Η ΑΝΑΓΚΗ ΚΑΤΑΡΓΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΗΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΟΣ ΤΗΣ ΜΟΥΦΤΕΙΑΣ

Π. Κ. Μακρή

Η αναγνώρισις και εφαρμογή των κανόνων οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου (Sharia), κατά την Ελληνική έννομη τάξη επί της Μουσουλμανικής μειονότητος της Δ. Θράκης, εντός των πλαισίων της δικαιοδοτικής αρμοδιότητος της Μουφτείας, έχει επανειλημμένως θιγεί από Ευρωπαϊκά και Δυτικά εν γένει, ιδρύματα και οργανώσεις προστασίας ατομικών ελευθεριών και της ισότητος των φύλων όπως και κατά την λειτουργία Ευρωπαϊκών οργάνων. Στερείται πάσης λογικής η επί έναν αιώνα, σχεδόν, επιβίωσις του μόνου, αυτού, καταλοίπου της Συνθήκης των Σεβρών. Η Συνθήκη της Λωζάνης, η οποία την αντεκατέστησε, ουδεμία περιέχει αντίστοιχη, διεθνή, συμβατική υποχρέωση της Ελλάδος και η δικαιοδοτική αρμοδιότητα της Μουφτείας έχει διατηρηθεί βάσει διατάξεων Ελληνικού εσωτερικού, αμιγώς, δικαίου…

Η Ελληνική έννομη τάξις ευρίσκεται, επ’ αυτού, εις απόλυτη και πλήρη διάσταση από εκείνη, οποιασδήποτε άλλης μη Μουσουλμανικής χώρας του κόσμου, όλων των επί Ευρωπαϊκού εδάφους Μουσουλμανικών χωρών (Τουρκίας, Αλβανίας, Κοσυφοπεδίου, Βοσνίας), αλλά και των περισσοτέρων ίσως, Μουσουλμανικών χωρών επί της Αφρικανικής και της Ασιατικής Ηπείρου – και πάντως, εκτός Ευρωπαϊκού κεκτημένου. Η τελευταία παρεμφερής ιδιομορφία, αποικιακής, όμως, υφής, Ευρωπαϊκής νομοθεσίας –η δικαιοδοτική αρμοδιότητα Μουφτή του Γαλλικού υπερποντίου εδάφους της νήσου Mayotte του Ινδικού Ωκεανού–, έχει καταργηθεί, ήδη από δεκαετιών.

Μέχρι στιγμής έχει επί έτη επικρατήσει, από Ελληνικής πλευράς, η τάσις γενικής αποσιωπήσεως. Εν τούτοις, το θέμα πρέπει να τύχει σοβαράς αναθεωρήσεως, υπό τους οιωνούς της διαρκώς εντεινομένης βιαιότητος του αρχετυπικού Ισλαμισμού και της πολλαπλής σκοπιμότητος και ανάγκης προαγωγής και προστασίας των κοσμικών αξιών, ακόμη και υπό την έννομη τάξη των μουσουλμανικών χωρών.

Το γεγονός ότι η δικαιοδοτική αρμοδιότητα της Μουφτείας τελεί υπό την αίρεση επικυρώσεως εκ μέρους των Ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων, δεν πρέπει να προσλαμβάνεται ως μετριασμός της εκτροπής της Ελληνικής Πολιτείας από τις στοιχειωδέστερες των αρχών ενός συγχρόνου, κοσμικού κράτους δικαίου. Αντιθέτως, συνιστά επιβάρυνση του ατοπήματος, διότι αποφάσεις στηριζόμενες επί του Σαριατικού Νόμου επιβάλλονται, τελικώς, από Ευρωπαϊκή δικαστική αρχή, η οποία, μάλιστα, δεν ελέγχει, συνήθως, παρά μόνον την τυπική νομιμότητα της εκάστοτε ασκήσεως της δικαιοδοτικής αρμοδιότητος της Μουφτείας.

Επίσης, ο εν δυνάμει έλεγχος συνταγματικότητος από τα Ελληνικά δικαστήρια, ακόμη και όταν είναι ουσιαστικός, δεν αίρει, όπως ίσως νομίζεται, τις πρακτικές συνέπειες της καθοριστικής διαστάσεως μεταξύ της φιλοσοφίας του Μουσουλμανικού θρησκευτικού νόμου και της Ελληνικής νομοθεσίας: η διαπίστωσις ότι μία δικαιοδοτική απόφασις της Μουφτείας δεν είναι ευθέως αντισυνταγματική, δεν συνεπάγεται και ότι δεν είναι διαφορετική ή και τελείως αντίθετη, από εκείνη η οποία θα εξεδίδετο βάσει των διατάξεων του Ελληνικού Αστικού Κώδικος –αλλά, παραμένει, παρά ταύτα, αποδεκτή κατά την Ελληνική έννομη τάξη (π.χ., απόφασις Αρείου Πάγου 2113/2009).

