ΜΕΡΟΣ Β΄
ΤΑΚΗ ΑΝΑΣΤΟΠΟΥΛΟΥ διευθυντού ε.τ. της ΕΕ
Το α΄ μέρος αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στο τεύχος 2 του «Διπλωματικού Ταχυδρόμου». Ξεκινώντας από τη ρήση του Ζαν Μονέ «ότι η Ευρώπη θα οικοδομηθεί μέσα από τις κρίσεις […] θα είναι το σύνολο των λύσεων που θα επιφέρουμε σε αυτές τις κρίσεις» έγινε μία ιστορική αναδρομή με αναφορά στην πρώτη μεγάλη κρίση της “άδειας καρέκλας” όπως έμεινε γνωστή κατά την οποία η Γαλλία απείχε από τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Υπουργών για έξι μήνες το 1965-66. Επειδή όμως πρυτάνευσε η ανάγκη των Ευρωπαίων να συνεχίσουν να είναι μαζί συμφώνησαν, κατά τον προσφιλή τρόπο των παλαιότερων ευρωπαίων ηγετών, πάνω στη βάση ενός συμβιβασμού του οποίου τα μυστικά καλά κατέχουν όσοι παρεπιδημούν στην Βρυξελλιανή Ιερουσαλήμ. Έτσι απέκτησε περιεχόμενο και η έννοια του «κοινού συμφέροντος της Ένωσης» που αναφέρεται στη Συνθήκη χωρίς να δίδεται κανένας ορισμός του (βλ. α. 17 της ΣΕΕ). Αυτό δεν απέτρεψε νέες συγκρούσεις και κρίσεις. Είχε βρεθεί όμως το εργαλείο για να ξεπερνιούνται. Ήταν η απο-ιδεολογικοποίηση των βασικών πολιτικών επιλογών και η επικράτηση της φονξιοναλιστικής προσέγγισης. ‘Ετσι μπορούσαν να συναποφασίζουν για το κοινό ευρωπαϊκό μέλλον κυβερνήσεις στις οποίες εναλλάσσονταν κόμματα με διαφορετική και συχνά αντίθετη πολιτικο-ιδεολογική θεώρηση.
Tην περίοδο 1973-1984, εξελίχθηκε η δεύτερη μακρά κρίση η οποία στην βιβλιογραφία αναφέρεται ως ευρω-σκλήρυνση (Eurosclérose). Συνδέεται με την δυσκολία απορρόφησης του σοκ της διεύρυνσης της ΕΟΚ των έξι σε εννέα (1973) με την ένταξη της Δανίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας και των δέκα το 1981 με την ένταξη της Ελλάδας. Πέρασε από διαδοχικές φάσεις οι οποίες έχουν σχέση κυρίως με την οικονομική κατάσταση (στασιμοπληθωρισμός, νομισματική κρίση, ανεργία – για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε ο όρος δομική ανεργία). Αυτή η κρίση ανέκοψε το ρυθμό της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Συχνά το όλο εγχείρημα κινδύνευσε με παράλυση και αποκρυσταλλώθηκε με την επιμονή της Βρετανής Πρωθυπουργού (I want my money back) και έμεινε γνωστή ως “το βρετανικό τσεκ” όπως ονομάστηκε η μείωση της βρετανικής συμμετοχής στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Η κρίση τελείωσε με την ικανοποίηση των βρετανικών απαιτήσεων που συμφωνήθηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Φονταινεμπλό (1984)1.
Η περίοδος 1985-1992 θεωρείται ως η πλέον δημιουργική περίοδος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης: είναι τα χρόνια που Πρόεδρος της Επιτροπής ήταν ο Ζακ Ντελόρ, ο οποίος μπόρεσε να αξιοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο το θετικό κλίμα που επικρατούσε στις σχέσεις της Γαλλίας του σοσιαλιστή Μιτεράν και της Γερμανίας του χριστιανοδημοκράτη Κολ.
