ΙΩΑΝΝΗΣ Α. ΖΕΠΟΣ

Πρέσβης ε.τ.

Το θέμα το οποίο μου  ζητήθηκε να αναπτύξω  εδώ, είναι αυτό των διαχρονικών σχέσεων της Ελλάδος με το ΝΑΤΟ. Θα έλεγα λοιπόν, με κάποια «ποιητική» διάθεση, που θα παρακαλούσα να μου συγχωρήσετε, ότι για πολλούς στη χώρα μας, είναι ένα θέμα… έρωτα και μίσους !

Όπως όλοι γνωρίζουμε, η Βορειοατλαντική Συμμαχία ιδρύθηκε και άρχισε να λειτουργεί το 1949. Μια εποχή ακόμη ταραγμένη στη μεταπολεμική Ελλάδα, η οποία έβγαινε βαριά πληγωμένη από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την κατοχή και τον Εμφύλιο. Όμως, πολύ γρήγορα, μέσα στο κλίμα του ψυχρού πολέμου που είχε κατακλύσει την Ευρώπη, αυτή η πραγματικότητα αφορούσε και την Ελλάδα, δεδομένου ότι όλα τα κράτη με τα οποία συνόρευε στο βορρά, ανήκαν στο ανατολικό μπλοκ, με την εξαίρεση βέβαια της Τουρκίας στα ανατολικά μας σύνορα.

_____________________________

Οι ελληνικές λοιπόν κυβερνήσεις της περιόδου εκείνης, γρήγορα αντελήφθησαν την προστασία που προσέφερε η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ και επιδίωξαν την ένταξη της Χώρας σ’αυτόν τον Οργανισμό το ταχύτερο δυνατό.

Στην όλη προσπάθεια της εποχής εκείνης, συνεισέφερε νομίζω θετικά και η συμμετοχή της Ελλάδος στον Κορεατικό πόλεμο, που επέτρεψε να φανεί το αξιόμαχο του Έλληνα και η πίστη του στους ελεύθερους δημοκρατικούς θεσμούς.

Έτσι, μέσα και στο γενικό κλίμα της ανάγκης προάσπισης της Δύσης από την Σοβιετική απειλή, το 1952, η Ελλάδα μαζί με την Τουρκία, έγιναν δεκτές στη Συμμαχία. Εδώ πρέπει να λεχθεί, ότι πέραν των βορείων γειτόνων της Ελλάδος την εποχή εκείνη και η Τουρκία εθεωρείτο από τους Συμμάχους εξαιρετικά ευάλωτη, λόγω της εκτενούς συνοριογραμμής της με την Σοβιετική Ένωση και κρίθηκε τότε, ότι και οι δύο χώρες ήσαν σαφείς στόχοι του Σοβιετικού επεκτατισμού και έπρεπε να προστατευθούν, ώστε να παραμείνουν στο δυτικό, δημοκρατικό στρατόπεδο.

Δημιουργήθηκε λοιπόν έτσι, με τη συγκεκριμένη διεύρυνση, που είχε κυρίως γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά χαρακτηριστικά, ένα ενιαίο αδιάσπαστο αμυντικό τόξο από την Νορβηγία μέχρι τα Βαλκάνια, την Ανατολική Μεσόγειο και τις προσβάσεις της Μ. Ανατολής και Β. Αφρικής.

Έτσι η χώρα μας, η οποία βρίσκεται στην νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ απέκτησε μια ιδιαίτερη στρατηγική αξία για αυτό, ακόμη και αν η αξία αυτή, έχει περάσει από διάφορες φάσεις αυξομείωσης και έχει μεταβληθεί σταδιακά, ιδίως μετά την προσχώρηση, αργότερα, στη Συμμαχία της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας και της Αλβανίας.

Εάν η Ελλάδα, δεν ανήκε στην αμυντική στρατηγική και  στρατηγική ασφάλειας της δυτικής αρχιτεκτονικής, η πρόσβαση στο Αιγαίο από τις δυτικές χώρες θα ήταν δυσχερής, ενώ θα ήταν αδύνατη η υπέρπτηση του εναέριου χώρου της, η δυτική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο θα ήταν επισφαλής και ο συσχετισμός δυνάμεων Ανατολής – Δύσης, στην νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ, θα ήταν επικίνδυνος για τα δυτικά συμφέροντα.

