ΙΩΑΝΝΗΣ –ΑΛΕΞΙΟΣ ΖΕΠΟΣ
Πρέσβης ε.τ.
Γενικότερα, με το χώρο της Ασίας, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, η Ελλάδα, διαχρονικά, διατήρησε μάλλον υποτονικές πολιτικές, οικονομικές και στρατιωτικές σχέσεις. Η αναπροσαρμογή του γεωπολιτικού περιβάλλοντος μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τις συμμαχίες και τους συνασπισμούς που προέκυψαν από αυτόν, διατήρησαν τη χώρα μας σε συγκεκριμένη Δυτική τροχιά και έτσι οι επιλογές μας, οριοθετήθηκαν, την εποχή εκείνη, από τις συνολικές επιταγές του χώρου στον οποίο ανήκαμε.
Έτσι λοιπόν, οι σχέσεις μας ιδιαίτερα με την Κίνα, είχαν διακοπεί μετά την εγκατάσταση του κομμουνιστικού καθεστώτος στο Πεκίνο το 1949. Πρότερα, υπήρχε Πρεσβεία της Ελλάδας διαδοχικά στο Πεκίνο, το Νανκίνγκ και το Τσουνκίγκ, διαπιστευμένες στην εθνικιστική Κυβέρνηση Τσάνγκ – Κάϊ Σέκ, ανάλογα με την πορεία και τις επιχειρήσεις του Σινο-Ιαπωνικού πολέμου και του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, όπου η Κίνα ήταν σύμμαχός μας, που αναγκαστικά μετέφεραν την Πρωτεύουσα του Κινεζικού Κράτους.
Οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Κίνας, αποκαταστάθηκαν στην δεκαετία του 1970 και παρουσίασαν, στη συνέχεια, πολύ αργή πολιτική και οικονομική πρόοδο, ανάλογη του γενικότερου κλίματος που επικρατούσε την εποχή εκείνη στην διεθνή σκηνή, αλλά και στην ελληνική πραγματικότητα.
Με τις άλλες χώρες της Ασίας, οι περισσότερες από τις οποίες, πλην της Ιαπωνίας και της Ταϊλάνδης, προήλθαν από ανεξαρτητοποιήσεις κρατών, που προέκυψαν από προγενέστερα αποικιοκρατικά καθεστώτα, στην πλειοψηφία τους με ένοπλους αγώνες, οι σχέσεις με την Ελλάδα αναπτύχθηκαν αργότερα, όταν το επέτρεψαν οι διεθνείς συγκυρίες. Οι σχέσεις αυτές, θα έλεγα, ήταν κυρίως τυπικές – διπλωματικές, και σε κάθε περίπτωση, παρουσίασαν και παρουσιάζουν ακόμα και σήμερα, με μικρές εξαιρέσεις, πολύ περιορισμένο οικονομικό και άλλο αποτύπωμα.
Όσον αφορά στην Ινδία, έχει ενδιαφέρον να επισημάνει κανείς, ότι σε αντίθεση με τις άλλες ασιατικές χώρες, ήταν μια Terra, λιγότερο Incognita από άλλες, λόγω του ότι ήδη από τον 18ο αιώνα και κατά την περίοδο της αγγλικής αποικιοκρατίας, αρκετοί Έλληνες, προερχόμενοι από τα οθωμανικά εδάφη, μετανάστευσαν εκεί και ιδιαίτερα στην περιοχή της Βεγγάλης. Εκεί, ανέπτυξαν, με την πάροδο του χρόνου, αξιόλογη επαγγελματική, οικονομική και επιχειρηματική δραστηριότητα, όπως για παράδειγμα, η εμπορική εταιρεία “Ralli Brothers”, που είχε ιδιαίτερη λάμψη τον 19ο και 20ο αιώνα και εξακολουθεί να υπάρχει ακόμα και σήμερα.
