ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ ΚΑΡΑΤΡΑΝΤΟΣ[1]

 

Η Ε.Ε. είναι φανερά ένας ασυνήθιστος και ιδιαίτερος δρώντας στην παγκόσμια σκηνή. Από τη μία πλευρά στερείται της παραδοσιακής μορφής κυριαρχίας που απολαμβάνουν τα κράτη-έθνη, αλλά από την άλλη είναι κάτι ευρύτερο και περισσότερο πολιτικό από έναν διεθνή οργανισμό. Ο sui generis χαρακτήρας της έχει τροφοδοτήσει ένα μεγάλο και πρωτοφανή διάλογο γύρω από τον τρόπο με τον  οποίο μπορούμε να την προσδιορίσουμε ως διεθνή δρώντα στο πλαίσιο του συστήματος ισχύος. Η Ένωση ως διεθνής παίκτης αναπτύχθηκε μη ισορροπημένα, οι δυνατότητες και οι αρμοδιότητές της στους τομείς του εξωτερικού εμπορίου και της οικονομικής πολιτικής έρχονται σε αντιδιαστολή με τις περιορισμένες πολιτικές και κυρίως  στρατιωτικές δυνατότητές της για τη διαχείριση των κρίσεων. Σύμφωνα με πολλούς αναλυτές αυτές οι αδυναμίες της συνθέτουν ουσιαστικά την ισχύ της, για πολλούς η Ε.Ε. αντιπροσωπεύει ένα καινούριο και πιο επιτυχημένο διεθνή δρώντα στην σημερινή παγκόσμια σκακιέρα από τις παραδοσιακές μεγάλες δυνάμεις.

Αν και η συζήτηση γύρω από το συγκεκριμένο ζήτημα είναι ευρεία και υπόκειται σε πολλές και διαφορετικές προσεγγίσεις και αναγνώσεις, το κυρίαρχο στοιχείο και η βάση της συζήτησης γύρω από την Ε.Ε. ως πολιτικό δρώντα είναι η παραδοχή πως η Ευρώπη αποτελεί μία πολιτική οντότητα η οποία μπορεί να διαδραματίσει ένα διαφορετικό ρόλο, να σταθεροποιήσει την ειρήνη και την ασφάλεια στην ήπειρο και να αναλάβει έναν διαφορετικό ρόλο στο διεθνές σύστημα[2].  Σύμφωνα με τη Zielonka η Ε.Ε. εξασκεί επιτυχώς την ισχύ της μέσα από τη διεύρυνση, την προώθηση της δημοκρατίας, τη διπλωματική επίλυση των συγκρούσεων, την εξαγωγή εμπορικών ρυθμίσεων και την αναπτυξιακή βοήθεια[3].

Ο Ian Manners προωθεί μία διαφορετική προσέγγιση για το χαρακτήρα της Ε.Ε., η οποία εστιάζει στα διαφορετικά μέσα που χρησιμοποιούνται από την Ευρώπη στη διεθνή αρένα, την αποκαλούμενη «κανονιστική ισχύ»[4]. Η κανονιστική αντίληψη αναφέρεται στη διαφορετική πρόσληψη της διεθνούς ταυτότητας της Ε.Ε., στις κοινές αρχές και αξίες της και στην επιθυμία της να αποσυνδεθεί από τις Βεστφαλιανές δεσμεύσεις. Αυτή η προσέγγιση τονίζει τη θετική αντιμετώπιση των διεθνών υποθέσεων στο πλαίσιο της ειρήνης, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, των κανόνων δικαίου και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που θεωρούνται ως οι θεμελιακές νόρμες της Ε.Ε. [5].