Πέραν τούτων, η Αμερικανική Ευκολία και οι Νατοϊκές υποδομές στη Σούδα, η εγκατάσταση των οποίων άρχισε μετά τη συμφωνία μεταξύ Ελλάδος και ΗΠΑ το 1953, έχει πλέον σήμερα έναν συνεχώς αυξανόμενο ρόλο για τις Αμερικανικές και Νατοϊκές δραστηριότητες. Ας προστεθεί εδώ το γεγονός, ότι η χώρα μας διαθέτει σήμερα από τις πλέον αξιόμαχες εκπαιδευμένες ένοπλες δυνάμεις της Συμμαχίας, ενώ είναι απαραίτητο να τονισθεί ότι η Ελλάδα είναι μια από τις 5 μόνο χώρες – μέλη του ΝΑΤΟ που ικανοποιούν τον όρο περί διάθεσης του 2% του Α.Ε.Π. για αμυντικές δαπάνες (οι άλλες είναι:  ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Πολωνία και Εσθονία)

Η ένταξη της Ελλάδος στο ΝΑΤΟ και στο ευρύτερο σύστημα ασφάλειας, λειτούργησε κατά τρόπο θετικό, τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά, στους τομείς της σταθερότητας, των προοπτικών ανοικοδόμησης και της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας.

Από την εποχή εκείνη που εντάχθηκε η Ελλάδα και η Τουρκία στο ΝΑΤΟ μέχρι το έτος 2008, έλαβαν χώρα άλλες πέντε διευρύνσεις της Συμμαχίας. Υπάρχουν μέσα στο ΝΑΤΟ σήμερα, διαφορικές σχολές σκέψης για το εάν πρέπει να συνεχιστεί η διεύρυνση προς νέα μέλη, έναντι οιουδήποτε τιμήματος, ή το ζήτημα πρέπει να τύχει ιδιαίτερης προσοχής και περίσκεψης.

Τα πρώτα χρόνια της συμμετοχής της Ελλάδος στο ΝΑΤΟ, χαρακτηρίστηκαν από την αναβάθμιση και τον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεών της, ώστε να καταστούν αυτές σύγχρονες και αξιόμαχες, μέσα σ΄ένα συγκεκριμένο δυτικό πρότυπο.

Πέραν της στρατιωτικής προσπάθειας, θα πρέπει να τονισθεί και η σημασία της συμμετοχής της Ελλάδος, στη συνεχή διαβούλευση για θέματα ασφάλειας και άμυνας μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του Καναδά και των Ευρωπαίων συμμάχων τους, μεταξύ των οποίων πλέον και η Ελλάδα, που με τον τρόπο αυτό αναβαθμίστηκε ως ένα σημαντικό μέλος της Συμμαχίας, συμμετέχοντας στη λήψη αποφάσεων, λόγω και της ευαίσθητης περιοχής που κάλυπτε.

Από την πρώτη εκείνη περίοδο και με αφορμή διάφορα γεγονότα που αφορούσαν Εθνικά Θέματα σε εξέλιξη, όπως πχ το Κυπριακό, φάνηκε στην Ελληνική πλευρά, η οποία και διαχρονικά είχε δυσκολία να το δεχθεί, ότι η Ατλαντική Συμμαχία δεν λάμβανε ποτέ θέση απέναντι σε διαφορές μεταξύ των Συμμάχων, διότι εκ της φύσεως του καταστατικού της, δεν είχε και δεν έχει, την δυνατότητα θεσμικής παρέμβασης σε διαφωνίες μεταξύ των χωρών-μελών της και έτσι, πάγια δεν ετοποθετείτο υπέρ του ενός ή του άλλου, απλά πρόσφερε τις υπηρεσίες της, ώστε να μειώνονται κατά το δυνατό οι εντάσεις.

Μόνη περίπτωση παρέμβασης του ΝΑΤΟ, σε μια εξέλιξη, θα ήταν όταν υπήρχε πολιτική ομοφωνία για τούτο, ή όταν τα προβλήματα επηρεάζουν το συμμαχικό γίγνεσθαι. Πιστεύω, ότι θα είναι χρήσιμο και καλό, να μην ξεχνάμε αυτήν την παράμετρο, ώστε να προσαρμόζουμε κατάλληλα τις πολιτικές και τις προσδοκίες μας και να εκμεταλλευόμαστε αυτό που μας προσφέρει.