Μετά την Ινδική Ανεξαρτησία του έτους 1947, σταδιακά, αργά μεν αλλά με σταθερά βήματα, αναπτύχθηκαν δεσμοί συνεργασίας και εμπιστοσύνης μεταξύ Αθηνών και Ν. Δελχί, σε επίπεδο πολιτικών και πολιτειακών ηγεσιών. Αυτές, βασίστηκαν κυρίως, στην εμπλοκή και στήριξη του Κινήματος των Αδεσμεύτων, όπου ανήκε η Ινδία, στο Κυπριακό, στο πλαίσιο του Ο.Η.Ε., αλλά και στη στενή φιλική σχέση που δημιουργήθηκε μεταξύ του Προέδρου Νεχρού και του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.
Βέβαια, η συνεργασία αυτή δεν προώθησε αναγκαστικά και τις διμερείς σχέσεις Ελλάδος – Ινδίας, στον τομέα της οικονομικής συνεργασίας, που βράδυνε να αναπτυχθεί και ακόμη και σήμερα εξελίσσεται με αργά βήματα.
Λόγω της μεγάλης απόστασης, αλλά και εξαιτίας της συνολικής πολιτικής του Ν. Δελχί, που στην περίοδο 1950 – 1980 ανήκε και ήταν πρωταγωνιστής στο Κίνημα των Αδεσμεύτων, δεν επιτεύχθηκε ουσιαστικότερη σύμπραξη μεταξύ των δύο χωρών, πέραν μιας γενικότερης φιλικής προδιάθεσης των δύο πρωτευουσών και στενής συνεργασίας, μεταξύ τους, στο πλαίσιο κυρίως του Ο.Η.Ε.
Στη σημερινή εποχή, όπου έχει αλλάξει ριζικά το πολιτικό και οικονομικό σκηνικό στην Ασία, πολλές παλαιές έχθρες έχουν πλέον ξεπεραστεί, από τις οικονομικές πραγματικότητες του καιρού μας και νέες συνεργασίες και συμμαχίες έχουν οικοδομηθεί, στην ήπειρο αυτή, μέσα στις οποίες όμως δεν έχει ακόμη ενταχθεί ουσιαστικά η Ελλάδα.
Με εξαίρεση, μία υπό εξέλιξη σοβαρή οικονομική σχέση με την Κίνα και σε μικρότερο βαθμό με την Ιαπωνία και την Ν. Κορέα, (ναυπηγήσεις πλοίων, εμπόριο κλπ), με τις υπόλοιπες ασιατικές χώρες, οι σχέσεις της Ελλάδος παραμένουν, σε μεγάλο βαθμό, πολιτικά φιλικές και οικονομικά υποτονικές.
Στο σημείο αυτό, θα ήταν χρήσιμο νομίζω να τονιστεί, ότι στο ευρύτερο ασιατικό γεωπολιτικό σκηνικό, οι μοναδικές πραγματικά χώρες, που έχουν δομηθεί και λειτουργούν πάνω σε ένα δημοκρατικό πρότυπο, που προσιδιάζει στο δυτικό, είναι η Ινδία, η Ιαπωνία και η Ν. Κορέα.
Με αυτό το σκεπτικό, θεωρώ, ότι λόγω μεγέθους, δομών αλλά και πυρηνικής πλέον ταυτότητας, και με άγνωστη ακόμη παράμετρο, κατά τη δική μου κρίση, την ενδεχόμενη, μελλοντική αναζήτηση μίας δυναμικότερης παγκόσμιας θέσης και παρουσίας της Κίνας, η μόνη χώρα με την οποία η Δύση, έχει τη δυνατότητα, λόγω ύπαρξης κοινών δημοκρατικών θεσμών, αξιών και ισχύος, να αναπτύξει μία πλεονεκτική σχέση, σε πάρα πολλούς τομείς, είναι η Ινδία.
Κάτι τέτοιο επιχειρείται ήδη στις μέρες μας, τόσο από τις Η.Π.Α., όσο και από τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ από παλαιά το Ν. Δελχί, διατηρεί μια προνομιακή σχέση, στρατηγική, οικονομική και στρατιωτική, τόσο με την Ε.Σ.Σ.Δ. όσο και με τη Ρωσία.
Όσον αφορά στην Ελλάδα, το μεν επίπεδο των πολιτικών της σχέσεων με την Ινδία σήμερα είναι πολύ καλό, παρόλα αυτά όμως, δεν έχει δοθεί νομίζω η απαραίτητη προσοχή από μέρους μας, στην οικονομική διάσταση της σχέσης αυτής, όπως επίσης και σε εκείνη του τουρισμού, αλλά και της στρατιωτικής συνεργασίας, που θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμη για προφανείς λόγους.
Υπενθυμίζω, ότι ήδη από τα τέλη του 20ου αιώνα, είχαν δρομολογηθεί προσπάθειες για την προώθηση του τελευταίου αυτού τομέα, πάνω σε κοινά προγράμματα, χωρίς ωστόσο να επιτευχθεί ουσιαστική πρόοδος. Επισημαίνω, ότι στην Πρεσβεία Ν. Δελχί υπηρετεί από ετών Ακόλουθος Άμυνας.
Η Ινδία σήμερα, είναι σημαντική αναδυόμενη χώρα της Ασίας, με υψηλούς οικονομικούς δείκτες ανάπτυξης, όπου σε έναν πληθυσμό 1,3 περίπου, δις υπάρχει πλέον ένα αξιόλογο ποσοστό εξαιρετικά εύρωστων οικονομικά Ινδών, οι οποίοι γνωρίζουν καλά την Ελλάδα και την ιστορία της, από την υψηλού επιπέδου σχολική τους εκπαίδευση. Αυτοί, θα πρέπει να αποτελέσουν ένα στοχευμένο κοινό στην οικονομική, αλλά και τουριστική μας πολιτική απέναντι στην Ινδία, η οποία σήμερα, δυστυχώς, βρίσκεται ακόμη «στα σπάργανα», λόγω γενικότερης έλλειψης φαντασίας και γνώσης, ίσως και τόλμης, από μέρους μας, περί την ινδική πραγματικότητα.
Πιστεύω λοιπόν, ότι η ελληνική πλευρά, έχει κάθε συμφέρον να δώσει πολύ μεγαλύτερη έμφαση στην εξέλιξη των συνολικών διμερών της σχέσεων με την Ινδία, κίνηση που θα μπορούσε να φανεί, μακροπρόθεσμα, ίσως δε και μεσοπρόθεσμα, πρόσφορη σε πολλούς τομείς.
Πρέπει λοιπόν, πιστεύω, να επιχειρήσει η Ελλάδα την οικοδόμηση πολύπλευρων δεσμών με την Ινδία, σε σημεία κοινού ενδιαφέροντος, προωθώντας, μεταξύ άλλων, περαιτέρω, την πρόταση που είχε ήδη υποβληθεί από μένα τον ίδιο, από την ελληνική προς την ινδική πλευρά, το έτος 2011, και η οποία βρίσκεται ακόμη υπό εξέταση στο Ν. Δελχί, σχετικά με τη δυνατότητα σύστασης μιας στρατηγικής σχέσης μεταξύ των δύο χωρών, που θα περιλαμβάνει όλους τους τομείς δράσης, κοινού ενδιαφέροντος, των δύο πλευρών.
Η επιτυχία αυτής της προσπάθειας, θα επέτρεπε την δημιουργία ιδιαίτερων δικτύων συνεργασίας, σε επιλεγμένους τομείς, ανάμεσα στην Ελλάδα και στην σημαντική αυτή ασιατική χώρα, καλλιεργώντας παράλληλα συνθήκες κατανόησης και σύμπραξης, στο διεθνές σκηνικό.
Ο ευρύτερος χώρος της Νότιας Ασίας, στην οποία κυριαρχεί η παρουσία της Ινδίας και των φιλικών προς αυτήν κρατών (SAARC), όπως Νεπάλ, Μπουτάν, Μπανγκλαντές, Σριλάνκα και Μαλδίβες, περιέχει βεβαίως και το κράτος του πυρηνικού πλέον Πακιστάν, που από την εποχή της διαίρεσης της υποηπείρου με την αναχώρηση των Βρετανών το 1947, και την κήρυξη της ανεξαρτησίας της Ινδίας και του Πακιστάν, οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών παραμένουν, από τότε, σε μια υφέρπουσα επιθετική ή και πολεμική ατμόσφαιρα, με την εξαίρεση περιόδων, δύσκολης, ειρηνικής συνύπαρξης.
Είναι αναμφίβολο, ότι στην περιοχή της Νότιας Ασίας, μόνη κυρίαρχη δύναμη, πολιτική, οικονομική και στρατιωτική, αποτελεί η πυρηνική Ινδία, η οποία με την οικονομική της πρόοδο, αν και ο ρυθμός ανάπτυξης κυμαίνεται κατά καιρούς από 6% έως 9% ετησίως, ανάλογα με τις συγκυρίες, αποτελεί την σημαντικότερη ανερχόμενη οικονομική δύναμη στον κόσμο, πλην της Κίνας και αναμένεται ότι περί το έτος 2020, θα αποτελεί την τρίτη παγκόσμια οικονομική δύναμη.
Με αυτά τα δεδομένα, πιστεύω ότι είναι απαραίτητο να βλέπουμε και να βαθμολογούμε την Ινδία, μέσα από τις επαρκείς επιδόσεις της και να πιστέψουμε, ότι παρά τις ιδιόρρυθμες εσωτερικές πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, – κατακρίνοντας μερικές από αυτές, όταν εφαρμόζουμε αυστηρά αμιγή δυτικά πρότυπα – και αποφεύγοντας τα εύκολα κλισέ, ότι εν τούτοις, η χώρα αυτή, κινείται προς ένα σημαντικό μέλλον, που όλα δείχνουν ότι θα είναι ανάλογο με τις προσδοκίες του λαού της και τις προσπάθειες των Κυβερνήσεών της.
Θα πρέπει να επισημάνουμε και να συγκρατήσουμε, με ενδιαφέρον το γεγονός, ότι από ολόκληρο το χώρο της Νότιας Ασίας, η Ινδία, από την εποχή της ανεξαρτησίας της το 1947, κυβερνήθηκε και κυβερνάται δημοκρατικά, παρά το αχανές της χώρας και το πολυάριθμο του πληθυσμού.
Βέβαια, η δημοκρατία που εφαρμόζεται στην Ινδία, μπορεί να μην κριθεί εφάμιλλη αυτής που ισχύει στην Σουηδία, λειτουργία όμως που κυμαίνεται και σε σχέση με πολλές άλλες χώρες του πλανήτη. Παραμένει πάντως γεγονός, ότι η χώρα κυβερνάται δημοκρατικά, με εναλλασσόμενες συχνά κυβερνήσεις και πολιτικά κόμματα και ουδέποτε, πλην μιας μικρής πολύμηνης περιόδου επί κυβέρνησης Ίντιρα Γκάντι (Emergency Rule), παρεξέκλεινε από τον κανόνα αυτό, περίοδο για την οποία η συντριπτική πλειοψηφία των Ινδών αισχύνεται και θα ήθελε να ξεχάσει.
Η Ινδία, εδώ και αρκετά χρόνια, μάχεται για την διεύρυνση του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε., επιμένοντας, ότι οι όροι που επικρατούσαν κατά την εποχή της δημιουργίας του Οργανισμού, έχουν μεταβληθεί ριζικά και ότι δεν είναι πλέον δυνατό, χώρες σημασίας, μεγέθους και πληθυσμού όπως της ιδίας, καθώς και μερικών άλλων (Βραζιλία, Αργεντινή, Ν. Αφρική, Νιγηρία, Ιαπωνία) ανά τον πλανήτη, να μην είναι μέλη του Συμβουλίου Ασφάλειας του ΟΗΕ.
