Μαριάνθη Γεωργαλίδου- Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης (Εισαγωγή -Επιμέλεια)
Γλωσσική και Κοινοτική Ετερότητα στη Δωδεκάνησο του 20ου αιώνα
Κέντρο Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων (KEMO), Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2016, σελ. 536.
Γράφει η ΧΑΡΙΣ ΚΟΝΤΟΥ
Σε μία ιδιαίτερα κρίσιμη εποχή, όπως αυτή που διανύουμε, όπου λέξεις-έννοιες όπως : παγκοσμιοποίηση, πολυπολιτισμικότητα, πολυφωνία, ετερότητα πολύ συχνά λειτουργούν αμφίθυμα μέσα μας, καθώς έρχονται σε μη δημιουργική αντιπαράθεση με προϋπάρχοντες όρους όπως : κρατική/εθνική κυριαρχία, εθνική κατασκευή, εθνική ταυτότητα, κάνει την εμφάνισή του αυτό το ξεχωριστό επιστημονικό συλλογικό πόνημα, το οποίο επιχειρεί να φωτίσει το πολύγλωσσο τοπίο του νησιωτικού συμπλέγματος της Δωδεκανήσου, «να καλύψει το κενό στη βιβλιογραφία» (Oι περισσότερες μελέτες μέχρι σήμερα αφορούν στον ελληνόφωνο Ορθόδοξο πληθυσμό της Δωδεκανήσου) «και να καταστήσει ορατή την πορεία κυρίως των ιστορικών κοινοτήτων ετερότητας αλλά και κοινοτήτων που βρίσκονται υπό δυναμική διαμόρφωση στις τελευταίες δεκαετίες του20ου αιώνα» .
Θέματα ζωτικής σημασίας για την ιστορία της Δωδεκανήσου, όπως είναι η ιστορική συνύπαρξη του μουσουλμανικού και εβραϊκού γλωσσικού στοιχείου με το ελληνικό, αλλά και παράγοντες που επέδρασαν καταλυτικά στη διαμόρφωση αυτού του ιδιάζοντος ιστορικού και γλωσσικού τοπίου, παράγοντες όπως η έννοια της εθνικής κατασκευής στα Δωδεκάνησα (Ι. Γεωργικόπουλος) ή το πώς διαχειρίστηκαν το ζήτημα της ιθαγένειας στα Δωδεκάνησα μετά την ενσωμάτωση οι πολιτικές συμπερίληψης και αποκλεισμού που ακολουθήθηκαν (Λάμπρος Μπαλτσιώτης), προσεγγίζονται διεπιστημονικά σε αυτόν τον συλλογικό τόμο, καλύπτοντας τις ιστορικές και νομικές πλευρές της κοινοτικής ετερότητας και φωτίζοντας πτυχές της κοινωνιογλωσσικής οργάνωσης και της δυναμικής διαμόρφωσης ταυτοτήτων. Το Δωδεκανησιακό ανθρωπογενές τοπίο εμπλουτίζεται με αναφορές στη σύγχρονη γλωσσική πολυμορφία, έτσι όπως αυτή προκύπτει ως προϊόν της εγκατάστασης μεταναστευτικών πληθυσμών αλλά και ως μία δυσδιάκριτη μορφή ετερότητας η οποία αφορά ελληνικής καταγωγής κοινότητες παλλινοστούντων μεταναστών/τριών.
Στόχος του παρόντος πονήματος , όπως αναφέρουν οι ίδιοι οι γράφοντες (Μ. Γεωργαλίδου, Κων/νος Τσιτσελίκης) στην Εισαγωγή του βιβλίου είναι, «Η όσο το δυνατόν πολύπλευρη προσέγγιση του Δωδεκανησιακού ανθρωπογενούς τοπίου και η ανάδειξη της παρουσίας εκείνων των αλλογενών και αλλόγλωσσων κοινοτήτων που συντελούν στη διαμόρφωση της τοπικής ποικιλομορφίας». Ο στόχος αυτός, όμως, δεν είναι ξέχωρος και από μία βαθύτατη έγνοια των επιστημόνων/συγγραφέων του παρόντος τόμου : «Ο παρών τόμος φιλοδοξεί να συνεισφέρει στη μεθοδική αναζήτηση και παρουσίαση των παραμέτρων της ετερότητας ως, εν τέλει, συστατικού και όχι ως περιθωριακού στοιχείου της ανθρωπογεωγραφίας του σύγχρονου πολιτισμού».
