ΤΑΚΗ ΑΝΑΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
διευθυντού ε.τ. της ΕΕ
Kατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και της συνακόλουθης κρίσης στην ευρωζώνη στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα έγινε ένας γόνιμος και χρήσιμος διάλογος με συμμετοχή ειδικών ή λιγότερο ειδικών (δεν υπήρξε Αμερικανός νομπελίστας οικονομίας που να μη θεωρήσει υποχρέωση του να εκφέρει τη βαρύνουσα γνώμη του) με θέμα την κρίση και το μέλλον της Ευρώπης.
Ωστόσο, το θέμα δεν φωτίστηκε ολόπλευρα, ίσως μάλιστα να συσκοτίστηκαν ορισμένες πτυχές του. Θεωρώ ότι η οικονομική κρίση η οποία έδειξε τα όρια της ΟΝΕ και της έλλειψης ευλυγισίας λόγω των κανόνων που διέπουν το κοινό νόμισμα, τελικά μάλλον ωφέλησε, με τη έννοια ότι συνετέλεσε στο να βελτιωθεί το θεσμικό πλαίσιο και να μπορεί να ανταπεξέλθει πιό αποτελεσματικά σε προσεχείς εξωτερικές οικονομικές επιθέσεις, όπως αυτή που προήλθε από την πτώχευση της Λήμαν Μπράδερς το 2008 και τα όσα ακολούθησαν. Ακόμα και το δημοκρατικό φιάσκο του βρετανικού δημοψηφίσματος το οποίο μπορεί να οδηγήσει στην συντεταγμένη αποχώρηση (Brexit) του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ πέραν από την πρόσκαιρη εσωστρέφεια που λογικό είναι να προκαλέσει θα είναι μία ευκαιρία μίας επανεξέτασης των μεθόδων εργασίας με σκοπό τη βελτίωση τους. Τουλάχιστον οι 27 που θα απομείνουν δεν θα έχουν τη δικαιολογία των βρετανικών κωλλισιεργειών που μέχρι τώρα έβαζαν εμπόδια στην όλο και βαθύτερη Ένωση που προβλέπεται στο άρθρο 2 της Συνθήκης. Με την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου τα κράτη που είχαν εκδηλώσει παρόμοιες τάσεις (κράτη του Βίσεγκραντ) χάνουν έναν ισχυρό σύμμαχο και θα υποχρεωθούν σε αναδίπλωση.
Η οικονομική κρίση μπορεί να πέρασε, αλλά πίσω της άφησε πληγές. Και μία από τις επιπτώσεις που βιώνουμε σε θεσμικό επίπεδο είναι η διαρκής ενίσχυση του κυβερνητισμού εις βάρος της κοινοτικής μεθόδου. Πρόκειται για την παλιά διελκυστίνδα μεταξύ εθνοκεντρικών και φεντεραλιστών. Έχει ειπωθεί ότι η ιστορία της Ευρώπης είναι μία διαδοχή κρίσεων. Θα κυριολεκτούσαμε περισσότερο, όμως, αν λέγαμε ότι η κρίση είναι το μέλλον της Ευρώπης. Γιατί τέτοιο ήταν και το παρελθόν, τέτοιο είναι και το παρόν της. Ο Jean Monnet έχει γράψει προσφυώς στα απομνημονεύματά το 1976: «Θεωρούσα πάντα ότι η Ευρώπη θα οικοδομηθεί μέσα από τις κρίσεις· ότι η Ευρώπη θα είναι το σύνολο των λύσεων που θα επιφέρουμε σε αυτές τις κρίσεις». Όλα όμως τα επεισόδια που σημειώθηκαν στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δεν είναι κατ’ανάγκη κρίσεις. Θα πρότεινα να κρατήσουμε τον όρο μόνο για τις περιπτώσεις όπου οι επιπτώσεις τους δημιουργούν δομικές παρενέργειες, θέτουν σε κίνδυνο τις βάσεις λειτουργίας και αμφισβητείται η ίδια η υπόσταση –la raison d’être– της Ευρώπης.
Και δεν είναι λίγες αυτές. Σταχυολογώ μερικές: η κρίση η λεγόμενη της «άδειας καρέκλας»· η ικανοποίηση του βρετανικού βέτο για τις επιστροφές πόρων (‘‘I want my money back’’ της κυρίας Θάτσερ) · η στάση των λαών στα δημοψηφίσματα για το Μάαστριχτ· η απόρριψη του Ευρωσυντάγματος. Όμως, η τρέχουσα κρίση του μεταναστευτικού αναζωπύρωσε την κρίση που ακούει στο όνομα εθνοκεντρισμός, η οποία υποσκάπτει τις βάσεις της ΕΕ και τη θεμελιώδη αρχή της αλληλεγγύης. Πλέον παίρνει χαρακτηριστικά μίας κρίσης διαρκείας και κινδυνεύει να αποτελέσει τον μεγαλύτερο ανασταλτικό παράγοντα για την περαιτέρω ανάπτυξη της ΕΕ.