Εξ άλλου, το σύνηθες επιχείρημα υπέρ της δικαιοδοτικής αρμοδιότητος της Μουφτείας, ότι παραχωρείται, εις τα μέλη της μειονότητος, δικαίωμα εναλλακτικής επιλογής της αρμοδιότητος των Ελληνικών δικαστηρίων, προσκρούει εις βασικούς λόγους αρχής, εφ’ όσον η επιβολή των αξιών του κοσμικού κράτους δικαίου δεν νοείται να είναι προαιρετική επί του εδάφους χώρας-μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Εις επίμετρον είναι, προφανώς, θεωρητική, αυτή, η υποτιθεμένη ευχέρεια της επιλογής από τους διαδίκους, της αρμοδιότητος των Ελληνικών δικαστηρίων, διότι, υπό το κράτος των τοπικών κοινωνικών συνθηκών, τα άρρενα μέλη των οικογενειών, τα οποία και ευνοεί ο Σαριατικός νόμος, επιβάλλουν «δυναμικώς» την επιλογή της αρμοδιότητος της Μουφτείας.

Θα έφθανε τα όρια του παραλογισμού αν Ευρωπαϊκή χώρα συνέχιζε την επιβολή του Μουσουλμανικού θρησκευτικού νόμου και μάλιστα, εκεί όπου αυτός ευρίσκεται στην πλέον κατάφωρη αντίθεσή του προς τις αρχές της ισότητος και των ατομικών δικαιωμάτων, δηλαδή, επί του οικογενειακού δικαίου. Η αίσθησις παραλογισμού εντείνεται την στιγμή, κατά την οποία, ο Σαριατικός νόμος ευρίσκεται, όπως προανεφέρθη, πλήρως εκτός της Τουρκικής εννόμου τάξεως, παρά την θρησκευτική ιδεολογία της σημερινής Τουρκικής κυβερνήσεως και ενώ εδόθη κατ’ αυτού αγών των κοσμικών δυνάμεων της Αιγύπτου –όπου δεν είχε, πλήρως επιβληθεί, ούτε κατά την διάρκεια της επικρατήσεως εκεί, της Μουσουλμανικής Αδελφότητος–, όπως και εκείνων, των περισσοτέρων, άλλων Μουσουλμανικών χωρών.

Η επίκλησις «ιστορικών λόγων» θα εστερείτο πειστικότητος –ο Σαριατικός νόμος έχει καταργηθεί στην ιδία την Τουρκία ήδη από το έτος 1926– και θα επεβάρυνε τις δυσμενείς εντυπώσεις. Θα προσελαμβάνετο μόνον υπό την έννοια της ολιγωρίας προσαρμογής της Ελληνικής εσωτερικής νομοθεσίας στην μεταβολή των διεθνών συμβατικών υποχρεώσεων της χώρας και των ιστορικών δεδομένων· ούτως ή άλλως, «ιστορικοί λόγοι» δεν αρκούν προς νομιμοποίηση εφαρμογής εντός Ευρωπαϊκής χώρας κανόνων δικαίου, συγκρουομένων προς τις πλέον στοιχειώδεις των Αρχών του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου.

Άλλωστε, είναι προφανές το συμφέρον της Ελληνικής Πολιτείας να ενισχύσει εις τους κόλπους του Μουσουλμανικού πληθυσμού της Θράκης κοσμικά πρότυπα κοινωνικής οργανώσεως, διότι αυτά θα επιτρέψουν σαφεστέρα διαφοροποίηση και αυτονόμηση όσων μελών της θρησκευτικής μειονότητος αρνούνται να δεχθούν την επιβολή Τουρκικής εθνοτικής συνειδήσεως –οι οποίοι υπό το παρόν καθεστώς δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων της Μουφτείας, καταλήγουν να συνιστούν μη διαφοροποιούμενα στοιχεία της ιδίας πληθυσμιακής ομάδος, κειμένης υπό διακριτή έννομη τάξη.

Aκόμη, η εφαρμογή των Σαριατικών κανόνων του κληρονομικού δικαίου, οι οποίοι ευνοούν τους άρρενες κληρονόμους, προκαλεί επιβράδυνση του κατακερματισμού και αναδιανομής των ακινήτων περιουσιών, συγκριτικώς προς εκείνες του υπολοίπου αγροτικού πληθυσμού της χώρας. Αντιθέτως, η επιβολή των κανόνων του Αστικού Κώδικος θα επιφέρει πολυδιάσπαση των αγροτικών κλήρων και θα διευκολύνει την πτητικότητα της μειονότητος, η οποία είναι ευκταία ιδιότητα κάθε συγχρόνου κοινότητος.

Tο κατά καιρούς προβληθέν επιχείρημα ότι η δικαιοδοτική αρμοδιότητα της Μουφτείας δικαιολογεί την συμμετοχή της Ελληνικής Πολιτείας στην διαδικασία επιλογής του Μουφτή, δεν ευσταθεί, διότι, ούτως ή άλλως, η άσκησις αποφασιστικής Ελληνικής κρατικής επιστασίας επί της Μουφτείας δεν χρήζει ενισχυτικής αιτιολογήσεως, ιδίως αφ’ ης στιγμής η Τουρκική Πολιτεία θέτει υπό τους γνωστούς δρακοντείους όρους και περιορισμούς την εκλογή των Οικουμενικών Πατριαρχικών Αρχών.