Επισημαίνω, ότι η χώρα μας έχει, από ετών, δεχθεί κατ’αρχήν την Ινδική θέση, αν και το θέμα της διεύρυνσης του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε., είναι ακόμη και αναμένεται να παραμείνει, για αρκετό χρόνο και για διάφορες αιτίες, σε διαπραγμάτευση.
Στο καθαρά στρατιωτικό πεδίο, είναι αναμφίβολο ότι η Ινδία, πέραν της πυρηνικής της διάστασης, αποτελεί την ισχυρότερη στρατιωτικά χώρα της Ασίας, μετά την Κίνα. Χωρίς να θέλω να προλέγω το μέλλον, θα αρκεστώ να επαναλάβω τις απόψεις ορισμένων διανοητών και στρατηγικών αναλυτών, οι οποίοι δεν θέλουν να αποκλείσουν το γεγονός, ότι μία Κίνα που θα έχει καταλάβει την πρώτη οικονομική θέση στο παγκόσμιο στερέωμα, είναι δυνατόν να επιδείξει σημεία πολυδιάστατου ηγεμονισμού, που δεν θα αφορά ενδεχομένως στον χώρο της Ασίας και μόνο.
Στο πλαίσιο αυτό, κρίνουν οι αναλυτές και τείνω να συμφωνήσω μαζί τους, ότι η Ινδία, η οποία σημειωτέον παραδοσιακά διατηρεί άριστες σχέσεις με την Μόσχα και βρίσκεται σε φάση οικοδόμησης στρατηγικής σχέσης με τις Η.Π.Α., θα πρέπει να θεωρείται ως μία, εν δυνάμει, σύμμαχος της Δύσης ενάντια σε μια ενδεχόμενη τέτοια απειλή, διότι όπως ανέφερα και προηγούμενα, μοιράζεται με την Δύση κοινούς δημοκρατικούς θεσμούς και δομές, η ίδια δε, δεν έχει δείξει, ούτε νομίζω επιδιώκει να δείξει, τάσεις ηγεμονισμού και επεκτατικής διάθεσης.
Είναι απαραίτητο να αναφερθώ, στο ενεργειακό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι χώρες της Ασίας και που αναγκάζει, κυρίως, τις μεγάλες βιομηχανικές χώρες όπως Κίνα, Ινδία, Ιαπωνία και Ν. Κορέα, να είναι εξαιρετικά ευαίσθητες στο θέμα των πετρελαϊκών ροών και των χωρών παραγωγής.
Με την εξαίρεση του Ιράν, του Ιράκ, της Σ. Αραβίας και των χωρών του Κόλπου, που μπορεί να πει κανείς ότι βρίσκονται στον εγγύς Ασιατικό χώρο, η παραγωγή πετρελαίου με την εξαίρεση της Ρωσίας, στην υπόλοιπη Ασία είναι ένα εξαιρετικά σύνθετο πρόβλημα, δεδομένου ότι οι τέσσερις σημαντικές χώρες που προανέφερα, δεν έχουν οι ίδιες καμία, ή περιορισμένη πετρελαϊκή δυνατότητα.
Εξαρτώνται λοιπόν, απόλυτα, από τρίτες χώρες, για να καταφέρουν να διατηρήσουν τη βιομηχανία τους σε κίνηση και να καλύψουν τις ενεργειακές ανάγκες, τόσο για την εγχώρια αγορά, όσο και για τις εξαγωγικές δυνατότητές τους, ώστε να μην μειωθεί ο αναπτυξιακός ρυθμός τους.
Αποτελεί βεβαίως, η ενέργεια, πρόβλημα και για τις στρατιωτικές δυνατότητες των χωρών αυτών, διότι χωρίς την ομαλή και ανεμπόδιστη ροή πετρελαίου, όλη η δομή της λειτουργίας των ενόπλων δυνάμεών τους, τίθεται σε κίνδυνο.