Η Ευρωπαϊκή Αντίληψη για την Ασφάλεια

Η ευρωπαϊκή προσέγγιση στην ασφάλεια χαρακτηρίζεται από μία ευρεία, πολύπλευρη και ολιστική αντίληψη της ασφάλειας, η οποία βασίζεται στην αλληλεξάρτηση ανάμεσα σε όλες τις διαστάσεις της και από την ανάγκη για τον καθορισμό στόχων και την αξιοποίηση μέσων σε όλους αυτούς τους τομείς. Αυτή η προσέγγιση στην ασφάλεια είναι το αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο η Ε.Ε. αντιλαμβάνεται την ισχύ της, ένας μοναδικός δρώντας ο οποίος εμπνέεται όχι μόνο από υλικά συμφέροντα, αλλά και από κανόνες και ιδέες και προσπαθεί να επηρεάσει το διεθνές σύστημα και το περιβάλλον ασφαλείας μακροπρόθεσμα ενισχύοντας τις πολυμερείς μεθόδους και χρησιμοποιώντας οικονομική, διπλωματική και ιδεολογική ισχύ. Αυτή η νέα agenda εκτείνεται ευρύτερα από την πολιτικό- στρατιωτική διάσταση, η οποία βέβαια παραμένει ένα σημαντικό στοιχείο[6].

Για την επίτευξη των στόχων της η Ε.Ε. εστιάζει στην αξιοποίηση και μη παραδοσιακών μέσων όπως η ενσωμάτωση διαφορετικών δομών εξωτερικής πολιτικής και σχέσεων που απαντούν στις διαφορετικές διαστάσεις της ασφάλειας και περιλαμβάνουν το εξωτερικό εμπόριο, την αναπτυξιακή συνεργασία, τη διεθνή περιβαλλοντική πολιτική, τη διεθνή αστυνομική συνεργασία, την πολιτική για τη μετανάστευση, την εξωτερική πολιτική και τα πολιτικό- στρατιωτικά μέσα.[7]. Ο ευρωπαϊκός αυτός τρόπος για την ασφάλεια λειτουργεί με προτεραιότητα την ενεργή πρόληψη των συγκρούσεων και της αστάθειας, έναντι της παρέμβασης μετά την εμφάνιση και την κλιμάκωση, δεν βασίζεται στην εξισορρόπηση και την αντιμετώπιση των απειλών, αλλά σε μία θετική πρόσληψη που στοχεύει την προώθηση των παγκόσμιων δημόσιων αγαθών μέσω της παγκόσμιας διακυβέρνησης, όχι μόνο στα ενδιαφέροντα της Ε.Ε., αλλά και στην εξάπλωση των νορμών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων παγκοσμίως[8]. Η Ευρωπαϊκή στρατηγική για την ασφάλεια στοχεύει στην αποφυγή του παραδοσιακού «διλήμματος ασφάλειας» της κυριαρχίας των απειλών που οδηγεί στη λήψη στρατιωτικών μέτρων[9] και δεν είναι αντιθετική με τον χαρακτήρα της Ε.Ε. ως δρώντα «πολιτικής ισχύος», τουναντίον δίνει στην «πολιτική ισχύ»  μία ακόμη διάσταση [10].

Η Μετανάστευση ως Ζήτημα Ασφάλειας και η Πολιτική της Ε.Ε.

Η μετανάστευση, τα σύνορα και το άσυλο συγκαταλέγονται ανάμεσα στα πλέον δυναμικά και ανταγωνιστικά ζητήματα του σχεδιασμού πολιτικής της Ε.Ε. Η φύση των ζητημάτων αυτών, ιδιαίτερα στην περίπτωση της παράτυπης μετανάστευσης, τα συνδέει με εθνικούς φόβους, αντιμαχόμενες ιδεολογίες και συγκρουόμενες πολιτικές ευαισθησίες αιτιολογώντας με αυτό τον τρόπο, όπως επισημαίνουν οι Balzacq και Carrera, γιατί «είναι δύσκολη η επίτευξη και η εφαρμογή συνολικών και αποτελεσματικών απαντήσεων»[11].

Λειτουργώντας ενός αυτού του πλαισίου τα κράτη-μέλη της ΕΕ τοποθετούν τα ζητήματα της μετανάστευσης όλο και υψηλότερα στην πολιτική ατζέντα των προτεραιοτήτων τους. Τα τελευταία είκοσι χρόνια η παράτυπη μετανάστευση εκλαμβάνεται  και προσεγγίζεται ως απειλή, με αποτέλεσμα η μετανάστευση και η φύλαξη των συνόρων να καταστούν συστατικά μέρη μιας διαδικασίας «ασφαλειοποίησης» του φαινομένου, στο πλαίσιο της πρόσληψης του χώρου της Ε.Ε. ως «Φρουρίου» (Fortress Europe)[12]. Αυτή η επιλογή είχε συνέπειες στη διαδικασία θεσμοποίησης και μερικής υπερεθνικοποίησης της μεταναστευτικής πολιτικής. Οι Συνθήκες του Άμστερνταμ και της Νίκαιας, και πιο πρόσφατα αυτή της Λισσαβόνας, προώθησαν σημαντικές αναθεωρήσεις όσον αφορά στη πολιτική αντιμετώπισης της παράτυπης μετανάστευσης εκ μέρους της Ένωσης.

