Π. Κ. ΜΑΚΡΗ

H κατεύθυνσις του φύλλου αυτού δεν στρέφεται, εν τούτοις, προς την κοινωνιολογική έρευνα. Ο συντάκτης του παρόντος δεν θα αναζητήσει εις τους κόλπους της Αμερικανικής κοινωνίας αίτια και εξηγήσεις της εκλογικής νίκης του ιδιορρύθμου υποψηφίου του Ρεπουμπλικανικού κόμματος· θα περιορισθεί επί των εν δυνάμει αντικτύπων της επί της αμύνης του Ευρωπαϊκού χώρου.

Kατά την διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας ο Κος Trump αμφισβήτησε σαφώς την σκοπιμότητα της διατηρήσεως της ενιαίας γεωπολιτικής και αμυντικής παραστάσεως και οντότητος του Δυτικού Κόσμου η οποία απετέλεσε –ως προς τα σημαντικά, τουλάχιστον–, την βάση των ισορροπιών της μεταπολεμικής εποχής. Εχαρακτήρισε την Β.Α. Συμμαχία ως «παρωχημένη», είπε ότι δεν βλέπει λόγους εμπλοκής των ΗΠΑ προς αποτροπή Ρωσικών ενεργειών στις Βαλτικές χώρες, –συνεργάτης του τις εχαρακτήρισε προάστια της Πετρουπόλεως– και άλλα παρεμφερή.

Eξακολουθεί να ελπίζει κανείς ότι οι ιστοί των Αμερικανικών θεσμών, εν προκειμένω του State Department και του Πενταγώνου, είναι ισχυροί και ανθεκτικοί εις απόπειρες ριζικών ανατροπών πολιτικής· ότι θα ανθέξουν να διαφυλάξουν την διεθνή τάξη πραγμάτων, όπως προέκυψε εις το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και ότι οποιοσδήποτε Πρόεδρος των ΗΠΑ, έστω αντισυμβατικός και ελάχιστα επιδεκτικός μετριαστικών επιρροών, δεν μένει ποτέ ανεξέλεγκτος, ιδίως εις τους τομείς εξωτερικής πολιτικής και αμύνης. Είναι, άλλωστε, εύλογη η υπόθεσις ότι δεν εξέλειπαν από τις τάξεις του Ρεπουμπλικανικού κόμματος οι θιασώται της αποστολής των ΗΠΑ ως ηγέτιδος δυνάμεως όλων των κοινοβουλευτικών, φιλελευθέρων δημοκρατιών, και ότι δεν θα είναι διατεθειμένοι να επιτρέψουν την ανάκτηση από το καθεστώς του Κρεμλίνου, μέρους της κληρονομίας της ΕΣΣΔ – η επίσπευσις της καταρρεύσεως της οποίας υπήρξε, εν πολλοίς, το μείζον επίτευγμα της Ρεπουμπλικανικής 12ετίας Reagan-Bush.

Mυρικάζεται, επίσης, ο τετριμμένος κοινός τόπος ότι οι υποψήφιοι όταν εκλεγούν και αισθανθούν την ευθύνη της εξουσίας, λησμονούν ό,τι ακρότητες εξεστόμισαν κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Η αλήθεια, όμως, των κοινών τόπων είναι σχετική και ο επί του προκειμένου είναι κατ’ εξοχήν επικίνδυνος γνώμων πολιτικής προγνώσεως.

Oι πολιτικοί πρέπει, αντιθέτως, να θεωρούνται, κατ’ αρχήν και μέχρι βεβαίας αποδείξεως του εναντίου, ότι θα πράξουν ότι έχουν προεξαγγείλει. Άλλωστε, είναι δυνατόν να αναγκασθεί μεν να επανέλθει ένας πολιτικός επί της οδού της λογικής και να εγκαταλείψει, ακόμη και να ανατρέψει εκ βάθρων τις προεκλογικές εξαγγελίες του, αλλά, εμμένων κατά παρατεταμένη αρχική φάση της διακυβερνήσεώς του εις πείσμονα προσπάθεια να τις τηρήσει, να έχει, εν τω μεταξύ, προκαλέσει τόση καταστροφική ζημία, ώστε να στερείται, σχεδόν σημασίας ότι ανέστρεψε, τελικώς, πορεία. Μάλιστα, αυτού του ενδεχομένου, επανόδου μεν στην λογική, αλλά, καθυστερημένης, μετά φανατική εμμονή επί ακραίων εξαγγελιών και κατόπιν σοβαράς καταστροφής, έχουν, ατυχώς, πρόσφατη και βιωμένη εμπειρία οι Έλληνες.

Συνεπώς, την στιγμή αυτή, οι Ευρωπαίοι ηγέται, διατηρούντες την ελπίδα ότι η λογική θα πρυτανεύσει και ότι η επερχομένη Αμερικανική Προεδρία δεν θα επιφέρει την αποδυνάμωση της Β. Ατλανικής Συμμαχίας η οποία διεφύλαξε την Ευρωπαϊκή ασφάλεια καθ’ όλη την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. πρέπει να προσλάβουν τα λεχθέντα από τον Κον Trump, κατά την κυριολεκτική τους έννοια και να μεριμνήσουν να αναπτύξουν εντός των συντομωτέρων δυνατών προθεσμιών κοινά όργανα και επαρκή μέσα αμύνης του εδάφους των Χωρών-Μελών της ΕΕ, αποδεχόμενοι το κόστος αμυντικών προϋπολογισμών αντιστοίχων ως ποσοστά τουλάχιστον, 2% του ΑΕΠ. Ανάλογη αύξησις των εθνικών προϋπολογισμών αμύνης έχει, εξ άλλου, ήδη αποφασισθεί και εις τους κόλπους της ΒΑ Συμμαχίας. Ειρήσθω εν παρόδω ότι, έως τώρα, μόνον η Βρετανία, η Τουρκία και η Ελλάς έχουν επωμισθεί παρομοία επιβάρυνση –αν και ούτε η Ελλάς ούτε η Τουρκία είχαν προ οφθαλμών ως κυρία προτεραιότητά τους την κοινή άμυνα, είτε του Ευρωπαϊκού χώρου, είτε εκείνου της ΒΑ Συμμαχίας.

Η Ευρωπαϊκή αμυντική δομή πρέπει να προσλαμβάνεται ως εναλλακτική της Β. Ατλαντικής. Δύναται κάλλιστα –και πρέπει– να είναι παράπλευρη. Η συζήτησις, επ’ αυτού, περί τα μέσα της 10ετίας 1990, όταν η «Δυτικοευρωπαϊκή Ένωσις» (Western European Union-WEU), προσεβλέπετο ως ο αμυντικός βραχίων της ΕΕ, ήταν διεξοδική. «Αποσυνδεόμενες, αλλά όχι κεχωρισμένες» –«Separatable but not Separate»– ήταν τότε ο προσδιορισμός της επιθυμητής σχέσεως μεταξύ των δομών ΝΑΤΟ και WEU. Υπό τα δεδομένα και του παρόντος, αλλά και τους οιωνούς ενός μέλλοντος κλιμακουμένης Αμερικανικής αποστασιοποιήσεως, παρομοία σχέσις δομών είναι εκ προοιμίου επιδεκτική ταχείας μεταλλαγής προς την κατεύθυνση της αυτονομήσεως του Ευρωπαϊκού πυλώνος. Ο επιθυμητός σκοπός, πέραν ορισμών και διατυπώσεων, είναι να αναπτυχθή θεσμικώς ο φορεύς συλλογικής αμύνης της ΕΕ και να διαμορφωθεί καταλλήλως ως προς την διοίκηση, την οργάνωση και τα μέσα του, ώστε να αποβεί ευπροσάρμοστος και ικανός να λειτουργεί είτε πλήρως εντεταγμένος εις τα ευρύτερα Βόρειο-Ατλαντικά πλαίσια, είτε εκτός αυτών, όπως και θα συνέβαινε εις περίπτωση δυσλειτουργίας της Συμμαχίας λόγω Αμερικανικής εφεκτικότητος εμπλοκής, επί Ευρωπαϊκού εδάφους.

Η αποχώρησις του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αφ’ ενός διευκολύνει την ανάπτυξη αυτονόμων οργάνων Ευρωπαϊκής αμύνης και αφ’ ετέρου, περιπλέκει τους συνειρμούς. Υπήρξε πολέμιος, πάντοτε, κάθε σκέψεως αναπτύξεως ανεξαρτήτου Ευρωπαϊκής αμυντικής δομής και έλαβε σαφή θέση, ακόμη και μετά την ετυμηγορία του δημοψηφίσματος υπέρ της αποχωρήσεώς του από την ΕΕ. Τούτο, όμως, προ της εκλογής Trump. Ίσως τώρα, η Βρετανική πλευρά αντιλαμβανομένη την ανάγκη την οποία επιβάλλει η αβεβαιότητα έναντι των εν δυνάμει επιλογών της νέας Αμερικανικής Προεδρίας και δεν θα επιχειρήσει να δυσχεράνει την εξέλιξη πρωτοβουλιών και δράσεων κοινής Ευρωπαϊκής αμύνης, δια της ασκήσεως των τυπικών δικαιωμάτων της, ενώ ευρίσκεται επί της οδού της εξόδου από τα Ευρωπαϊκούς Θεσμούς. Αν το πράξει, θα υπάρξουν τρόποι ουσιαστικής παρακάμψεως παρομοίας, αντιδεοντολογικής, θεσμικής αντιστάσεως οπισθοφυλακών. Βάσιμη προ της αλλαγής των δεδομένων και ενδεχομένης κλιμακώσεως –και εμπράκτων τεκμηρίων– της επιφυλακτικότητος των ΗΠΑ, ως προς την τήρηση των συμμαχικών δεσμεύσεώς τους, θα ήταν ακόμη και η προσδοκία Βρετανικής αποδοχής όχι μόνον μη παρακωλύσεως των διαδικασιών, αλλά και παροχής εξωτερικής υποστηρίξεως της προσπαθείας.

Η μεταστροφή θα ήταν πολύτιμη, διότι χωρίς τα Βρετανικά τακτικά και στρατηγικά, πυρηνικά οπλικά συστήματα, η πυρηνική διάστασις της Ευρωπαϊκής αμύνης περιορίζεται εις εκείνη των πυρηνικών δυνάμεων της Γαλλίας. Πρέπει, μάλιστα, υπό το πρίσμα αυτό, να αναμένεται ότι η συμβολή στην άμυνα της ηπειρωτικής Ευρώπης, εντός ή εκτός Β. Ατλαντικού πλαισίου, θα αποτελέσει έρεισμα διεκδικήσεων του ΗΒ κατά την διαπραγμάτευση των όρων εξόδου του από την ΕΕ.

Η ανάπτυξις ενός επαρκούς αυτονόμου συστήματος και των ικανών και αναγκαίων δυνάμεων Ευρωπαϊκής Αμύνης θα επεβάλλετο και ανεξαρτήτως της εκλογής Trump, η οποία, απλώς, καθιστά την ανάγκη πλέον επείγουσα. Η ετυμηγορία του Βρετανικού δημοψηφίσματος έκρουσε τους πρώτους κώδωνες κινδύνου. Αλλά και η Αμερικανική πλευρά είχε, ήδη, επιμόνως δυσανασχετήσει –όχι αδίκως–, προ της Ευρωπαϊκής δυσθυμίας και αναβλητικότητος αυξήσεως των αμυντικών δαπανών. Η συνολική αμυντική δαπάνη των Κρατών-Μελών της ΕΕ, η συνολική οικονομία των οποίων υπερβαίνει εκείνη των ΗΠΑ, υπολείπεται του ημίσεως των Αμερικανικών αμυντικών δαπανών. Ούτως ή άλλως, λοιπόν, η Αμερικανική υπομονή έβαινε προς τα όριά της.

Εις επίμετρον, ας μην λησμονείται ότι ενδείξεις, όχι απομονωτισμού, αλλά δραστικώς μειωμένης Αμερικανικής διαθέσεως μείζονος στρατιωτικής εμπλοκής, είχαν δοθεί και υπό την λήγουσα Προεδρία. Ας μην λησμονούνται, η πρώιμη αποχώρησις από το Ιράκ, ο δισταγμός εμπλοκής στην Συρία, ο δισταγμός σοβαρού εξοπλισμού της Ουκρανίας και η παραχώρησις της συμφωνίας επί του Ιρανικού πυρηνικού προγράμματος.