Δεν θα παρήλκε, βεβαίως και το ερώτημα, αν η κατάργησις των δικαστικών αρμοδιοτήτων του Μουφτή θα καθίστα και εντελώς περιττή την παρέμβαση του Ελληνικού Κράτους στην διαδικασία της εκλογής του. Η κοσμική Ελληνική Πολιτεία, οφείλουσα να κήδεται πρωτίστως του δικού της λευκού μητρώου, της δικής της αξιοπιστίας έναντι των Δυτικών εν δυνάμει συμπαραστατών της έναντι των υπερβάσεων της γείτονος, δεν πρέπει να επιδιώκει να ανταποδίδει την κακή Τουρκική διαγωγή επί θρησκευτικών ελευθεριών, ιδίως, μάλιστα, αφ’ ης στιγμής δεν δέχεται την αμιγή Τουρκική εθνοτική ταυτότητα όλων των μελών –Ελλήνων πολιτών- της Μουσουλμανικής μειονότητος. Αυτό ας μην συγκρατηθεί, προς το παρόν, παρά ως έναυσμα και τροφή σκέψεως.

Πέραν, όμως, οποιασδήποτε άλλης σκοπιμότητος δεν νοείται, προκειμένης της εννόμου τάξεως Ευρωπαϊκής χώρας, η επιβολή του Μουσουλμανικού νόμου επί πολιτών της, οι οποίοι επιθυμούν να κείνται υπό τους νόμους της κοσμικής πολιτείας, της οποίας φέρουν την ιθαγένεια. Επ’ αυτού, η Ελλάς μετά βεβαιότητος θα εγκληθεί, εις δεδομένη στιγμή, εις τους κόλπους των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και του Συμβουλίου της Ευρώπης και θα υποστεί μία, ακόμη μείωση.

Συνεπώς, επιβάλλεται η ρητή και σαφής τροποποίησις του Ν. 1920/ 1991 (άρθρ. 5, παρ. 2), –κυρωτικού της από 24ης/12ου/1990 Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου, «περί Μουσουλμάνων Θρησκευτικών Λειτουργών»–, ο οποίος συνιστά διάταξη εσωτερικού δικαίου συνήθους τυπικής ισχύος και την μόνη κατοχύρωση της δικαιοδοτικής αρμοδιότητος του Μουφτή, βάσει των αποφάσεων 466/2003, 1333/2001 του ΣτΕ και της 112/2009 γνωμοδοτήσεως του Ν.Σ.Κ. Η πρόσφατη αποστολή Ελλήνων διδασκάλων εις τα μειονοτικά σχολεία, απετέλεσε βήμα προς την ορθή κατεύθυνση, αλλά αυτό δεν αρκεί.

Η σημασία αποβολής του Σαριατικού Νόμου από τμήμα του Ελληνικού και Ευρωπαϊκού εδάφους, όπου ακόμη εφαρμόζεται, είναι εμβληματική. Επ’ αυτού πρέπει να συγκρατηθεί η προσοχή και να προσελκυσθεί η δράσις φορέων Κοινωνίας των Πολιτών – ενδεχομένως ειδικώς συγκροτουμένων.

H όλη, οικουμενική σχεδόν, συγκυρία αμύνης κατά του βιαίου Ισλαμισμού και της επιβολής προτύπων θρησκευτικής καταπιέσεως, δεν πρέπει να υποτιμηθεί· προσδίδει επείγοντα χαρακτήρα εις το θέμα και καθιστά πιθανή εις οποιαδήποτε στιγμή την κλιμάκωση δυσμενούς, διεθνούς κριτικής επί αυτής της Ελληνικής μοναδικότητος –φευ, μιας ακόμη– εντός του Ευρωπαϊκού χώρου. Ατυχώς, προβάλλεται η εικών τραγελάφου, όταν ληφθεί υπ’ όψιν ότι ενώ η Ελλάς είναι η μόνη γωνία Ευρωπαϊκής γης, όπου επιτρέπεται η ισχύς επί πολιτών Κράτους-Μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως των κανόνων του Σαριατικού νόμου, στην Ελληνική Πρωτεύουσα δεν έχει, ακόμη, καταστεί δυνατή η ανέγερσις και η λειτουργία Μουσουλμανικού τεμένους, λόγω συστηματικής και πεισματικής αντιδράσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος και ισχυρών ομάδων πιέσεως, προερχομένων από ευρύ φάσμα των πολιτικών δυνάμεων. Επ’ αυτού έχει, προ διμήνου ήδη, προηγηθεί η δημοσίευσις Αγγλικού κειμένου του ΔΤ, στην συνέχεια θετικής αποφάσεως του ΣτΕ και νομοθετικής ρυθμίσεως.