Επομένως, οι μεγάλες χώρες της Ασίας, είναι ευάλωτες στις διακυμάνσεις της διεθνούς αγοράς πετρελαίου, είτε όσον αφορά στις τιμές του προϊόντος, είτε στις διεθνείς εξελίξεις, που τυχόν ανατρέπουν την φυσική εμπορική ροή και μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο, τις ανάγκες για προμήθειες των μεγάλων ποσοτήτων πετρελαίου που χρειάζονται.
Κλείνοντας την ομιλία μου αυτή, για την Ασία και τις επιμέρους χώρες της, δεν μπορώ να μην αναφέρω τη σημασία και την ανάγκη όπως και η Ελλάδα, μετά από πολλές άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, πολύ μικρότερης εμβέλειας στη διεθνή σκηνή, να επιδιώξει την αναβάθμιση των σχέσεών της, ιδιαίτερα με την Ινδία, αναγνωρίζοντας τη σημασία της χώρας αυτής και ανοίγοντας ένα σημαντικό παράθυρο για το μέλλον, σε διάφορους τομείς κοινού ενδιαφέροντος.
Πρέπει και η Ελλάδα, με την σειρά της, να επιχειρήσει μια ανάλογη «εκστρατεία», που θα αποβλέπει στην εκμετάλλευση των ιδιαίτερων σχέσεων που έχει αναπτύξει, διαχρονικά, με αυτή κυρίως την Ασιατική χώρα.
Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να σας θυμίσω, ότι κατά την άποψη πολλών διεθνών παρατηρητών, η Ουάσινγκτον, αναγνωρίζοντας ότι το μέλλον ανήκει στην Ασία, έχει πολλαπλασιάσει τις παντοειδείς σχέσεις, επαφές και συμφέροντά της με τον Ασιατικό χώρο, λόγω της σπουδαιότητάς του, σε αντιδιαστολή με την φθίνουσα, κατά πολλούς, Ευρώπη και έχει καταστήσει τον Ειρηνικό Ωκεανό, νέο Ασιατικό σύνορο και περιοχή ιδιαίτερου στρατηγικού ενδιαφέροντος γι’αυτήν.
Δεν παραγνωρίζουν βεβαίως οι Η.Π.Α., ότι ενδεχομένως από την Ήπειρο αυτή, είναι πιθανόν να προκύψουν και δυσάρεστες εκπλήξεις μέσα στον 21ο αιώνα, για τις οποίες και θα πρέπει να είναι κατάλληλα προετοιμασμένες και να έχουν συνάψει τις απαραίτητες συμμαχίες, για την αντιμετώπιση ενός τέτοιου ενδεχόμενου κινδύνου.
Θα ήθελα να προσθέσω τέλος, κοιτώντας την σημερινή Ασία, ότι ενώ οι πολιτικές σχέσεις με την Ελλάδα είναι γενικά καλές, οι οικονομικές, εμπορικές, στρατιωτικές, καθώς και αυτές στο πεδίο της κοινωνίας των πολιτών, καταφανώς υπολείπονται και θα πρέπει να καταβληθεί σοβαρή προσπάθεια, από μέρους των Αθηνών, παρά τις δυσκολίες που αναμφίβολα θα υπάρξουν και την σημερινή οικονομική συγκυρία για την δημιουργία κατάλληλων πεδίων συνεργασίας, σε εξειδικευμένους τομείς, που θα μπορούσαν να αποφέρουν ουσιαστικά αποτελέσματα, σε βάθος χρόνου, εάν η ελληνική πλευρά πιστέψει και επιχειρήσει, ρεαλιστικά και επίμονα, να προσεγγίσει την αναδυόμενη Ασία και να προωθήσει τα ιδιαίτερα συμφέροντά της στην ήπειρο αυτή.