Η διεύρυνση του 1986 με την ένταξη της Ισπανίας και της Πορτογαλίας έφερε μία χρήσιμη εξισορρόπηση προς Νότο. Το μεταρρυθμιστικό έργο της περιόδου της Προεδρίας Ντελόρ ολοκληρώθηκε με την προετοιμασία της Συνθήκης του Μάαστριχτ με την οποία ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα και δημιουργήθηκε το κοινό νόμισμα. Όμως κατά τη διαδικασία της επικύρωσης της Συνθήκης (1992) συγκρούσθηκαν και πάλι οι ίδιες δυνάμεις. Στις χώρες που έγινε δημοψήφισμα το θέμα της εκχώρησης ακόμα μεγαλύτερου μέρους της εθνικής κυριαρχίας υπέρ της Ευρώπης ξεσήκωσε τους “εθνοκεντρικούς” (souverainistes) υπέρμαχους της Ευρώπης των Εθνών κατά των ευρωπαϊστών. Οι Δανοί απέρριψαν τη Συνθήκη (με οριακή πλειοψηφία 49,3% υπέρ και 50,7% κατά). Χρειάστηκαν επιπλέον διαπραγματεύσεις για να γίνουν αποδεκτές ειδικές εξαιρέσεις (ΟΝΕ, ιθαγένεια της Ένωσης, δικαιοσύνη και εσωτερικές υποθέσεις και κοινή Άμυνα) ώστε να μπορέσει η Δανία να υπογράψει μετά από νέο δημοψήφισμα, στο οποίο 56,8% ψήφισε υπέρ, με υψηλό ποσοστό συμμετοχής (85,5%). Η Γαλλία διχάστηκε και η Συνθήκη έγινε δεκτή με ισχνή πλειοψηφία (51,1% υπέρ και 48,9% κατά) αφήνοντας πολλά αναπάντητα ερωτηματικά στους πολίτες. Η Ευρώπη έδειχνε ότι είχε αρχίσει για πρώτη φορά να ενδιαφέρει πραγματικά τους πολίτες της (παρά το γεγονός ότι είχαν ήδη μεσολαβήσει το 1979 άμεσες εκλογές με καθολική ψηφοφορία για το Ευρωκοινοβούλιο). Έπαψε να αποτελεί αντικείμενο χειρισμών της πολιτικής και διοικητικής ελίτ. Έμπαινε στην πολιτική ατζέντα στο εσωτερικό των χωρών και απασχολούσε τα πρωτοσέλιδα του Τύπου.
Την ίδια εποχή οι εξελίξεις στην ήπειρό μας γνώριζαν μία έντονη επιτάχυνση. Μετά την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ, την ενοποίηση των δύο Γερμανιών, καθώς και τον πόλεμο στην πρώην Γιουγκοσλαβία τα δεδομένα άλλαζαν συνεχώς. Από τη μία μεριά επιβεβαιωνόταν ότι η Ευρώπη, ως ζώνη δημοκρατίας, ειρήνης και οικονομικής σταθερότητας εξακολουθούσε να γοητεύει τους υπόλοιπους λαούς. Το 1995 ήρθε η σειρά της ένταξης της Αυστρίας, της Σουηδίας και της Φινλανδίας. Η προς Βορρά διεύρυνση ενίσχυσε τους υποστηρικτές του Ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου. Από την άλλη μεριά όμως η άναρχη παγκοσμιοποίηση που τότε είχε αρχίσει να κυριαρχεί στη διεθνή πολιτική και οικονομική ατζέντα επέβαλε νέους ρυθμούς στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ταυτόχρονα η θεσμική Ευρώπη άρχισε να βυθίζεται σε εσωστρέφεια. Έψαχνε να βρει τρόπους να ξεπεράσει τόσο τα οργανωτικά της προβλήματα, όσο και τις προκλήσεις πολιτικού και οικονομικού προσανατολισμού. Αντί όμως για λύσεις εμπνεόμενες από το ομοσπονδιακό πρότυπο και την αναζήτηση της εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αναπτύχθηκαν θεωρίες όπως η Eυρώπη των δύο ταχυτήτων (ή ακόμα των πολλαπλών ταχυτήτων), των ομόκεντρων κύκλων, της μεταβλητής γεωμετρίας ή των επιλογών à la carte. Εφευρέθηκαν πλήθος θεσμικών ακροβατισμών και προτάθηκαν τεχνάσματα όπως αρχή της επικουρικότητας, ρήτρα εξαίρεσης (opt-out) ή ενισχυμένη συνεργασία ώστε να επιτρέπεται η συνέχιση του εγχειρήματος αλλά με όρους πιό ευέλικτους. Η προετοιμασία της μεγάλης διεύρυνσης και το πέρασμα από την Ευρώπη των 15 στην Ευρώπη των 25 γινόταν μέσα σε ένα κλίμα θεσμικής κόπωσης.
* Σε προδημοσίευση, κεφάλαιο από το υπό έκδοση βιβλίο μου για το ρόλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην ιστορία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (Εστία).
- Παρόλα αυτά το ΗΒ συνέχισε να φέρεται ως δύστροπος εταίρος. Οι διαρκείς συγκρούσεις της κυρίας Θάτσερ με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και ειδικά την Επιτροπή έπαψαν να βρίσκουν υποστηρικτές και μέσα στο ίδιο της το κόμμα μέχρι τη στιγμή που υποχρεώθηκε να παραδώσει την Πρωθυπουργία μετά από έντονη εσωτερική αμφισβήτηση από την φιλοευρωπαϊκή τάση των Τόρις (1990).
[ συνεχίζεται στο επόμενο τεύχος ]