Θα επιμείνω στο πρώτο σημείο και θα επανέλθω προσεχώς στα υπόλοιπα.
Φέτος, συμπληρώθηκαν 50 χρόνια από την πρώτη μεγάλη και υπαρξιακή κρίση που είχε πλήξει την τότε ΕΟΚ, και που έμεινε γνωστή στην ιστορία ως η «κρίση της άδειας καρέκλας». Άρχισε τον Ιούνιο του 1965 όταν η σύγκρουση της Γαλλίας με τα υπόλοιπα 5 ιδρυτικά κράτη οδήγησαν τον Ντε Γκωλ να αποσύρει τους Γάλλους εκπροσώπους από τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Υπουργών αντιδρώντας στον τρόπο διαχείρισης του Γεωργικού Ταμείου (FEOGA), στη δημιουργία κοινοτικού προϋπολογισμού βάσει ιδίων πόρων και τη θεσμική μεταρρύθμιση που στόχευε στην αναβάθμιση του ρόλου της Επιτροπής και του Κοινοβουλίου.
Στην πραγματικότητα επρόκειτο για μία σύγκρουση μεταξύ της Γαλλίας του Ντε Γκώλ που ήταν υπέρμαχος της διατήρησης αλώβητης της εθνικής κυριαρχίας και από την άλλη της Γερμανίας μαζί με τα υπόλοιπα ιδρυτικά μέλη, δηλαδή την Ιταλία και τα κράτη του Μπενελούξ. Αυτή η κρίση που λίγο έλειψε να οδηγήσει την ΕΟΚ σε διάλυση, τελικά εξελίχθηκε σε εποικοδομητικό δημιουργικό ανταγωνισμό. Έληξε τον Ιανουάριο του 1966 με τον περίφημο συμβιβασμό του Λουξεμβούργου που κατοχυρώνοντας εν μέρει το βέτο των κρατών μελών επέτρεψε τη Γαλλία να επιστρέψει στο τραπέζι των αποφάσεων και τελικά να δεχτεί και τη διευθέτηση για το FEOGA και την διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του Κοινοβουλίου και της Επιτροπής.
Εκείνη την εποχή η Επιτροπή τόλμησε να βάλει στο τραπέζι θέματα «ταμπού» και δεν φοβήθηκε να αναλάβει τις ευθύνες της για αυτό. Έτσι γεννήθηκε η έννοια του “ευρωπαϊκού συμφέροντος” που υπερέχει του εθνικού, πλην εξαιρέσεων για τις πραγματικά σημαντικές υποθέσεις, για τις οποίες ισχύει το βέτο. Στις άλλες περιπτώσεις οι αποφάσεις μπορούν να λαμβάνονται με (ενισχυμένη) πλειοψηφία για να αποφεύγονται οι εμπλοκές και οι καθυστερήσεις.
Ωστόσο, η διαφορά με όσα συμβαίνουν στις μέρες μας είναι ότι τότε υπήρχε η βούληση της ευρωπαϊκής συμβίωσης (togetherness/vivre ensemble). Οι μνήμες του πολέμου όχι μόνο ήσαν ακόμα νωπές, αλλά αποτελούσαν καυτά βιώματα για τους περισσότερους από τους συντελεστές – και η οποιαδήποτε σύγκρουση ήταν αποδεκτή και ας ξεπερνούσε τα όρια της αίθουσας των διαπραγματεύσεων γιατί γινόταν σε πνεύμα εποικοδομητικό. Δηλαδή, αν κάτι χαρακτήριζε την κρίση του 1965-1966 και τις πάμπολλες άλλες που ακολούθησαν ήταν η θέληση των κρατών να παραμείνουν μαζί και να αντιμετωπίσουν το μέλλον ενωμένα. Και η έξοδος από την εκάστοτε κρίση γινόταν με ένα νέο κεφάλαιο στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση που έφερνε περισσότερη Ευρώπη.
* Σε προδημοσίευση, κεφάλαιο από το υπό έκδοση βιβλίο μου για το ρόλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην ιστορία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (Εστία).
[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΤΕΥΧΟΣ]