Ανάγκη να απορριφθούν ευκαιριακοί εκβιασμοί Βορρά και Νότου
Π. Κ. ΜΑΚΡΗ
Tρεις μήνες μετά την ετυμηγορία του Βρετανικού εκλογικού σώματος, η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν φαίνεται λιγώτερο λυπηρά, απ’ ό,τι την πρώτη στιγμή. Μειώνει την γεωστρατηγική διάσταση της Ενώσεως, αλλά και την ηθική: η Βρετανία υπήρξε η πραγματική κοιτίδα της συγχρόνου αντιπροσωπευτικής, κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Η παρουσία της εις τους κόλπους της Ευρωπαϊκής οικογενείας ενίσχυε την ενιαία συμβολική παράσταση των αξιών του Δυτικού φιλελευθερισμού. Είναι η χώρα η οποία προσέφερε την κοινή γλώσσα του σύγχρονου κόσμου. Διέσωσε την ελευθερία της Ευρωπαϊκής Ηπείρου, όταν η αντίστασίς της κατά του Εθνικού-Σοσιαλιστικού ολοκληρωτισμού προσέφερε τα χρονικά περιθώρια μέχρι την σωτηρία Αμερικανική εμπλοκή –άλλωστε, Βρετανική ήταν και η μήτρα της γενέσεως της μεγάλης Βορειο-Αμερικανικής συμπολιτείας, κατ’ επανάληψη σωτήρος των Ευρωπαϊκών δημοκρατιών.
Η ιστορία των Αγγλοφώνων εθνών ταυτίζεται, εν πολλοίς, προς την εξέλιξη όχι μόνον των τυπικών θεσμών της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, αλλά και των εννοιών των ατομικών, των πολιτικών και των οικονομικών ελευθεριών. Επί των Βρετανικών νήσων ανέκυψαν και ελειτούργησαν πολύτιμα υποδείγματα δυναμικής οικονομικής αναπτύξεως· από τους εμποριοκράτες θεωρητικούς και την βιομηχανική επανάσταση έως την οικονομική αναζωογόνηση της χώρας από την 10ετία του 1980 έως και σήμερα, υπό μία σειρά κυβερνήσεων Συντηρητικών και ορθολογιστών Εργατικών.
Δεν είναι του παρόντος η ανάλυσις των αιτίων της εκβάσεως του Βρετανικού Δημοψηφίσματος, όπου και αν αυτά αποδοθούν –είτε στην υπολανθάνουσα ροπή των «ταπεινών» προς αυτοκαταστροφική εξέγερση κατά της καθεστηκυΐας τάξεως, είτε στην άγνοια των δεδομένων και την αδυναμία προσλήψεως των συνεπειών, είτε εις παρορμητική εθνικιστική έξαρση και εις όσα άλλα έχουν, σχετικώς, λεχθεί.
Ούτως ή άλλως, συνιστά παραμόρφωση του πολιτεύματος της κοινοβουλευτικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας κάθε δημοψήφισμα, το ερώτημα του οποίου δεν αφορά θέματα όπως την τοποθεσία ενός δημοσίου κήπου ή το κάπνισμα εντός κλειστών χώρων. Πολίτης στερούμενος αντιστοίχων ειδικών γνώσεων και εμπειριών, δεν νοείται να καλείται να απαντήσει σύνθετα ερωτήματα εξωτερικής ή δημοσιονομικής πολιτικής ή συνταγματικής τάξεως. Ως αρμοδίους, ικανούς και πλήρως εξουσιοδοτημένους να το πράξουν, ο πολίτης έχει ήδη εκλέξει τους κοινοβουλευτικούς αντιπροσώπους του.
Όμως, οπωσδήποτε λυπηρά και αν είναι η απώλεια της Βρετανίας από τους κόλπους της Ε.Ε., είναι δυνατόν να αποβεί έναυσμα αναζωογονήσεώς της και νέας εκκινήσεως.
Ο τραυματικός κλονισμός πρέπει να αποβεί θεραπευτικός· ό,τι θα απολεσθεί εις έκταση, να αντισταθμισθεί εις βάθος. Το σύνθημα «περισσότερη Ευρώπη» –αν και κατατείνει εις υπεραπλουστεύσεις–, απαντά επαρκώς τους προβληματισμούς περί του πρακτέου μετά την 23ην Ιουνίου. Η τραπεζική ένωσις και η συνέχεια της αναπτύξεως, των μηχανισμών των οργάνων και των αυτοματισμών κεντρικής οικονομικής διακυβερνήσεως –ενδεικτικώς αναφέρονται, δεν πρέπει να καθυστερήσουν. Κατ’ εξοχήν τομείς προτεραιότητος δράσεων εμβαθύνσεως, τις οποίες επιβάλλει ευρύτερη συγκυρία γεωστρατηγικών περιστάσεων, είναι και η κοινή άμυνα και η περιφρούρησις της ασφαλείας του εσωτερικού χώρου.
«Περισσότερη Ευρώπη» δεν σημαίνει μεγαλύτερη εις έκταση· «ουκ εν τω πολλώ το ευ». Η κλιμάκωσις της Ε.Ε. εις ομάδες ταχυτήτων, έστω και η περαιτέρω εδαφική της σμίκρυνση, μπορούν, κάλλιστα, να αποβούν προϋποθέσεις «περισσότερης Ευρώπης». Η Ε.Ε. είναι ένωσις αξιών, αλλά και επιδόσεων των χωρών: της οικονομίας, του κράτους δικαίου, της διοικήσεως, του συγχρόνου πολιτισμού, του εκπαιδευτικού συστήματος.
Η ανομοιογένεια αξιών και επιδόσεων και η ανοχή της πέραν ενός σημείου, θα ωθήσει, τελικώς, προς τα έξω τους εταίρους εκείνους οι οποίοι είναι επαξίως μέλη της Ενώσεως και θα προσφέρουν επιχειρήματα προς όσους απεργάζονται την εκ βάθρων καταστροφή του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος..
Η υψηλή, κοινή ταχύτητα όλων πρέπει να παραμείνει η ιδανική υπόθεσις εργασίας. Αλλά, αν κριθεί ανέφικτη, οι βραδυπορούντες και δυσλειτουργικοί δεν πρέπει να καταλήξουν ολετήρες των περισσότερο λειτουργικών εταίρων τους. Αν, στην χειροτέρα περίπτωση, λιγώτεροι του σημερινού συνόλου, ομοφρονούντες παραγωγικοί εταίροι συνεχίσουν χωρίς επιβραδύνσεις την προσπάθεια πραγματώσεως των οραματισμών των ιδρυτών της Ηνωμένης Ευρώπης και παραμείνουν φάροι προσανατολισμού, τότε και οι άλλοι θα βοηθηθούν να πλεύσουν προς ασφαλή λιμένα επανόδου, αναλόγως της διαθέσεώς και των ρυθμών αναμορφώσεώς τους.
Αν, αντιθέτως, υπό την πίεση ιδιορρύθμων νέων εταίρων διαμορφωμένων υπό την αυταρχικότητα του Υπαρκτού Σοσιαλισμού –ή άλλων, παλαιοτέρων, εχομένων αυτοκτονικών διαθέσεων, οι οποίοι πνιγόμενοι προσεπάθησαν να εκβιάσουν, απειλούντες να συμπαρασύρουν και τους διασώστες τους–, η Ευρωπαϊκή ιδέα καταλήξει να εγκαταλειφθεί από όλους, έκαστος θα αφεθεί στις δικές του δυνάμεις. Τότε, οι μεν νεοπαγείς εταίροι θα ευρεθούν εν μέσω των τεμνομένων φαύλων κύκλων του ολοκληρωτικού παρελθόντος τους, των ευθραύστων θεσμών και οικονομιών τους και επικινδύνων, ανατολικών γειτόνων· οι δε πνιγόμενοι, απομένοντες χωρίς διασώστες και σωσίβια, θα πνιγούν. Ας το σκεφθούν αυτό, όσοι την επομένη του Βρετανικού Δημοψηφίσματος, είχαν σπεύσει, απροκαλύπτως απαστράπτοντες από χαρά, να εκδηλώσουν την λύπη τους.., και αμέσως μετά να υπαγορεύσουν τα ιδιοτελή, εσωτερικά desiderata τους ως απαραβάτους όρους διασώσεως της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Από το βάθος όλων των πολλών αβεβαιοτήτων αναδύεται μία βεβαιότητα: δεν είναι αυτή, η στιγμή «κατευνασμού» των λαϊκιστών δημαγωγών του Ευρωπαϊκού Βορρά ή του Νότου και της κάμψεως υπό τους εκβιασμούς τους, αλλά, αντιθέτως, ευθείας, αν χρειασθεί, αντιπαραθέσεως. Εξ άλλου, η εθνική πραγματικότητα, όλων των εν δυνάμει ταραχοποιών, δεν προσφέρει ούτε τα ερείσματα ασφαλείας τα οποία παρέχει η δυναμική και το μέγεθος της Βρετανικής οικονομίας,, ούτε την δύναμη της Βρετανικής, εθνικής αυτοπεποιθήσεως, εδραζομένης –δικαίως ή αδίκως–, επί του εθισμού αιώνων κοσμοκρατορίας.
Αν το Η.Β. επιτύχει να διατηρήσει ή να ανακτήσει την σταθερότητα της οικονομίας του, έστω και συρρικνωμένης, αυτό θα το οφείλει στην ανταγωνιστικότητά της, την σώφρονα δημοσιονομική πολιτική και την συνεπή, αναπτυξιακού προσανατολισμού λιτότητα –ιδίως από την πρώτη των κυβερνήσεων Cameron, μετά ένα διάστημα χαλαρώσεως υπό την πρωθυπουργία Gordon Brown–, στην ευκαμψία της αγοράς εργασίας του και γενικώς, όπως προανεφέρθη, στις αδιαλείπτως, σχεδόν, ορθές επιλογές οικονομικής πολιτικής των κυβερνήσεών του από την 10ετία 1980 και εντεύθεν.
Πώς, όμως, θα ήταν πειστικός ο εκβιασμός –να συγχωρηθεί η εμμονή επ’ αυτού–, εκ μέρους λαϊκιστικών κυβερνήσεων χωρών, μόλις αναδυομένων από την υπανάπτυξη δεκαετιών «Υπαρκτού Σοσιαλισμού», των οποίων όχι μόνον οι θεσμοί πολιτικής πολυμερείας δεν έχουν εμβαθυνθεί ακόμη, αλλά και η οικονομία –παρ’ όλη, την επιδειχθείσα, κατά την διάρκεια της τελευταίας 5ετίας, αξιοθαύμαστη, ομολογουμένως, αυτοπειθαρχία και ικανότητά τους λιτοδιαίτου αναπτύξεως–, παραμένει εύθραυστη; Ακόμη χειρότερα, πώς θα τολμούσαν να επιχειρήσουν να εκβιάσουν οι λαϊκισταί παλαιών Κρατών-Μελών, προτύπων από δεκαετίες –αν και όχι όλων εξ ίσου–, κρατισμού, δημοσιονομικής ασωτίας, αντιεπιχειρηματικότητος και συνδικαλιστικής ασυδοσίας; Ωρισμένοι το επεχείρησαν και κατέληξαν, «μαχόμενοι», εις τρισχειρότερη θέση.
Τα ερωτήματα αυτά, τα θέτει η κοινή λογική. Ατυχώς, δεν είναι η κοινή λογική η οποία και κατ’ ανάγκη, θα τα απαντήσει. Ο κίνδυνος, λοιπόν, παραμένει, να θεωρήσουν διάφοροι, υπό ποικίλες, κατά περίπτωση, ιδεολογικές εμπνεύσεις, ότι η αποχώρησις του Ηνωμένου Βασιλείου συνιστά κοσμογονία, εντός της οποίας ανακύπτει και πάλι ευκαιρία και ευνοϊκοί όροι εκβιασμών, είτε νέων, ακόμη και επί του πολιτικού και θεσμικού πεδίου –η Ουγγαρία και η Πολωνία ευρίσκονται ήδη επί των ορίων του «κεκτημένου»–, είτε υποτροπιασμών εκβιαστικής επαιτείας. Ο κίνδυνος αυτός είναι ακριβώς εκείνος, ο οποίος πρέπει να αποτραπεί δια της επιδείξεως από τους Θεσμούς της ΕΕ, αποφασιστικότητος προς κάθε κατεύθυνση χωρίς –ας το επαναλάβομε– κατευνασμούς και προσφορά εκπτώσεων.
Προ πάντων, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι σημαντική προϋπόθεσις και έρεισμα λειτουργικότητος των Ευρωπαϊκών Θεσμών είναι, ακριβώς, το ούτως ειπείν, «έλλειμμα δημοκρατίας» της Ενώσεως· δηλαδή, ότι μη εκλεγμένοι εμπειρογνώμονες λαμβάνουν κρίσιμες αποφάσεις και επιβάλλουν κανόνες, εκτός της εμβελείας της δικαιοδοσίας των εθνικών κοινοβουλίων και εν πολλοίς και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Αυτό το «έλλειμμα δημοκρατίας», απετέλεσε ένα των κυριωτέρων επιχειρημάτων της εκστρατείας των θιασωτών της εξόδου της Βρετανίας. από την Ε.Ε.
Συνεπώς, θα είναι έντονος ο πειρασμός να δοθεί, επ’ αυτού τουλάχιστον, εντύπωσις ευαισθησίας της Ε.Ε. και να διευρυνθούν τα όρια της δικαιοδοσίας των εθνικών κοινοβουλίων επί της λειτουργίας των οργάνων της, επί των κανονιστικών τους αρμοδιοτήτων κ.λπ. Ο πειρασμός αυτός, πέραν ενδεχομένως επιφανειακών καλλωπισμών, πρέπει να αποκρουσθεί. Την δύναμη, την εγγύηση, συνεχούς εξελίξεως και συνεπούς ομαλής λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εις όλα τα επίπεδα, την προσφέρει αυτή, ακριβώς, η δυνατότητα συνεχείας σχεδιασμού και παραγωγής πολιτικής και λήψεως σημαντικών αποφάσεων από εμπείρους, εξειδικευμένους υπηρεσιακούς λειτουργούς, εντός περιβάλλοντος προστατευμένου από τους κλυδωνισμούς του πολιτικού βίου των Κρατών-Μελών και τους παροδικούς θορύβους κατά την διέλευση ιδιορρύθμων κυβερνήσεων.
Εξ άλλου, ο κοινός τόπος περί της ανάγκης αποδόσεως προτεραιότητος στην ανάπτυξη ενός νέου προτύπου «περισσότερο κοινωνικής Ευρώπης» ακούεται, όλο και περισσότερο, μετά την 23η Ιουνίου, κατά σχηματική και αυθαίρετη αντιδιαστολή, προς την ανάγκη περαιτέρω εμβαθύνσεως των θεσμών κοινής διακυβερνήσεως. Δεν πρέπει να θεωρηθεί, όμως, ότι τίθεται ζήτημα εναλλακτικής επιλογής.
Η κοινωνική ευαισθησία υπήρξε από μιας αρχής ένα των κυρίων συστατικών της Ευρωπαϊκής Ιδέας και δεν έχει ποτέ, αφεθεί να ατονήσει. Τα όρια, εν τούτοις, των δυνατοτήτων είναι δεδομένα, εντός της πραγματικότητος ενός παγκοσμίου πλαισίου, όπου συνεχώς μεγεθυνομένη, δυναμική μάζα εργαζομένων, άλλων ηπείρων, επιτυγχάνει υψηλή παραγωγικότητα και δικαίως –η Παγκοσμιοποίησις ας μην δαιμονοποιείται–, διεκδικεί ανάλογη ευημερία υπό δικαιοτέρα γεωγραφική κατανομή. Η πραγματικότητα αυτή πρέπει, πάντοτε, να παραμείνει προ οφθαλμών. Οποιαδήποτε θεώρησις της «κοινωνικής Ευρώπης» πρέπει να γίνει μέσω του πρίσματός της. Η Ευρώπη πρέπει, αναντιρρήτως, να είναι κοινωνική, αλλά και να παραμείνει ανταγωνιστική.
Εις έναν τομέα, εν τούτοις, η Βρετανική αποχώρησις κρούει, πράγματι, κώδωνες κινδύνου και παριστά εναργώς την ανάγκη όχι διατηρήσεως πορείας και επιταχύνσεως, αλλά, σημαντικής τροποποιήσεώς της: η Ευρωπαϊκή πολιτική επί του προσφυγικού και της παρανόμου μεταναστεύσεως χρήζει περιοριστικού επαναπροσδιορισμού· όχι χάριν θωπεύσεως της ξενοφοβίας ακροδεξιών κινημάτων. Ο επαναπροσδιορισμός επιβάλλεται, αφ’ ενός, προς εξουδετέρωση ενός πρωταρχικού συστατικού της επιχειρηματολογίας στρατεύσεως ευρέων τμημάτων λαϊκών –κυρίως, αλλά όχι μόνον–, τάξεων υπό ιδεολογία η οποία είναι, πρωτίστως και πέραν των ξενοφοβικών συμπτωμάτων της νόσου, εχθρική προς τους φιλελευθέρους πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς και προς κάθε υπερεθνική οντότητα· αφ’ ετέρου, διότι, πράγματι, η Ευρώπη έχει αιφνιδιασθεί, χωρίς να διαθέτει επαρκή θεσμικά εφόδια προς αντιμετώπιση του φαινομένου. Η αναδιατύπωσις των κανόνων, τώρα, υπό το κράτος ανθρωπιστικής ευαισθησίας και της αισθήσεως μέτρου, σεβασμού των Ευρωπαϊκών αξιών και ευπρεπείας μετριοπαθών κυβερνήσεων, θα προλάβει ανατροπές και ακρότητες εις το μέλλον.
Την μείωση των ροών θα επέφερε εντός συντόμων προθεσμιών και η προαναγγελία της δημιουργίας μεγάλης δυναμικότητος εγκαταστάσεων και υποδομών υποδοχής και μακράς, αναγκαστικής, χωρίς ευχέρεια εξόδου, φιλοξενίας, επί των ακτών των θαλασσίων συνόρων –τα οποία, βεβαίως, δεν αποφράσσονται–, εις περιοχές απομακρυσμένες αστικών και τουριστικών κέντρων. Ο σχεδιασμός εις τους κόλπους των μελετητικών μονάδων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως υπάρχει, ήδη. Η δημοσιότητα αποφεύγεται και δεν έχει εκκινήσει οποιαδήποτε μεθόδευσις συνεχείας, λόγω δεοντολογικών προβληματισμών.
Εις κάθε περίπτωση, το μακροπροθέσμως πρωτεύον είναι η αποτελεσματική αντιμετώπισις της παρανόμου μεταναστεύσεως, μάλλον, παρά προσφυγικών κυμάτων προκαλουμένων από συρράξεις εντός του Μεσανατολικού ή του Υποσαχαρικού χώρου, ο συνολικός όγκος των οποίων, παρά τις εντονώτερες εντυπώσεις, είναι, εις βάθος χρόνου, αισθητώς χαμηλότερος απ’ ό,τι εκείνος των σταθερωτέρων ροών των οικονομικών παρανόμων μεταναστών. Ο Δ.Τ. θα επανέλθη επί του θέματος.
Πάντως, η αίσθησις προοπτικής και αναλογιών πρέπει να διατηρηθεί. Η Ευρωπαϊκή Ένωσις μετά βεβαιότητος θα επιβιώσει και μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία, αναμφιβόλως, την αφήνει απεμπλουτισμένη.
Δικαιολογείται, αναντιρρήτως, ο φόβος ότι η αρχή της αποσυνθετικής διαδικασίας θα είναι μοιραία αν και άλλοι, μεγάλοι ιδρυτικοί Εταίροι, καταλήξουν να απολεσθούν, είτε περιερχόμενοι υπό αντιευρωπαϊκά κινήματα, είτε τιθέμενοι, παρά το μέγεθος και το παρελθόν τους, εκτός πραγματικότητος ως πρόμαχοι ενός «Νότου», αποτελματωμένων επιδόσεων, είτε εξωθηθούν, απηυδισμένοι, να απομακρυνθούν, παρ’ όλη την προσήλωσή τους στην Ευρωπαϊκή Ιδέα.
Ας μην υπάρχουν, όμως, ψευδαισθήσεις ότι θα κριθεί ως επωφελής απόρριψις βαρών η έξοδος όσων μικρών και περιφερειακών θα αρνούνται να αναμορφώσουν την οικονομία τους ή θα συνεχίζουν την νοσταλγική ενατένιση του αυταρχικού παρελθόντος τους. Προς αυτούς, τουλάχιστον, η Βρετανική έξοδος συστέλλει τα όρια ανοχής· δεν τα διευρύνει.