Μέσα σε αυτό το ρεαλιστικό για το ΝΑΤΟ πλαίσιο, εξελίχθηκε η σχέση Ελλάδος και Συμμαχίας, όπου όχι λίγες φορές, η Αθήνα αισθάνθηκε απογοητευμένη από την όλη συμπεριφορά της Συμμαχίας επάνω σε θέματα που την αφορούσαν, ενώ και για την περίοδο που ακολούθησε μεταξύ των ετών 1967 και του 1974, δηλαδή την περίοδο της δικτατορίας, δημιουργήθηκαν πολλές υποψίες στην ελληνική πλευρά, αν δηλαδή η Ατλαντική Συμμαχία πράγματι, πίστευε και προστάτευε τους δημοκρατικούς θεσμούς. Βέβαια, ανάλογα πραξικοπήματα είχαν λάβει χώρα και στη γειτονική Τουρκία, όπου και πάλι η Συμμαχία αρκέστηκε σε συμμαχικές «παραινέσεις».

Από την αρχή της σχέσης Ελλάδος – ΝΑΤΟ, η χώρα μας έλαβε την θέση της μέσα στα όργανα και τους μηχανισμούς της Συμμαχίας, με απόλυτη σοβαρότητα και υπευθυνότητα και επωφελήθηκε, στο τεχνικό και στρατιωτικό σκέλος, όλων των νεοτέρων βημάτων στον τομέα της οργάνωσης, της τεχνολογίας και του εκσυγχρονισμού, τόσο στο έμψυχο, όσο και στο άψυχο υλικό, ενώ με τη συνεχή συμμετοχή της σε διάφορες ασκήσεις ετοιμότητας, εκπαιδεύτηκαν αποτελεσματικά και τα τρία όπλα Στρατός, Ναυτικό, Αεροπορία, σε σύγχρονες μεθόδους πολέμου και απόκρουσης απειλών.

Με την ανατροπή της δικτατορίας το 1974 και την Τουρκική εισβολή και κατοχή στην Κύπρο, υπήρχε στην Ελλάδα ευρύτατα διαδεδομένη και όχι αναίτια, η εντύπωση ότι η Ατλαντική Συμμαχία, τόσο σε αυτή την περίπτωση, όσο και σε προγενέστερες κρίσεις με την Τουρκία γύρω από θέματα Μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη, Αιγαίου ή Κύπρου, μεταξύ των ετών 1955, 1963 και 1974, δεν είχε κάνει απολύτως τίποτε για να ελέγξει, περιορίσει ή και παύσει τις τουρκικές επεκτατικές ορέξεις, αλλά ούτε και επεχείρησε ποτέ να καταδικάσει ή ανατρέψει το στρατιωτικό καθεστώς των Αθηνών, ενώ αντίθετα κρίθηκε ότι ίσως και να το υπέθαλπε.

Αυτή ήταν και η κύρια αιτία για την οποία ο τότε Π/Θ Κωνσταντίνος Καραμανλής, σε μια κίνηση που απέβλεπε στην μερική ικανοποίηση της κοινής γνώμης για την έλλειψη κατανόησης και συμπαράστασης από πλευράς του ΝΑΤΟ, αποφάσισε την αποχώρηση της Ελλάδος από το στρατιωτικό σκέλος της Συμμαχίας, ανοίγοντας έτσι ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις της χώρας μας με το ΝΑΤΟ, η αντιμετώπιση του οποίου, μερικά χρόνια αργότερα, θα ήταν δυσχερής, δυσεπίλυτη και πάντως όχι επωφελής για την Ελλάδα.

Όπως όλοι γνωρίζετε, μετά από επίπονες διαπραγματεύσεις, η Ελλάδα επέστρεψε στην ενοποιημένη στρατιωτική δομή διοικήσεως του ΝΑΤΟ το 1980, υπό όρους δυσμενείς  και αμφισβητούμενους, σε σχέση με εκείνους που ίσχυαν για μας προ της εξόδου από αυτήν το 1974 και ενώ υπήρξε βασική εμπλοκή στο θέμα της ίδρυσης των δύο προβλεπόμενων Στρατηγείων στο ελληνικό έδαφος, ζήτημα που ρυθμίστηκε τελικά το 1999.

Τα χρόνια που ακολούθησαν, έγινε μια σταδιακή προσπάθεια επούλωσης των πληγών και διασκέδασης της γενικότερης άποψης για την Συμμαχία στην ελληνική κοινή γνώμη και συνεχίστηκε η ουσιαστική συμμετοχή της Ελλάδος στα όργανα, στους σχεδιασμούς και στις αποστολές της Συμμαχίας.

Η πτώση του τείχους του Βερολίνου το 1989, αναμφίβολα επηρέασε σημαντικά την άποψη ορισμένων κύκλων, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Δυτική Ευρώπη, αλλά και στην Ελλάδα βέβαια, για την χρησιμότητα πλέον της διατήρησης μιας τέτοιας Συμμαχίας, όταν από την άλλη πλευρά, το αντίπαλο δέος, η Σοβιετική απειλή και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας που την εκπροσωπούσε, είχαν παύσει πλέον να υπάρχουν.

Έλαβαν χώρα, την περίοδο εκείνη, εκτεταμένες και δυναμικές συζητήσεις για την χρησιμότητα και την αναγκαιότητα του ΝΑΤΟ και της αποστολής του και πολλοί ήταν εκείνοι στις δύο όχθες του Ατλαντικού, αλλά και στην χώρα μας, που θεωρούσαν ότι δεν είχε πλέον θέση και ρόλο στην νεότερη μετά-σοβιετική εποχή, ενώ αναβίωσαν στην χώρα μας και όλες οι αρνητικές εικόνες και εντυπώσεις μιας Συμμαχίας στην οποία ανήκαμε και η οποία, διαχρονικά, είχε αρνηθεί να τοποθετηθεί με δικαιοσύνη, υπέρ των ελληνικών θέσεων, προστατεύοντας έτσι τη χώρα μας από απειλές της «συμμάχου» Τουρκίας.

Οι ανάλογες βέβαια ανησυχίες και οι προβληματισμοί, παρατηρήθηκαν βέβαια και στις ΗΠΑ. Όμως τόσο στην Ουάσιγκτον, όσο και στις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες κρίθηκε ότι η Ατλαντική Συμμαχία θα μπορούσε, μέσω μιας διαδικασίας μετάλλαξης, να εξελιχθεί σε μια οργάνωση συλλογικής ασφάλειας, χρήσιμης τόσο στην Ευρώπη, όσο και ευρύτερα, μέσω σχετικών συνεργασιών.

Ας μην ξεχνάμε, ότι η Ε.Ε. δεν έχει καταφέρει ακόμη να αναπτύξει μίαν αυτόνομη αμυντική ικανότητα και το ΝΑΤΟ, συνεχίζει να παίζει σημαντικό ρόλο σε θέματα Ευρωπαϊκής Ασφάλειας.

Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό, αποφασίστηκε, μέσα από διαδικασίες, διεργασίες και διάλογο, η διεύρυνση της Συμμαχίας προς χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, πρώην μέλη του Σοβιετικού στρατοπέδου, οι οποίες θα επέλεγαν και θα επιθυμούσαν να ενταχθούν σε αυτήν.

Στις διαδικασίες αυτές, η χώρα μας συμμετείχε ενεργά, πιστεύοντας σε αυτήν την μετάλλαξη της Συμμαχίας και στην διεύρυνσή της προς χώρες που επιθυμούσαν την ένταξη, ώστε να δημιουργηθεί μια νεότερη, διαφορετική και ευρύτερη Συμμαχία,  που θα ήταν περισσότερο οργανισμός ασφαλείας από ότι στρατιωτική συμμαχία.

Εγώ ο ίδιος, με την ιδιότητά μου ως Αναπληρωτής Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Ελλάδος στο ΝΑΤΟ την περίοδο 1994 – 1997, διότι συνολικά είχα δυο θητείες στη Συμμαχία, με διάρκεια περίπου 7 ετών, διαπραγματεύτηκα, θεσμικά, την ενταξιακή διαδικασία της πρώτης σειράς χωρών που θα εντάσσοντο στο ΝΑΤΟ μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, δηλαδή της Πολωνίας, της Ουγγαρίας και της Τσεχίας, διαδικασία που οριστικοποιήθηκε με την Σύνοδο Κορυφής της Μαδρίτης το θέρος του 1997 και την ένταξη των τριών αυτών χωρών στη Συμμαχία.

Την περίοδο εκείνη, που ήμουν Αναπληρωτής Μόνιμος Αντιπρόσωπος και συγκεκριμένα τον Ιανουάριο του 1996, προέκυψε η κρίση των Ιμίων. Δραστηριοποιηθήκαμε άμεσα στα δύο σκέλη της Αντιπροσωπείας, το πολιτικό και το στρατιωτικό, προκειμένου να ενεργοποιήσουμε τις δομές της Συμμαχίας απέναντι στην Τουρκική επιθετικότητα και να ενημερώσουμε τους Συμμάχους πάνω στην ίδια βάση, επιδιώκοντας τη δημιουργία ενός κλίματος που θα στήριζε τις ελληνικές θέσεις, μέσα και από τις συμφωνίες προσάρτησης των Δωδεκανήσων και τους Χάρτες του 1932 και του 1947.

Πρέπει να ομολογήσω, ότι η εντύπωση που από χρόνια υπήρχε στην ελληνική πλευρά, περί της παντελούς έλλειψης επιθυμίας των οργάνων της Συμμαχίας, αλλά και των ίδιων των Συμμάχων, να έχουν οποιαδήποτε εμπλοκή με ένα ζήτημα που αφορούσε σχέσεις μεταξύ Συμμάχων, κατέστη απόλυτα εμφανές και οδήγησε σε μιαν απλή έκφραση ευχολογίου και προς τις δυο πλευρές, να αποφύγουν περαιτέρω κλιμάκωση.

Μέσα σε αυτήν λοιπόν την νέα στρατηγική εικόνα που δημιουργείτο στην Ευρώπη μετά το τέλος της Σοβιετικής εποχής, ως Αναπληρωτής Μόνιμος Αντιπρόσωπος έλαβα μέρος στις διαπραγματεύσεις για τη δημιουργία του Permanent Joint Council με την Ρωσία, που ήταν ένα νέο όργανο της Συμμαχίας, μέσα στο πνεύμα της εποχής, που θα μεριμνούσε για την απρόσκοπτη συνεργασία μεταξύ Ρωσίας και Συμμαχίας και θα προσπαθούσε να αμβλύνει τις μεταξύ τους διαφορές, μέσω της συνεργασίας, του διαλόγου και της διαφάνειας και που μετεξελίχθηκε αργότερα σε N.R.C.

Στο πλαίσιο των αποστολών της Συμμαχίας αποφασίστηκε αργότερα, μετά την 11/9, όπως γνωρίζετε, και η συμμετοχή της Ελλάδος στην ISAF, που σκοπό είχε τη διατήρηση της ειρήνης στο Αφγανιστάν και την εκπαίδευση και εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων της χώρας αυτής, προκειμένου να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά εσωτερικές και εξωτερικές απειλές.

Η ελληνική αποστολή στο Αφγανιστάν, με κατά καιρούς εναλλασσόμενη μορφή, επιτελικοί, λόχος μηχανικού, εκπαιδευτές, νοσοκομειακή μονάδα, απασχολήθηκε για αρκετά έτη στη χώρα αυτή με επιτυχία, συμμετέχοντας και συνεισφέροντας στην αποστολή αυτή της Συμμαχίας, μέσα στο πλαίσιο της ελληνικής θέσης για την στήριξη των ποικίλων αποστολών του ΝΑΤΟ στη σύγχρονη εποχή.

Θα προσθέσω ότι την περίοδο 2004 – 2007, ως Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Ελλάδος στο ΝΑΤΟ, μετέβηκα τέσσερις φορές στο Αφγανιστάν, όπου συναντήθηκα με τις εκεί ελληνικές στρατιωτικές αποστολές, αλλά και ταξίδεψα εκτενώς στο εσωτερικό της χώρας, μεταβαίνοντας στις περισσότερες από τις επαρχίες της,  ενώ βέβαια είχα, μαζί με τους άλλους συναδέλφους μου  και τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ, επαφές και συνομιλίες με τον τότε Πρόεδρο Karzai και μέλη της Κυβέρνησής του.

Πρέπει να αναφέρω, ότι στο ίδιο πλαίσιο, η Ελλάδα στήριξε τη δημιουργία προωθημένων σχέσεων της Ατλαντικής Συμμαχίας με τον ΟΗΕ και ενδεχομένως την ανάληψη, προϊόντος του χρόνου, αποστολών εγκεκριμένων και νομιμοποιημένων από τον Οργανισμό αυτό, ενώ παράλληλα, συνεισέφερε και στις διαδικασίες συνεργασίας ΝΑΤΟ και Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες όπως όλοι γνωρίζετε, εξακολουθούν σε ένα μεγάλο βαθμό, να είναι όμηροι των επιδιώξεων της Τουρκίας, σε σχέση με το Αιγαίο και την Κύπρο.

Επιτρέψτε μου να προσθέσω, ότι η Ελλάδα ήταν παρούσα και συνεισέφερε στον σχεδιασμό του νέου Στρατηγικού Δόγματος της Συμμαχίας, δεδομένου ότι εγώ ο ίδιος επελέγην και συμμετείχα, στην 11μελή και μόνο, «Επιτροπή Σοφών», υπό την κα Μάντλιν Ολμπράιτ, που προετοίμασε μετά από διεξοδική εργασία  τη σχετική μελέτη, που εγκρίθηκε τελικά στη Σύνοδο Κορυφής της Λισσαβόνας το 2010.

Σε αυτό το πλαίσιο, κατά το διάστημα που γινόταν η επεξεργασία του σχεδίου της Επιτροπής για το Νέο Στρατηγικό Δόγμα, έγιναν πολλές συναντήσεις και επαφές με πολλούς σημαντικούς παίκτες της διεθνούς σκηνής, όπως η Ρωσία, η Κίνα και η Ινδία, καθώς και άλλους και ζητήθηκαν οι απόψεις τους, ως προς την επιδιωκόμενη μορφή του «Νέου ΝΑΤΟ», όπου όμως την εποχή εκείνη, τόσο η Κίνα όσο και η Ινδία, δεν φάνηκαν να θέλουν να προωθήσουν κάποιας μορφής θεσμικό διάλογο με τη Συμμαχία.

Συμπερασματικά πιστεύω και πρέπει να αναφερθεί, ότι η θέση της Ελλάδος στο ΝΑΤΟ, η συνεχιζόμενη μετεξέλιξή του, ώστε να ανταποκριθεί  αποτελεσματικότερα στις προκλήσεις των καιρών, στους τομείς της συλλογικής άμυνας και της Διεθνούς Ασφάλειας, είναι σημαντική, πολιτικά δεδομένη και γεωστρατηγικά επιβαλλόμενη, όχι μόνο λόγω των υπαρκτών αντιπαραθέσεών μας με μερικούς από τους γείτονές μας, αλλά και για την προστασία των γενικότερων συμφερόντων της χώρας.

Στο ζήτημα των Νατοϊκών δραστηριοτήτων και εμπλοκών παγκοσμίως, καθώς και του ελληνικού ρόλου σ’αυτές, θα πρέπει να προσεγγίζονται με ορισμένες σταθερές, όπως η επίδειξη σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου και της Διεθνούς Νομιμότητος, αλλά και με παράλληλη προώθηση των ειδικότερων ελληνικών συμφερόντων, στο πλαίσιο των Συμμαχικών αποφάσεων, που λαμβάνονται πάντοτε στη βάση του κανόνα του consensus. Μια απουσία της Ελλάδος από αυτή τη διαδικασία, ή η υποβαθμισμένη συμμετοχή της, θα συνεπάγεται κόστος για τη χώρα μας, όπως φάνηκε από την εμπειρία του 1974 και μετά.

Θα πρέπει να θυμόμαστε πάντοτε, ότι η μόνη ρεαλιστική στρατηγική επιλογή για τη διασφάλιση του Εθνικού μας Συμφέροντος και τη βελτίωση της διεθνούς επιρροής της Χώρας μας, είναι η ενεργός συμμετοχή μας στους Διεθνείς Οργανισμούς και η συνεχής προβολή και ανάδειξη αυτής της επιλογής, για την πολιτική αξιοποίηση της συνεισφοράς μας.

Η Ελλάδα, παρά τις μεγάλες της υποχρεώσεις και τις περιορισμένες δυνατότητες και παρά τις σημερινές δυσχερείς δημοσιονομικές συνθήκες, που οδήγησαν στην απόφαση για σημαντική μείωση ή και απόσυρση της ελληνικής συμμετοχής σε πολυεθνικές επιχειρήσεις, επιθυμεί και εξακολουθεί να συμπράττει στο μέτρο του δυνατού στην προώθηση της σταθερότητας και στην επίλυση των κυριότερων ζητημάτων που απασχολούν την περιοχή μας, όπως είναι το Μεσανατολικό οι κρίσεις στη Μ. Ανατολή και στη Β. Αφρική.

Είμαι βέβαιος, ότι η υπέρβαση της σημερινής οικονομικής συγκυρίας, θα δώσει οπωσδήποτε καλύτερες δυνατότητες  συνεισφοράς της Ελλάδας στο συμμαχικό γίγνεσθαι στο μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, και θα αναβαθμίσει την συμμετοχή μας, πράγμα που θα εξυπηρετήσει το εθνικό μας συμφέρον εντός της Συμμαχίας και θα μας καταστήσει ουσιαστικότερο παίκτη, στις επιδιώξεις και τις προτεραιότητές της.