Η περιορισμένη επιτυχία των παραδοσιακών μηχανισμών ελέγχου της μετανάστευσης  και η ραγδαία αύξηση των μεταναστευτικών ροών δημιούργησαν την ανάγκη αναζήτησης μίας νέας προσέγγισης στη διαχείριση της μετανάστευσης. Αυτή ήταν η λεγόμενη «εξωτερική διάσταση» της Ευρωπαϊκής πολιτικής για τη μετανάστευση και το άσυλο η οποία εισήχθη πρώτη φορά από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Οκτώβριο του 1999[13]. Η εξωτερική διάσταση αποτελείται από δύο  διακριτές προσεγγίσεις πολιτικών επιλογών. Η πρώτη περιλαμβάνει μορφές συνεργασίας που «εξωτερικοποιούν» τα παραδοσιακά εργαλεία των εσωτερικών πολιτικών ελέγχου της μετανάστευσης και  επιχειρεί να συνδέσει τη συμμετοχή των χωρών προέλευσης και διέλευσης  με την ισχυροποίηση του ελέγχου των συνόρων, την καταπολέμηση της παράνομης εισόδου, την αντιμετώπιση της εμπορίας και της μετακίνησης ανθρώπων και την επαναπροώθηση μεταναστών που πέρασαν στην Ε.Ε. παράνομα. Η δεύτερη προσέγγιση υιοθέτει τη λογική της πρόληψης και εστιάζει στη λήψη μέτρων που στοχεύουν στην αλλαγή των συνθηκών που επηρεάζουν τις επιλογές των μεταναστών όσον αφορά στη χώρα που επιθυμούν να μεταναστεύσουν.  Στις πολιτικές αυτής της κατηγορίας περιλαμβάνονται θεσμικές πρωτοβουλίες και πολιτικές της Ένωσης που συνδέονται με την αντιμετώπιση των αιτιών της μετανάστευσης, την αναπτυξιακή βοήθεια προς τις χώρες προέλευσης, τις εμπορικές συναλλαγές με τις Τρίτες χώρες καθώς και τις ξένες επενδύσεις και τις συμφωνίες της Ε.Ε. στο πλαίσιο των εξωτερικών της δράσεων.

Μέχρι σήμερα, η έμφαση από πλευράς Ε.Ε. δίνεται κυρίως σε πολιτικές αποτροπής, διαχείρισης ή/και καταστολής των παράνομων μεταναστευτικών ροών (ασφάλεια) και λιγότερο σε πολιτικές πρόληψής τους (ανάπτυξη). Είναι εύλογο πως οι δυσκολίες αυτές αποτυπώνονται και στην αποτυχία της Ε.Ε. να αναπτύξει αποτελεσματικές και ολοκληρωμένες πρωτοβουλίες μέσα από τις περιφερειακές της πολιτικές όπως η Ευρώ-Μεσογειακή Συνεργασία και η Ευρωπαϊκή Πολιτική Γειτονίας. Χωρίς τη συναίνεση και τη συμμετοχή των κρατών-μελών, ιδιαίτερα στην προώθηση της νόμιμης μετανάστευσης, είναι δύσκολο να προωθηθεί από την Ε.Ε. η ολιστική διάσταση της ανάπτυξης και της κινητικότητας.

Η μεταναστευτική πολιτική της Ε.Ε. αντιμετωπίζει πέντε σημαντικά προβλήματα- προκλήσεις:

  1. Την εναρμόνιση των εξωτερικών διαστάσεων της πολιτικής της Ε.Ε. για τη μετανάστευση και το άσυλο με τη θεσμική της εξέλιξη, ιδιαίτερα μετά τις αλλαγές που επέφερε στην εξωτερική της δράση η Συνθήκη της Λισαβόνας.
  2. Την επίτευξη του σωστού μείγματος ανάμεσα στις δύο διαστάσεις της «εξωτερικοποίησης», την ασφάλεια και την ανάπτυξη.
  3. Την αδυναμία των μεσοπρόθεσμων στρατηγικών επιλογών της Ε.Ε. να προσφέρουν άμεσες και αποτελεσματικές απαντήσεις σε ξαφνικές και ραγδαίες αλλαγές του πολιτικού τοπίου στη Βόρεια Αφρική και Μέση Ανατολή.
  4. Στην απόφασή της να προχωρήσει στην προώθηση νέων πολιτικών δεσμεύσεων ή, αντίθετα, να επιλέξει να δώσει βάρος στην υλοποίηση των ήδη υπαρχουσών, ιδιαίτερα αυτών που σχετίζονται με την ανάπτυξη.
  5. Το πρόβλημα του συντονισμού των διαφόρων οργάνων της, όσον αφορά στην υλοποίηση των ειλημμένων από τα Ευρωπαϊκά Συμβούλια αποφάσεων σχετικά με τη διαχείριση της παράτυπης μετανάστευσης, καθώς και με το πρόβλημα της υιοθέτησης από διάφορα κράτη-μέλη της à la carte πολιτικών αντιμετώπισης της παράτυπης μετανάστευσης, στη βάση ικανοποίησης άμεσων και πιεστικών εθνικών προτεραιοτήτων

Η Προσφυγική Κρίση και οι Κραδασμοί στο Χαρακτήρα της Ε.Ε.

Στη σκιά των νεκρών μεταναστών στη Lambedousa και τη Μάλτα, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Οκτωβρίου του 2013 έδωσε έμφαση στην αντιμετώπιση των γενεσιουργών αιτιών των μεταναστευτικών ροών μέσω της συνεργασίας με τις χώρες προέλευσης και διέλευσης, αλλά και μέσω της στήριξης της ανάπτυξης των χωρών προέλευσης καθώς και μιας αποτελεσματικότερης ευρωπαϊκής πολιτικής επαναπροώθησης[14]. Η προσφυγική όμως κρίση, η οποία διογκώθηκε τους τελευταίους μήνες, άλλαξε ριζικά τα πράγματα. Μέσα σε πολύ σύντομο διάστημα η Ε.Ε. άρχισε να αναλαμβάνει δράση για τη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης, πιεσμένη κυρίως από την ανθρωπιστική διάσταση της. Τα πράγματα όμως άλλαξαν ριζικά με τα τρομοκρατικά χτυπήματα στο Παρίσι, αλλά και τις σεξουαλικές επιθέσεις στη Γερμανία, με αποτέλεσμα η Ε.Ε. να αντιλαμβάνεται τη μετακίνηση των προσφύγων κυρίως υπό το πρίσμα των εξωτερικών συνόρων και, επομένως, πρώτιστα, ως ζήτημα ασφάλειας. Αυτή η προσέγγιση οδήγησε αρχικά μεμονωμένες χώρες να αποχωρούν από τις αρχικές αποφάσεις για τη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης  και σταδιακά την Ε.Ε. συνολικά να αντιμετωπίζει το ζήτημα της διαχείρισης των ροών ως αποκλειστικό ζήτημα ασφάλειας και να προωθεί μία σειρά μέτρων, όπως την αυστηροποίηση των ελέγχων, το σχέδιο για την Ευρωπαϊκή Συνοριακή και Ακτοφυλακή, την ένταση της συνεργασίας με τις τρίτες χώρες και κυρίως την Τουρκία κ.α.

Η Ε.Ε. έχει ως βασικό στόχο της πλέον να διαφυλάξει τα εξωτερικά της σύνορα και αυτό το κάνει μέσα από τρεις βασικές επιλογές: α) πιέζοντας τα κράτη- μέλη να εντατικοποιήσουν τους ελέγχους, β) προωθώντας την ευρωπαϊκή συνοριοφυλακή και ακτοφυλακή και γ) εντάσσοντας τις τρίτες χώρες και κυρίως την Τουρκία στη διαδικασία ελέγχου και ταυτοποιήσεων. Ενώ, θεωρεί πως αν δεν διασφαλιστούν τα εξωτερικά σύνορα δεν θα μπορέσει να λειτουργήσει στην πράξη το καθεστώς της ζώνης Σέγκεν.

Η προώθηση μονομερών και αποσπασματικών λύσεων, όπως είναι το κλείσιμο των συνόρων, δεν θα λύσει το πρόβλημα των πιέσεων προς την Ε.Ε. Όπως δεν το έλυσε και η αυστηροποίηση των ελέγχων στην Ιταλία από το 2005 και έπειτα. Η αυστηροποίηση των ελέγχων, η ανέγερση φρακτών και το κλείσιμο των συνόρων δεν μπορούν να λύσουν το ζήτημα των μεταναστευτικών ροών, μπορούν απλά να επιτύχουν μία βραχυπρόθεσμη αποτροπή. Ακόμη και στη διαχείριση των συνόρων η Ε.Ε. καθυστερεί την προώθηση της Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής και αφήνει πρόσφορο έδαφος σε εθνικές απόπειρες απάντησης, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις μπορούν ακόμη και να υποθηκεύσουν την κοινή φύση της πολιτικής μετανάστευσης και ασύλου της Ένωσης.

Γιατί όμως η Ε.Ε. έχει αποτύχει στην αποτελεσματική διαχείριση της κρίσης;

Δεν υπάρχει μοναδική αλήθεια και απάντηση σε αυτό το βασικό ερώτημα, υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί παράγοντες:

  1. Η κρίση βρήκε το αίσθημα αλληλεγγύης στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο
  2. Υπήρξε απουσία ενιαίας καθοδήγησης από τους θεσμούς της Ε.Ε.
  3. Το βάρος των πιέσεων ήταν ανισομερές για τα κράτη μέλη
  4. Οι σημαντικές διαφοροποιήσεις στον τρόπο που τα κράτη μέλη και οι κοινωνίες προσεγγίζουν την κρίση και τις επιπτώσεις της για την εθνική ταυτότητα και το δυτικό πολιτισμό
  5. Και η ιδιαίτερη πολιτική ευαισθησία του ζητήματος των προσφύγων.

 

Δυστυχώς η Μεσόγειος εξακολουθεί να αναδεικνύει το σύνολο των ανεπαρκειών και των επιμέρους κενών στο σχεδιασμό και στην υλοποίηση της μεταναστευτικής πολιτικής της Ε.Ε. Η κυκλικότητα στη μετατόπιση των πιέσεων από το ένα μέτωπο της Μεσογείου στο άλλο και η επιβάρυνση από γεγονότα όπως οι αραβικές εξεγέρσεις και οι εμφύλιοι σε Λιβύη και Συρία αναδεικνύουν την ανάγκη χάραξης και υλοποίηση μιας συνολικής και συνεκτικής στρατηγικής, με έμφαση στην πρόληψη και στην ανάπτυξη των περιοχών που «παράγουν» μετανάστες και πρόσφυγες, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι γενεσιουργές αιτίες του προβλήματος. Όπως εύστοχα σημειώνει η Collett, οι Ευρωπαϊκές Κυβερνήσεις πρέπει να διατυπώσουν ένα νέο στρατηγικό όραμα για τη μεταναστευτική πολιτική της Ε.Ε., το οποίο να είναι απόλυτα προσαρμοσμένο στο νέο παγκόσμιο περιβάλλον και τις δυναμικές της νέας μετανάστευσης, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να στέκεται αρωγός στις προσπάθειες των εθνικών κυβερνήσεων να αναδιατυπώσουν τις εθνικές μεταναστευτικές τους πολιτικές[15].

Συμπεράσματα

Είναι πράγματι σαφές ότι η μετακίνηση της πολιτικής της Ε.Ε. από την ασφάλεια στην ανάπτυξη δεν έχει μετουσιωθεί σε συγκεκριμένες και μετρήσιμες πολιτικές και παραμένει κυρίως σε διακηρυκτικό επίπεδο, τόσο λόγω της απροθυμίας η/και αδυναμίας των κρατών μελών να υλοποιήσουν και να ενσωματώσουν συγκεκριμένες δεσμεύσεις όσο και λόγω της αδυναμίας της ίδιας της Ένωσης να καταστήσει σαφή τη σύνδεση μεταξύ μετανάστευσης και ανάπτυξης, περιορίζοντας έτσι σημαντικά τις πιθανότητες πρόληψης των μεταναστευτικών ροών. Από όλες τις χώρες της ευρύτερης περιοχής της Μεσογείου, η Λιβύη αποδεικνύει ξεκάθαρα την ανάγκη η διάσταση της μετανάστευσης όχι απλώς να εξωτερικοποιηθεί, αλλά να καταστεί συστατικό  μέλος της συνολικής εξωτερικής λειτουργίας της Ε.Ε., ώστε να αποφευχθούν αντικρουόμενες πολιτικές ή και παλινδρομήσεις.

Η Ευρώπη θα καταφέρει να απαντήσει ουσιαστικά και αποτελεσματικά στην πρόκληση της διαχείρισης της προσφυγικής και μεταναστευτικής κρίσης  μόνο αν το κάνει συνολικά, συντεταγμένα και συνεργατικά με όρους αλληλεγγύης. Πρέπει να επενδύσει περισσότερο στην ανάδειξη ασφαλών χωρών και εκτός των συνόρων της, στην αύξηση και στη σωστή κατανομή της ανθρωπιστικής βοήθειας στις χώρες προέλευσης, αλλά και στο συντονισμό της δράσης στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής με την εσωτερική ασφάλεια και τον έλεγχο των συνόρων. Επιπρόσθετα, η φύση της Ε.Ε. ως μία δύναμη κανονιστική και ηθική στη διαχείριση των διεθνών σχέσεων δοκιμάζεται σημαντικά από τη διαχείριση της ανθρωπιστικής αυτής κρίσης.

Η κρισιμότητα της διαχείρισης για την Ευρώπη είναι ακόμη μεγαλύτερη λόγω της συνειδητοποίησης πως οι ροές μεταναστών και προσφύγων θα συνεχιστούν και τα επόμενα χρόνια και ίσως δεκαετίες. Παρά τις διπλωματικές προσπάθειες, δεν υπάρχουν πολλές ελπίδες για μία διαρκή ειρήνη στη Συρία, ενώ περίπου 4.000.000 πρόσφυγες από τη Συρία βρίσκονται στην Ιορδανία, το Λίβανο και στην Τουρκία.  Επίσης, πολλές  χώρες της περιοχής βρίσκονται αντιμέτωπες με σημαντικά προβλήματα ασφάλειας  που  μπορούν να προκαλέσουν νέα έκρηξη πιέσεων. Ενώ, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως σύμφωνα με τις προβλέψεις του Ο.Η.Ε. η Αφρική θα διπλασιάσει τον πληθυσμό της μέχρι το 2050.

Για την Ε.Ε. η μετανάστευση και η προσφυγική κρίση είναι η απόλυτη δοκιμασία συνοχής και εξέλιξης. Η πορεία της διαδικασίας ολοκλήρωσης στον τομέα της μεταναστευτικής πολιτικής και της ελεύθερης διακίνησης προσώπων βρίσκεται σε κρίση. Η ενιαία στάση της Ε.Ε. δοκιμάζεται από τα εθνικά συμφέροντα των κρατών μελών που έχουν αναδειχτεί με τον πιο σκληρό τρόπο μέσα από τις διαστάσεις ασφάλειας της προσφυγικής κρίσης. Εάν η Ένωση δεν καταφέρει να διαφυλάξει αποτελεσματικά τα εξωτερικά σύνορα και να εξασφαλίσει τη δίκαιη κατανομή των βαρών ανάμεσα στα κράτη- μέλη ο κίνδυνος της ολικής εθνικοποίησης των πολιτικών θα γίνει πραγματικότητα. Η Ε.Ε. έχει μπροστά της 3 μονοπάτια: α) τη διάλυση της ζώνης Σέγκεν, β) τη δημιουργία ενός σκληρού και μικρού πυρήνα χωρών εντός της και γ) την προώθησης της ολοκλήρωσης. Είναι προς το συμφέρον όλων, ευρωπαϊκών θεσμών, κρατών- μελών και πολιτών να ακολουθηθεί το τρίτο μονοπάτι, η ευρωπαϊκή διαχείριση της κρίσης. Ο χαρακτήρας της Ένωσης ως «κανονιστικός» και «πολιτικός» δρώντας ασφάλειας έχει κλονιστεί σημαντικά από την ως τώρα διαχείριση της κρίσης, η βραχυπρόθεσμη έμφαση σε πολιτικές αποτροπής, η οποία μάλιστα συνοδεύτηκε με εθνικοποίηση έμμεση και άμεση στους ελέγχους των συνόρων, απέχει αρκετά από την ολιστική προσέγγιση στην ασφάλεια που εστιάζει στην αντιμετώπιση των αιτιών και όχι των επιπτώσεων, που δίνει έμφαση στην πρόληψη και όχι στην καταστολή. Επιπρόσθετα, η φύση του μεταναστευτικού ζητήματος και η ανάγκη ουσιαστικής διαχείρισής του μέσω της πρόληψης, αναδεικνύουν την αναγκαιότητα η Ε.Ε. να επιστρέψει στην «κανονιστική» της φύση αντιμετώπισης των απειλών, για να μπορέσει να διαχειριστεί αποτελεσματικά τόσο τις ροές, όσο και την ισχύ της.

[1] Διεθνολόγος, Υποψήφιος Διδάκτορας Πανεπιστημίου Αιγαίου, Καθηγητής Σχολής Εθνικής Ασφάλειας.

[2] F. Duchêne, (1972), “Europe’s Role in World Peace”, in R. Mayne, (ed.), Europe Tomorrow: Sixteen Europeans Look Ahead, London: Fontana.

[3] J. Zielonka, (2007), Europe as Empire: The Nature of the Enlarged European Union, Oxford; Oxford University Press.

[4] H. Sjursen, (2006) “The EU as a normative power: how can this be?” Journal of European Public Policy, Vol. 13, No.2 (2006). K. Nicolaidis- R. Howse, (2002) “This is my EUtopia…” Narrative as Power,” Journal of Common Market Studies, Vol. 40, No. 4.

[5] I. Manners, (2002), “Normative Power Europe: a Contradiction in Terms?” Journal of Common Market Studies, Vol. 40, No, 2. I. Manners, (2006), “Normative Power Europe Reconsidered: Beyond the Crossroads”, Journal of European Public Policy, Vol. 13, No. 2

[6] Emil Kirchner & James Sperling, ‘The New Security Threats in Europe: Theory and Evidence’. In: European Foreign Affairs Review, Vol. 7, 2002, No. 4, pp. 423-452.

[7] S. Biscop, (2004), The European Security Strategy Implementing a Distinctive Approach to Security, Royal Institute for International Relations, Brussels, Paper No. 82

[8] Alfred Van Staden, Kees Homan, Bert Kreemers, Alfred Pijpers & Rob de Wijk, ‘Towards a European Strategic Concept’. The Hague, Netherlands Institute of International Relations ‘Clingendael’, 2000

[9] Felix Berenskoetter, ‘Mapping the Mond Gap: A Comparison of US and EU Security Strategies’. FORNET Working Paper No. 3, January 2004,

[10] Hans Maull, ‘Germany and Japan: The New Civilian Powers’. In: Foreign Affairs, Vol. 69, 1990, No. 5, pp.92-93.

[11]Τ. Balzacq- S. Carrera (eds.), 2005, Migration, Borders and Asylum: Trends and Vulnerabilities in EU Policy, CEPS, Brussels.

[12] P. Bendel, “Immigration Policy in the European Union: Still Building Up the Walls for Fortress Europe?”, Migration Letters, Vol.2 No.1, 2005, σελ 20-31.

[13] Council (1999). Meeting JHA. Decision n. 13409/99 “on the inclusion of a model of readmission clause in the community agreements with third countries and in the agreements between EC, his member States and third countries” in revision of the model of readmission clause adopted in 1996 (Council n. 4272/96). Brussels, σελ. 2.

[14] Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, Συμπεράσματα, EUCO 169/13, Βρυξέλλες 25 Οκτωβρίου 2013.

[15] E. Collett, “Facing 2020: developing a new European Agenda for immigration and Asylum Policy”, MPI Policy Brief Series, February 2013.