Η αλληλουχία των προαναφερομένων επιλογών περιορισμού εμπλοκής της Προεδρίας Obama δεν ήταν ανώδυνη· προεκάλεσε αισθητή αποσταθεροποίηση, ιδίως του Μεσανατολικού χώρου. Η πρώϊμη αποχώρησις από το Ιράκ, άφησε την Σιϊτική Κυβέρνηση, υπό την νοσηρά επιρροή της Τεχεράνης να καταπιέσει αφορήτως την Σουνιτική κοινότητα της χώρας και να την τρέψει στις αγκάλες του Ισλαμικού Κράτους. Ο δισταγμός εμπλοκής στην Συρία άφησε το καθεστώς της Δαμασκού να συνεχίζει υπό Ρωσική και Ιρανική ενθάρρυνση την εξόντωση των ατυχών υπηκόων του, παρεχώρησε άνευ λόγου –και ανεπανορθώτως, σχεδόν–, σοβαρά στρατηγικά πλεονεκτήματα και προς το παρόν περιφερειακή πρωτοκαθεδρία του καθεστώτος του Κρεμλίνου. Δια της συμφωνίας του Ιρανικού πυρηνικού προγράμματος απεσπάσθη ο βρόχος των κυρώσεων από τους τραχήλους των θεοκρατών της Τεχεράνης και έναντι αβεβαίων και βραχυπροθέσμων δεσμεύσεών τους, εγκατελείφθη η εναλλαγή της εκ βάθρων αποσταθεροποιήσεως του καθεστώτος. Η Κα Clinton, η οποία ως Υπουργός Εξωτερικών είχε συχνά διαφωνήσει, πιθανόν, αν εξελέγετο θα μετέβαλε πορεία· οι Αμερικανοί εκλογείς άλλως έκριναν.

Εν συντομία, ακόμη και αν το ΝΑΤΟ, όπως λογικώς υποτίθεται, δεν πρόκειται να εκλείψει, η ανάπτυξις του Ευρωπαϊκού αμυντικού βραχίωνος, δεν θα το ζημιώσει. Αντιθέτως, θα μειώσει τους ρυθμούς της Αμερικανικής αποστασιοποιήσεως διότι θα άρει την βάση –υπαρκτή όπως ελέχθη–, των στερεοτύπων αιτιάσεων περί Ευρωπαϊκού αμυντικού παρασιτισμού, τις οποίες ανεμάσησε ο Κος Trump.

Εννοείται ότι και ο προσδιορισμός της δομής της Ευρωπαϊκής Αμύνης και η ανάπτυξις των αναγκαίων δυνάμεων θα απαιτήσουν πολιτική και δημοσιονομική προσπάθεια, αποφασιστικότητα, συνείδηση του κοινού υπερεθνικού οφέλους και ικανότητα εξευρέσεως ισορροπιών. Η παρουσία ιδιορρύθμων εταίρων, όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία, δεν διευκολύνει. Η Πολωνία είναι εκ των πλέον εκτιθεμένων προς Ανατολάς· συγχρόνως, από γεωγραφικής και δημογραφικής απόψεως, είναι ικανή μείζονος συμβολής στην Ευρωπαϊκή Άμυνα. Θα είναι έντονοι οι πειρασμοί υπό τους οποίους θα ευρεθεί η ηγεσία των δεξιάς αποκλίσεως εθνικιστικών και λαϊκιστών πολιτικών δυνάμεων της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, να χρησιμοποιήσουν την Ευρωπαϊκή Άμυνα ως έρεισμα εκβιασμών, προς διασφάλιση ανοχής των σοβαρών υπερβάσεών τους του Ευρωπαϊκού κεκτημένου. Δεδομένη είναι και η εχθρική διάθεσις ολοκλήρου του φάσματος των αντι-Ευρωπαϊκών δυνάμεων της Δ. Ευρώπης, δεξιού ή αριστερού προσανατολισμού, προς κάθε δράση κοινής εξωτερικής πολιτικής και Αμύνης, όπως και η συμπάθεια των περισσοτέρων προς το καθεστώς του Κρεμλίνου.

Ακανθώδης –ακόμη δε περισσότερο αν δεν διασφαλισθεί η Βρετανική συνοδοιπορία–, θα αποβεί η ανάγκη αξιοπίστων πυρηνικών δυνάμεων· κυρίως, τακτικών πυρηνικών όπλων πεδίου μάχης. Ιδιαίτερα προβλήματα τίθενται εν όψει των δεσμεύσεων των Κρατών-Μελών της ΕΕ, υπό το κράτος των συνθηκών μη διασποράς των πυρηνικών εξοπλισμών. Είναι ήδη εμφανής ο Γαλλικός προβληματισμός προ του ενδεχομένου παραμονής του Γαλλικού οπλοστασίου ως μόνης πυρηνικής εγγυήσεως της αμύνης του Ευρωπαϊκού χώρου.

Εξ ίσου ακανθώδης μη στερουμένη υψηλού εσωτερικού πολιτικού κόστους, υπό το κράτος, ακόμη, των καταλοίπων της οικονομικής κρίσεως, θα αποβεί η πρακτική εφαρμογή ακόμη και ειλημμένων αποφάσεων αυξήσεως αμυντικών προϋπολογισμών των Χωρών-Μελών της ΕΕ. Το γε νυν έχον, αρχίζει μεν να σημειώνεται αύξησις των αμυντικών προϋπολογισμών ορισμένων Εταίρων της ΕΕ και Β.Ατλαντικών Συμμάχων, αλλά οι μέσοι όροι παραμένουν κατώτεροι των αντιστοίχων επιπέδων προ του 2008.

Πέραν όμως, της ποσοτικής αυξήσεως, πρέπει να επιτευχθεί και αποτελεσματικώτερος συντονισμός και προσανατολισμός των αμυντικών δαπανών, όπως και ο εντοπισμός τους επί προμηθειών νέου υλικού εις ποσοστά, τουλάχιστον, 20% των συνολικών προϋπολογισμών ή και υψηλότερα. Ας σημειωθεί επ’ αυτού ότι, το κόστος των διοικητικών υπηρεσιών παραμένει παντού εις δυσανάλογα ύψη ως προς την πραγματική μαχητική δύναμη, διότι εξακολουθεί να είναι διαδεδομένη η πρακτική καλύψεως υπό αμυντικούς προϋπολογισμούς άλλων δημοσιονομικών σκοπιμοτήτων και συνήθως, αυξήσεως θέσεων εργασίας.

Οπωσδήποτε, είναι δεδομένη η ετυμηγορία της Ιστορίας ότι η 20ετής απομάκρυνσις των ΗΠΑ από την Ευρώπη, μετά την έκλειψη του Προέδρου Wilson και η αποχή τους από την Κοινωνία των Εθνών, συνέβαλε πολλαπλώς και ουσιωδώς στην επιδείνωση των κλιμακουμένων ενδο-Ευρωπαϊκών εντάσεων και την εδραίωση ολοκληρωτικών καθεστώτων, κατάληξις των οποίων ήταν ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.

Υπό το πρίσμα αυτό, τίμημα του απομονωτισμού των Προεδριών Harding, Coolidge και Hoover και των δύο πρώτων Προεδριών Roosevelt, απέβη το κόστος εις αίμα και πόρους το οποίο, τελικώς, κατεβλήθη από τις ΗΠΑ κατά την διάρκεια μιας κοσμογονικής παγκοσμίου συρράξεως, όπου δεν απέφυγαν, τελικώς, να εμπλακούν, χάριν της δικής τους, πρωτίστως, ασφαλείας. Το δίδαγμα αυτό πρέπει να διατηρήσουν προ οφθαλμών όσοι θα στελεχώσουν την νέα Αμερικανική Προεδρία. Όποια και αν θα είναι η κατεύθυνσις των επιλογών τους εσωτερικής πολιτικής δεν πρέπει να αφήσουν να απολεσθούν οι καρποί της εκβάσεως του Ψυχρού Πολέμου, της καταρρεύσεως της ΕΣΣΔ και της απελευθερώσεως του υπό την de facto κατοχή τμήματος της Ευρωπαϊκής ηπείρου.

Οι Ευρωπαίοι, όμως, δεν πρέπει να επαφίενται στην προσδοκία αυτή. Οι οιωνοί, παρ’ όλα όσα εσημειώσαμε ότι εξακολουθούν, λογικώς να ελπίζονται, δεν δικαιολογούν εφησυχασμούς. Αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι παρά πολύμηνη προσπάθεια τα στελέχη της καθεστηκυΐας –μέχρι των εκλογών–, ηγετικής τάξεως του Ρεπουμπλικανικού κόμματος δεν επέτυχαν να απαλλαγούν της παρουσίας του εκκεντρικού υποψηφίου, ούτε να μετριάσουν τους τόνους της εκστρατείας του, φαίνεται αρκετά αισιόδοξη η υπόθεσις ότι θα επιτύχουν να μεταβάλουν την διάθεσή του έναντι της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.