Σε αυτόν τον ανάγλυφο στόχο της πολύπλευρης προσέγγισης και στην ευγενή φιλοδοξία αυτής της συλλογικής μελέτης να προσεγγίσει διεπιστημονικά το ζήτημα της γλωσσικής και κοινοτικής ετερότητας νομίζω ότι ερείδεται και η πιο αναγνωριστική αρετή του βιβλίου: Η ειλικρίνειά του, η αμεσότητά του, το επιστημονικό αλλά μη επιτηδευμένο ύφος του, ο ολόπλευρος φωτισμός του όρου «ετερότητα» και η επιστημονική τεκμηρίωσή του, ώστε να πάψει να αποτελεί ταμπού ή αιχμηρό σημείο αντιπαραθέσεων.
Και σε αυτό ακριβώς το σημείο έρχεται το βιβλίο αυτό να «θεραπεύσει» τις ανεπάρκειες του παρελθόντος αλλά και τις αστοχίες του υπάρχοντος εκπαιδευτικού συστήματος σε ό,τι αφορά στη διδασκαλία της ιστορίας, στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση: Με το να προτείνει δηλαδή την έννοια της ετερότητας ως έννοια πλουραλιστικής ταυτότητας και συνεκτικό στοιχείο πολιτισμού αντιπαραθέτει το ιστορικό βίωμα απέναντι στην ιστορική κατασκευή και αποκαθιστά την ιστορική αλήθεια εξοβελίζοντας τη μονομέρεια και την όποια εθνική εμμονή.
Με ιδιαίτερη ευαισθησία θα πρέπει να σταθούμε στο 14ο και τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, όπου εξετάζεται και μελετάται το θέμα της διγλωσσίας και των πολλαπλών ταυτοτήτων σε γυναίκες που επαναπατρίστηκαν από αγγλόφωνες χώρες. Πρόκειται για γυναίκες δεύτερης γενιάς οικονομικών μεταναστών από την Ελλάδα, που μεγάλωσαν στις Η.Π.Α., τον Καναδά ή την Αυστραλία και στη συνέχεια επέστρεψαν στην πρώιμη ενήλικη ζωή τους στη Ρόδο, νησί καταγωγής των γονιών τους, παντρεύτηκαν και εγκαταστάθηκαν εκεί.
Την εργασία συνοδεύει ένα παράρτημα με βιογραφικά κείμενα των ίδιων των γυναικών που συμμετείχαν ως δείγμα στην έρευνα , γεγονός που φωτίζει εκ των έσω την ιστορική αλήθεια των προσώπων και μας θυμίζει πως η δυναμική της ιστορίας αποτυπώνεται κυρίως στον λόγο των προσώπων που συμμετέχουν στην ιστορική συγκυρία.
Εν κατακλείδι, η έννοια της ταυτότητας στα Δωδεκάνησα διευρύνεται και εμπλουτίζεται μέσα από το πρίσμα της ετερότητας και της πολυφωνικής γλωσσικής ποικιλίας και ο τόπος γίνεται σταυροδρόμι πολιτισμών και λιμάνι υποδοχής του «Άλλου». Η έννοια της ταυτότητας, εξάλλου, προϋποθέτει την αναγκαιότητα ύπαρξης μιας ετερότητας, προκειμένου αυτή να οριστεί ως συμπληρωματική ή αντίθετη. Καθίσταται σαφές , μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης του βιβλίου, πως η αποδοχή της ταυτότητας είναι ταυτόχρονα και αποδοχή της ετερότητας και πως ο κόσμος μεγαλώνει συμφιλιωτικά μόνο αν γνωρίζουμε σε βάθος τα ατέρμονα όρια των αλλεπάλληλων πολιτισμικών εγκιβωτισμών που μας διαμορφώνουν.
*Φιλόλογος, με ειδίκευση στη Νέα Ελληνική Λογοτεχνία και με Μεταπτυχιακές Σπουδές στην Παιδική Λογοτεχνία και στο Νεοελληνικό Λαϊκό Παραμύθι.