. Και αγνοεί αυτό που ο μελετητής Ρεϊμόν Αρόν αποκάλεσε «σπέρμα μιας παγκόσμιας συνείδησης»: τις φιλελεύθερες, υπέρ της ελεύθερης αγοράς νομοθετικές ρυθμίσεις που έφτασαν να έχουν, από κοινού, τα αναπτυγμένα κράτη.
Ξεκινώντας από τη θέση του Αρόν, πολλοί μελετητές ερμηνεύουν σήμερα τον κόσμο με όρους μιας θριαμβεύουσας παγκοσμιοποίησης, η οποία καταργεί σύνορα με νέα μέσα πληροφόρησης και επικοινωνίας. Σ’ αυτό το «επίπεδο» σύμπαν, ένα κράτος που επιλέγει να παραμείνει κλειστό αντιμετωπίζει αναπόφευκτα την παρακμή και την αυξανόμενη δυσφορία των πολιτών του, που επιθυμούν την υλική πρόοδο. Αλλά αν ανοιχτεί, πρέπει ν’ αποδεχτεί ένα μειωμένο ρόλο, ο οποίος περιορίζεται κυρίως στην κοινωνική προστασία, τη φυσική προστασία από εξωτερική επίθεση ή εμφύλιο πόλεμο, και τη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας. Ο υποστηρικτής αυτού του χωρίς ήρωες έπους είναι ο αρθρογράφος της New York Times Τόμας Φρίντμαν. Αντιπαραβάλλει εμπόδια με ανοιχτούς ορίζοντες, το παλιό με το σύγχρονο και τον κρατικό έλεγχο με τις ελεύθερες αγορές. Βλέπει στην παγκοσμιοποίηση το φως της αυγής, το «χρυσό ζουρλομανδύα» που θα υποχρεώσει εχθρικά ακροατήρια να καταλάβουν ότι η λογική της παγκοσμιοποίησης είναι η λογική της ειρήνης (μια και ο πόλεμος θα διέκοπτε την παγκοσμιοποίηση και κατά συνέπεια την πρόοδο), της δημοκρατίας (επειδή οι νέες τεχνολογίες ενισχύουν την ατομικότητα και ενθαρρύνουν την πρωτοβουλία) και της ευημερίας (μέσω των χωρίς όρια εμπορικών σχέσεων και επενδύσεων).
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΌΤΗΤΑ
Ας αφήσουμε, λοιπόν, κατά μέρος τα πρότυπα και ας ξεκινήσουμε από πραγματικότητες. Αρχίζουμε μ’ αυτό που παραδοσιακά υπονοείται με τις διεθνείς σχέσεις: το αναρχικό σύστημα που περιγράφεται από τους ρεαλιστές, τον κόσμο των κρατών, των συμμαχιών, των πολέμων και των οπλικών ανταγωνισμών, και των αντιπαλοτήτων για εξουσία και κύρος, έναν κόσμο όπου, όπως είπε ο Θουκυδίδης, το πρόβλημα ανακύπτει από το φόβο ότι η άνοδος κάποιων προκαλεί κάποιους άλλους, έναν κόσμο αδιάλλακτων συχνά συγκρούσεων υποκινούμενων από αντίπαλα συμφέροντα στην ίδια περιοχή, στην Παλαιστίνη ή το Κασμίρ ή σχετικά με την τύχη της Ταϊβάν, και ούτω καθεξής. (Αν κάποιοι περιθωριακοί προσπαθούν να λύσουν τέτοιες διαμάχες το θέμα δεν είναι ν’ αναμένουμε μέχρι να «ωριμάσουν» αλλά πόσο σκληροί και επικίνδυνοι είναι). Τέσσερις παρατηρήσεις μου έρχονται στο μυαλό.
Πρώτον, οι αντιπαλότητες μεταξύ μεγάλων δυνάμεων (και η ικανότητα μικρότερων κρατών να εκμεταλλεύονται τέτοιες εντάσεις) δεν έχουν ασφαλώς εξαφανιστεί. Για ένα διάστημα, ωστόσο, η ύπαρξη πυρηνικών όπλων έχει προξενήσει κάποιο βαθμό σύνεσης μεταξύ των δυνάμεων που τα έχουν. Ο κίνδυνος της καταστροφής που συνεπάγονται αυτά τα όπλα έχει καταστήσει λογικότερο το παιχνίδι και έχει μετατρέψει τα πυρηνικά όπλα σε όπλα έσχατης ανάγκης. Αλλά το παιχνίδι θα μπορούσε ν’ αναθερμανθεί καθώς όλο και περισσότερα κράτη αναζητούν άλλα όπλα μαζικής καταστροφής προκειμένου να περιορίσουν το χάσμα ανάμεσα στην πυρηνική λέσχη και στις άλλες δυνάμεις. Η πώληση τέτοιων όπλων μεταβάλλεται έτσι σ’ ένα εξαιρετικά δύσκολο πρόβλημα και η προσπάθεια να επιβραδυνθεί η εξάπλωση των όπλων μαζικής καταστροφής, ιδιαίτερα σε επικίνδυνα «κακοποιά» κράτη, μπορεί να δημιουργήσει, παραδόξως, νέες αιτίες βίας.
Δεύτερον, αν οι πόλεμοι μεταξύ κρατών γίνονται λιγότερο συνήθεις, οι πόλεμοι στο εσωτερικό τους είναι σε άνοδο – όπως αποδείχθηκε στην πρώην Γιουγκοσλαβία, το Ιράκ, πολλές περιοχές της Αφρικής και τη Σρι Λάνκα. Τα μη εμπλεκόμενα κράτη διστάζουν στην αρχή να μπερδευτούν σ’ αυτές τις περίπλοκες συγκρούσεις , αλλά (μερικές φορές) παρεμβαίνουν για να εμποδίσουν τις συγκρούσεις αυτές να μεταβληθούν σε περιφερειακές καταστροφές. Οι παρεμβαίνοντες ζητούν, με τη σειρά τους, τη βοήθεια των Ηνωμένων Εθνών ή περιφερειακών οργανισμών προκειμένου ν’ ανοικοδομήσουν τα κράτη αυτά, να προάγουν τη σταθερότητα και ν’ αποτρέψουν μελλοντική κατάτμηση και δυστυχία.
Τρίτον, η εξωτερική πολιτική των κρατών διαμορφώνεται όχι μόνο από ισχυρούς γεωπολιτικούς παράγοντες όπως η οικονομία και η στρατιωτική ισχύς, αλλά και από την εσωτερική πολιτική. Ακόμη και σε μη δημοκρατικά καθεστώτα, δυνάμεις όπως τα ξενοφοβικά πάθη, τα οικονομικά προβλήματα και η διακρατική εθνική αλληλεγγύη είναι δυνατό να καταστήσουν τη διαμόρφωση της πολιτικής περισσότερο πολύπλοκη και λιγότερο προβλέψιμη. Πολλά κράτη – ιδιαίτερα οι Ηνωμένες Πολιτείες – έχουν να παλέψουν με τη συχνή αλληλεπίδραση ανταγωνιζόμενων κυβερνητικών κλάδων. Και η σημασία των ηγετών και της προσωπικότητας τους υποτιμάται συχνά στη μελέτη των διεθνών θεμάτων.
Τέλος, νέες μορφές βίας προκύπτουν από το γάμο ανάμεσα στο σύστημα κρατών και στους παράγοντες της παγκόσμιας κοινότητας. Τα κράτη προσλαμβάνουν μισθοφόρους για να διεξάγουν επιθετικούς πολέμους που αποβλέπουν στην απόκτηση δύναμης και την αρπαγή πλούτου από αδύναμους ή διασπασμένους γείτονες. Τρομοκρατικές συμμορίες όπως η αλ-Κάιντα βασίζονται στην ενεργή συμπαράσταση ή παθητική ανοχή κρατών που τους παρέχουν άσυλο.
Για τους ρεαλιστές, λοιπόν, η υπερεθνική τρομοκρατία δημιουργεί ένα πελώριο δίλημμα. Αν ένα κράτος είναι θύμα ιδιωτών όπως οι τρομοκράτες, θα προσπαθήσει να εξαλείψει τις ομάδες αυτές στερώντας τους από καταφύγια και τιμωρώντας τα κράτη που τους φιλοξενούν. Το εθνικό συμφέρον της χώρας που δέχτηκε την επίθεση θ’ απαιτήσει, κατά συνέπεια, ή ένοπλες επεμβάσεις εναντίον κυβερνήσεων που ενισχύουν τους τρομοκράτες ή μια πορεία συνετής και διακριτικής πίεσης σ’ άλλες κυβερνήσεις για να οδηγήσουν τους τρομοκράτες αυτούς στη δικαιοσύνη. Και οι δύο προοπτικές απαιτούν μια αμφισβήτηση της εθνικής κυριαρχίας – την ιερή αντίληψη των ρεαλιστικών θεωριών. Το κλασικό ρεαλιστικό σύμπαν των Χανς Μοργκεντάου και Αρόν μπορεί, κατά συνέπεια, να παραμένει ιδιαίτερα ζωντανό σ’ ένα κόσμο κρατών, αλλά το περίγραμμα του γίνεται όλο και πιο συγκεχυμένο και προσφέρει μόνο δύσκολες επιλογές όταν αντιμετωπίζει την απειλή της τρομοκρατίας.
Ταυτόχρονα, το πραγματικό σύμπαν της παγκοσμιοποίησης δεν μοιάζει μ’ αυτό που υμνεί ο Φρίντμαν. Στην πραγματικότητα, η παγκοσμιοποίηση έχει τρεις μορφές, με τα δικά της προβλήματα η καθεμία. Η πρώτη είναι η οικονομική παγκοσμιοποίηση, που προήλθε από τις πρόσφατες επαναστάσεις στην τεχνολογία, την πληροφορική, το εμπόριο, τις ξένες επενδύσεις και τη διεθνή επιχειρηματικότητα. Οι βασικοί παράγοντες είναι εταιρίες, επενδυτές, τράπεζες και βιομηχανίες παροχής ιδιωτικών υπηρεσιών καθώς και κρατικοί και διεθνείς οργανισμοί. Η σημερινή αυτή μορφή του καπιταλισμού, που η ειρωνεία είναι ότι είχε προβλεφθεί από τον Καρλ Μαρξ και τον Φρίντριχ Έγκελς, θέτει ένα καίριο δίλημμα ανάμεσα στην αποδοτικότητα και τη δικαιοσύνη. Η εξειδίκευση και η ενοποίηση εταιριών καθιστά δυνατή την αύξηση του συνολικού πλούτου, αλλά η λογική του καθαρού καπιταλισμού δεν ευνοεί την κοινωνική δικαιοσύνη. Η οικονομική παγκοσμιοποίηση έχει καταστεί έτσι μια φοβερή αιτία ανισότητας ανάμεσα και μέσα στα κράτη, και το ενδιαφέρον για την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα περιορίζει την τάση κρατών και άλλων παραγόντων ν’ αντιμετωπίσουν το πρόβλημα αυτό. Ως εκ τούτου, εγχώριοι «αποτυχημένοι», θύματα οικονομικών ανατροπών, γίνονται συχνά φανατικοί πολέμιοι της παγκοσμιοποίησης.
Ακολουθεί η πολιτιστική παγκοσμιοποίηση. Προέρχεται από την τεχνολογική επανάσταση και την οικονομική παγκοσμιοποίηση, οι οποίες από κοινού ελέγχουν τη διακίνηση των πολιτιστικών αγαθών. Εδώ η βασική επιλογή είναι ανάμεσα στην ομοιομορφία (συχνά ονομάζεται «Εξαμερικανισμός») και την πολυμορφία. Το αποτέλεσμα είναι τόσο μια «διάλυση της αυταπάτης για τον κόσμο» (σύμφωνα με τα λόγια του Μαξ Βέμπερ) όσο και μια αντίδραση εναντίον της ομοιομορφίας. Η τελευταία εκφράζεται με μια αναγέννηση τοπικών πολιτισμών και γλωσσών καθώς και με επιθέσεις εναντίον της Δυτικής κουλτούρας, η οποία απορρίπτεται σαν αλαζονικός φορέας μιας κοσμικής, επαναστατικής ιδεολογίας και προκάλυμμα της αμερικανικής ηγεμονίας.
Τέλος, υπάρχει η πολιτική παγκοσμιοποίηση, προϊόν των άλλων δύο. Χαρακτηρίζεται από την υπεροχή των Ηνωμένων Πολιτειών και των πολιτικών θεσμών της και από ένα ευρύ φάσμα διεθνών και τοπικών οργανισμών και διακυβερνητικών δικτύων (που ειδικεύονται σε τομείς όπως η αστυνόμευση ή η μετανάστευση ή η δικαιοσύνη). Σημαδεύεται επίσης από ιδιωτικούς θεσμούς, οι οποίο δεν είναι ούτε κυβερνητικοί, ούτε καθαρά εθνικοί – για παράδειγμα, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα ή η Διεθνής Αμνηστία. Αλλά πολλές από τις οργανώσεις αυτές στερούνται δημοκρατικής υπευθυνότητας και είναι αδύναμες από άποψη σκοπών, ισχύος και επιβολής. Επίσης, μεγάλη αβεβαιότητα υπάρχει ως προς την τύχη της αμερικανικής ηγεμονίας, η οποία αντιμετωπίζει σημαντική αντίσταση στο εξωτερικό και επηρεάζεται από αμφιταλαντεύσεις της ίδιας της Αμερικής ανάμεσα στους πειρασμούς της κυριαρχίας και του απομονωτισμού.
Τα πλεονεκτήματα της παγκοσμιοποίησης είναι αναμφισβήτητα. Αλλά ο τύπου Φρίντμαν οπτιμισμός βασίζεται σε πολύ εύθραυστα θεμέλια. Κατ’ αρχάς, η παγκοσμιοποίηση δεν είναι ούτε αναπόφευκτη, ούτε ακατανίκητη. Είναι βασικά αμερικανικό δημιούργημα, ριζωμένο στη μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο περίοδο και βασισμένο στην αμερικανική οικονομική ισχύ. Κατ’ επέκταση, λοιπόν, μια βαθιά και παρατεταμένη οικονομική κρίση στις Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσε να έχει για την παγκοσμιοποίηση εξίσου καταστροφικές επιπτώσεις με εκείνες της Μεγάλης Ύφεσης.
Δεύτερον, η εμβέλεια της παγκοσμιοποίησης παραμένει περιορισμένη επειδή αποκλείει πολλές φτωχές χώρες και τα κράτη τα οποία επηρεάζει αντιδρούν με διαφορετικούς τρόπους. Το γεγονός αυτό προκαλείται από την ποικιλία οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών στο εσωτερικό καθώς και από προκατειλημμένες πολιτικές. Ο κόσμος απέχει πολύ από μια ιδανική ενοποίηση αγορών, υπηρεσιών και μέσων παραγωγής. Μερικές φορές η ύπαρξη και μόνο συνόρων επιβραδύνει και μπορεί ακόμη και ν’ ακυρώσει την ενοποίηση αυτή ΄ σ’ άλλες περιπτώσεις προσδίδει στην ενοποίηση το άρωμα και το χρώμα του κυρίαρχου κράτους (όπως στην περίπτωση του Internet).
Τρίτον, η διεθνής κοινωνία των πολιτών παραμένει σε εμβρυακή κατάσταση. Πολλές μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ) απηχούν ένα ελάχιστο μόνο τμήμα των πληθυσμών των κρατών μελών τους. Βασικά εκπροσωπούν μόνο εκσυγχρονισμένες χώρες ή εκείνες όπου το βάρος του κράτους δεν είναι υπερβολικό. Συχνά, οι ΜΚΟ έχουν μικρή ανεξαρτησία από τις κυβερνήσεις.
Τέταρτο, η ατομική χειραφέτηση που είναι ιδιαίτερα προσφιλής στον Φρίντμαν δεν επιτυγχάνεται γρήγορα σε εκδημοκρατικοποιούμενα καθεστώτα, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς σήμερα στην Κίνα. Ούτε και εμποδίζει η χειραφέτηση δημόσιους θεσμούς όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Παγκόσμια Τράπεζα ή τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου να παραμείνουν αδιαφανείς στις δραστηριότητες τους και συχνά αυθαίρετες και άδικες στις αποφάσεις τους.
Πέμπτο, η ελκυστική ιδέα βελτίωσης της κατάστασης του ανθρώπου μέσω της εξάλειψης των συνόρων είναι αμφίβολης αποτελεσματικότητας. Η παγκοσμιοποίηση είναι στην πραγματικότητα ένα άθροισμα τεχνικών (ακουστικών και οπτικών κασετών, το Internet, άμεσες επικοινωνίες) τα οποία είναι στη διάθεση κρατών ή ιδιωτικών παραγόντων. Προσωπικό συμφέρον, πάθη και ιδεολογία, όχι ανθρωπιστικοί λόγοι, είναι που καθοδηγούν τους παράγοντες αυτούς. Η συμπεριφορά τους είναι τελείως διαφορετική από το όραμα της παγκοσμιοποίησης σαν μια βασισμένη στο Διαφωτισμό ουτοπία, η οποία είναι ταυτόχρονα επιστημονική, ορθολογιστική και παγκόσμια. Για πολλούς λόγους – μιζέρια, αδικία, ταπείνωση, προσκόλληση σε παραδόσεις, λαχτάρα για κάτι περισσότερο από ένα καλύτερο επίπεδο ζωής και μόνο – αυτό το συγκεκριμένο στερεότυπο της παγκοσμιοποίησης προκαλεί αντίδραση και δυσφορία.
Αλλά υπάρχει και άλλη μια αντίφαση. Από τη μία πλευρά, η διεθνής και υπερεθνική συνεργασία είναι αναγκαία προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η παγκοσμιοποίηση δεν θα υπονομευτεί από τις ανισότητες οι οποίες προκαλούνται από τις διακυμάνσεις της αγοράς, τα προστατευτικά μέτρα που λαμβάνονται από αδύναμα κράτη και την ανικανότητα πολλών κρατών να βελτιώσουν μόνα τους τη μοίρα τους. Από την άλλη πλευρά, η συνεργασία προϋποθέτει ότι πολλά κράτη και πλούσιοι ιδιωτικοί παράγοντες ενεργούν αλτρουιστικά – κάτι που φυσικά δεν αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό των διεθνών σχέσεων – ή επιδεικνύουν μια ιδιαίτερα γενναιόδωρη αντίληψη των μακροπρόθεσμων συμφερόντων τους. Αλλά εκείνο που παραμένει γεγονός είναι ότι τα περισσότερα πλούσια κράτη εξακολουθούν και αρνούνται να παράσχουν επαρκή αναπτυξιακή βοήθεια ή να παρέμβουν σε περιπτώσεις κρίσεων όπως η γενοκτονία στη Ρουάντα και οι θηριωδίες στο Νταρφούρ. Η απροθυμία αυτή αποτελεί θλιβερό παράδειγμα σύγκρισης σε σχέση με τον ενθουσιασμό που επιδεικνύεται από αμερικανικής πλευράς για τη συνέχιση του αγώνα εναντίον της αλ-Κάιντα και των Ταλιμπάν. Το σφάλμα στην περίπτωση αυτή δεν είναι ο πατριωτικός ενθουσιασμός αυτός καθαυτός, αλλά η αδυναμία της ανθρωπιστικής διάθεσης όταν το εθνικό συμφέρον για τη διάσωση μη Αμερικανών δεν είναι αυταπόδεικτο.