Αφ’ ετέρου, ο ρεβανσισμός της σημερινής Ρωσικής ηγεσίας είναι πραγματικός· δεν είναι ιδεολογικός· είναι εθνικιστικός . Η πτώσις της Σοβιετικής Ενώσεως προσλαμβάνεται από το καθεστώς του Κρεμλίνου ως εθνική ήττα, η οποία πρέπει να ανατραπεί. Ακριβώς δε, επειδή το καθεστώς, αυτό, στερείται ιδεολογικού υποβάθρου, ενώ και η αυταρχική υφή του το καθιστά εγγενώς ασταθές, έχει ανάγκη εξωτερικών περισπασμών· ρέπει και θα συνεχίσει να ρέπει εις «δυναμικές» επεμβάσεις και εντός του χώρου της παλαιάς Σοβιετικής αυτοκρατορίας και προς τις παρυφές της ΕΕ. Η Ευρωπαϊκή αποτρεπτική ισχύς πρέπει να καταστεί η «αναγκαία και ικανή» έναντι συμμέτρων και ασυμμέτρων απωλειών είτε εξ Ανατολών είτε εκ της Μ. Ανατολής, ανεξαρτήτως οποιωνδήποτε τελικών επιλογών των ΗΠΑ υπό την προσεχή Προεδρία.

Τούτων λεχθέντων και πέραν οποιωνδήποτε αναγκών αναπτύξεως αυτονόμων μηχανισμών και μέσων αντιμετωπίσεως εξωτερικών απειλών, παραμένει εξίσου αληθές, ως αποκρυστάλλωσις της εμπειρίας των τελευταίων ετών, ότι η κυρία απειλή κατά της ΕΕ είναι εσωτερική και προέρχεται από αντι-Ευρωπαϊκά, ακροδεξιά και ακροαριστερά, λαϊκιστικά κινήματα. Των ακροδεξιών μεν διότι η προτίμησίς τους υπέρ εθνικών κρατών, μη υποκειμένων εις υπερεθνικούς ελέγχους, αντιστοιχεί στην σωβινιστική και φυλετιστική υφή της ιδεολογίας τους. Των ακροαριστερών, διότι αναμένουν –όπως και η Μόσχα–, μέσω των κοινωνικών εντάσεων από την οικονομική κρίση του έτους 2008 και εντεύθεν, την ευκαιρία ανατροπής της γενικής τάξεως πραγμάτων η οποία έχει παγιωθεί από την λήξη του Ψυχρού Πολέμου. Επ’ αυτού, πρέπει να συγκρατηθεί ως ενδιαφέρον σύμπτωμα ενός ευρέως φάσματος αριστερού ψυχισμού ότι ακόμη και μη θιασώται του αμιγούς Υπαρκτού Σοσιαλισμού προσέλαβαν, ίσως και υποσυνειδήτως, την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και των δορυφορικών της καθεστώτων ως τραυματική εμπειρία. Εσιώπησαν τότε, αλλά διετήρησαν μνησικακία και την ελπίδα επαναφοράς, υπό κατάλληλες προϋποθέσεις, διαφόρων ιδεολογικών «αφηγημάτων», νέων ή διασκευασμένων εκδοχών παλαιοτέρων, αλλά, εις κάθε περίπτωση, ανατρεπτικών των παγιωμένων εντός της ΕΕ ισορροπιών πολιτικού και λελογισμένου οικονομικού φιλελευθερισμού.

Ας μην αναμένεται ούτε από τους μεν ούτε από τους δε να υποστηρίξουν την ανάπτυξη της κοινής Ευρωπαϊκής αμύνης. Στην πρόκληση πρέπει να ανταποκριθούν επιτυχώς και αβοήθητες η Ευρωπαϊκή Κεντροδεξιά –οι ορισμοί των πολιτικών χώρων είναι, μοιραίως, σχετικοί και ρευστοί– και η Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία.